dayan.org
Συγγραφέας: Hay Eytan Cohen Yanarocak
Στο τελευταίο τεύχος του Turkeyscope, ο Δρ. Hay Eytan Cohen Yanarocak εξετάζει πώς η αντίδραση της Άγκυρας στον πόλεμο της Γάζας εξελίχθηκε σε μια ευρεία εκστρατεία απονομιμοποίησης κατά του Ισραήλ. Αναλύει πώς οι διπλωματικές κινήσεις, οι αφηγήσεις των μέσων ενημέρωσης και τα βήματα στο διεθνές νομικό πεδίο πλαισιώνουν ολοένα και περισσότερο το Ισραήλ ως στρατηγική απειλή, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιούν τη Χαμάς, μετατρέποντας τις διμερείς σχέσεις σε ιδεολογική αντιπαράθεση με μακροπρόθεσμες περιφερειακές συνέπειες.
Ημερομηνία: 15 Δεκεμβρίου 2025
Τουρκία – Σχέσεις Τουρκίας–Ισραήλ
Πόλεμος «Σιδερένια Σπαθιά» (Οκτώβριος 2023)
Στις 7 Οκτωβρίου, μετά τη μεγάλης κλίμακας τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ, μία από τις πιο άμεσες και καθοριστικές εξελίξεις που προέκυψαν από τον επακόλουθο πόλεμο αυτοάμυνας του Ισραήλ ήταν η έντονη επιδείνωση των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων.
Έναν μήνα πριν από την έκρηξη των εχθροπραξιών, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου πόζαραν μπροστά στις κάμερες μαζί με τους ανώτερους συμβούλους τους, ενώπιον των σημαιών των δύο χωρών, στο Τουρκικό Σπίτι στη Νέα Υόρκη.[1] Κι όμως, μόλις δύο χρόνια μετά τη λήψη εκείνης της φωτογραφίας, στις 7 Νοεμβρίου, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Κωνσταντινούπολης εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά 37 ανώτατων Ισραηλινών αξιωματούχων που εμπλέκονται στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Χαμάς — μεταξύ των οποίων ο Πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο Υπουργός Άμυνας Γισραέλ Κατζ και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εγιάλ Ζαμίρ.[2]
Η ανακοίνωση αυτής της απόφασης έσβησε τις νεοσύστατες ελπίδες ότι η ένταση μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί σταδιακά μετά την εύθραυστη εκεχειρία στη Γάζα, η οποία επιτεύχθηκε μέσω πρωτοβουλίας του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Με μια τέτοια πολιτικά υποκινούμενη απόφαση, η Άγκυρα κατέστησε σαφές ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει σε εξομάλυνση των σχέσεων με την Ιερουσαλήμ, παρά την εκεχειρία. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Ερντογάν ακολουθεί από την έναρξη του πολέμου μια πολιτική απονομιμοποίησης κατά του Ισραήλ, η οποία έχει εδώ και καιρό υπερβεί τα όρια της κριτικής.
Η πολιτική αυτή της απονομιμοποίησης ξεκίνησε επισήμως στις 25 Οκτωβρίου 2023, όταν ο Ερντογάν άρχισε να νομιμοποιεί την τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς, χαρακτηρίζοντάς την ως οργάνωση «μαχητών της ελευθερίας».[3] Μετά τις δηλώσεις του Ερντογάν, ο φιλοκυβερνητικός τουρκικός Τύπος διαμόρφωσε την ειδησεογραφική του αφήγηση ώστε να ευθυγραμμιστεί με τη θέση του προέδρου, αποτυπώνοντας προσεκτικά τις ευαισθησίες του στο ζήτημα. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η αφηγηματική γραμμή δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στα φιλοερντογανικά μέσα, αλλά άρχισε να εμφανίζεται και σε έντυπα που αυτοπροσδιορίζονται ως κοσμικά ή ως αριστερά της αντιπολίτευσης.
Ο αναδυόμενος κοινωνικός λόγος στην τουρκική κοινωνία άρχισε να υποβαθμίζει την απόφαση της Τουρκίας το 1949 να αναγνωρίσει το Ισραήλ, να παραβλέπει την ιστορική κληρονομιά του Ισραήλ στην προγονική του γη και να παρουσιάζει το εβραϊκό κράτος ως ένα άπατρι δυτικό εγχείρημα. Η δήλωση του Ερντογάν κατά τη διάρκεια της μαζικής συγκέντρωσης που πραγματοποίησε στο αεροδρόμιο Ατατούρκ στις 28 Οκτωβρίου 2023, ότι «το Ισραήλ είναι απλώς ένα πιόνι στην περιοχή, το οποίο θα θυσιαστεί όταν έρθει η ώρα», συνέβαλε αναμφίβολα σε αυτή τη μετατόπιση. Όμως ο Ερντογάν δεν σταμάτησε εκεί. Απευθυνόμενος στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στη συγκέντρωση, ρώτησε: «Ποιος βρίσκεται πίσω από το PKK, το YPG και τη FETÖ;». Όταν οι συμμετέχοντες απάντησαν «η Αμερική», πρόσθεσε: «και το Ισραήλ επίσης. Είτε πρόκειται για χρήματα είτε για όπλα, τα παρέχουν. Το γνωρίζουμε αυτό, αλλά πρέπει να το γνωρίζει καλά και το έθνος μου», χαρακτηρίζοντας έτσι ανοιχτά το Ισραήλ ως απειλή για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας.[4]
Στο πλαίσιο αυτό, μετά τόσο την αμφισβήτηση της νομιμότητας του Ισραήλ όσο και την παρουσίασή του ως απειλής για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας, οι κοινωνικές στάσεις απέναντι στο Ισραήλ σκλήρυναν περαιτέρω. Τόσο τα συντηρητικά όσο και τα αυτοπροσδιοριζόμενα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης εξαπέλυσαν εκστρατεία απονομιμοποίησης κατά του εβραϊκού κράτους.
Οι Τούρκοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων και ο Τύπος συνέχισαν την εκστρατεία απονομιμοποίησης του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και της ίδιας της νομιμότητας του Κράτους του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς όπως «γκάνγκστερ»[5], «δίκτυο σφαγών»[6], «κράτος-παρίας»[7], «τρομοκρατικό κράτος»[8], «ιός»[9], «δολοφόνος»[10], «κατακτητής»[11], «γενοκτονικό»[12] και ακόμη και «Σιωνιστικό-Ναζιστικό (ZioNazi)»[13]. Αναμφίβολα, αυτή η ορολογία αποσκοπεί σε μεγάλο βαθμό στη χυδαία εξοικείωση και απονεύρωση της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Τα έξι εκατομμύρια Εβραίοι που δολοφονήθηκαν μεταξύ 1939 και 1945 αποκλειστικά και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι δεν διέθεταν ούτε όπλα, ούτε τούνελ, ούτε πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Παρά τα προφανή αυτά δεδομένα, η εκστρατεία συνέχισε να δαιμονοποιεί το Ισραήλ, εξισώνοντάς το με τη ναζιστική Γερμανία. Ο Πρόεδρος Ερντογάν χαρακτήρισε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό ως παράνομο ηγέτη που απειλεί την παγκόσμια ειρήνη, δηλώνοντας ότι «ο Νετανιάχου ξεπέρασε τον Χίτλερ»[14]. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να δηλώσει ότι «το τέλος του Νετανιάχου θα είναι όπως του Χίτλερ»[15].
Πέρα από τις προσωπικές λεκτικές επιθέσεις, ιστορικοί όροι και τοπωνύμια που συνδέονται με το Ολοκαύτωμα, όπως «στρατόπεδο συγκέντρωσης» ή «Άουσβιτς», διαστρεβλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στο ειδικό πλαίσιο της Γάζας ως «στρατόπεδο ZioNazi»[16] ή «Gazaschwitz»[17], ποδοπατώντας έτσι τη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος.
Ο πολιτικός και κοινωνικός λόγος εκτροχιάστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε, κατά την προεκλογική περίοδο των τοπικών εκλογών του 2024, τα ισλαμιστικά πολιτικά κόμματα – τα οποία επιδίωκαν να διαφοροποιηθούν από τον Ερντογάν ως προς την «πολιτική τους απέναντι στο Ισραήλ» – άσκησαν σφοδρή κριτική στον Τούρκο πρόεδρο επειδή διατηρούσε τότε εμπορικές σχέσεις με το Ισραήλ. Αυτή η κριτική στάση είχε ως αποτέλεσμα ο πρόεδρος να υποστεί απώλειες σε αυτή την κρίσιμη δοκιμασία σε διάφορα ισλαμιστικά προπύργια, όπως η Σανλιούρφα και το Γιοζγκάτ[18]. Μετά τις εκλογές, ο Ερντογάν, αξιολογώντας τα αποτελέσματα και επιδιώκοντας να εξουδετερώσει αυτό το πλεονέκτημα από τα χέρια των μικρών κομμάτων που τον αμφισβητούσαν, ανέστειλε εν μέρει το εμπόριο με το Ισραήλ για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2024[19]. Περίπου έναν μήνα αργότερα, τον Μάιο, προχώρησε σε ένα ακόμη σημαντικό βήμα, διακόπτοντας πλήρως το διμερές εμπόριο[20]. Πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση αυτή δεν είχε μόνο εμπορικές επιπτώσεις, αλλά συνιστούσε και ένα πλήγμα στη νομιμότητα του Κράτους του Ισραήλ. Με την απόφαση αυτή, θυσιάστηκε ένας εμπορικός όγκος ύψους 9,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών ευνοϊκό για την Τουρκία, προκαλώντας οικονομική ζημία[21].
Κατόπιν αναφορών ότι ορισμένοι επιχειρηματικοί παράγοντες παρέκαμπταν δημιουργικά τους περιορισμούς συνεχίζοντας τις συναλλαγές μέσω της Παλαιστινιακής Αρχής και άλλων τρίτων χωρών[22], στις 21 Αυγούστου 2025 επιβλήθηκε αμοιβαία κύρωση, η οποία απαγόρευσε σε ισραηλινά και τουρκικά πλοία να πραγματοποιούν προσεγγίσεις σε λιμάνια[23]. Κατά την ανακοίνωση του μέτρου, ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν δήλωσε σε κοινοβουλευτική ομιλία ότι τα μέτρα θα περιλάμβαναν και τον τουρκικό εναέριο χώρο· ωστόσο, αργότερα κατέστη σαφές ότι η πολιτική αυτή είχε αθόρυβα αναστραφεί[24]. Ο πολιτικός αυτός λόγος λειτούργησε σταθερά υπονομευτικά για τη νομιμότητα του Ισραήλ στο τουρκικό δημόσιο πεδίο.
Οι εμπορικές κυρώσεις που ανακοινώθηκαν κατά του Ισραήλ δημιούργησαν ένα τόσο τεταμένο κλίμα ώστε, στις 30 Ιουνίου 2024, οι τουρκικές αρχές αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό καυσίμων σε αεροσκάφος της El Al Israel Airlines, το οποίο είχε πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση στην Αττάλεια. Το αεροσκάφος αναγκάστηκε να πετάξει στη Ρόδο για ανεφοδιασμό πριν συνεχίσει για το Ισραήλ[25]. Ενώ τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν το περιστατικό ως πρωτοφανή κλιμάκωση, τα πράγματα επρόκειτο να επιδεινωθούν περαιτέρω.
Μετά τη δολοφονία του τρομοκράτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια από το Ισραήλ στην Τεχεράνη, στις 31 Ιουλίου, ο Ερντογάν χαρακτήρισε την ισραηλινή επιχείρηση ως «σιωνιστική βαρβαρότητα»[26], χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τον όρο «σιωνισμός» με υποτιμητικό τρόπο, διαστρεβλώνοντάς τον από το αρχικό του νόημα για σκοπούς απονομιμοποίησης. Ο Ερντογάν δεν σταμάτησε εκεί. Έδωσε εντολή να κυματίζουν μεσίστιες οι τουρκικές σημαίες σε όλες τις τουρκικές αποστολές εντός και εκτός Τουρκίας προς τιμήν του Χανίγια. Η τουρκική πρεσβεία στο Τελ Αβίβ συμμορφώθηκε επίσης με την οδηγία, κατεβάζοντας τη σημαία μεσίστιη[27]. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα απαράδεκτο βήμα για το Ισραήλ.
Αν και ο Αύγουστος μόλις είχε ξεκινήσει, ήταν ενδεικτικός ακόμη σημαντικότερων εξελίξεων. Στις 7 Αυγούστου 2024, η Τουρκία κατέστη επισήμως διάδικος στην υπόθεση που κατέθεσε η Νότια Αφρική κατά του Ισραήλ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ)[28]. Η ενέργεια αυτή συνιστά το πλέον κρίσιμο σκέλος της εκστρατείας απονομιμοποίησης που στρέφεται κατά του Ισραήλ. Με την απόφαση αυτή, η Τουρκία δήλωσε επισήμως τη δέσμευσή της να υπονομεύσει τη νομιμότητα του Ισραήλ ενώπιον της διεθνούς κοινότητας. Περαιτέρω, η Τουρκία συνέβαλε στα επιχειρήματα της Νότιας Αφρικής υποβάλλοντας φωτογραφικό υλικό και βίντεο που κατέγραψαν νομικοί εμπειρογνώμονες[29] και δημοσιογράφοι που συνδέονται με το κρατικό πρακτορείο Anadolu Agency[30]. Πράγματι, στις 30 Απριλίου 2025, η τουρκική αντιπροσωπεία παρουσίασε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εισήγηση με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Εγκλήματα Πολέμου που Διαπράχθηκαν από το Ισραήλ»[31].
Μέχρι τον Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος Ερντογάν, αυτή τη φορά από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών, στοχοποίησε το Ισραήλ καλώντας στην εφαρμογή του ψηφίσματος «Ενωμένοι για την Ειρήνη», που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1950.[32] Το ψήφισμα αυτό επιτρέπει στη Γενική Συνέλευση να συνεδριάζει εκτάκτως και να υιοθετεί συστάσεις με στόχο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας αδυνατεί να ενεργήσει λόγω βέτο ενός ή περισσότερων από τα πέντε μόνιμα μέλη.[33] Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν υπονόησε ότι το Ισραήλ αποτελεί παράνομη οντότητα — ανάλογη με τη ναζιστική Γερμανία — που θα μπορούσε να δικαιολογεί στρατιωτική επέμβαση της διεθνούς κοινότητας.
Τον Οκτώβριο, κλιμάκωσε περαιτέρω τη ρητορική του κατά της Ιερουσαλήμ, υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ φέρεται να έχει εδαφικές φιλοδοξίες εις βάρος της Τουρκίας και ότι πρέπει πλέον να αντιμετωπίζεται ως απειλή για την εθνική της ασφάλεια.[34] Κατηγόρησε εμμέσως την ισραηλινή κυβέρνηση ότι ακολουθεί «μεσσιανική εξωτερική πολιτική», υποστηρίζοντας ότι έχει εκπονήσει σχέδιο με την ονομασία «Υποσχεμένες Γαίες», το οποίο δήθεν προβλέπει κατάληψη εδαφών κρατών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας.[35] Μετά τις δηλώσεις αυτές, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας πραγματοποίησε κλειστή συνεδρίαση για το Ισραήλ στις 6 Οκτωβρίου. Το πλαίσιο αυτό, αναμφίβολα, επιβάρυνε περαιτέρω την εικόνα του Ισραήλ στην τουρκική κοινή γνώμη.[36]
Η τουρκική πολιτική απονομιμοποίησης έφτασε σε νέο αποκορύφωμα στις 17 Νοεμβρίου 2024, όταν στον πρόεδρο του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτζογκ — χωρίς σύνδεση με τον πόλεμο στη Γάζα και χωρίς πολιτική ευθύνη — δεν επετράπη η χρήση του τουρκικού εναέριου χώρου για πτήση προς το Αζερμπαϊτζάν.[37] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Χέρτζογκ υπήρξε ο αρχιτέκτονας της εξομάλυνσης των σχέσεων με τον Ερντογάν τον Μάρτιο του 2022, ενώ υπάρχουν και φωτογραφίες που τους δείχνουν να ανταλλάσσουν χειραψία.[38]
Η πολιτική αυτή για τον εναέριο χώρο παρέμεινε αμετάβλητη και το 2025. Υπενθυμίζεται ότι μετά την πτώση του Σύρου δικτάτορα Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024, Τουρκία και Ισραήλ εισήλθαν σε νέα φάση ανταγωνισμού στη Συρία. Με την κλιμάκωση να καθίσταται επικίνδυνη, το Αζερμπαϊτζάν — στενός σύμμαχος και των δύο — παρενέβη φιλοξενώντας συνομιλίες αποκλιμάκωσης. Παρά το θετικό αυτό βήμα, στις 11 Απριλίου η Τουρκία επέλεξε να κλείσει τον εναέριο χώρο της για το αεροσκάφος που μετέφερε την ισραηλινή αντιπροσωπεία, η οποία επρόκειτο να διέλθει πάνω από τουρκικό έδαφος. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα έστειλε μήνυμα ότι οι εντάσεις δεν πρόκειται να μειωθούν εκτός του συριακού πεδίου. Η ισραηλινή αντιπροσωπεία έφτασε στο Μπακού πετώντας μέσω Ελλάδας, Βουλγαρίας και Μαύρης Θάλασσας.[39]
Παράλληλα, έως το 2025 η τουρκική κυβέρνηση ενίσχυσε περαιτέρω τις σχέσεις της με τη Χαμάς, παρουσιάζοντας τις συναντήσεις με στελέχη της σαν επισκέψεις «εθνικής αντιπροσωπείας», προσδίδοντάς της έτσι πρόσθετη νομιμοποίηση μέσω του τουρκικού Τύπου.
Επιπλέον, με πρόσχημα διευκολυντικό ρόλο σε ρυθμίσεις «ανταλλαγής Ισραηλινών ομήρων – Παλαιστινίων τρομοκρατών κρατουμένων», η Άγκυρα ενέκρινε τη μεταφορά αποφυλακισθέντων μελών της Χαμάς στην Τουρκία. Μέσω αυτής της πολιτικής επιχείρησε να αποκρούσει τις κατηγορίες ότι «φιλοξενεί τη Χαμάς», προβάλλοντας το επιχείρημα ότι «προβαίνει σε θυσίες» για την εφαρμογή της συμφωνίας και την επίτευξη εκεχειρίας. Με τον τρόπο αυτό, εξουδετέρωσε και πιθανές πιέσεις από τις ΗΠΑ για απέλαση στελεχών της Χαμάς. Ως αποτέλεσμα, μέλη της Χαμάς που αποφυλακίστηκαν σε ανταλλαγή με αθώους Ισραηλινούς ομήρους γίνονται δεκτά στην Τουρκία.[40]
Στο πλαίσιο αυτό, καταβλήθηκε προσπάθεια και για περαιτέρω «νομιμοποίηση» στελεχών της Χαμάς: φωτογραφίες του προέδρου Ερντογάν, του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και του διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (MİT) Ιμπραήμ Καλίν μαζί με μέλη του Συμβουλίου Σούρα της Χαμάς διοχετεύθηκαν στα μέσα ενημέρωσης.[41]
Κομβικό ρόλο στη δημόσια διπλωματία ανέλαβε η Διεύθυνση Επικοινωνίας της Προεδρίας. Παρουσιάζοντας τα βασικά μηνύματα προς την τουρκική και τη διεθνή κοινή γνώμη, αφενός παρείχε νομιμοποίηση στη Χαμάς και αφετέρου εφάρμοσε συστηματικά πολιτική απονομιμοποίησης κατά του Ισραήλ. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος ενίσχυσε τη γραμμή απονομιμοποίησης μέσω εκδόσεων της Διεύθυνσης με τίτλους «Δολοφονώντας την Αλήθεια – Η Εκστρατεία του Ισραήλ κατά της Δημοσιογραφίας», «Η Παλαιστινιακή μας Υπόθεση» και «Η Πρώτη Γραμμή της Αλήθειας στην Παλαιστινιακή Υπόθεση». Σε αυτές τις εκδόσεις, ο σιωνισμός χαρακτηρίζεται ως «ρατσιστική κοσμική ιδεολογία», ενώ το Ισραήλ κατηγορείται αβάσιμα ως «καθεστώς απαρτχάιντ». Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι το Ισραήλ δήθεν επωφελείται από την παγκόσμια άνοδο της ισλαμοφοβίας και τη χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος, ενώ ακόμη και ο αυξανόμενος αντισημιτισμός διεθνώς παρουσιάζεται ως εργαλείο και «ασπίδα» του Ισραήλ.[42]
Η Τουρκία προχώρησε και σε θεσμική ενίσχυση της απονομιμοποίησης μέσω των κοινωνικών δικτύων. Εκτός από την τουρκική και άλλες γλώσσες, εγκαινίασε ειδική πλατφόρμα: ιστότοπο[43] και λογαριασμό στο X[44] στα εβραϊκά, υπό την ονομασία «TRT Hebrew». Αν και το περιεχόμενο παρουσιάζεται ως ερασιτεχνικό και επιπέδου φθηνής προπαγάνδας — προκαλώντας συχνά θυμηδία στον μέσο Ισραηλινό — αποκαλύπτει την πρόθεση της Άγκυρας να επηρεάσει τον ισραηλινό δημόσιο λόγο.
Ένα ακόμη κομβικό πεδίο είναι η «πολιτική της Τουρκίας για την Ιερουσαλήμ». Δηλώνοντας ότι «η Ιερουσαλήμ είναι δική μας πόλη· είναι πόλη μας»[45], ο Ερντογάν προέβαλε ιστορική διεκδίκηση επί της πρωτεύουσας του Ισραήλ και την ανακήρυξε «κόκκινη γραμμή» για την Τουρκία.[46] Στο ίδιο πνεύμα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εκδίδει συστηματικά καταδικαστικές ανακοινώσεις, σε τόνο σχεδόν «επιτηρητή», υποδηλώνοντας ότι παρακολουθεί κάθε κίνηση του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ. Παρότι οι ανακοινώσεις αυτές συχνά επικαλούνται το ιστορικό status quo, οι τακτικές επισκέψεις Εβραίων στο Όρος του Ναού — που πραγματοποιούνται εντός αυτού του ίδιου καθεστώτος — βαφτίζονται «επιδρομές» και παρουσιάζονται ως παράνομες.[47] Η πρακτική αυτή δεν είναι παρά μια απόπειρα, μέσω τουρκικής παρέμβασης, αναδιαμόρφωσης του status quo προς όφελος τρίτων και εις βάρος του Ισραήλ.
Η πορεία των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου αποτυπώνει μια βαθιά και σκόπιμη πολιτική ρήξη, που καθοδηγείται από τη διαρκώς κλιμακούμενη στρατηγική απονομιμοποίησης της Άγκυρας. Αυτό που ξεκίνησε ως ρητορική υποστήριξη προς τη Χαμάς εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικής με στόχο την υπονόμευση της ηθικής, πολιτικής και ακόμη και της ιστορικής νομιμότητας του Ισραήλ. Μέσω εμπρηστικού λόγου, συστηματικών αφηγημάτων στα μέσα ενημέρωσης, αναστολής του εμπορίου, συμβολικών διπλωματικών κυρώσεων και ενεργού συμμετοχής σε διεθνείς νομικές πρωτοβουλίες, η τουρκική ηγεσία κατέστησε σαφές ότι δεν επιδιώκει πλέον λειτουργική εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ — ακόμη και μετά την παύση των εχθροπραξιών στη Γάζα. Αντιθέτως, η Άγκυρα αναδιαμόρφωσε την εικόνα της Ιερουσαλήμ όχι μόνο ως αντιπάλου στο περιφερειακό πεδίο, αλλά ως πολιτισμικής απειλής για την τουρκική ταυτότητα ασφάλειας, ενσωματώνοντας έτσι το αντιισραηλινό αίσθημα βαθιά τόσο στους κρατικούς θεσμούς όσο και στη δημόσια συνείδηση. Το ευρύτερο αυτό πλαίσιο απονομιμοποίησης ενισχύεται περαιτέρω από την επιθετική «πολιτική της Τουρκίας για την Ιερουσαλήμ», μέσω της οποίας ο Ερντογάν προβάλλει ιστορικά δικαιώματα επί της πόλης και αμφισβητεί συστηματικά την κυριαρχία του Ισραήλ σε αυτήν.
Τελικά, οι πολιτικές αυτές μετέτρεψαν τη διμερή σχέση από μια πραγματιστική συνεργασία σε μια ιδεολογική αντιπαράθεση. Εξισώνοντας το Ισραήλ με τον ναζισμό, εργαλειοποιώντας τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, αποκλείοντας τη ναυτική και διπλωματική πρόσβαση στον εναέριο χώρο, καθώς και καλλιεργώντας τη Χαμάς ως «νόμιμο» πολιτικό δρώντα, η Τουρκία τοποθετήθηκε ως ένας από τους βασικούς διεθνείς παράγοντες που αμφισβητούν τη νομιμότητα του Ισραήλ. Η μετατόπιση αυτή έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες: περιορίζει το διπλωματικό περιθώριο για συμφιλίωση, αναδιαμορφώνει τις περιφερειακές ευθυγραμμίσεις και διαβρώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο χωρών σε δομικό επίπεδο. Εάν η Άγκυρα δεν επανεξετάσει ριζικά αυτό το παράδειγμα απονομιμοποίησης, οι ισραηλινοτουρκικές σχέσεις θα παραμείνουν εγκλωβισμένες σε έναν κύκλο αποξένωσης, καθοδηγούμενο λιγότερο από γεωπολιτική αναγκαιότητα και περισσότερο από εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς και αφηγήσεις ταυτότητας.
Ο Δρ. Hay Eytan Cohen Yanarocak είναι ειδικός σε θέματα Τουρκίας στο Κέντρο Μελετών Μέσης Ανατολής και Αφρικής Moshe Dayan (MDC) του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. Έλαβε το διδακτορικό του από τη Σχολή Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ και διδάσκει στο ίδιο ίδρυμα, καθώς και στο Shalem Academic College στην Ιερουσαλήμ. Ο Δρ. Cohen Yanarocak είναι επιμελητής του Turkeyscope: Insights on Turkish Affairs. Τον Μάιο του 2015 τιμήθηκε με την υποτροφία του Βραβείου Dan David στην κατηγορία «Παρελθόν: Ανακτώντας το παρελθόν, οι ιστορικοί και οι πηγές τους».
Οι απόψεις που εκφράζονται στις εκδόσεις του MDC ανήκουν αποκλειστικά στους συγγραφείς.


