Πολλά και σοβαρά ζητήματα τρέχουν, η κοινωνία πλήττεται από τον ιό με αυξανόμενο ρυθμό και οι καταλήψεις βρίσκονται -μάλλον δυσανάλογα ψηλά- στην επικαιρότητα. Μερικές σκέψεις:

ΤΟ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΟΥΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ εν μέσω πανδημίας –και όσο τα επιδημιολογικά δεδομένα φαίνεται να το επιτρέπουν– είναι η βασική μάχη που πρέπει να δοθεί. Αυτή η μεγάλη ανάγκη θα έπρεπε να καθορίζει κάθε σκέψη και στάση της πολιτείας, των κομμάτων, των διαφόρων φορέων, του κάθε άνθρωπου που καταλαβαίνει και νιώθει ότι τα παιδιά πρέπει να βρίσκονται στο φυσικό τους χώρο. Το «δε χάθηκε κι ο κόσμος, προέχει η υγεία» δεν μπορεί να λειτουργεί ως το απόλυτο επιχείρημα. Το «υπάρχει κι η τηλεκπαίδευση για να είμαστε σίγουροι» παρομοίως, εκτός αν κάποιος μπερδεύει το σχολείο με την απασχόληση των παιδιών. Ούτε είναι η στιγμή όπου τα χρόνια προβλήματα της εκπαίδευσης θα αναδεικνύονται σωρηδόν για να αθροιστούν σε ένα «έτσι κι αλλιώς χάλια τα πράγματα», γεμάτο μοιρολατρία και παθητικότητα. Το δημόσιο σχολείο, διαρκώς και πολλαπλώς στο στόχαστρο, πρέπει να βγει ζωντανό από όλη αυτή την ιστορία. Ως κοινωνικός και δημόσιος χώρος, ως τόπος Παιδείας. Ειδικά όταν αυτές οι πλευρές του χτυπιούνται μεθοδευμένα όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμα πιο ειδικά, όταν οι καραντίνες και οι έκτακτες συνθήκες, το στριμώχνουν -όχι μονάχα σε ένα λογικό και αναμενόμενο βαθμό- αλλά και ως δοκιμές περαιτέρω και σχεδιασμένης διάλυσης. (Για να αφήσουμε εδώ απ’ έξω και την πανέτοιμη, ιδιωτική εκπαίδευση). Τι στάση όμως κρατούν οι εμπλεκόμενοι ως προς αυτή την ανάγκη; Σε τι βαθμό και με ποιο τρόπο τη συμμερίζονται και τη νιώθουν;

ΠΡΩΤΑ-ΠΡΩΤΑ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ. Όποιος έχει τη στοιχειώδη επαφή καταλαβαίνει πως η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών θέλει ανοιχτό το σχολείο. Για λόγους διαφορετικούς σε κάθε ηλικία, για κοινωνικοποίηση, κανονικότητα, ηρεμία. Αλλά και για τη μάθηση, αφού είναι λάθος να νομίζουμε ότι «κανείς πια δεν ενδιαφέρεται για τίποτα». Δεν είναι εύκολη η ζωή με τις μάσκες, δεν είναι ανώδυνη η προσαρμογή στην απόσταση, ενώ και οι ατομικές και συλλογικές πειθαρχίες που απαιτεί η περίοδος δεν είναι αυτονόητες και συχνά προϋποθέτουν προτροπή, φροντίδα, παράδειγμα από τους «μεγάλους». Κι οι καταλήψεις τότε τι αποδεικνύουν; Μια βαθύτερη δυσαρέσκεια είναι σίγουρα ένα διαρκές φόντο. Τα «μαύρα σύννεφα» είναι εδώ κι αυτό δεν αφορά μονάχα την πανδημία. Έπειτα οι μαθητές δεν είναι χαζοί για να μην καταλαβαίνουν την απόσταση ανάμεσα σε όσα διδακτικά τους λέγονται από επιτροπές και υπεύθυνους και στα ελάχιστα (εξαιρούνται παγουρίνο και μάσκες) που έχουν γίνει όσο αφορά τις ευθύνες της Πολιτείας. Με αυτή την έννοια, η διαμαρτυρία τους έχει βάση. Κι ο χαβαλές; Το «κλείνω το σχολείο έτσι για πλάκα», η «μόδα των καταλήψεων»; Το «να χάσω μάθημα γιατί βαριέμαι»; Οι «μάγκες που αποφασίζουν»; Το «να ζήσουμε κι εμείς μια κατάληψη»; Το «έτσι κι αλλιώς δεν έχω μέλλον, όλα χάλια είναι»; Είναι λάθος να αρνηθούμε αυτές τις πλευρές ή να τις δούμε σαν στοιχεία μιας νεανικής ταυτότητας. Γιατί αν από τις όποιες αιτίες οδηγηθούμε στην αποδοχή όλων αυτών σαν… παράπλευρων, τότε το μόνο που κάνουμε είναι η αναπαραγωγή των αδιεξόδων. Όχι μόνο λιπαίνεται έτσι η απαξίωση του σχολείου αλλά και πολλές ακόμα συμπεριφορές που το ίδιο το σύστημα παράγει μέσα –και ως απάντηση- στην κρίση του. Οι μαθητές δεν είναι μόνο «διεκδικητές παιδείας» που τη στερούνται, αλλά διαμορφώνονται και ως κυνικά, αδιάφορα για τη μάθηση υποκείμενα και με έναν ευρύτερο μηδενισμό να παραμονεύει στο βάθος του κήπου.

Το να μην μπορούμε να φανταστούμε ανοιχτά σχολεία, ζωντανά, ασφαλή και διεκδικητικά –δηλαδή πολύ διαφορετικά από τα αλά Κεραμέως– είναι πρόβλημα

ΜΑ ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να κουνήσει το δάχτυλο στους μαθητές; Η κυβέρνηση τραβάει το σκοινί υπερασπιζόμενη τάχα τη συνέχιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ενάντια στις καταλήψεις. Δεν έχει απέναντί της έχει ένα επικίνδυνο κίνημα, ούτε είναι τόσο κάποιες δεξιές ιδεοληψίες που την κατευθύνουν. Η προσπάθειά της αφορά κυρίως την εικόνα ότι κάνει «τα πάντα» και «ό,τι χρειαστεί» για να προχωρήσει η ζωή εν μέσω πανδημίας. Σε αυτή της την «αποφασιστικότητα», κενού περιεχομένου όσο αφορά τα πραγματικά μέτρα, οι καταλήψεις δεν τη δυσκολεύουν ιδιαίτερα, αφού τις εντάσσει εύκολα ως κομμάτια ενός διαλυτικού σκηνικού. Η επιθετική της στάση (π.χ. διάφορες απαράδεκτες διατάξεις για τους καταληψίες ή άλλες δύσκολα εφαρμόσιμες) έρχεται να αναπαράξει σε διάφορες εκδοχές και επίπεδα σκληράδας το δίπολο «υπεύθυνη»-«ανεύθυνοι». Την εικόνα «εγώ προσπαθώ-κάποιοι το χαλάνε» ή και το «κουβέντα να γίνεται». Μία οι αρνητές της μάσκας, μία οι καταληψίες, μία οι καθηγητές που δε θέλουν την τηλεκπαίδευση κ.ο.κ. Για να ακολουθήσει η επόμενη μέρα των κλειστών σχολείων της τηλεαπασχόλησης και να ολοκληρωθεί έτσι η εγκατάλειψη των σχολείων στη μοίρα τους. Με τη σύμφωνη γνώμη μηχανισμών και στελεχών, που είτε από ιδεολογία, είτε από ιδιοτέλεια, είτε από δημοσιοϋπαλληλική αδράνεια, θα κάνουν ό,τι τους ζητηθεί χωρίς πολλά-πολλά.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ των αντιπολιτεύσεων, όλοι σπεύδουν να χαιρετίσουν τις καταλήψεις. Κι αυτό παρουσιάζεται σαν τρόπος να στηριχτούν τα παιδιά. (Ρητορικό ερώτημα: Μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, με τόσους κλάδους να χτυπιούνται, γιατί επιλέχτηκε αποκλειστικά ο χώρος της εκπαίδευσης για τόσο θόρυβο;). Όταν λοιπόν το μόνο που μπορούν να κάνουν αυτοί οι χώροι είναι απλά να «στηρίζουν τις καταλήψεις», τότε μάλλον δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν. Πρώτον, να μην κατανοείται η ανάγκη να μείνουν ανοιχτά τα σχολεία. Να μην ιεραρχείται ως το πρώτο, το κύριο, πάνω στο οποίο πρέπει να συγκλίνουν όλες οι προσπάθειες αυτή τη δεδομένη στιγμή. Και να συγκλίνουν σημαίνει να καλεστούν όλοι όσοι εμπλέκονται να το παλέψουν και να το πάρουν πάνω τους. Δεν υπήρχε τίποτα να προταθεί όλο αυτό το διάστημα σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς και μαθητές; Στους γονείς που μάλλον έχουν αποδεχθεί την ιδέα ότι «μάλλον πάμε για κλείσιμο»; Τίποτα να οργανωθεί μέσα σε ανοιχτά σχολεία πέρα από την οριακά αντανακλαστική απάντηση της κατάληψης που έτσι ή αλλιώτικα έδωσαν κάποιοι μαθητές; Οι μαθητές με τη γλώσσα των καταλήψεων, οι υπόλοιποι με αυτή των διακηρύξεων αντικυβερνητικού αγώνα, των ψηφισμάτων συμπαράστασης και πάμε παρακάτω. Το να μην μπορούμε να φανταστούμε ανοιχτά σχολεία, ζωντανά, ασφαλή και διεκδικητικά – δηλαδή πολύ διαφορετικά από τα αλά Κεραμέως- είναι πρόβλημα. Ο στόχος εν προκειμένω είναι να τσιμπήσουν διάφοροι εξ’ αυτών ό,τι μπορούν για τη φιλοτέχνηση αγωνιστικών προφίλ. Με τη ματιά στις αντικυβερνητικές ψήφους, τα κομματικά μέλη, τη συνδικαλιστική αναπαραγωγή. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει και το ότι το ΚΚΕ πρωτοστατεί μέσω του κλασσικού συντονιστικού και των συλλόγων γονέων είναι απλά μια λεπτομέρεια; Δεν έχουμε ακούσει και δει τίποτα για μικροπολιτική, εικονικά κινήματα, «αγωνιστικά ημερολόγια»; Δεν είναι εμφανής ο διπολισμός πατερναλισμού και χαϊδέματος απέναντι στα παιδιά για κομματικές ανάγκες;

Οι Ιταλοί λένε για το ίδιο ζήτημα: «Αν ανατιναχθεί το σχολείο, χάνονται τα πάντα».

edromos.gr