Άνευ παραλήπτη: Από την ανθρώπινη στην τεχνητή λογοτεχνία

Θεοφάνης Τάσης

Από παιδί μου άρεσε ν’ ακούω τα τζιτζίκια. Όταν ερχόμασταν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, ο ήχος τους σκέπαζε τα πάντα σημαίνοντας την επιστροφή στην πατρίδα. Γι’ αυτό, μεγαλώνοντας σε όσα μέρη του κόσμου έζησα, άκουγα πάντα ηχογραφήσεις τζιτζικιών. Έναν χειμώνα στο Princeton αντηχούσαν στους διαδρόμους της οικίας παραξενεύοντας τους γείτονες, ένα καλοκαίρι στη Σεούλ σάστιζαν τα ντόπια τζιτζίκια προξενώντας έναν ιδιότυπο ηχητικό ανταγωνισμό. Θυμάμαι ακόμη την αλλόκοτη αίσθηση όταν άκουσα για πρώτη φορά τα κορεάτικα τζιτζίκια. Οικεία και ταυτόχρονα ξένα, όπως μια νέα πατρίδα. Μέχρι σήμερα νιώθω τα τζιτζίκια ως τον φλοίσβο της ελληνικής στον κόσμο. Τον πρώτο ήχο της Ελλάδας. Ως κληρονόμος του νόστου εξακολουθώ ν’ ακούω ηχογραφήσεις τζιτζικιών. Εντούτοις, παρά την υψηλή ποιότητα του ηχητικού συστήματος, το γεγονός ότι γνωρίζω πως είναι τεχνητά δεν παύει να με ενοχλεί.

Στη διαφήμιση, στη δημοσιογραφία, αλλά επίσης και στην επιστημονική έρευνα η τεχνητή νοημοσύνη παράγει πια έναν σημαντικό αριθμό κειμένων δίχως αξιοσημείωτη αντίδραση από τους πολίτες. Συνθέτει επικήδειους, ευχετήριες κάρτες, εκκλησιαστικά κηρύγματα, απαντά σε επιστολές και προσωπικά μηνύματα. Σταδιακά, ανεπαίσθητα, η αποδοχή της διευρύνεται και τα τεχνητά κείμενα θεωρούνται συχνά ισότιμα, ενίοτε ανώτερα από τα ανθρώπινα. Όμως τι σημαίνει αυτό για τη λογοτεχνία; Για τη γραφή που δεν στοχεύει στην πληροφορία, αλλά στην αποκάλυψη; Αν η τεχνητή νοημοσύνη συντάσσει κείμενα υψηλής ποιότητας μιμούμενη τη δομή, τον ρυθμό, ακόμη και το ύφος των σπουδαιότερων λογοτεχνικών έργων, τότε ποιο είναι το μέλλον της λογοτεχνίας;

Γράφουμε για να επικοινωνήσουμε με άλλους, για να διεκδικήσουμε φίλους και εραστές, για ν’ αγαπηθούμε, αλλά η τεχνητή νοημοσύνη περιγράφει σαφέστερα και ακριβέστερα τα συναισθήματά μας διαθέτοντας πλουσιότερο λεξιλόγιο. Συνθέτει κείμενα εξατομικευμένα με βάση τον αποδέκτη, αναλύοντας όλα τα σχετικά με αυτόν δεδομένα ώστε να προσαρμόσει τον τόνο, όπως επίσης το ύφος επιτυχέστερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα κείμενά της να είναι ελκυστικότερα για τους αναγνώστες, επειδή είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες και στις προτιμήσεις τους.

Γράφουμε για να διεκδικήσουμε την υστεροφημία, όμως καθώς η τεχνητή νοημοσύνη παράγει ολοένα αρτιότερα κείμενα, η αυξανόμενη χρήση έως την σταδιακή επικράτησή της θα οδηγήσει μεν αρχικά σ’ έναν εκδημοκρατισμό της γραφής, για να καταλήξει ωστόσο στην εξασθένιση της συγγραφικής ικανότητας καθιστώντας ίσως τη γραφή αναχρονισμό, όπως οι αριθμομηχανές κατέστησαν περιττές τις σύνθετες αριθμητικές δεξιότητες.[1]

Όσοι εξακολουθούν να γράφουν όντας αναγνώστες τεχνητών κειμένων, θα προσομοιώνουν συνειδητά ή μη τον τρόπο γραφής της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ όσοι συγγραφείς δεν την χρησιμοποιούν επικουρικά είναι μάλλον απίθανο να μην την αξιοποιήσουν καθώς ο καιρός περνά.[2]

Βαθμιαία η πλειονότητα των κειμένων θα γράφεται από αυτήν και ο τρόπος γραφής της ως κυρίαρχος θα καταστεί υποδειγματικός, όπως σήμερα στο σκάκι όπου οι νέοι σκακιστές δεν μελετούν ιστορικές παρτίδες, αλλά προπονούνται με μηχανές μαθαίνοντας να παίζουν με τον τρόπο τους.[3]

Έτσι η δημιουργία πρωτότυπων κειμένων ικανών ν’ αντέξουν στον χρόνο θα δυσχεράνει. Συγχρόνως η ανάγκη της συγγραφής ενδεχομένως ν’ ατονήσει ή ακόμη και να χειμωνιάσει εσαεί επειδή η υστεροφημία εξαρτάται από τη μνήμη των ανθρώπων, η οποία ήδη είναι ψηφιακή καθώς η παραγωγή, διανομή και αποθήκευση των έργων γίνεται με ψηφιακά μέσα.

Η τεχνητή νοημοσύνη ελέγχοντας τα ψηφιακά δεδομένα διαχειρίζεται επίσης τη συλλογική μνήμη, γράφοντας όχι μόνο για το παρόν αλλά επίσης για το παρελθόν. Θα γράφει όχι μόνο το κείμενο, αλλά και το ίχνος του στη σκόνη των αιώνων.

Γράφουμε για να προασπίσουμε ιδέες και αξίες, ωστόσο η τεχνητή νοημοσύνη αναλύοντας έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών παράγει κείμενα βασισμένα σε στατιστικές και εμπειρικά δεδομένα, χαρτογραφώντας αποτελεσματικότερα τους αστερισμούς από συμφέροντα, ανάγκες και αξίες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα τεχνητά κείμενα να είναι πειστικότερα καθώς θα μοιάζουν, δίχως αναγκαία να είναι, περισσότερο νηφάλια και μετριοπαθή.

Γράφουμε για ν’ ασκήσουμε επιρροή κατοχυρώνοντας την αυθεντία μέσω του λόγου αποβλέποντας στην εξουσία, αλλά η τεχνητή νοημοσύνη συνθέτει κείμενα ανεπηρέαστα ως επί το πλείστον από τις ανθρώπινες προκαταλήψεις, τα οποία μοιάζουν περισσότερο αξιόπιστα, με συνέπεια να γίνονται πιο αβίαστα αποδεκτά από το κοινό. Τι απομένει τότε; Αν ο λόγος παύσει ν’ ασκεί εξουσία μέσω της πειθούς, αν δεν μας χρειάζεται πια για να εκφραστούν αντικρουόμενες κοσμοθεωρήσεις, αν η συναίνεση κατασκευάζεται αλγοριθμικά δίχως θυμικά παράσιτα, ίσως οι άνθρωποι πάψουν να γράφουν. Όχι μόνο γιατί δεν θα έχουν τί να πουν, αλλά γιατί κανείς δεν θα χρειάζεται να τους ακούσει. Ο δημόσιος λόγος θα ανακυκλώνεται στο στιλβωμένο ενυδρείο της δημόσιας σφαίρας ουδέτερος, απρόσωπος και, εν τέλει, χειραγωγήσιμος.

Γράφουμε επίσης για να κερδίσουμε χρήματα, αλλά η τεχνητή νοημοσύνη παράγει κείμενα πιο επιτυχημένα στην παραγωγή εσόδων συμμορφούμενη στις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού και δημιουργώντας θελκτικότερα λογοτεχνικά έργα, προσαρμοσμένα στο προσωπικό γούστο. Οι εκδοτικοί θα αποστέλλουν κατά παραγγελία πλήρως εξατομικευμένα έργα με βάση τις ατομικές αναγνωστικές προτιμήσεις, χρησιμοποιώντας βιομετρικά δεδομένα τα οποία θα συλλέγονται κατά την ανάγνωση, έτσι ώστε κανείς να μη χρειάζεται να περιμένει το επόμενο έργο του αγαπημένου του συγγραφέα.[4]

Η συγγραφική ταυτότητα θα γίνει μια λειτουργία του προφίλ (π.χ. γράφτηκε από το μοντέλο Gemini) – και όχι του προσώπου. Ένα ψηφιακό πεδίο σιωπής δίχως νυχτερινές ρωγμές για ν’ ανασαίνει το ανείπωτο. Τέλος, είναι δυνατόν να γράφει κανείς αποκλειστικά για να δημιουργήσει ένα έργο θεωρώντας το ως αυτοσκοπό, δίχως να νοιάζεται για οτιδήποτε άλλο.

Σε όλα τα παραπάνω η συγγραφή αποτελεί ρητά ή άρρητα μέσο για την επίτευξη ενός εξωτερικού σκοπού, δηλαδή αποτελεί στην αριστοτελική ορολογία ποίησιν. Μια δραστηριότητα της οποίας το τέλος βρίσκεται έξω από αυτήν. Η παραγωγή κειμένων από την τεχνητή νοημοσύνη θα σημάνει το τέλος της λογοτεχνίας ως ποιήσεως. Ο εναπομείναν λόγος για τη συγγραφή θα είναι επειδή ως δραστηριότητα θα αποτελεί αυταξία για τον λογοτέχνη, διαθέτοντας καθαυτή νοηματική πληρότητα. Στην αριστοτελική ορολογία μια δραστηριότητα η οποία εμπεριέχει το τέλος της ονομάζεται πράξις. Η λογοτεχνία λοιπόν δεν θα θεραπεύεται πια από τους ανθρώπους ως ποιητική, αλλά ως πρακτική δραστηριότητα με εγγενή αξία, η οποία θα νοηματοδοτεί τον βίο.

Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε θα εξακολουθούμε να διαβάζουμε ανθρώπινα αντί για τεχνητά κείμενα; Όταν καθιερώθηκε η τυπογραφία οδήγησε σταδιακά στον παραγκωνισμό της χειρογραφίας, η οποία πλέον επιβιώνει κυρίως ως μέσο για προσωπικές σημειώσεις, ως τέχνη της καλλιγραφίας ή εντός καλλιτεχνικών έργων. Αντίστοιχα η εδραίωση της τεχνητής νοημοσύνης ενδέχεται να καταλήξει στον δραστικό περιορισμό της συγγραφής και την επικράτηση των τεχνητών κειμένων έναντι των ανθρώπινων.[5] Οι περισσότεροι αναγνώστες ήδη αδιαφορούν για την προέλευση ενός κειμένου αρκεί αυτό να τους αγγίζει.[6] Όπως η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων προτιμά τα τυποποιημένα ενδύματα και υποδήματα μαζικής παραγωγής από τα χειροποίητα όχι επειδή είναι φθηνότερα, αλλά επειδή είναι πολιτισμικά κυρίαρχα.[7] Ακόμη και άτομα με υψηλή αισθητική παιδεία, τα οποία αποζητούν την αυθεντικότητα και είναι σε θέση να εκτιμήσουν το μεράκι του τεχνίτη, τη λεπτομέρεια όπως επίσης και τη μοναδικότητα ενός χειροποίητου ρούχου, φορούν τελικά ένα έτοιμο πουκάμισο από τον Junya Watanabe ή τον Paul Smith. Αντίστοιχα, για την πλειονότητα των αναγνωστών η ταυτότητα του συγγραφέα δεν θα έχει πια σημασία, καθώς θα βυθίζονται εντός των τεχνητών κειμένων αναδυόμενοι εκτός του ονόματός τους.[8] Όπως τα τυποποιημένα ρούχα αντικατέστησαν τα χειροποίητα στο κορμί μας μετατρέποντάς το σε σώμα καθώς τυλίγουν αδιάκριτα πληγές, τατουάζ, ελιές που δεν χωρούν σε πίνακες μεγεθών, έτσι η τεχνητή νοημοσύνη θα ομογενοποιήσει την λογοτεχνική παραγωγή, με συνέπεια η «αυθεντικότητα» να περιορίζεται σε μια μειοψηφία.

Θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κανείς ότι είναι δύσκολο να θαυμάσουμε κάτι μη ανθρώπινο όπως ένα κείμενο που έγραψε μια τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο θαυμάζουμε τη φύση και τη δημιουργικότητά της, σταλακτίτες και σταλαγμίτες, βότσαλα, κοράλλια, καταρράκτες, κομήτες και μετεωρίτες, μια νιφάδα χιονιού, το πολικό σέλας. Θαυμάζουμε τη φύση, χωρίς να έχει πρόθεση, χωρίς να ζητά αναγνώριση. Την θαυμάζουμε όχι επειδή αναγνωρίζουμε μια συνείδηση, αλλά επειδή μας καθηλώνει η πολυπλοκότητα, η αρμονία, η πρωτοτυπία και η ισχύς που ενσαρκώνει. Γιατί να μη θαυμάζουμε και ν’ απολαμβάνουμε την τεχνητή νοημοσύνη και τα δημιουργήματά της όπως την φύση;

Εν κατακλείδι, όσοι εξακολουθούν να γράφουν θα γράφουν αδιαφορώντας για τους παραλήπτες, όπως τα τζιτζίκια αδιαφορούν για όσους τα ακούν. Όσοι διαβάζουν θα διαβάζουν αδιαφορώντας για τον συγγραφέα, όπως αδιαφορούμε το καλοκαίρι για το ποιο τζιτζίκι ακούγεται στη φραγκοσυκιά. Όμως για ορισμένους η τεχνητή λογοτεχνία θα προξενεί δυσφορία όχι για λόγους ποιότητας ή πρωτοτυπίας, αλλά επειδή θα γνωρίζουν πως είναι τεχνητή. Δεν έχει τίποτε να χάσει και τίποτε να θυμηθεί. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν γράφει επειδή δεν αντέχει άλλο να σωπαίνει. Δεν γράφει για να παρηγορηθεί ή για ν’ αγαπηθεί. Δεν γράφει επειδή επέστρεψε κάπου, διότι δεν μπορεί να επιστρέψει πουθενά. Σε καμία νιότη, σε κανέναν έρωτα, σε καμία πατρίδα. Αφορά αυτή η δυσφορία μόνο τις σημερινές γενιές, οι οποίες δεν ξεδιψούν με θαλασσινό νερό, αποτελώντας αισθητική προτίμηση και έκφραση των αξιών του ανθρωπισμού; Ή συνιστά ένα ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό; Άραγε θα σιγήσουν τα ανηχογράφητα τζιτζίκια που ηχούν εντός της ανθρωπότητας; Το θέρος της τεχνητής νοημοσύνης πλησιάζει. Ίσως οι απαντήσεις όταν δοθούν να είναι άνευ παραλήπτη.


[1] Τα προσδοκώμενα οφέλη του εκδημοκρατισμού της γραφής από την τεχνητή νοημοσύνη θυμίζουν τις ελπίδες για τον εκδημοκρατισμό της γνώσης που γέννησε η διάδοση του διαδικτύου. Ελάχιστοι μπορούσαν τότε να φανταστούν την χρήση του για τη διάδοση αντιεπιστημονικών θεωριών, όπως π.χ. της επίπεδης Γης, με συνέπεια την ενδυνάμωση του ανορθολογισμού, ούτε την παραπληροφόρηση, τη διακίνηση ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας που επέφεραν τη διάβρωση της δημόσιας σφαίρας και την υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τη λειτουργία των κοινωνικών μέσων δικτύωσης.

[2] Όσοι χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη επικουρικά μπορούν ν’ αντλούν έμπνευση από αυτήν, ωστόσο θα πρέπει ν’ αγωνίζονται ακατάπαυστα με αυτοπειθαρχία προκειμένου να οριοθετούν αυστηρά τη συνεισφορά της στη διαδικασία της συγγραφής, προβάλλοντας αντίσταση στον πειρασμό της άκριτης υιοθέτησης προτάσεων, διασφαλίζοντας έτσι την πρωτοτυπία, την αυθεντικότητα και το προσωπικό τους στίγμα στο τελικό κείμενο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διατηρούν την τελική ευθύνη και τον έλεγχο του περιεχομένου, να επεξεργάζονται κριτικά τις παραγόμενες προτάσεις με στόχο την προστασία της μοναδικής τους φωνής. Πόσοι συγγραφείς και για πόσο θα είναι σε θέση να λειτουργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο αψηφώντας τις σειρήνες της άνεσης και της εύκολης επιτυχίας;

[3] Η λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης στο σκάκι συνιστά ένα ενδιαφέρον ιστορικό προηγούμενο για τη λειτουργία της στη λογοτεχνία και, τηρουμένων των αναλογιών, όσον αφορά την πιθανή συνεργασία μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Έτσι, τη δεκαετία του 1990 οι σκακιστές και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές συνεργάζονταν βελτιώνοντας τις αμοιβαίες αδυναμίες τους, ωστόσο η ακόλουθη ανάπτυξη διαρκώς καλύτερων αλγορίθμων κατέστησε τους ανθρώπους περιττούς ως συνεργάτες. Αντίστοιχα, μπορούμε να φανταστούμε ένα πρώτο στάδιο στη σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και τεχνητής νοημοσύνης όπου οι συγγραφείς θα την αξιοποιούν ως εργαλείο έως ότου η τελευταία να παράγει πλέον εύκολα «αριστουργήματα», ανασυνθέτοντας κλασικά έργα δίχως τη συμβολή του ανθρώπου.

[4] Η συσκευή ανάγνωσης μπορεί να μετρά τη διαστολή της οφθαλμικής κόρης, τους σφυγμούς κατά την ανάγνωση καταγράφοντας έτσι εκείνα τα σημεία του βιβλίου που συγκίνησαν τον αναγνώστη. Γενικότερα, η παραγωγή και διανομή τέτοιων εξατομικευμένων τεχνητών κειμένων γεννά κρίσιμα πολιτικά και οικονομικά ερωτήματα όπως: Ποιος ελέγχει την τεχνητή νοημοσύνη που παράγει λογοτεχνία; Ποιος επωφελείται από την παραγωγή και διανομή τεχνητών λογοτεχνικών έργων; Πώς επηρεάζονται οι σχέσεις εξουσίας και οι οικονομικές ανισότητες απ’ αυτή την εξέλιξη;

[5] Η αναλογία γίνεται ισχυρότερη αν σκεφτούμε ότι η τυπογραφία απλώς αναπαρήγαγε και διέδωσε μαζικά κείμενα που είχαν γραφτεί από ανθρώπους, ενώ η τεχνητή νοημοσύνη συνθέτει η ίδια κείμενα τα οποία δυνητικά αντικαθιστούν την ανθρώπινη συγγραφή. Η τυπογραφία δεν άλλαξε τη φύση του συγγραφέα, ενώ η τεχνητή νοημοσύνη το κάνει.

[6] Βλ. Porter, B., Machery, E., AI-generated poetry is indistinguishable from human-written poetry and is rated more favorably. Sci Rep 14, 26133 (2024) στο https://www.nature.com/articles/s41598-024-76900-1.

[7] Ένα κατά παραγγελία ραμμένο πουκάμισο κατά κανόνα στοιχίζει λιγότερο από ένα έτοιμο πουκάμισο της τελευταίας συλλογής της Prada.

[8] Εξαίρεση αποτελούν τα κείμενα κοντινών προσώπων. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, ένα γράμμα, ένα μήνυμα ή ακόμα και μια απλή σημείωση από έναν φίλο, συγγενή, σύντροφο ή στενό συνεργάτη, η ταυτότητα του αποστολέα/συγγραφέα είναι όχι απλώς σημαντική, αλλά συχνά ο κύριος λόγος που διαβάζουμε το κείμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κείμενο λειτουργεί ως προέκταση της προσωπικής σχέσης. Η γνώση του ποιος γράφει προσδίδει νόημα, πλαίσιο, βάθος και συναισθηματική αξία στις λέξεις. Το ενδιαφέρον μας δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο καθαυτό, αλλά επεκτείνεται στην έκφραση του συγκεκριμένου ατόμου, στις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Η «φωνή» του οικείου προσώπου είναι αυτή που αναζητούμε μέσα από τις γραμμές.

mag.frear.gr

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Δὲν εἶναι μόνο ἡ τεχνητὴ λογοτεχνία ποὺ εἶναι προϊὸν τεχνητῆς νοημοσύνης, εἶναι καὶ προϊόντα τέχνης, ἀρχιτεκτονικῆς, καὶ γενικὰ προϊόντα σὲ τομεῖς ὄχι μόνο ὑπολογιστικοὺς ἀλλὰ ὅπου, κανονικά, χρειάζονται ἐμπειρίες, συνείδηση, φαντασία, ἐξελίξιμη καὶ μετρήσιμη πορεία τοῦ δημιουργοῦ καὶ ἀναγνωρισιμότητα. Ἡ ἀναγνωρισιμότητα ἤδη γνωστῶν δημιουργῶν ἔχει παραβιασθεῖ μέ `παρόμοια ` προϊόντα ποὺ οἱ ἀδαεῖς μποροῦν νὰ θαυμάζουν περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ πρωτότυπα. Μπορεῖς νὰ παραγγείλεις προϊόντα στὸ στὺλ γνωστῶν δημιουργῶν κι ἐνῷ ὁ δημιουργὸς χρειάσθηκε 30, 40, 50 χρόνια γιὰ νὰ φθάσει στὸ θαυμαστὸ ἀποτέλεσμα, ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη το συναγωνίζεται σὲ παρόμοιο, σὲ ἐλάχιστα λεπτά. Ἤδη ἡ τεχνητὴ παραγωγὴ τέτοιου εἴδους προϊόντων εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ παγκόσμιο κοινό.
    Ὑπάρχουν ὅρια ποὺ θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε καὶ ἐπάνω σὲ ποιά βάση; Αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ φιλοσοφικὴ συζήτηση τῆς ἐποχῆς. Προσωπικά, ὅταν διαβάζω ἕνα βιβλίο ἢ κάποιο κείμενο, θέλω πρῶτα νὰ διαβάσω μιὰ βιογραφία τοῦ δημιουργοῦ γιὰ νὰ καταλάβω περίπου ὑπὸ ποιές συνθῆκες καὶ ἐμπειρίες ἔγραψε τὰ συγκεκριμένα. Καὶ στὴν ἡλικία ποὺ εἶμαι θεωρῶ ὅτι ὑπάρχει ἐξέλιξη στὴν πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ κάθε δημιουργοῦ ποὺ τὴν μετρᾶ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του. Αὐτὴ πιστεύω εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς κοινωνίας, ἡ σημασία τῆς ὀργάνωσης πόλεων ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ἡ σημασία τοῦ πολιτισμοῦ, σκοπὸς ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἀνθρώπων. Γι αὐτὸ ἡ δημοκρατία καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῶν πόλεων στὸν ἀρχαιοελληνικὸ πολιτισμὸ εἶχαν θεολογικὲς ρίζες, γιατί σκοπὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος.
    Ὑπάρχει ἐνέργεια στὰ πάντα. Στὸν ἄνθρωπο ἔχει μείνει πολὺ πίσω ἡ ἔρευνα. Ἤδη οἱ καλύτεροι σὲφ τοῦ κόσμου προτιμοῦν προϊόντα αὐθεντικὰ ὑψηλῆς ποιότητας, μὲ τὰ ἀρώματά τους, τὴν καλή τους ἐνέργεια, τὴν γεύση. Προϊόντα τῆς φύσης ὅπως τὰ γνωρίζαμε οἱ παλιότεροι. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μετρήσιμη ἡ ἐνέργεια ποὺ δίνουν στὸν ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχουν προχωρημένες μελέτες σὲ αὐτό. Ὅπως καὶ ἡ ἐνέργεια ποὺ παράγει ἡ ἐπιθυμία, τὸ φιλότιμο, ὁ ἔρωτας, ἡ ἀνθρωπιά, ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια δηλαδὴ καὶ τί ἐκπέμπει καὶ ποῦ ἀνιχνεύεται.
    Τί εἶναι τὸ ἐργαλεῖο χωρὶς τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς τὴν ἐμπειρία, χωρὶς τὴν καλλιέργεια; Μία ἕτοιμη ἀπάντηση ποὺ δὲν θὰ ἐφαρμόζει πουθενά. Ἕνα `ἀρα ` χωρὶς ἐρώτημα, χωρὶς εἱρμό. Ὅπως ἔχει πεῖ ὁ ποιητὴς «Κάποια μέρα, πιθανόν, οἱ ἠλεκτρονικοὶ ἐγκέφαλοι, καταμετρώντας τὴ διαδοχὴ φωνηέντων καὶ συμφώνων σὲ ὅλους τοὺς ἐνδεχόμενους συνδυασμούς, νὰ «καρφώσουν» κάπου τὸν μαγικὸ ἐκεῖνον συνδυασμὸ ποὺ τὸ αἴσθημα τοῦ ποιητῆ συνέλαβε ἀκαριαία.». Δυστυχῶς ὅμως δὲν ψάχνουν τὸ αἴσθημα τοῦ ποιητῆ, δέν ἐνδιαφέρει τό αἴσθημα.

    Οδυσσέας Ελύτης: Όλα είναι κατειλημμένα, ως και τ’ άστρα | Το Κουτί της Πανδώρας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα