Η άνοδος των γερμανών σοσιαλδημοκρατών στις δημοσκοπήσεις επαναφέρει σενάρια συγκυβέρνησης με το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke). Πόσο ρεαλιστική είναι μία «προοδευτική συμμαχία»;
Μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) ο συμπροεδρεύων της Κ.Ο. του Κόμματος της Αριστεράς και υποψήφιος του κόμματος για την καγκελαρία, Ντίτμαρ Μπαρτς, εξηγεί τις προγραμματικές θέσεις του στην οικονομική πολιτική. Πρώτο πεδίο πιθανής σύγκλισης, αλλά και ενδεχόμενης διαφωνίας: ο «φόρος περιουσίας» που θέλει η Αριστερά για τα μεγάλα εισοδήματα. Παρόμοια φορολογία είχε επιβληθεί στη Γερμανία στη δεκαετία του ’90, αλλά καταργήθηκε μετά από δικαστική απόφαση. Όταν η Γαλλία του Φρανσουά Ολάντ καθιέρωσε παρεμφερή νόμο, εγκατέλειψαν τη χώρα περίπου 10.000 φορολογούμενοι, καθώς και κεφάλαια συνολικού ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αποτέλεσμα ο «φόρος περιουσίας» να καταργηθεί το 2018. Πόσο ρεαλιστική είναι λοιπόν η επαναφορά ενός «φόρου περιουσίας» στη Γερμανία του 2021;
«Το πρόβλημα είναι ότι η ψαλίδα στα εισοδήματα διευρύνεται συνεχώς στη Γερμανία» λέει ο Ντίτμαρ Μπαρτς. «Ακόμη και σε εποχές πανδημίας οι δέκα πλουσιότερες οικογένειες της χώρας αύξησαν τις περιουσίες τους κατά 246 δισεκατομμύρια ευρώ. Κάθε μέρα οι δισεκατομμυριούχοι γίνονται πλουσιότεροι, χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους. Την ίδια στιγμή υπάρχει ακόμη παιδική φτώχεια στην πλούσια Γερμανία, η οποία μάλιστα αυξάνεται. Κάτι πρέπει να γίνει και ο φόρος περιουσίας είναι μία δυνατότητα για να γίνει κάτι. Σωστά επισημαίνετε ότι υπήρχε ήδη μέχρι το 1997, οπότε καταργήθηκε από τον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών- Φιλελευθέρων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο- και όχι η κυβέρνηση- έκρινε ότι αυτός ο φόρος δεν μπορεί να επιβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πρέπει λοιπόν να βρούμε μία λύση που θα εξισορροπεί τα πράγματα…»
«Κόκκινη γραμμή» ο ελάχιστος μισθός
Το οικονομικό πρόγραμμα που προτείνει το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) περιλαμβάνει πολλές ακόμη εξαγγελίες, που δύσκολα θα αποδέχονταν οι σοσιαλδημοκράτες: ελάχιστο ωρομίσθιο στα 13 ευρώ, μείωση του ορίου συνταξιοδότησης, κατάργηση της «εργασίας με σύμβαση δανεισμού», εργάσιμη εβδομάδα 30 ωρών και άλλα. Ποια θα ήταν η «κόκκινη γραμμή» για την Αριστερά, η προεκλογική δέσμευση χωρίς την οποία δεν θα συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού; «Σε κάθε περίπτωση πρέπει κάτι να κάνουμε για τον κατώτατο μισθό» λέει ο Ντίτμαρ Μπαρτς. «Είμαι υπερήφανος γιατί το κόμμα μου ήταν το πρώτο που μίλησε για κατώτατο μισθό, σε μία εποχή που ακόμη και τα συνδικάτα ήταν αντίθετα, ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι- και φυσικά οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι. Τώρα έχουμε έναν κατώτατο μισθό, αλλά είναι υπερβολικά χαμηλός. Πρέπει να αυξηθεί και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για περισσότερες θέσεις εργασίας εντός των συλλογικών συμβάσεων. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι μόνο με υψηλότερους μισθούς σήμερα θα μπορέσουμε να πληρώσουμε αξιοπρεπείς συντάξεις στο μέλλον».
Ο αντίλογος είναι ότι ένα οικονομικό πρόγραμμα που προβλέπει αυξημένη εταιρική φορολογία, νέο φόρο περιουσίας και μεγαλύτερες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις θα επιβάρυνε τις επιχειρήσεις σε τέτοιον βαθμό που ιδιαίτερα οι μικομεσαίοι επιχειρηματίες δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν ή θα προτιμούσαν να γίνουν και οι ίδιο μισθωτοί. Η απάντηση του Ντίτμαρ Μπαρτς: «Αν ξεκινάμε λέγοντας ότι το πιο σημαντικό είναι να μην επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις, τότε καλύτερα να μην πληρώνουν τίποτα, να έχουμε ως πρότυπο το Μπαγκλαντές με τους χαμηλούς μισθούς. Αλλά αυτός είναι ο λάθος δρόμος. Κοιτάξτε τι γίνεται στο εσωτερικό της Γερμανίας: τους υψηλότερους μισθούς έχει η Βάδη-Βυρτεμβέργη, τους χαμηλότερους η ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Μεκλεμβούργο-Πομερανία» τονίζει ο υποψήφιος της Αριστεράς- υπονοώντας προφανώς ότι οι υψηλοί μισθοί δεν εμποδίζουν τη Βάδη-Βυρτεμβέργη να είναι ένα από τα πλουσιότερα κρατίδια της Γερμανίας, ενώ αντιθέτως οι χαμηλοί μισθοί δεν προκάλεσαν έκρηξη ευημερίας στο ανατολικογερμανικό κρατίδιο Μεκλεμβούργο-Πομερανία.
«Διψήφιο ποσοστό ο στόχος»
Για τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ο Ντίτερ Μπαρτς επιδιώκει διψήφιο ποσοστό. Αυτή τη στιγμή ο στόχος δεν φαίνεται ιδιαίτερα ρεαλιστικός, καθώς η τελευταία δημοσκόπηση έφερνε το Κόμμα της Αριστεράς στο 6%, δηλαδή λίγο πάνω από το όριο που προβλέπει ο εκλογικός νόμος για την είσοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Αλλά ο Ντίτερ Μπαρτς επιμένει: «Μόνο μία ισχυρή Αριστερά θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις στην κοινωνική πολιτική. Διαφορετικά θα γίνει πάλι αυτό που πάντοτε απέκλειαν προεκλογικά οι σοσιαλδημοκράτες, δηλαδή ο συνασπισμός με τους Χριστιανοδημοκράτες. Το απέκλειε ο Μάρτιν Σουλτς, το απέκλειε ο (πρώην υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος για την καγκελαρία το 2013) Πέερ Στάινμπρουκ, αλλά στο τέλος αυτό γινόταν. Εγώ θέλω να σταματήσει αυτή η πρακτική. Οι Χριστιανοδημοκράτες ανήκουν πλέον στην αντιπολίτευση».
Γιοχάνες Κουν (DLF)
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου
DW