Φώτης Σχοινᾶς     

Ἡ  ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία δέν διέθετε ὁλοκληρωμένη θεωρία γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Οἱ Σοφιστές, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καί  ὁ Ἀριστοτέλης (γιά νά ἀρκεσθοῦμε στήν κλασσική Ἀττική φιλοσοφία) ἔφτασαν ὡς τίς παρυφές τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου, χωρίς νά μπορέσουν νά διατυπώσουν μία σαφῆ καί ἀπηρτισμένη θεωρία περί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.Ὅπως γράφει ὁ Κώστας Παπαϊωάννου «Γιά πρώτη φορά τήν ἐποχή τῆς παρακμῆς, καί κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ Σωκράτη καί ἀσφαλῶς καί τοῦ Εὐριπίδη, οἱ Ἕλληνες προσπάθησαν νά ἐκφράσουν τό νόημα ἑνός ἔργου μέσα ἀπό αὐτό πού ἐμεῖς ὀνομάζουμε “προσωπικότητα”, παρ̉ ὅλον ὅτι δέν εἶχαν, ὅπως λέει ὁ W. Jaeger οὔτε τήν ἔννοια τῆς προσωπικότητας οὔτε καί λέξεις γιά νά τήν ἐκφράσουν». (Κώστας Παπαϊωάννου, Φιλοσοφικά μελετήματα, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2016, σσ. 72-73)

Ἑμεῖς θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε τίς ἀπόπειρες προσεγγίσεως καί ἀνιχνεύσεως τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου στούς τρεῖς κορυφαίους φιλοσόφους τῆς ἀρχαιότητος, τόν Σωκράτη, τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, χωρίς νά ἐπιμείνουμε περαιτέρω σέ ἄλλες πλευρές τῆς φιλοσοφίας των. Τά ἄρθρα αὐτά ἐντάσσονται στή γενικώτερη προσπάθειά μας νά καταδείξουμε τήν συμβολή τῆς ἑλληνικῆς διανοήσεως καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος στή γένεση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Σωκράτης καί πρόσωπο

Ὁ Σωκράτης ἀποτελεῖ τομή στήν Φιλοσοφία τῆς Ἑλλάδος. Εἶναι αὐτός πού, κατά τόν Κικέρωνα, κατέβασε τήν φιλοσοφία ἀπό τόν οὐρανό (οἱ Προσωκρατικοί ἦσαν βασικά κοσμολόγοι) καί τήν ἐγκατέστησε στίς πόλεις, τήν ἔβαλε ἀκόμη καί μέσα στά σπίτια καί τά νοικοκυριά. Πρίν ἀπό τόν Σωκράτη ἀντικείμενο τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας ἦταν ὁ κόσμος καί ἡ φύση. Ὁ Σωκράτης ἔστρεψε τήν φιλοσοφία πρός τίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις κυρίως στήν ἀνθρώπινη ἠθική. Πῶς βιωτέον; Αὐτό ἦταν τό κύριο μέλημα τῆς φιλοσοφικῆς δραστηριότητός του. Γι̉ αὐτό ἐξάλλου ὁ Κικέρων τόν ὀνόμασε καί «πατέρα τῆς φιλοσοφίας».

Ὁ Σωκράτης δέν ἔγραψε τίποτα. Τήν διδασκαλία καί τήν προσωπικότητά του τήν γνωρίζουμε ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν συγχρόνων του καί κυρίως ἀπό τή μαρτυρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ξενοφῶντα. Ὁ Ξενοφῶν ἦταν ἕνα ρηχό πνεῦμα καί δέν μπόρεσε νά καταλάβει τήν τιτανική προσωπικότητα τοῦ Σωκράτη σέ ὅλο τό βάθος καί τό εὖρος της. Ἀντίθετα ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Πλάτωνα μᾶς δίδει μιά πιό σύνθετη καί πλούσια προσωπικότητα τοῦ Σωκράτη στούς πρωΐμους διαλόγους του, τούς λεγόμενους Σωκρατικούς, οἱ ὁποῖοι ἀπηχοῦν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον τόν ἀληθινό Σωκράτη. Τελικά δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ἐντελῶς τόν Πλάτωνα ἀπό τόν Σωκράτη. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε μετά βεβαιότητος τί ἀνήκει στόν Σωκράτη καί τί στόν Πλάτωνα στούς διαλόγους τῆς νεανανικῆς ἡλικίας τοῦ Πλάτωνα. Ὅπως γράφει ὁ Κώστας Παπαϊωάννου «Ὁ Σωκράτης γιά τόν Πλάτωνα ζῆ, ζῆ μέσα στόν Πλάτωνα. Γι̉ αὐτό εἶναι ἀνοησία, ὅπως λέει ὁ Α. Diés, τό νά θέλουμε νά χωρίσουμε τίς δύο αὐτές προσωπικότητες καί τό νά θέλουμε νά βροῦμε τό σημεῖο ὅπου τελειώνει ὁ Σωκράτης καί ἀρχίζει ὁ Πλάτων. Πλάτων καί Σωκράτης εἶναι τό ἴδιο πράμα, καί ἡ ἕνωσή τους αὐτή εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τους σέ μιά καί μόνη Σκέψη». (Κώστας Παπαϊωάννου, ὅ.π. σ. 20).

Σύμφωνα μέ τόν Σωκράτη ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ἀνώτερο καί πολυτιμώτερο μέρος τῆς ὑπάρξεώς του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κυρίως καί κατ̉ ἐξοχήν ἡ ψυχή του, ἡ νοητική-λογική ἱκανότητα καί λειτουργία του. Γι̉ αὐτό πρέπει νά ἐπιμελεῖται τήν ψυχή του, ὥστε να γίνει αὐτό ὅσο τό δυνατό καλύτερη καί τελειότερη. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ φιλόσοφος στήν Ἀπολογία «…ἐγώ οἴομαι οὐδέν πω ὑμῖν μεῖζον ἀγαθόν γενέσθαι ἐν τῇ πόλει ἤ τήν ἐμήν τῷ θεῷ ὑπηρεσίαν. οὐδέν γάρ ἄλλο πράττων ἐγώ περιέρχομαι ἤ πείθων ὑμῶν καί νεωτέρους καί πρεσβυτέρους μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδέ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς, ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται» (Πλάτωνος Ἀπολογία Σωκράτους 30 b). Μετάφραση (Εὐάγγελου Καραμέτσιου): «…γιατί πιστεύω πώς ὥς τώρα δέν ὑπῆρξε κανένα πιό μεγάλο ἀγαθό στήν πόλη γιά σᾶς ἀπό τή δική μου ὑπηρεσία στό Θεό καί δέν κάνω τίποτε ἄλλο παρά τριγυρνῶ στήν πόλη καί προσπαθῶ νά πείθω καί ἐσᾶς καί τούς νεότερους καί τούς ἡλικιωμένους μήτε γιά τά χρήματα περισσότερο νά ἐπιμελεῖσθε παρά γιά τήν ψυχή σας, πῶς θά γίνει ἄψογη».(Πλάτωνος Ἀπολογία Σωκράτους, μετάφραση-εἰσαγωγή-σχόλια Εὐάγγελος Καραμέτσιος, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 71).

Ὁ Σωκράτης εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλληνας φιλόσοφος πού ὁμιλεῖ περί τῆς ψυχῆς μέ τήν χριστιανική καί νεώτερη ἔννοιά της, ὡς κέντρο τῆς συνειδήσεως καί τῆς νοήσως. Ἐπ̉ αὐτοῦ γράφει ὁ W. Jaeger: «Ἀλλά τί εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ἀποκαλεῖ “ψυχήν”; Ἐάν ἀσχοληθῶμεν μέ τό πρόβλημα κατά πρῶτον ἀπό τήν φιλολογικήν του πλευράν, θά μᾶς ἐκπλήξῃ τό γεγονός, ὅτι καί εἰς τόν Πλάτωνα καί εἰς τούς ἄλλους σωκρατικούς παρουσιάζεται ὁ Σωκράτης νά τονίζῃ ἐξαιρετικῶς τήν λέξιν “ψυχήν”, νά τήν χρησιμοποιῇ μέ περιπαθῆ καί ἱκετευτικήν ζέσιν. Οὐδείς Ἕλλην πρό αὐτοῦ ὡμίλησε εἰς παρόμοιον τόνον διά τό αὐτό πρᾶγμα. Εἶναι εὔκολον νά καταλάβωμεν, ὅτι τώρα διά πρώτην φοράν παρουσιάζεται εἰς τήν Δύσιν ὅ,τι ἀποκαλοῦμεν εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις ψυχήν ‒ μολονότι οἱ σύγχρονοι ψυχολόγοι δέν τήν ἀντιμετωπίζουν ὡς “πραγματικήν οὐσίαν”. Ἐξ αἰτίας τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος, ἐντός τοῦ ὁποίου ἐξειλίχθη ἡ σημασία τῆς λέξεως αὐτῆς, ἡ “ψυχή” χρωματίζεται πάντοτε μέ ἠθικάς καί θρησκευτικάς ἀποχρώσεις. Ὡς καί “ἡ ὑπηρεσία τῷ θεῷ” καί ἡ “ψυχῆς θεραπεία” οὕτω καί ἡ “ψυχή” θυμίζει τόν Χριστιανισμόν. Ἀλλά ἀπέκτησε τήν ὑψηλήν αὐτήν σημασίαν τό πρῶτον εἰς τήν παραινετικήν διδασκαλίαν τοῦ Σωκράτους. Ἄς μή θέσωμεν ἐν τῷ μεταξύ τό ἐρώτημα κατά πόσον ἡ σωκρατική περί ψυχῆς ἀντίληψις ἐπηρέασε τόν χριστιανισμόν μετά τάς διαφόρους ἐποχάς, εἴτε ἀμέσως εἴτε μέσῳ τῶν μεταγενεστέρων φιλοσοφικῶν συστημάτων, ὡς καί κατά πόσον συμπίπτει πρός τήν χριστιανικήν περί ψυχῆς ἀντίληψιν. Ὅ,τι ὀφείλομεν νά πράξωμεν ἐδῶ, εἶναι νά συνειδητοποιήσωμεν ὅτι ‒ διά τήν πνευματικήν πορείαν τῆς Ἑλλάδος ‒ μέ τήν ἰδέαν αὐτήν ἄρχεται μία νέα ἐποχή». (WernerJaeger, Παιδεία, τόμος Β‘ ἐκ τῆς τρίτης ἐκδόσεως, μετάφρασις Γεωργίου Π. Βερροίου, Ἀθῆναι 1971, σ. 98).

Ὁ Σωκράτης θεωρεῖται ἀπό ὁρισμένους μελετητές, καί συγκεκριμένα ἀπό τόν μεγάλο φιλόλογο JohnBurnetκαί τόν AlfredEduardTaylor, ὡς ὁ ἐπινοητής τῆς Δυτικῆς ἔννοιας τῆς ψυχῆς, ὡς ἕδρας τῆς συνειδήσεως, τῆς νοήσεως, τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς συγκινήσεως (Βλ. GiovanniReale, Σωκράτης. Πρός ἀνακάλυψιν τῆς ἀρχαίας σοφίας, ἐπιμέλεια μεταφράσεως Μαρία Οἰκονομίδου, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 2008, σσ. 180-181). Ὅπως ἔχει γραφεῖ, «Στήν πορεία τοῦ 20ου αἰῶνα ἀπεδείχθη ὅτι ἡ ταύτιση τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ψυχή ὡς νόηση, ὡς νοητική δηλαδή καί βουλητική ἱκανότητα ‒ ὑπό τήν ἔννοια πού ἀπετέλεσε θεμελιώδη ἰδέα στό πλαίσιο τῆς Δυτικῆς διανοήσεως ‒ ὀφείλεται ἀκριβῶς στόν Σωκράτη» (GiovanniReale, ὅ.π., σ. 179).

Ἔτσι λοιπόν κύριο συστατικό τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητος εἶναι ἡ ψυχή. Τό σῶμα κατά τόν Σωκράτη δέν εἶναι ὁ τάφος, τό δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι στόν Πλάτωνα, ἀλλά τό ὄργανο τῆς ψυχῆς.(Βλ. Γρηγόρη Βλαστοῦ, Σωκράτης: εἰρωνευτής καί ἠθικός φιλόσοφος, πέμπτη ἔκδοση, μετάφραση Παύλου Καλλιγᾶ, πρόλογος Ἀλέξανδρου Νεχαμᾶ, ἐκδ. Ἐστία, Ἀθήνα 2008). Ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Σωκράτη συγγενεύει μέ τόν χριστιανισμό πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἡ  ἀνθρωπολογία τοῦ Πλάτωνα, ἡ ὁποία εἶναι βαθιά ἐπηρεασμένη ἀπό τήν ὀρφικοπυθαγορική παράδοση.

Κατά τόν Σωκράτη ὅ,τι πράττουμε τό πράττουμε γιά νά ἐπιτύχουμε τήν εὐδαιμονία, τήν εὐτυχία. Ἡ εὐδαιμονία εἶναι ὁ ἔσχατος σκοπός τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Κύριο συστατικό τῆς εὐδαιμονίας εἶναι ἡ ἀρετή. Προϋπόθεση τῆς εὐδαιμονίας εἶναι ὁ ἐνάρετος βίος. Ἔτσι λοιπόν ἡ κύρια ζήτηση τοῦ Σωκράτη στούς διαλόγους του μέ τούς ἑταίρους του εἶναι ἡ ἀρετή. Ζητεῖ ἀπό τούς συνομιλητές του νά τοῦ δώσουν ἕνα περιεκτικό ὁρισμό τῆς ἀρετῆς, τῆς ὁσιότητος, τῆς ἀνδρείας, τῆς σωφροσύνης, τῆς φιλίας. Οἱ συνομιλητές του νομίζουν ὅτι γνωρίζουν τί εἶναι στή βαθύτερη οὐσία τους οἱ ἀρετές. Δίδουν λοιπόν ἕνα ὁρισμό, τόν ὁποῖο ὁ Σωκράτης μέ ἀπαράμιλλη διαλεκτική δεξιοτεχνία ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ἀνεπαρκής. Καλεῖ τόν συνομιλητή του νά δοκιμάσει πάλι δίνοντας ἕνα καλύτερο ὁρισμό τῆς ὁριστέας ἔννοιας, τόν ὁποῖο ὁρισμό ἀποδεικνύει πάλι ὅτι εἶναι ἐλλιπής κ.ο.κ.Στό τέλος δέν δίδεται ἕνας τελικός ὁρισμός τῆς ὁριστέας ἔννοιας. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι οἱ σωκρατικοί διάλογοι δέν καταλήγουν πουθενά καί ὅτι ἡ ὅλη σωκρατική διαλεκτική εἶναι ματαιοπονία. Ὅμως τώρα πιά ἔχει ἐλεγχθεῖ ἡ ἄγνοια τῶν συνομιλητῶν του, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι ἥξεραν τί εἶναι ἀρετή, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἤξεραν. Καί ἐπίσης γνωρίζουμε τί δέν εἶναι ἡ ἀρετή καί ὅτι ἀρετή δέν εἶναι αὐτό πού νομίζαμε ὅτι εἶναι.

Ὁ Σωκράτης μέ τή διαλεκτική προσπαθεῖ νά θεμελιώσει σέ νέες, λογικά ἀρθρωμένες καί τεκμηριωμένες, θέσεις τήν ἠθική τῶν Ἀθηναίων. Τήν παραδοσιακή ἠθική τοῦ ἀρχαίου ἄστεως εἶχε σαρώσει ἀνεπανόρθωτα ὁ Σοφιστικός ἄνεμος. Χάος, διάλυση, σύγχυση ἐπικρατοῦσε. Ὁ Σωκράτης ἐγνώριζε ὅτι οἱ παλαιές ἀρετές τῶν Μαραθωνομάχων καί τῶν Σαλαμινομάχων εἶχαν παρέλθει ἀνεπιστρεπτί. Ἦταν διάχυτος ὁ ἠθικός ἀμοραλισμός καί ὁ γνωσιακός ὑποκειμενισμός καί σχετικισμός τῶν Σοφιστῶν. Προσπαθεῖ νά θεμελιώσει τήν ἀρετή καί τήν ἠθική συμπεριφορά σέ νέες βάσεις μέ ὄργανο τόν Λόγο. Ἀναζητοῦσε μία νέα γνώση τῶν ἠθικῶν καί ἐν γένει τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων πού νά ἑδράζεται στόν Λόγο καί νά εἶναι καθολική καί δεσμευτική γιά ὅλα τά μέλη τῆς πολιτικῆς κοινωνίας. Κύριο μέσο γιά τήν οἰκοδομή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ὁ Λόγος. Ὁ Βασίλειος Τατάκης γράφει σχετικά: «Κύριο ὄργανο γιά τήν οἰκοδομή τοῦ προσώπου μένει πάντως ὁ λόγος. Ἀπαραίτητη λοιπόν ἡ ἄγρυπνη ἄσκηση τοῦ λογικοῦ, ἄς ποῦμε, αἰσθητηρίου γιά νά εἶναι πάντα σέ θέση νά διακρίνη, μέσα στίς περίπλοκες συνθῆκες τῆς ζωῆς, τίς ἐπιταγές τοῦ ἀγαθοῦ». (Β. Ν. Τατάκη, Ὁ Σωκράτης, Γ‘ἔκδοση, ἐκδοτικός οἶκος Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1983, σ. 129). Ὁ Λόγος εἶναι αὐτός πού φωτίζει τήν ψυχή καί τήν ὁδηγεῖ στή γνώση καί τήν ἀρετή. Καί ἡ γνώση εἶναι ὁ συντελεστής τῆς ἀρετῆς. Ἡ κακία εἶναι ἀπότοκος τῆς ἄγνοιας, τῆς ἀμάθειας. Κανένας δέν εἶναι ἐνσυνείδητα κακός. «Οὐδείς ἑκών κακός». Ἡ σωκρατική ἀπορία ὁδηγεῖ στήν πραγματική γνώση. Καί ὅπως λέει ὁ Κώστας Παπαϊωάννου «ἡ σωκρατική ἀπορία συμβολίζει τήν ἀνώτατα βαθμίδα προσπάθειας αὐτοσυνείδησης τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας» (Κώστας Παπαϊωάννου, ὅ.π. σ. 103).

Ὁ Σωκράτης ἔχει τόσο ὑψηλή ἠθική, ὥστε θά προτιμοῦσε νά ἀδικηθεῖ παρἀ νά ἀδικήσει.«Εἰ δ̉ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἤ ἀδικεῖσθαι, ἑλοίμην ἄν (=θά προτιμοῦσα) μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν (Γοργίας 469 c). Στό σημεῖο αὐτό ἡ ἠθική συνείδηση τοῦ Σωκράτη αἴρεται στό ὕψος τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπίσης ὁ Σωκράτης ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ ἐνάρετος εἶναι εὐτυχισμένος, ἐνῶ ὁ φαῦλος δυστυχισμένος καί ἄθλιος.«Τόν μέν γάρ καλόν καί ἀγαθόν ἄνδρα καί γυναῖκα εὐδαίμονα εἶναι φημί, τόν δέ ἄδικον καί πονηρόν ἄθλιον» (Γοργίας 470 e). Μέ αὐτό τόν ἰσχυρισμό τοῦ Σωκράτη θά συμφωνοῦσε ἀσφαλῶς καί ὁ Ἰησοῦς. Ἐπίσης ὁ Σωκράτης ἀποφαίνεται ὅτι τό δίκαιο ὡς γνώση εἶναι ἰσχυρότερο τοῦ ἀδίκου, τό ὅποῖο εἶναι ἀμάθεια. (Πολιεία 351 a, σέ μετάφραση Κωνσταντίνου Γεωργούλη): «Ἡ τωρινή ἐρώτησή μου, ὅπως καί αὐτή πού λίγο προτύτερα ἐπρόβαλα ἔχοντας καί τόν σκοπό νά προχωρήση ἡ συζήτηση μέ ἀδιάσπαστη ἀκολουθία, ἐρωτᾶ τί λογῆς πρᾶγμα τυχαίνει νά εἶναι ἡ δικαιοσύνη στή συσχέτισή της πρός τήν ἀδικία. Γιατί ἐξεφράστηκε, ὑποθέτω, ἡ γνώμη ὅτι ἡ ἀδικία εἶναι ἕνα πρᾶγμα δυνατώτερο καί ἰσχυρότερο ἀπό τή δικαιοσύνη· τώρα ὅμως, εἶπα, ἄν βέβαια ἡ δικαιοσύνη εἶναι σοφία καί ἀρετή, ἠμπορεῖ εὔκολα νά ἀποδειχτῆ ὅτι εἶναι πρᾶγμα ἰσχυρότερο ἀπό τήν ἀδικία, ἀφοῦ δά ἡ ἀδικία εἶναι ἀμάθεια· δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν θά ἠμποροῦσε νά εὕρη τό συμπέρασμα αὐτό» (Πλάτωνος Πολιτεία 351a,εἰσαγωγή, ἑρμηνεία, σημειώσεις Κ.Δ.Γεωργούλη, τρίτη ἔκδοσις, ἐκδ. Ἱ.Σιδέρη. Ἀθήνα χ.χ., σ. 30).

Ἐπίσης κατά τόν Σωκράτη ὁ Θεός εἶναι ἀπολύτως ἀγαθός καί ἑπομένως δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ ‒ θέσεις τίς ὁποῖες θά προσεπικύρωνε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Γρ. Βλαστός γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Κατά τή συλλογιστική τοῦ Σωκράτη, λοιπόν, ἐφόσον ἡ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ καί τοῦ κακοῦ συνεπάγεται τήν ἠθική ἀγαθότητα γιά τόν ἄνθρωπο, θά συνεπαγόταν τό ἴδιο καί γιά ἕνα θεό. Καί ἀφοῦ ἡ σοφία τοῦ θεοῦ εἶναι πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν τοῦ σοφότερου ἀνθρώπου, ἡ ἀγαθότητα τοῦ θεοῦ πρέπει νά εἶναι ἐξίσου μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν τοῦ πιό ἐνάρετου ἀνθρώπου. Καί ἐφόσον ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀγαθότητα στόν ἄνθρωπο δέν μπορεῖ νά προκαλέσει κακό σέ κανέναν, εἶναι ὑποχρεωμένος νά δεχτεῖ πώς, κατά μείζονα λόγο, τό ἴδιο ἰσχύει γιά τήν ἀγαθότητα στό θεό: ἀφοῦ ὁ θεός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἀγαθός, ποτέ, κακός, ὁ θεός μπορεῖ νά προκαλεῖ μόνο καλό, δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι αἴτιος κακοῦ σέ κανέναν, ἄνθρωπο ἤ θεό». (Γρηγόρη Βλαστοῦ, ὅ.π., σ. 251).

Κλείνοντας θέλω νά προβῶ σέ μία ἀντιπαραβολή τοῦ θανάτου τοῦ Σωκράτη μέ τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Καί οἱ δύο καταδικάζονται σέ θάνατο ἀπό τούς ὁμοεθνεῖς τους. Ὁ Σωκράτης ἀπό τούς συμπολίτες του, ὁ Χριστός ἀπό τούς ὁμοεθνεῖς του. Καί οἱ δύο, ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, εἶναι μάρτυρες-μέ τήν διπλῆ ἔννοια τῆς λέξεως- τῆς ἀλήθειας. Καί οἱ δύο θεωροῦν τόν θάνατό τους ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ.Ὁ Ἰησοῦς λέει «Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ̉ ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ.26,42), ὁ Σωκράτης «Ἔα, τοίνυν, ὦ Κρίτων, καί πράττωμεν ταύτῃ, ἐπειδή ταύτῃ ὁ Θεός ὑφηγεῖται» (Κρίτων 54 e). Μετάφραση (Κων. Ἀραποπούλου): «Ἄφες λοιπόν, ὦ Κρίτων, καί ἄς πράττωμεν τοιουτοτρόπως, ὅπως ὁ θεός διατάσσει» (Πλάτωνος Κρίτων, μετάφραση Κων. Ἀραποπούλου, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθῆναι 1958).

Ὑπάρχουν ὅμως τεράστιες διαφορές στούς δύο αὐτούς θανάτους. Ὁ Σωκράτης πεθαίνει τριγυρισμένος ἀπό τούς φίλους του. Ὁ Χριστός πεθαίνει μόνος καί ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τούς μαθητές του. Ὁ Χριστός πάνω στό σταυρό ἐγκαταλείπεται σχεδόν ἀπό ὅλους, ἀκόμη καί ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα του, καθώς δηλώνει ἡ κραυγή του, «Θεέμου, Θεέ μου, ἵνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27, 46). Οἱ φίλοι τοῦ Σωκράτη ἔχουν δωροδοκήσει τόν δεσμοφύλακα καί τόν προτρέπουν νά ἀποδράσει, ἀσχέτως ἄν αὐτός τελικά ἀρνεῖται. Τόν Ἰησοῦ ἕνας μαθητής τόν προδίδει ἔναντι χρημάτων, κυριολεκτικῶς τόν πωλεῖ καί ἕνας ἄλλος μαθητής του τόν ἀρνεῖται «ἔμπροσθεν μιᾶς παιδίσκης». Ὁ θάνατος τοῦ Σωκράτη εἶναι ἤπιος καί ἀνώδυνος, ἐνῶ τοῦ Χριστοῦ βασανιστικός καί ἐναγώνιος. Κανένα μέλος τοῦ Σωκράτη δέν ἀλλοιώνεται, ἐνῶ ἕκαστον μέλος τῆς σαρκός τοῦ Χριστοῦ ὑποφέρει καί φέρει τά στίγματα τοῦ θανάτου: ἡ κεφαλή τόν ἀκάνθινο στέφανο, ὁ νῶτος τήν φραγγέλωση, οἱ χεῖρες τόν κάλαμον, τά ἄρθρα τούς ἥλους (=τά καρφιά), οἱ σιαγόνες τά ραπίσματα, τό ὅλο σῶμα του τό τάνυσμα πάνω στό σταυρό. Ὅπως γράφει ὁ JeanBrun «ὁ Χριστός κατέχεται στ̉ ἀλήθεια ἀπ̉ τόν θάνατο, “ζεῖ” τόν θάνατο, ἐνῷ ὁ Σωκράτης τόν διανοεῖται». (Jean Brun,  Σωκράτης,  μετάφραση Τάντας Τεγοπούλου, ἐκδόσεις Ἰωάν. Ν. Ζαχαρόπουλου, Ἀθῆναι 1965, σ. 126).

 

πηγή: Aντίφωνο