Oι εφαρμοστικές αποφάσεις για τον αυτοπροσδιορισμότο τελευταίο μεγάλο «επίτευγμα» της κυβέρνησης Ράμα σε βάρος του Ελληνισμού
Την ίδια ώρα στην Αλβανία ο Ελληνισμός βάλλεται, πολλές φορές ανοιχτά και απροκάλυπτα. Τα Τίρανα δουλεύουν διαχρονικά με υπόγειες πολιτικές «ήπιου διωγμού» των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών προκειμένου αυτοί να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Οι καταπατήσεις των ιδιοκτησιών των μοναστηριών και των ελληνικών μειονοτικών κοινοτήτων της παράκτιας περιοχής, αλλά και των ιδιωτών, είναι καθημερινότητα. Ειδικά με τον σκανδαλώδη νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, η κατάσταση είναι πλέον απελπιστική. Τα περισσότερα ελληνικά χωριά παραμένουν χωρίς υποτυπώδεις οδικές και άλλες υποδομές. Η αλβανική δημόσια διοίκηση είναι απέναντι στους ομογενείς. Η πολιτιστική τους κληρονομιά δεν προστατεύεται. Τα σχολεία τους εγκαταλείπονται αφού δεν έχει διασφαλιστεί η υποχρεωτική 12ετής ελληνική εκπαίδευση στις αναγνωρισμένες μειονοτικές περιοχές. Τέλος, η νόθα απογραφή του 2023, που τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν επτά μήνες από την ολοκλήρωσή της, πραγματοποιήθηκε χωρίς διαφάνεια και συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα δίνοντας τελειωτικό «χτύπημα» στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την απογραφή, παρά τον δακρύβρεχτο επικήδειο του κ. Ράμα στην κηδεία του Αρχιεπίσκοπου Αναστάσιου, διαμαρτυρήθηκε έντονα για τον αριθμό των Ορθοδόξων ακόμη και η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας.
Στο πλαίσιο αυτό, το τελευταίο μεγάλο «επίτευγμα» της κυβέρνησης Ράμα σε βάρος του Ελληνισμού είναι οι εφαρμοστικές αποφάσεις για τον αυτοπροσδιορισμό. Σε εφαρμογή του ν. 96/2017 «Για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων στη Δημοκρατία της Αλβανίας» (βασισμένου στη σύμβαση- πλαίσιο για την προστασία των μειονοτήτων στην Ευρώπη που αναγκαστικά αποδέχθηκε η Αλβανία), ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα υπέγραψε μετά από 8 χρόνια καθυστέρησης, στις 26/12/2024, τρείς αποφάσεις. Η πρώτη αφορά στον καθορισμό κριτηρίων και τη συλλογή δεδομένων για την ταυτοποίηση προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, η δεύτερη αφορά στη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων για την αναγνώριση εθνικών μειονοτήτων ενώ η τρίτη αφορά στην τοποθέτηση ονομάτων οδών και γεωγραφικών προσδιορισμών και τη χρήση μειονοτικών γλωσσών στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Από πότε ο αυτοπροσδιορισμός τεκμηριώνεται με έγγραφα και υπόκειται σε νομική αμφισβήτηση; Αυτοπροσδιορισμός είναι η προσωπική επιλογή ιδιοτήτων και ο υποκειμενικός προσδιορισμός του εαυτού μας. Δεν πρόκειται για αναγνώριση υπηκοότητας που αποτελεί τυπική διοικητική πράξη με αποδεικτικά στοιχεία αλλά μια αυτόβουλη δήλωση «του ανήκειν» σε συγκεκριμένη εθνική ομάδα.
Αλλά και στην τρίτη πρωθυπουργική απόφαση για τη χρήση μειονοτικής γλώσσας και την τοποθέτηση ονομάτων οδών και άλλων τοπογραφικών δεικτών στις βασικές μονάδες Αυτοδιοίκησης, (εννοεί τους Δήμους), υπάρχουν εξίσου σοβαροί περιορισμοί. Για το πρώτο απαιτείται να υποβληθεί αίτηση από άτομα που ανήκουν σε εθνοτικές ομάδες που «κατοικούν παραδοσιακά» ή αποτελούν πάνω από το 20% του συνολικού πληθυσμού ενώ το δεύτερο επιτρέπεται μόνο όταν συγκεντρώνεται μειονοτικός πληθυσμός πάνω από το 20% (άρθρο 1). Το όριο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί στους Δήμους Δρόπολης και Φοινικαίων (στους άλλους Δήμους που υπάρχουν αμιγώς μειονοτικά χωριά δεν συγκεντρώνεται το 20%) ενώ η διατύπωση «κατοικούν παραδοσιακά» παραπέμπει σε υποκειμενική κρίση αφού η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας και την έγκριση του διορισμένου από το αλβανικό κράτος νομάρχη.
Τέλος, ο ίδιος ο αλβανικός ν. 96/2017 ανοίγει και ένα άλλο θέμα σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Με το άρθρο 3, η Αλβανία αναγνωρίζει Αρωμανική (Βλαχική) μειονότητα, επιχειρεί δηλαδή κατασκευάζοντας μια νέα εθνική ταυτότητα να αποκόψει τους βλαχόφωνους Έλληνες, με παρελθόν προσφοράς και αγώνων για την εθνική παλιγγενεσία, από την Ελληνική Εθνική Μειονότητα.
Όπως έχει παρουσιαστεί από μερίδα του τύπου, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών θεώρησε τις εφαρμοστικές αποφάσεις του Αλβανού πρωθυπουργού ως σημαντικό βήμα για τη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων και την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Τόσο σημαντικό, που η Αθήνα αποφάσισε να συναινέσει στο σχετικό κεφάλαιο για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που είχε ανοίξει στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Τιράνων με την Ε.Ε. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά για το κατά πόσον η ελληνική πλευρά διασφάλισε τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Μιας Μειονότητας που καθώς βρίσκεται σε ρευστό βαλκανικό περιβάλλον, έχει σήμερα ζωτική ιστορική και αριθμητική σημασία. Όχι μόνο για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας και ανθρωπισμού αλλά και για λόγους γεωστρατηγικούς, η Ελλάδα οφείλει να φροντίζει για τη συνέχιση της παρουσίας της στη γειτονική χώρα.