του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Ο Στόλος δεν είναι πλέον σύγχρονος και η παλαιότητα των κυρίων μονάδων κρούσεως σε συνδυασμό με ελλείψεις κρίσιμων ανταλλακτικών και προσωπικού με δυσκολία καλύπτουν τις καθημερινές απαιτήσεις για ναυτικές επιχειρήσεις, στηριζόμενοι στο φιλότιμο και τις άοκνες προσπάθειες των πληρωμάτων. Λόγω των επαναλαμβανόμενων παλινωδιών, λανθασμένων χειρισμών και των καθυστερήσεων λήψης απόφασης για τον εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ και πρόσκτησης νέων Κορβετών, αλλά και Φρεγατών που θα αντικαταστήσουν τις γηρασμένες τύπου Έλλη, ο Στόλος παρουσιάζει αδυναμίες να καλύψει τις επιχειρησιακές απαιτήσεις με ασφάλεια, ούτε μπορεί να αναπτυχθεί γρήγορα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η διάβρωση που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό στον Στόλο στις κύριες μονάδες κρούσεως της θαλάσσιας ενέργειας της Ελλάδας δείχνει ελάχιστα σημάδια υποχώρησης. Δεν θα γίνει τίποτα έως ότου η ελληνική κυβέρνηση, η κοινωνία και οι ένοπλες δυνάμεις κάνουν τη συνειδητή πολιτική επιλογή να επενδύσουν εκ νέου στην εθνική ναυπηγική βιομηχανία και να αποφασίσουν τελικά για την απόκτηση νέων σύγχρονων Φρεγατών και Κορβετών, αντί παλαιών άχρηστων που θέλουν να ξεφορτωθούν οι σύμμαχοι.
Πώς συνέβη αυτό σε μια ναυτική δύναμη που, μόλις πριν από τρις δεκαετίες, κυριαρχούσε στο Αιγαίο σε βαθμό ίσως απαράμιλλο, ενθυμούμενοι την κρίση του 1987;
Η απάντηση είναι σταδιακά αφού ο συνδυασμός αποσαφήνισης της ναυπηγικής βιομηχανίας, καθησυχασμού και γραφειοκρατικής αδράνειας φαίνεται να έχει καταφέρει την παρεμπόδιση εκσυγχρονισμού και πρόσκτησης, τουλάχιστον προς το παρόν. Η αδράνεια και η αδιαφορία είναι ισχυρές δυνάμεις, αλλά δεν είναι ανυπέρβλητες, ειδικά όταν αντιμετωπίζεις μια ξεκάθαρη και πιεστική πρόκληση. Ενώ η Κυβέρνηση σίγουρα αναγνωρίζει ότι η Τουρκία είναι η πιο πιεστική στρατιωτική πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Ελληνισμός, και η στρατιωτική απάντηση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας κατά των ζωτικών συμφερόντων του Ελληνισμού στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου, η αποτροπή της Τουρκίας δεν βασίζεται σε μια αξιόπιστη ικανότητα να νικήσουμε την επιθετικότητά της ή να αρνηθούμε στην Τουρκία την επίτευξη των στόχων της. Αυτή η μορφή αποτροπής θα απαιτήσει νέες μεθόδους μάχης και σύγχρονου πολέμου που υποστηρίζονται μόνο από εκσυγχρονισμένες αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις.
Τα πραγματικά εμπόδια για την επείγουσα αλλαγή είναι η αποφυγή συναίνεσης σχετικά με τους κινδύνους που θέτει η Τουρκία, η έλλειψη κοινού οράματος για το μέλλον του Στόλου και οι περιορισμένες στρατηγικές επιλογές για την εφαρμογή ενός νέου οράματος. Ακόμα κι αν μπορούσαν να καταλήξουν σε συναίνεση σε αυτά τα ζητήματα, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν διαθέτουν ώριμα αμυντικά προγράμματα και τη βιομηχανική ικανότητα να τα αναπτύξουν σε κλίμακα. Αυτά τα κενά δεν είναι μοναδικά για το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά χρησιμεύει η αναφορά τους ως χρήσιμο παράδειγμα για το Υπουργείο Άμυνας, επειδή τα κενά του είναι τόσο έντονα στο πλαίσιο του τρέχοντος στρατηγικού περιβάλλοντος.
Ενώ η αμυντική κοινότητα του Ελληνισμού συμφωνεί ως επί το πλείστον ότι η Τουρκία είναι η « κυρία πρόκληση» για το Υπουργείο Άμυνας, υπάρχει πολύ λιγότερη συναίνεση σχετικά με το είδος της απειλής που θέτει η Τουρκία ή πότε ο κίνδυνος σύγκρουσης θα είναι πιο έντονος. Αυτή η θέση συνήθως, αλλά όχι πάντα, συσχετίζεται με την πεποίθηση ότι ο ανταγωνισμός κάτω από το κατώφλι του πολέμου -όπως η κατάληψη ακατοίκητων νησίδων- αντιπροσωπεύει μεγαλύτερη ανησυχία από την πιθανότητα ενός συμβατικού πολέμου. Άλλοι ανησυχούν περισσότερο με τη μεσοπρόθεσμη ευπάθεια της Ελλάδας λόγω του ταχύτατου στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Τουρκίας και της αυξανόμενης ηλικίας του Στόλου. Αυτή η προοπτική τείνει να αντιστοιχεί με την πεποίθηση ότι ο συμβατικός πόλεμος σε βάθος χρόνου είναι ο πιο πιεστικός κίνδυνος. Άλλοι πάλι ανησυχούν περισσότερο ότι οι τουρκικές επενδύσεις στην τεχνολογία των μη στελεχωμένων σκαφών θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να «ξεπεράσει» τον Ελληνισμό στον μακροπρόθεσμο στρατιωτικό-τεχνικό ανταγωνισμό, καθιερώνοντας έτσι τον εαυτό της ως περιφερειακή δύναμη.
Η άποψη των υπεύθυνων για το πώς θα πρέπει να είναι το Πολεμικό Ναυτικό διαμορφώνεται από τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούν τις προκλήσεις που θέτει η Τουρκία και την κατανομή του κινδύνου σε βάθος χρόνου. Άλλοι επικεντρώνονται στον βραχυπρόθεσμο καθημερινό ανταγωνισμό και τείνουν να δώσουν προτεραιότητα σε έναν μεγάλο, με άμεση ετοιμότητα Στόλο για τη διατήρηση ναυτικών δυνάμεων σε Αιγαίο και Μεσόγειο. Κάποιοι που ανησυχούν για τον κίνδυνο ενός συμβατικού πολέμου τα επόμενα χρόνια θα θυσίαζαν κάποια βραχυπρόθεσμη ετοιμότητα και ικανότητα για να οικοδομήσουμε μια δύναμη ικανή να κερδίσει μια μελλοντική σύγκρουση με την Τουρκία. Ενώ άλλοι σχεδιαστές άμυνας που δίνουν προτεραιότητα στον μακροπρόθεσμο στρατιωτικό-τεχνικό ανταγωνισμό θα απέφευγαν τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις για να δώσουν τα πάντα σε συστήματα επόμενης γενιάς με τεχνολογίες που αλλάζουν το παιχνίδι και διατηρούν το τεχνολογικό πλεονέκτημα του Πολεμικού Ναυτικού έναντι του Τουρκικού Ναυτικού.
Περαιτέρω περιπλοκή αυτής της εικόνας είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι εκτιμήσεις κινδύνου και τα μελλοντικά οράματα τείνουν να συσχετίζονται με διαφορετικές ομάδες εντός της αμυντικής κοινότητας. Αυτή η περιπλοκή συντελείται επειδή δεν ευθυγραμμίζονται περισσότερο με το στρατηγικό τους όραμα για ένα Πολεμικό Ναυτικό ως δύναμη που να διατηρεί τον θαλάσσιο έλεγχο και να διασφαλίζει την ειρήνη μέσω της παρουσίας στις θάλασσες των ζωτικών μας συμφερόντων. Από αυτή την άποψη, ο θεμελιώδης σκοπός του Πολεμικού Ναυτικού είναι να επιδεικνύει τη σημαία στις θάλασσες του Αιγαίου και τις Μεσογείου. Η επίμονη διατήρηση αυτής της φανερής παρουσίας απαιτεί μεγάλους αριθμούς σύγχρονων και αξιόπιστων πλοίων επιφανείας.
Η ουσία του θέματος είναι η απάντηση στο ερώτημα «Έχουμε ναυτική στρατηγική, που να απορρέει από Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας;»
Το Ναυτικό απέχει πολύ από το να είναι ακυβέρνητο καράβι. Στην πραγματικότητα, είναι θύμα της δικής του συντριπτικής επιτυχίας και καθησυχασμού, ότι «ουδέποτε υπέστειλε τις σημαίες» και η ναυτοσύνη των Ελλήνων είναι ανυπέρβλητη. Όμως η πραγματικότητα για τη σημασία της θαλάσσιας ισχύος στη σκηνή των θαλασσών του Αιγαίου και της Μεσογείου είναι διαφορετική. Έτσι, όταν δηλώνουμε ότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν διαθέτει τους αναλογούντες πόρους για εκτέλεση πολέμου, όλοι πρέπει να δώσουμε προσοχή. Προσπαθώ να εκφράσω την ανησυχία για την έλλειψη στρατηγικής σκέψης που έχει αποκαλύψει μια επίμονη πρόκληση που προβληματίζει το Πολεμικό Ναυτικό με δευτερογενή προγράμματα ενώ υφίσταται αδυναμία να δημιουργήσουμε μια στρατηγική και να την εξηγήσουμε στον ελληνικό λαό και τους εκπροσώπους του.
Το Πολεμικό Ναυτικό σημείωσε σχεδόν με μοναδική επιτυχία τη διατήρηση της ασφάλειας στις ελληνικές θάλασσες όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια του τουρκικού αναθεωρητισμού. Όταν οι ναύαρχοι μιλούν στρατηγικά, το μήνυμά τους μπορεί να συνοψιστεί: «κάνουμε αυτό που κάνουμε γιατί πάντα κάναμε αυτό που κάναμε». Ωστόσο, πως θα καταφέρουμε να νικήσουμε όταν το Πολεμικό Ναυτικό παραμένει αφοσιωμένο στη διατήρηση μιας πεπερασμένης δομής δύναμης και της στρατηγικής προβολής ισχύος με υλικό παρωχημένο που χρησιμοποιείται για τουλάχιστο μισό αιώνα και φαίνεται η ανώτατη διακλαδική ηγεσία ανίκανη να φανταστεί άλλες προσεγγίσεις και αναγκάζει για άχρηστες δομές και πόρους που καμία σχέση έχουν με το σύγχρονο πόλεμο.
Μια σειρά από λανθασμένες αποφάσεις ή έλλειψη λήψης αποφάσεων έχουν εγκαταλείψει το Πολεμικό Ναυτικό στη γωνία του προϋπολογισμού και σχεδιασμού δύναμης, με εξαίρεση την απόφαση για πρόσκτηση των τριών φρεγατών Belhara. Ακόμα κι αν το Πολεμικό Ναυτικό λάμβανε μεγαλύτερο μερίδιο του αμυντικού προϋπολογισμού απλά δεν υπάρχει τρόπος να χτιστεί ένας μεγαλύτερος Στόλος γρήγορα και οποιαδήποτε απόπειρα να το κάνει μπορεί να επιβαρύνει το Πολεμικό Ναυτικό με πλοία από τα «παροπλισμένα» των συμμάχων, περιορισμένης χρησιμότητας στην μακροπρόθεσμο στρατηγικό ανταγωνισμό με την Τουρκία.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Πολεμικό Ναυτικό δεν δημιουργήθηκαν σε έναν ενιαίο προϋπολογισμό και δεν θα επιλυθούν σε έναν μόνο προϋπολογισμό. Για να βγάλουμε το Πολεμικό Ναυτικό από το λήθαργο του σχεδιασμού δυνάμεων, απαιτείται μια νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας να αποσαφηνίσει την αξιολόγησή του για την πρόκληση της Τουρκίας και να χρησιμεύσει ως αναγκαστική λειτουργία για τη δημιουργία ενός κοινού οράματος για το μελλοντικό Πολεμικό Ναυτικό. Απαιτείται να δώσουμε προτεραιότητα στον εκσυγχρονισμό του Πολεμικού Ναυτικού για να αποτρέψει τον μελλοντικό πόλεμο με την Τουρκία για τη δημιουργία βραχυπρόθεσμης ικανότητας Στόλου για την παροχή πλοίων για την εξυπηρέτηση των επιχειρησιακών αναγκών. Μια σαφής αξιολόγηση της πρόκλησης της Τουρκίας και ένα κοινό όραμα για τον μελλοντικό Στόλο θα συμβάλει στη βελτίωση του χάσματος μεταξύ στρατηγικής και εφαρμογής που μαστίζει τη στρατηγική. Ίσως το πιο σημαντικό, θα επέτρεπε στην ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού να συνεργαστεί με τα ναυπηγεία να αναλάβει ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα για την ανοικοδόμηση του Ναυτικού και την αναζωογόνηση της θαλάσσιας βιομηχανικής βάσης από την οποία εξαρτώνται το Ναυτικό και το έθνος.
Η εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας μπορεί να συγκριθεί με την προσπάθεια ενός γιγαντιαίου δεξαμενόπλοιου να στρίψει στη θάλασσα. Χρειάζεται χρόνος για να κερδίσει την αδράνεια και να αρχίζει να αλλάζει πορεία. Σημαντικά γεγονότα έχουν επηρεάσει την Αθήνα να προβληθεί πιο σταθερά στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας. Όμως ακόμη και να είχαμε μια Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας αυτή δεν είναι τίποτα παρά ένα σημαντικό μήνυμα προθέσεων. Η δήλωση “ενισχύουμε την αποτροπή ως ακρογωνιαίο λίθο της άμυνας μας” είναι μια δέσμευση από την οποία μπορούμε να υποχωρήσουμε. Η σωστή απάντηση είναι μόνο μια σαφής κατεύθυνση, και αυτή ορίζεται με το θαλάσσιο έλεγχο στο ζωτικό μας θαλάσσιο χώρο από το ναυτογενές ελληνικό έθνος.
Συμπεράσματα
Απαιτείται η παρουσίαση μιας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, ενός φιλόδοξου έγγραφου που να περιέχει ένα βασικό μήνυμα ότι «η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει πολύ περισσότερο στην ασφάλεια και να το κάνει χωρίς να επηρεάσει αρνητικά τον συνολικό προϋπολογισμό της». Αυτή είναι μια συνταγή επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, όπως βλέπαμε την περίοδο των μνημονίων, το φρένο χρέους αποτέλεσε κίνδυνο ασφάλειας. Οι τόσο αναγκαίες επενδύσεις στην ασφάλεια και τον μετασχηματισμό κινδυνεύουν, αν χάσουμε τη βιομηχανική ανάπτυξη στη ναυπηγοεπισκευαστική/ ναυπηγοκατασκευαστική και αμυντική μας ικανότητα σε όλο και πιο σκληρές εποχές για τον προϋπολογισμό τα επόμενα χρόνια.
Η έλλειψη στρατηγικής φαντασίας και κοινού οράματος μπορεί να αποδοθεί σε έναν πολιτιστικό πόλεμο εντός του ΓΕΕΘΑ που έφτασε στο αποκορύφωμά του τον τελευταίο χρόνο. Αν το Πολεμικό Ναυτικό θέλει να διορθώσει τη στρατηγική του πορεία, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει ότι έχει πρόβλημα και όχι απλώς να επικοινωνήσει την αποστολή του.
Μια στρατηγική ανασκόπηση θα αποκάλυπτε ότι βρισκόμαστε σε έναν κόσμο που είναι πολύ διαφορετικός από τη δεκαετία του 1980-90, με απειλές και προκλήσεις που έχουν προχωρήσει πολύ πέρα από τις λύσεις που βασίζονται σε ομάδες κρούσεως, ανακαταλήψεις νήσων και αποβατικές επιχειρήσεις.
Χρειαζόμαστε ένα σώμα στρατηγικών στοχαστών που να μπορούν να προχωρήσουν πέρα από τις σχεδιασμένες απαντήσεις για να δουν τον κόσμο όπως είναι και να δημιουργήσουν νέες προσεγγίσεις που θα μας τοποθετούν μέσα στους βρόχους αποφάσεων των αντιπάλων μας αντί απλώς να ανταποκρινόμαστε ή να ετεροπροσδιοριζόμαστε από τις πρωτοβουλίες τους.
Το να σηκώσουμε το ανάστημα μας αρνούμενοι να αντέξουμε περισσότερα και αναλαμβάνοντας την ευθύνη για προσκτήσεις αξιόλογων και αξιόπιστων μονάδων, μόνο τότε θα ισοδυναμούσε με στρατηγική απόφαση να αποκτήσουμε τον θαλάσσιο έλεγχο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Ας αναλογιστούν οι υπεύθυνοι αν τελικά φτάσουμε στο σημείο να πάνε στον πόλεμο με τον πεπαλαιωμένο στόλο που έχουμε, θα έστελναν τα παιδιά τους; Ή τι αποτελέσματα θα περιμένουν; Τα πληρώματα σίγουρα με φιλότιμο και αυτοθυσία δα δώσουν τη μάχη όμως με τι υλικό; Επιτέλους ας πάρουμε την πολιτική απόφαση να αποκαταστήσουμε την ελληνική θαλάσσια ισχύ — και ας αρχίσουμε να την αποκαθιστούμε πριν να είναι αργά.
Επίλογος
Σε ένα από τα μυθιστορήματα του Χέμινγουεϊ, το The Sun Also Rises, παρουσιάζει την απογοήτευση και το άγχος της γενιάς μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι μια εποχή ηθικής χρεοκοπίας, πνευματικής διάλυσης, απραγματοποίητης αγάπης και εξαφανιζόμενων ψευδαισθήσεων. Επειδή εκτιμώ ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σε μια παρόμοια κατάσταση σας μεταφέρω μια αποστροφή που πάντα έρχεται στο μυαλό μου, ως αναλάμποντας λίχνος όποτε αντιλαμβάνομαι ότι δεν διορθωνόμαστε αλλά συνεχίζουμε στα ίδια λάθη.
Είναι ένας διάλογος των δύο ηρώων του έργου. «Πώς χρεοκόπησες;» ρώτησε ο Μπιλ. «Με δύο τρόπους», είπε ο Μάικ. «Πρώτα σταδιακά και μετά ξαφνικά». Το αναφέρω αυτό διότι οι ναυτικοί και αμυντικοί στρατηγικοί αναλυτές μας διαφέρουν ως προς τα οράματά τους για τον μελλοντικό Στόλο. Ωστόσο, χωρίς τη συναίνεση και μια συντονισμένη προσπάθεια για να αντιστραφεί η παρέκκλιση δεκαετιών, το Πολεμικό Ναυτικό θα συνεχίσει τη σταδιακή ολίσθησή του προς τη στρατηγική χρεοκοπία και ο κίνδυνος να λήξει ξαφνικά (και ίσως βίαια) με τα χρέη του να αυξηθούν είναι μεγάλος.
.
Μέχρι τώρα έλεγα ότι πρέπει να κλείσει η ΣΣΕ και οι Έλληνες αξιωματικοί να αντικατασταθούν με ξένους. Τώρα θεωρώ ότι πρέπει να γίνει το ίδιο και στο ναυτικό.
Γίνεται κατάχρηση του επιθέτου στρατηγική σε πολλές περιπτώσεις στο άρθρο. Δεν είναι τα πάντα όλα το ΠΝ. Χρειάζεται ισορροπία ενίσχυσης όλων των κλάδων και οι ειδικές δυνάμεις.
Ας μην ξεχνιούνται τα Ίμια. Βγήκε όλος ο στόλος έξω, έκαναν περιπολία οι φρεγάτες και οι Τούρκοι ανέβηκαν. Δεν έφταιγε για όλα ο Πάγκαλος με τον Σημίτη.
Κατανοητό μέχρι ενός σημείου να υποστηρίζει κάθε στρατιωτικός το όπλο του, αλλά όχι υπερβολές και κορώνες.