Το Βέλγιο δεν συμμορφώθηκε με απόφαση του δικαστηρίου των Βρυξελλών που καλούσε τις εθνικές αρχές να παράσχουν στέγη σε αιτούντα άσυλο, δήλωσε την Τρίτη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο.
Ένας πολίτης της Γουινέας προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού το βελγικό κράτος δεν συμμορφώθηκε με οριστική απόφαση που εξέδωσε δικαστήριο των Βρυξελλών το 2022. Τότε, το δικαστήριο διέταξε τις αρχές να τηρήσουν την εθνική νομοθεσία και να του παράσχουν «υλική βοήθεια» και «στέγαση».
Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ζούσε χωρίς στέγη για αρκετούς μήνες και φιλοξενήθηκε μόνο αφού ακολούθησε η νδιαταγή για «προσωρινά μέτρα» από το ΕΔΔΑ.
Το Γραφείο του Γενικού Επιτρόπου του Βελγίου για τους Πρόσφυγες και τους Ανιθαγενείς (CGRA) έχει ως στόχο να εκδίδει απόφαση επί των αιτήσεων εντός έξι μηνών, αλλά η πανδημία δημιούργησε καθυστέρηση στις διαδικασίες, ενώ ο αριθμός των μεταναστών αυξήθηκε.
Λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών και της αύξησης των εισόδων στα κέντρα υποδοχής, ενώ οι έξοδοι μειώθηκαν, περισσότεροι αιτούντες κατέληξαν στους δρόμους.
Οι δικαστές του ευρωπαϊκού δικαστηρίου αναγνώρισαν ότι το Βέλγιο αντιμετώπιζε τότε μια «δύσκολη κατάσταση», δεδομένης της «αύξησης κατά περισσότερο από 42%» των αιτήσεων διεθνούς προστασίας το 2022 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και της άφιξης «65.000 Ουκρανών υπηκόων».
Μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η υφυπουργός Ασύλου και Μετανάστευσης Nicole de Moor τόνισε ότι το δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγνώρισε τις «σημαντικές προσπάθειες» του Βελγίου να χρηματοδοτήσει «προγράμματα σύνδεσης, να δημιουργήσει πρόσθετα καταλύματα, να προσλάβει προσωπικό και να συντομεύσει τους χρόνους επεξεργασίας των αιτήσεων ασύλου».
Κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης με τον διπλασιασμό του αριθμού των αναγκαστικών επιστροφών και με μια νέα συμφωνία για τη μετανάστευση, η οποία προβλέπει ιδίως τη δημιουργία περισσότερων από 2.000 επιπλέον θέσεων υποδοχής, πέραν των 8.000 που ήδη υπάρχουν.
Το ευρωπαϊκό δικαστήριο αναγνωρίζει επίσης την απόφαση των βελγικών αρχών να «επικεντρώσουν την ικανότητα φιλοξενίας του δικτύου στα πιο ευάλωτα άτομα», γεγονός που καθυστερεί την φιλοξενία «αιτούντων διεθνή προστασία με το ίδιο προφίλ» με τον προσφεύγοντα από τη Γουινέα.
Ωστόσο, σημειώνει τη «συστηματική αποτυχία» των βελγικών αρχών να «εφαρμόσουν τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία». Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν θεωρεί «εύλογη» την καθυστέρηση αρκετών μηνών που λήφθηκε «για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», θεωρώντας ότι πρόκειται για «σαφή άρνηση συμμόρφωσης με τις εντολές που εξέδωσε το εθνικό δικαστήριο».
Επί του παρόντος εκκρεμούν 358 παρόμοιες αιτήσεις για τις οποίες το Δικαστήριο έχει χορηγήσει προσωρινά μέτρα.
Ο ομοσπονδιακός βουλευτής των Πρασίνων (Ecolo) Simon Moutquin αντέδρασε στην καταδίκη αυτή του Βελγίου γράφοντας στο Twitter: «Μετά από περισσότερα από 1600 προσωρινά μέτρα για τη μη υποδοχή αιτούντων άσυλο, το ΕΔΔΑ εξέδωσε την πρώτη καταδίκη του κατά του Βελγίου στο θέμα αυτό. Η χώρα μας δεν σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα».
«[…] Υπάρχει μια πολύ απλή βραχυπρόθεσμη λύση: να φιλοξενηθούν όλοι οι άνθρωποι που δεν έχουν χώρο να μείνουν σε ξενοδοχεία ή στρατώνες», κάτι που το κόμμα του ζητά «από την αρχή της κρίσης», αλλά «η Δεξιά που (και η [φλαμανδική σοσιαλδημοκρατική] Vooruit) εμποδίζουν», πρόσθεσε.
Στην αντίδρασή της, η de Moor επισήμανε ότι υποστήριξε σθεναρά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στις αρχές Ιουνίου μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ για τη μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου.
«Χρειαζόμαστε μια πιο δίκαιη κατανομή των αιτούντων άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά κυρίως μια ταχεία συνοριακή διαδικασία για όσους έχουν ελάχιστες πιθανότητες να λάβουν άσυλο στην ΕΕ», επέμεινε.