Μιχάλης, Ορέστης, Μασαούτης, MA Modern Middle East Studies, Leiden University.
Ά MΕΡΟΣ
Τουρκό-Αραβική συνομοσπονδία: Το πολιτικό εγχείρημα των Οθωμανών για την αποτροπή της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Εισαγωγή
Ο τελευταίος αιώνας του βίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1821-1922), ήταν ένας αιώνας συσσωρευμένης ένοπλης βίας και αστάθειας, που οδήγησε σταδιακά στην αποσύνθεση και τέλος, στον αφανισμό της. Στα Βαλκάνια, μία αλληλουχία συνεχών ανεπιτυχών αλλά και επιτυχών επαναστάσεων (Ελληνικής, Σερβικής, Βουλγαρικής), εθνοκαθάρσεων, γενοκτονιών και προσφυγικών ρευμάτων, με αποκορύφωμα τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), οδήγησαν στην αποσύνθεση της βαλκανικής πτέρυγας της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, στην Ανατολία[1], με το ξέσπασμα του Α’ Π.Π., το νεοτουρκικό καθεστώς διέπραξε γενοκτονία κατά του αρμενικού και ελληνικού λαού. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα έχουν οδηγήσει στην παγίωση δύο ιστορικών αφηγημάτων, δηλαδη στην αμοιβαία εχθρότητα και το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Τούρκων-Οθωμανών και όλων των υπολοίπων εθνοτήτων, καθώς και την γραμμική διαδικασία διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η γενική αντίληψη που επικρατεί για τις σχέσεις μεταξύ των Οθωμανικών αρχών και των αραβικών ελίτ και κοινωνιών τον τελευταίο αιώνα του βίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είναι ότι επρόκειτο για σχέσεις οξέος ανταγωνισμού και ρήξης. Δηλαδή, θεωρείται, ότι οι αραβικοί οθωμανικοί πληθυσμοί ακολούθησαν την φυγόκεντρη ιστορική εμπειρία των πληθυσμών των Βαλκανίων και της Ανατολίας. Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορούν, ο τούρκο-αιγυπτιακός πόλεμος (1831-1833), με την ταχεία προέλαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων μέχρι τα όρια της Ανατολίας, οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων τις δεκαετίες του 1850 και 1860 σε Λίβανο και Συρία και κυρίως η Αραβική Εξέγερση του 1916. Μπορεί, όμως, η ιστορική εμπειρία των Βαλκανίων και της Ανατολίας να θεωρηθεί ασφαλής οδηγός για τις εθνο-πολιτικές διεργασίες για στο ασιατικό-αραβικό τμήμα της αυτοκρατορίας;
Το παρόν άρθρο, λοιπόν, θα επιχειρήσει να απαντήσει στο ερώτημα αν οι σχέσεις μεταξύ Αράβων και Τούρκων, τις τελευταίες δεκαετίες του βίου της αυτοκρατορίας, ακολούθησαν την εμπειρία της εθνοθρησκευτικής βίας και απόσχισης των Βαλκανίων. Το βασικό επιχείρημα της διεξαχθήσας ερευνάς είναι η ύπαρξη μιας έντονης και μη-γραμμικής διαδικασίας μεταξύ του τουρκικού και του αραβικού στοιχείου με στόχο την ίδρυση κοινής πολιτειακής οντότητας. Η έρευνα καταδεικνυεί ότι, σε αντίθεση με τα Βαλκάνια, οι εξελίξεις στις αραβικές επαρχίες δεν ακολούθησαν μια γραμμική πορεία συνεχούς αντιπαλότητας και αποσχιστικής βίας. Αντίθετα η πορεία αυτή χαραχτηριζόταν από έντονες και μακρές πολιτικοκοινωνικές, αλλά και στρατιωτικές ζυμώσεις, όχι απηλλαγμένη από εντάσεις και ανταγωνισμούς, με κεντρική στόχευση την διασφάλιση της πολιτικής και εδαφικής επιβίωσης της αυτοκρατορίας μέσα από την σύσταση ομοσπονδιακού τούρκο-αραβικού κράτους. Επιπλεόν, καταδεικνύεται, ότι παρά την ύπαρξη αραβικών αποσχιστικών κινημάτων και ανάλογων ιδεολογικών τάσεων, ήδη από την δεκαετία του 1870, αυτά ποτέ δεν οδήγησαν στην δημιουργία ενός σοβαρού αραβικού αποσχιστικού κινήματος. Αντίθετα το αναπτυσόμενο αραβικό ρεύμα πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής αυτοδιάθεσης επιδίωκε κατά κύριο λόγο την βελτίωση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών όρων συμμετοχής των Αράβων στην αυτοκρατορία και όχι την διάλυση αυτής. Ως εκ τούτου η έρευνα καταδεικνύει ότι, παρά την αυξομειούμενη ένταση στις σχέσεις Κων/πουλης και των πληθυσμών των αραβικών επαρχιών, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, που ήταν κοινά αποδεκτή από τις αραβικές και τούρκίκες ελίτ και μάζες, συμπεριλαμβανομένων, και των Νεότουρκων, ήταν ο Ισλαμισμός και το Χαλιφάτο και όχι ο Αραβισμός ή ο Τουρκισμός.
Η ιστορική ανάλυση θα επικεντρωθεί στις σχέσεις του αραβικών επαρχίων, δυτικά της Ερυθράς Θάλλασας , με την οθωμανική διοίκηση κατά την τελευταία σαράντα χρόνια του βίου της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1876-1922). Θα αναζητηθούν και θα αναλυθούν οι σχέσεις και οι πολιτικές ζυμώσεις μεταξύ του οθωμανο-τουρκικού και αραβικού παράγοντα πρίν και μετά την τραυματική για τους Οθωμανούς Τούρκους εμπειρία των Βαλκανικών Πολέμων. Επιπλέον, θα γίνει προσπάθεια να καταδειχθεί ποια ήταν η δυναμική και το ιδεολογικό αποτύπωμα του αραβικού κινήματος αυτοδιαθέσεως, και ποιά η αλληλοεπίδρασή του με την υποστηριζόμενη από τις δυνάμεις της Αντάντ Αραβικής Εξέγερσης του 1916. Τέλος, θα γίνει προσπάθεια να αναλυθεί η δυναμική των σχέσεων του αραβικού παράγοντα, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, με το Κεμαλικό, αντι-δυτικό, επαναστατικό κίνημα, καθώς και πως η δυναμική αυτή καθόρισε την στάση του βρετανο-γαλλικού παράγοντα, απέναντι, τόσο στον Κεμάλ, όσο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Οθωμανισμός και Οικουμενική Συνύπαρξη
Στην παγίωση της αντίληψης, ότι οι σχέσεις των αραβικών πληθυσμών και του τουρκο-οθωμανικού κατεστημένου, ακολούθησαν παραλληλούς δρόμους, με αυτές των λαών των Βαλκανίων και της Ανατολίας, πριμοδοτεί και η κινηματογραφική παραγωγή, Ο Λώρενς της Αραβίας. Η ταινία βασισμένη σε ιστορικά γεγονότα, ξεδιπλώνει την ηγετική δράση του αξιωματικού των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, συνταγματάρχη, Thomas Edward Lawrence, κατά την διάρκεια της Αραβικής Εξέγερσης το 1916 εναντίον της παρουσίας των Οθωμανικών στρατευμάτων στην σύγχρονη Μέση Ανατολή. Η ταινία, εκτός από μεγάλη εμπορική επιτυχία, αποτέλεσε μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου το Χόλυγουντ υπηρέτησε το γενικότερο οριενταλιστικό, προπαγανδιστικό αφήγημα των αγγλοσαξόνων.[2] Σύμφωνα με το αφήγημα αυτό, οι δυτικοευρωπαικές δυνάμεις, έφτασαν στην περιοχή ως απελευθερωτές, αλλά και εκσυγχρονιστές, ώστε να απαλλαξουν του Άραβες από την σκληρή καταπίεση της Οθωμανο-τουρκικής ελίτ. Το αφήγημα αυτό είχε ως σημαντικό εκφραστή τον George Antonius, ο οποίος στο έργο του The Arab Awakening: The Story of the Arab National Movement θεωρούσε μονόδρομο την διάρρηξη των σχέσων μεταξύ Αράβων και Τούρκων, εξαιτίας της συγκρουσιακής πορείας μεταξύ ενός αναπτυσόμενου, ισχυρού αραβικού αποσχιστικού εθνικισμού και της πολιτικής του Οθωμανισμού, δηλαδή της κοινής οθωμανικής ταυτότητας και αργότερα του Νεοτουρκικού εθνικισμού. Συμβάδιζε όμως το αφήγημα αυτό με τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις μεταξυ των Αράβων για τον ρόλο τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία;
Οι οθωμανικές πολιτικές ελίτ, ήδη από το 1839, είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν τα Tanzimat,[3] μια σειρά μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν από τις Μ. Δυνάμεις. Αν και αποτέλεσμα παρεμβατισμού, η οθωμανική διοίκηση ωστόσο, εργαλειοποίησε αυτές τι μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και ως μια ύστατη προσπάθεια αποτροπής της αποσύνθεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η παροχή ισονομίας, όλων των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων απέναντι στις σουλτανικές αρχές το 1839 και κοινής και ισότιμης υπηκοότητας όλων των κατοίκων το 1876, ήταν δυο κομβικά μέτρα. Επί της ουσίας, επρόκειτο περί ισότιμης υποταγής όλων, ανεξαιρέτως, των υπηκόων απέναντι στον τύραννο.[4] Ένας από τους στόχους, θεωρητικά τουλάχιστον, αυτής της εκσυγχρονιστικής πολιτικής ήταν η δημιουργία, κοινής πολιτικής, οθωμανικής ταυτότητας, που θα αναγνώριζε, αλλά θα υπερέβαινε τις θρησκευτικές, γλωσσικές και εθνοτικές διαφορές. Μια ταυτότητα με γεωγραφική κυρίως και όχι με εθνοθρησκευτική αναφορά.[5] Με αυτές τις ενέργειες η Υψηλή Πύλη,[6] κατέβαλε μια ύστατη προσπάθεια να ανακόψει την διαλυτική επέλαση των διάφορων αποσχιστικών κινημάτων εθνο-θρησκευτικής αυτοδιάθεσης, αλλά και να επαναφέρει την αυτοκρατορία ως ισότιμο παράγοντα στο νέο, αναδομημένο σύστημα ισχύος, την αυγή της βιομηχανικής εποχής.
Αυτό το εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς στους χριστιανικούς πληθυσμούς σε Βαλκάνια και Ανατολία και, μέσα από ένα όργιο βίας, οδήγησε σε εξεγέρσεις, ανεξαρτητοποιήσεις, προσφυγικά ρεύματα, εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες, πριν και μετά τους Βαλκανικούς, και τον Α’ ΠΠ. Αντίθετα, εξασφάλισε σημαντικό βαθμό επιτυχίας μεταξύ των γηγενών αραβικών πληθυσμών, μουσουλμάνων, χριστιανών και εβραίων (όχι των εξ Ευρώπης ερχόμενων σιωνιστών στην Παλαιστίνη).[7] Σύμφωνα με τον Ussama Makdisi, καθηγητή στο Παν/μιο του Berkley, ειδικό στη οθωμανική και αραβική ιστορία, η αραβική κοινωνία, από τα χαμηλότερα έως τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, στη μεγάλη της πλειοψηφία είχε αποδεχτεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την κοινή οθωμανική ταυτότητα ή το οθωμανικό πλαίσιο της «οικουμενικής συνύπαρξης», η οποία διήρκησε από το 1860 μέχρι και την έναρξη του Α’ Π.Π. Την περίοδο αυτή, σοβαρό αραβικό εθνικιστικό κίνημα με στόχο την απόσχιση και τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τον Makdisi ουσιαστικά δεν υπήρξε.[8] Χαρακτηριστική αυτού του κλίματος είναι η δήλωση του Suleyman al–Bustani, Λιβανέζου χριστιανού και Υπουργού Εμπορίου της σουλτανικής κυβέρνησης. Ο al–Bustani δήλωνε ότι ο οθωμανισμός υπόσχονταν αρμονία και ισότητα και περιέγραφε τις μεταρρυθμιστικές διεργασίες της ύστερης οθωμανικής περιόδου ως μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τον φανατισμό που προκαλεί το μίσος στη βάση της θρησκείας και της εθνότητας.[9] Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μαρωνίτης αρχιεπίσκοπος Yusuf Dibs, στην έκδοση του έργου του Ιστορία της Συρίας (Tarikh Süreyya) μεταξύ 1903-1905, έκανε συνεχώς νύξεις για την ύπαρξη μιας πλουραλιστικής, πολυθρησκευτικής πνευματικής τάξης, που θα προάγει επιτυχώς τη γνώση και τη συνύπαρξη.[10] Άλλο ένα ενδεικτικό παράδειγμα της διαφορετικής αντίληψης μεταξύ του Βορρά της Αυτοκρατορίας (Βαλκάνια, Ανατολία) και του Νότου (Αραβικού Κόσμου ή Mashriq),[11] είναι η έκδοση του βιβλίου η Ιστορία του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (Tarikh harb al–Balqan al–ula) από τον χριστιανό Αιγύπτιο δημοσιογράφο Yusuf al–Bustani το 1913, όπου επιχείρησε να κάνει μία ανάλυση των αιτιών του πολέμου, αλλά και της ήττας της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Στο εγχείρημά του αυτό πήρε συνεντεύξεις από επιφανείς Άραβες, χριστιανούς και μουσουλμάνους της Συρίας και της Αιγύπτου. Μια πλειάδα πολιτικών, αρχιερέων, νομικών, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, κατέθεσαν απόψεις για τα αίτια, αλλά και τις προτεινόμενες λύσεις για την επιβίωση και πρόοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όλοι σχεδόν οι ερωτηθέντες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την ήττα ευθύνονταν και οι ίδιοι και ότι έπρεπε να θεραπευτεί η διαφθορά, να γίνουν μεταρρυθμίσεις και να ενισχυθεί η κοινή ταυτότητα.[12] Βέβαια, δεν έλειπαν και οι τριβές μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντίδραση μουσουλμάνων κληρικών και λόγιων στην Αίγυπτο, όταν ομάδα Κοπτών χριστιανών, μαζί με προτεστάντες ακτιβιστές, με διασυνδέσεις στην Μ. Βρετανία, εν αγνοία του Κόπτη Πατριάρχη, ζήτησαν την υιοθέτηση εκλογικού συστήματος βασισμένου στα θρησκευτικά δόγματα.[13]
Πρωίμα Αραβικά Αυτονομιστικά Ρεύματα
Όμως η πορεία συνύπαρξης Τούρκων και Αράβων κατά την περίοδο αυτή, ούτε γραμμική ήταν, ούτε χωρίς προβλήματα. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εκδηλώθηκαν στις αραβικες επαρχίες τα πρώτα ιδεολογικά ρεύματα χειραφέτησης των Αράβων, καθώς και δίαφορες αραβικές αποσχιστικές, συνομωτικές οργανώσεις. Το σημαντικότερο ιδεολογικό κίνημα ήταν αυτό της Nahda (Αφύπνιση). Επρόκειτο για ένα κίνημα αραβικής πολιτιστικής, εκπαιδευτικής και πνευματικής αφύπνισης σύμφωνα, με τον Jurji Zaydan, Σύριο Χριστιανό που ζούσε στην Αίγυπτο και εξέδιδε την ιστορική εφημερίδα Al–Hilal μαζί με άλλους Σύριους εμιγκρέδες που ζούσαν στην Αίγυπτο.[14] Κατά τον Jurji Zaydan τα χαραχτηριστικά της αραβικής Nahda ήταν τα εξής εννέα: η ίδρυση σχολείων, τυπογραφείων, η ανάπτυξη της δημοσιογραφίας, το πνεύμα της ατομικής ελευθερίας, η δημιουργία λογοτεχνικών και επιστημονικών κοινοτήτων, μουσείων, θεάτρων και το ενδιαφέρον των οριενταλιστών για την αραβική κουλτούρα.[15]
Διάφοροι ερευνήτες αντιλαμβάνονται την αραβική Nahda υπό διαφορετικό πρίσμα ως προς τα πολιτικά αποτελέσματα που παρήγαγε. Κατά τον George Antonius, στο έργο του Arab Awakening (Αραβική Αφύπνιση),[16] το κινημα αυτό αποτέλεσε την πρώιμη εκδήλωση εθνικής συνείδησης, ως αντίδραση στην τουρκική καταπίεση που κορυφώθηκε με την Αραβική Εξέγερση του 1916.[17] Αντίθετη γνώμη είχαν διάφοροι λόγιοι για την σύνδεση μεταξύ του πολιτιστικού ρεύματος αυτού με την δημιουργία εθνικιστικού κινήματος που οδήγησε σε αποσχιστικές τάσεις, με αποκορύφωμα την εξέγερση του 1916. Κατά τον Ussama Makdisi σκοπός αυτού του κινήματος ήταν ο διαφωτισμός και η εκπαίδευση των Αράβων, ανεξάρτητα από θρήσκευμα ή φύλο, και όχι η μαζική κινητοποιήση για έναν μεγάλο πολιτικό στόχο.[18] Ο Zeine Zeine στο έργο του,[19] αμφισβητεί την ερμηνεία του Antonius και θεωρεί από την μια ότι το Ισλαμ ήταν ο παράγοντας που έπαιξε ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικής αραβικής συνειδησης και από την άλλη μετατοπίζει την δημιουργία του αραβικού αποσχιστικού εθνικισμού κατά την περίοδο των Νεότουρκων και της παν-τουρανικής, κατά αυτόν, πολιτικής τους.[20] Ο Albert Hourani,[21] στο έργο του, επίσης αμφισβητεί την σύνδεση του κινήματος της Hahda με τον αραβικό αποσχιστικό εθνικισμό, θεωρώντας ότι η αναβίωση του μεγαλείου της Ισλαμικής ιστορίας, ως αντίδραση στην ευρωπαική διείσδυση, συνέβαλε στην δημιουργία αραβικής πολιτικής συνείδησης, η οποία δεν υπονόμευε την νομιμότητα της αυτοκρατορίας.[22] Κατά τον Hourani «δεν υπήρχαν γραμμές αποκλεισμού οι οποίες κρατούσαν τους Άραβες έξω από το Οθωμανικό κράτος και κοινωνία».[23] Ο Ernest Dawn στο έργο του υιοθετεί δύο ριζοσπαστικά επιχειρήματα σε σχέση με τους προηγούμενους λόγιους. Ότι δηλαδή, ενώ η αραβική εθνική συνείδηση, βαθειά επηρεασμένη από τον Ισλάμικό μοντερνισμό, υπήρχε πρίν από την έλευση των Νεοτούρκων εθνικιστών, παρολ’αυτά ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια μιας στενής αραβικής πολιτικής ελίτ και να μετατραπεί σε κίνημα το οποίο να έχει λαική απήχηση, εώς και το τέλος της αυτοκρατορίας.[24]
Την ίδια χρονική περίοδο, στην περιοχή της Συρίας δραστηριοποιήθηκαν δύο οργανώσεις με αποσχιστική ρητορική. Η πρώτη οργάνωση δραστηριοποιηθηκε, υπό την ηγεσία του Faris Nimr, την περίοδο 1875-1883. Την αποτελούσαν νεαροί χριστιανοί κυρίως, οι οποίοι προσπάθησαν να κινητοποιήσουν μαζικά χριστιανούς και μουσουλμάνους, υιοθετώντας αντι-κυβερνητική και αντί-τουρκική ρητορική, δίνοντας παράλληλα έμφαση στην αραβική πολιτιστική ταυτότητα και τον αποκλεισμό των Αράβων από τις ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία του στρατεύματος.[25] Η δεύτερη οργάνωση, που ιδρύθηκε το 1878, αποτελούνταν κυρίως από μουσουλμανικές οικογένειες μεγαλογαιοκτήμονων, μεγαλοεμπόρων και διακεκριμένων θρησκευτικών ηγετών, ορισμένες δε, με ισχυρούς δεσμούς με το κράτος.[26] Η πολιτική ατζέντα της δευτερής οργάνωσης ήταν αποτέλεσμα της Οθωμανικής ήττας από την Ρωσία στον πόλεμο του 1877 και αφορούσε το μέλλον της Συρίας. Συγκεκριμένα, προωθούσαν την ανεξαρτήσια της Συρίας, σε περίπτωση κατάρρευσης της αυτοκρατορίας και ενδεχόμενης κατοχής από ξένη δύναμη, συνεχίζοντας παράλληλα να αναγνωρίζουν την νομιμότητα του θεσμού του Σουλτάνου-Χαλίφη.[27] Οι δύο αυτές οργανώσεις δεν κατάφεραν να μετατραπούν σε ιδεολογικά κινήματα με λαική υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα η όποια επιρροή τους περιορίζοταν στην περιοχή της Συρίας.[28]
Η Τούρκο-Αραβική Κρατική Δυαρχία ως Ύστατο Μέσο Σωτηρίας της Αυτοκρατορίας
Οι πρώτες φωνές για συνομοσπονδία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της σχετικά επιτυχημένης συνύπαρξης στον αραβικό χώρο, αλλά και της αντιστρόφως ανάλογης βαλκανικής εμπειρίας, άρχισαν να συζητιούνται και να προωθούνται δημόσια, απόψεις περί κοινής τούρκο-αραβικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαφόρων μορφών. Την έναρξη της δημόσιας συζήτησης έκανε ο Γερμανός στρατηγός, Colmar Freiherr von der Goltz που υπηρετούσε ως επιθεωρητής της οθωμανικής στρατιωτικής ακαδημίας, ο αποκαλούμενος και «πατέρας του τουρκικού στρατού».[29] Ο Goltz στα 1897 (έτος συντριπτικής ήττας της Ελλάδας από την Οθωμανική αυτοκρατορία) δήλωνε ότι η αυτοκρατορία πρέπει να μετασχηματιστεί σε μια «ισχυρή τούρκο-αραβική αυτοκρατορία αντί ενός ανίσχυρου Βυζαντίου» όπως την θεωρούσε τότε.[30] Ο Γερμανός στρατηγός, πριν ακόμα την συντριπτική ήττα των Βαλκανικών Πολέμων, δήλωνε ότι «το ζήτημα της συμφιλιώσεως του αραβικού κόσμου με το Χαλιφάτο των Οθωμανών Σουλτάνων είναι μεγαλύτερης σημασίας για την Τουρκία, απ’ότι τα κομμάτια της Μακεδονίας, ρου ή Θεσσαλίας».[31] Επιπλέον, πρότεινε τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κων/πολη στην κεντρική Ανατολία (Καισάρεια, Ικόνιο) ή και νοτιότερα (Δαμασκός, Βαγδάτη, Μοσούλη). H πρόταση αυτή δεν ήταν άσχετη με τα αυξανόμενα γερμανικά συμφέροντα στην περιοχή της Οθωμανικής Μεσοποταμίας και την απειλή τους από την αυξημένη βρετανική διείσδυση στο Περσικό Κόλπο.[32] Το 1898 ο Muḥammad Rashīd Riḍā, ο πιο γνωστός Άραβας διανοούμενος, θεολόγος και μεταρρυθμιστής, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος με τον Goltz, πρότεινε ως λύση για την ενότητα της αυτοκρατορίας τη γλωσσική και πολιτιστική αραβοποίηση του τουρκικού στοιχείου, εντός μίας ενωμένης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Riḍā ανησυχούσε για το μέλλον του ισλαμικού κόσμου έναντι της ευρωπαϊκής πίεσης και διείσδυσης. Σε άρθρο του το 1903, αφού επανέλαβε την πρόταση τού περί πολιτιστικής αραβοποίησης της αυτοκρατορίας, έκανε ένα βήμα παραπέρα. Πρότεινε την παραχώρηση της Κων/πολης και των βαλκανικών οθωμανικών κτήσεων στην Ρωσία, με αντάλλαγμα τη βοήθειά της για την επιστροφή της Αιγύπτου στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία αυτοκρατορία θα αναδιοργανωνόταν κατά τα ομοσπονδιακά πρότυπα των ΗΠΑ, με νέα πρωτεύουσα τη Δαμασκό.[33]
Φυσικά, υπήρχαν εντάσεις και διχογνωμίες μεταξύ Αράβων και Τούρκων όσον αφορά τη μορφή και τον ρόλο μιας πιθανής, μελλοντικής, δυαδικής μοναρχίας. Από τη μια, μερίδα Τούρκων εθνικιστών θεωρούσε την υιοθέτηση του μοντέλου της Αυστροουγγρικής δυαρχίας ως ένα εργαλείο νομιμοποίησης της επικυριαρχίας των Τούρκων επί των Αράβων, τους οποίους θεωρούσαν απολίτιστους και οπισθοδρομικούς.[34] Από την άλλη, αραβικοί εθνικιστικοί κύκλοι θεωρούσαν τους Τούρκους απολίτιστους νομάδες από την Μογγολία και πρότειναν ένα κοινό αραβικό Χαλιφάτο αντί του οθωμανικού. Σύντομα, οι πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στο βαλκανικό τμήμα της αυτοκρατορίας θα ενέτειναν τις συζητήσεις και την πίεση για την υλοποίηση των σχεδίων κοινής κρατικής υπόστασης.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε ότι την ίδια περίοδο με την άνθιση της αραβικής πολιτιστικής συνείδησης και ταυτότητας έκανε την εμφάνιση του ο Τουρκισμός, ένα ιδεολογικό ρεύμα έκφρασης της ιδιαιτερότητας της τουρκικής πολιτιστικής και εθνοτικής ταυτότητας. Το ρεύμα αυτό, εκπορευόμενο από μια μικρή τουρκόφωνη διανοητική ελίτ, είχε πολύ μικρή απήχηση στους τουρκόφωνους πληθυσμούς, που αντιλαμβανόταν το Ισλάμ ως μέσο έκφρασης κοινής ταυτότητας.[35] Κατά τον Hasan Kayali κατά την περίοδο κυριαρχίας του σουλτάνου Abdülhamid, ο οθωμανισμός ήταν η κυρίαρχη πολιτική ταυτότητα, ενώ ο τουρκισμός και ο αραβισμός, ως πολιτικές ατζέντες βασιμένες στον διαχωρισμό με βάση την εθνότητα και την γλώσσα, μικρή είχαν επιρροή στον πληθυσμό.[36] Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των Yusuf Akçura και Nagib Azoury. Ως αμφότεροι αντίπαλοι του Ισλαμισμού και του Οθωμανισμού προωθούσαν τον διαχωρισμό Τούρκων και Αράβων σε εθνοτική βάση. Ο Yusuf Akçura, Τούρκος εξόριστος στην Κων/πολη, καταγόμενος από την Ρωσική Αυτοκρατορία, το 1904 με γραπτά του καλούσε για την υιοθέτηση του Τουρκισμού ως εναλλακτική ταυτότητα για τους τουρκόφωνους πληθυσμούς, απορρίπτοντας τον πανισλαμισμό και τον οθωμανισμό ως μη βιώσιμη λύση.[37] Την ίδια χρονική περίοδο και στο ίδιο μήκος κύματος, ο Nagib Azoury, Άραβας χριστιανός από την Συρία, που ήταν εξόριστος στο Παρίσι, καλούσε για ίδρυση ανεξάρτητου αραβικού κρατους χριστιανών και μουσουλμάνων. [38] Αμφότεροι δεν κατάφεραν να βρούν ικανό ακροατήριο που να υιοθετήσει τις εναλλακτικές που πρότειναν έναντι του οθωμανισμού.[39]
Νεοτουρκική Επανάσταση και Βαλκανικοί Πόλεμοι
Το κίνημα των Νεότουρκων, το οποίο ιδρύθηκε το 1889, περιλάμβανε εκτος από Τούρκους, Άραβες, Κούρδους, Αλβανούς, Τούρκους της Ρωσίας καθώς και μέλη άλλων μειονοτήτων. Το 1897 στο Κάιρο ιδρύθηκε η οργάνωση Jam`iyat alshura al`uthmaniyya (Οθωμανική Συμβουλευτική Κοινωνία) από Σύριους άραβες και Νεότουρκους από την Κων/πολη, με προεξέχοντες τον Αιγύπτιο επιφανή θεολόγο και λόγιο Rashid Rida, τον Σύριο διανοούμενο Rafiq al`Azm, και τον Τουρκο-κούρδο αξιωματικό Saib Bey, όλοι τους μέλη των Νεότουρκων.[40] Η οργάνωση αυτή αποκήρρυτε τον Σουλτάνο Abdülham προσωπικά, αλλά και τον ευρωπαικό ιμπεριαλισμό, ενώ καλούσε για ισλαμική ενότητα, μέσα από την κρατική Οθωμανική ενότητα και υπό την σκέπη του Οθωμανού Χαλίφη.[41] Επιπλεόν την περίοδο 1895-1905 στις αραβικές επαρχίες, δραστηριοποιούνταν τρείς Νεοτουρκικές επαναστατικές οργανώσεις: η Medeniyeti Islamiye Cemiyeti του Rodoslu Süleyman στην Συρία, η Αραβική Επαναστατική Επιτροπή του Kusçubasi Esref στην Hijaz (Χετζάτζη), και η Vatan Cemiyeti του Mustafa (Cantekin) στη Δαμασκό.[42] Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι το αραβικό στοιχείο ήταν αρκετά ενεργό στις απαρχές του Νεοτουρκικού κινήματος τουλάχιστον.
Η επανάσταση των Νεότουρκων του 1908 και η επαναφορά του Συντάγματος του 1876 αρχικά έφερε ευφορία στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Οι ελπίδες για περισσότερη ελευθερία, ισονομία και τοπική αυτοδιοίκηση αναπτερώθηκαν. Η ειρηνική και ισότιμη οικουμενική συνύπαρξη του ψηφιδωτού των λαών της αυτοκρατορίας φάνηκε προς στιγμή να είναι εφικτή. Σύντομα όμως, οι πανηγυρισμοί και το κλίμα αισιοδοξίας επισκιάστηκαν από το φόβο του οθωμανοτουρκικού πολιτικού κατεστημένου για διαμελισμό, τον οποίο επαναφέραν τρείς γεωπολιτικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, η επίσημη κήρυξη της βουλγαρικής ανεξαρτησίας από την οθωμανική αυτοκρατορία στις 5 Οκτωβρίου του 1908, η απόφαση της Κρητικής Πολιτείας για ένωση με την Ελλάδα και η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία.[43] Αυτά τα δύο γεγονότα ανησύχησαν ιδιαίτερα την πιο ριζοσπαστική/μιλιταριστική ομάδα των Νεότουρκων, η οποία, σε αντίθεση με την πιο φιλελεύθερη ομάδα του κινήματος , αντιτίθεντο σφοδρότατα σε οποιαδήποτε μορφή αποκέντρωσης και τοπικής αυτοδιοίκησης που πρότειναν οι φεντεραλιστές φιλελεύθεροι. Η ριζοσπαστική ομάδα, προερχόμενη στην πλειοψηφία της από τα Βαλκάνια και έχοντας την τραυματική εμπειρία της επαναστατικής βίας, της απώλειας εστιών και εκδίωξής τους από τα νεοϊδρυθέντα χριστιανικά βαλκανικά κράτη, αντιτίθεντο σφοδρά σε οποιαδήποτε μορφή αποκέντρωσης. Αυτή η ριζοσπαστική ομάδα των Νεότουρκων στήριζε τον εκσυγχρονισμό του κράτους, την συγκεντρωτική δομή του και την υιοθέτηση ενός επαναστατικού πατριωτισμού.
Τελικά, οι ριζοσπάστες επικράτησαν στα πολιτικά πράγματα, μετά την νίκη τους στις εκλογές του 1908, εν μέσω καταγγελιών για σοβαρές εκλογικές παρατυπίες.[44] Παρόλ’ αυτά, η νέα ηγετική ομάδα ομάδα των Νεότουρκων προσπάθησε να προσεταιριστεί το αραβικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Κεμάλ Ατατούρκ (από τούδε και στο εξής Κεμάλ), μέλος των Νεότουρκων τότε. Ο Κεμάλ στάλθηκε στην Λιβύη από την Σουλτανική κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή. Εκεί, με δική του πρωτοβουλία αναδιοργάνωσε τις τοπικές οργανώσεις των Νεότουρκων, εντάσσοντας και ντόπιο αραβικό στοιχείο στις τάξεις τους. Η ιταλική εισβολή το 1911 στη Λιβύη, η κατοχή και ο κοινός και επιτυχημένος τούρκο-λιβυκός ανταρτοπόλεμος υπό τον Κεμάλ ήταν μια ισχυρή εμπειρία για τον ίδιο και τους Νεότουρκους, δείχνοντάς τους τα οφέλη μιας στενής συνεργασίας με το αραβικό στοιχείο. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Benjamin C. Fortna, εξειδικευμένος στην ύστερη Οθωμανική ιστορία, «Η εμπλοκή στη Λιβύη συμβόλιζε το όραμα της υπεράσπισης της δεινοπαθούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στηριζόμενο στην Μουσουλμανική ‘εθνική’ ενότητα- με άλλα λόγια, τον Μουσουλμανικό εθνικισμό».[45]
Σύντομα, τα καταστροφικά για την Κων/πολη αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων θα οδηγούσαν σε αναθεώρηση των απόψεων των Νεότουρκων για την μορφή και δομή της αυτοκρατορίας. H απώλεια σχεδόν όλων των οθωμανικών κτήσεων στα Βαλκάνια και τα συνακόλουθα προσφυγικά ρεύματα που κατέφθαναν στα ασιατικά, οθωμανικά εδάφη όξυναν το δίλημμα ασφάλειας της αυτοκρατορίας, που έβλεπε τον εφιάλτη του διαμελισμού να χτυπά την πόρτα της κυριολεκτικά, μιας και τα βουλγαρικά στρατεύματα έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από την Κων/πολη κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η ήττα πυροδότησε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις, όπως την κατάργηση των πολιτικών κομμάτων, του συντάγματος και τη δικτατορική διακυβέρνηση από τους Νεότουρκους, ενώ παράλληλα μπήκαν οι βάσεις για τις επακόλουθες γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας. Επιπλέον, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για τον σχηματισμό ενός κοινού τούρκο-αραβικού κράτους. Οι Νεότουρκοι, υπό την πίεση της βαλκανικής ήττας, αναθεωρούν την μέχρι πρότινος αρνητική τους στάση σε ένα κοινό κράτος.
Αμέσως μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, ο Hüseyin Cahit (Yalçın), σημαντικό στέλεχος των Νεότουρκων, γνωστός πολέμιος της αποκεντρωτικής πολιτικής και υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του νεοτουρκικού κομιτάτου, κατά την επίσκεψη του στην Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία, έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα Russkaya Molva. Εκεί δήλωσε ότι το Κομιτάτο αναθεωρεί την αντίθεση του στις αποκεντρωτικές πολιτικές, μιας και μετά την απώλεια των Βαλκανικών εδαφών, η αυτοκρατορία απαλλάχθηκε από τα «αναξιόπιστα» στοιχεία, δηλαδή, τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων. Επιπλέον, δήλωσε ότι, εφόσον η τουρκική ελίτ σταματήσει να ακολουθεί τις στενόμυαλες πολιτικές του παρελθόντος, μια σύμπραξη Αράβων και Τούρκων είναι εφικτή στη βάση της κοινής θρησκείας και συμφερόντων.[46] Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Ziya Gökalp, κοινωνιολόγος, μέλος της κεντρικής επιτροπής των Νεότουρκων και κεντρικός, ιδεολογικός καθοδηγητής του κινήματος. Ο Gökalp στήριξε τη δημιουργία ενός κοινού τούρκο-αραβικού κράτους στη βάση του κοινού θρησκεύματος και του κοινού ισλαμικού έθνους, αν και καλούσε και για γλωσσική τουρκοποίηση του Κορανίου.[47] Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Ziya Gökalp κινήθηκε και ο Fuat Köprülü, σημαίνων ιδεολογικός καθοδηγητής του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος.[48] Ο Ömer Seyfeddin, ιδεολογικός ακόλουθος του Gökalp, υποστηρικτής πανισλαμιστικών ιδεών, επικρότησε την ίδρυση ενός κοινού κράτους, με ισονομία για τους δύο λαούς. Κατά τον Seyfeddin, η πολιτειακή σύμπραξη των δύο λαών στη βάση του ισλαμικού έθνους θα οδηγούσε αργότερα στη δημιουργία μιας ισλαμικής διεθνούς, η οποία θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα μουσουλμανικά έθνη από την επιβουλή των χριστιανικών, δυτικό-ευρωπαϊκών κυρίως, κρατών.[49]
Ταυτόχρονα, στις αραβικές κοινωνίες, η συζήτηση για μια κοινή ομοσπονδιακή, κρατική σύμπραξη εντάθηκε μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων. Κατά τον Eyal Ginio, καθηγητή Ισλαμικών και Μεσανατολικών σπουδών, πολλοί Άραβες ιθύνοντες εξέλαβαν την ήττα στα Βαλκάνια ως «μια ευκαιρία να μετασχηματίσουν την Τούρκο-αραβική συνεργασία σε μια πιο ισότιμη βάση».[50] Oι δε Άραβες εθνικιστές, που ήδη από καιρό στήριζαν ιδέες για ομοσπονδιακή λύση εντός της αυτοκρατορίας, είδαν τα γεγονότα των Βαλκανικών πολέμων ως μια τέτοια ευκαιρία και ενέτειναν την πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. Παρόλο που οι κατηγορίες εναντίον των Νεότουρκων για πολιτικές τουρκοποίησης εξαιτίας της μέχρι τότε αντίθεσής τους σε αποκεντρωτικές πολιτικές ήταν υπαρκτές, δεν υπήρχε σοβαρή συλλογική βούληση για απόσχιση από την αυτοκρατορία.[51] Παράδειγμα αποτελεί, το αραβικό, Οθωμανικό Κόμμα για την Διοικητική Αποκέντρωση (Ḥizb al–Lā-markaziyya al–Idāriyya al-‘Uthmānī) που ιδρύθηκε στο Καίρο το 1912, για να προστατέψει τα αραβικά συμφέροντα από τις συγκεντρωτικές πολιτικές «τουρκοποίησης».[52] Αν και στήριζε την εφαρμογή του ελβετικού διοικητικού μοντέλου, εντούτοις συμφωνούσε στη διατήρηση του θεσμού του Οθωμανικού Σουλτανάτου.[53] Άλλο παράδειγμα αποτελεί η σύγκληση του πρώτου Αραβικού Κογκρέσου των αντιπολιτευόμενων στους Νεότουρκους κομμάτων που διεξήχθη στο Παρίσι τον Ιούνη του 1913. Εκεί, η πλειοψηφία των συνέδρων επιβεβαίωσε την πλήρη στήριξη των Αράβων προς την Οθωμανική αυτοκρατορία και εξέφρασε την ευχή για την αρμονική και ισότιμη συνύπαρξη Αράβων και Τούρκων σε μια ενωμένη αυτοκρατορία.[54] Παρόλο που στο συνέδριο αυτό εκφράστηκε η στήριξη της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στα πλαίσια ενός πιο αποκεντρωμένου μοντέλου, εν τούτοις, υπήρχαν φωνές κριτικής από αραβικούς κύκλους που στήριζαν τις συγκεντρωτικές πολιτικές των Νεότουρκων. Οι κύκλοι αυτοί θεωρούσαν ότι η αλλαγή της υπάρχουσας πολιτειακής δομής υπέρ μιας πιο αποκεντρωμένης έθετε σε κίνδυνο την ενότητα του οθωμανο-ισλαμικού έθνους.[55] Αξίξει να σημειωθεί εδώ, ότι το κύριο ιδεολογικό πρόταγμα των Νεότουρκων σε σχέση με την ιδεολογική ταυτότητα της αυτοκρατορίας, ηταν το Ισλάμ ως ενοποιητικός παράγων, ανασχετικός στον διασπαστικό αραβικό και τουρκικό εθνικισμό.[56]
Παραμονές λοιπόν, της καταιγίδας του Α’ Π.Π., που έμελλε να αναδομήσει πλήρως το διεθνές και περιφερειακό σύστημα ισχύος και αμέσως μετά την καταστροφική ήττα στα Βαλκάνια, ο αραβικός εθνικισμός, όχι μόνο ήταν υπαρκτός, αλλά ενδυναμωνόταν και απαιτούσε να έχει αυξημένο λόγο στα πολιτικά πεπραγμένα της αυτοκρατορίας. Παρόλ’ αυτά, όχι μόνο δεν απείλησε την συνοχή της αυτοκρατορίας, όπως έγινε με τα κινήματα εθνικής αφύπνισης/ αυτοδιάθεσης στα Βαλκάνια, αλλά αντίθετα καλούσε για ενίσχυση της ισχύος και της ενότητας της Αυτοκρατορίας μέσω της αναδόμησής της σε μια ομοσπονδιακή, δυαδική κυρίως, βάση. Αντίστοιχα το καθεστώς των Νεότουρκων, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τις προθέσεις των Αράβων, προχώρησε σε σημαντικές παραχωρήσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις των Αράβων εθνικιστών/φεντεραλιστών.[57]
΄Β Μέρος
Από τον Α’ Π.Π. στο Κίνημα του Κεμάλ: Ο Ρόλος του Αραβικού Παράγοντα Κατά τον Α’ ΠΠ και τον Ένοπλο Κεμαλικό Αγώνα για την Ανατροπή της Συνθήκης των Σεβρών.
Ο Α’ Π.Π. και η Αραβική Εξέγερση
Μετά το ξέσπασμα του Α’ Π.Π. (1914-1918), η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέρχεται στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία). Toν Ιούνη του 1916, ξεσπά η Αραβική Εξέγερση υπό την ηγεσία του Hussein bin Ali, εμίρη της Μεδίνας, υπό την πριμοδότηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με υλική βοήθεια, αλλά και τακτικά βρετανικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Edmond Allenby. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι αραβικοί πληθυσμοί, ενεργητικά ή παθητικά, στήριζαν την Αραβική Εξέγερση και ήταν αρνητικά διακείμενοι στην Οθωμανική παρουσία-κυριαρχία. Ήταν όμως οι πραγματικότητα στο πεδίο έτσι;
Πρίν προχωρήσουμε στην ανάλυση της Αραβικής Εξέγερσης, θα κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στις σχέσεις του ηγέτη της εξέγερσης με τις οθωμανικές αρχές πρίν το ξέσπασμα της. Ο Hussein bin Ali διορίστηκε Grand Sharrif, δηλαδή τοποτηρητής επί των ιερών προσκυνημάτων στην Μεδίνα, αλλά και των σχέσεων με τις φυλές των Βεδουίνων στις 26 Νοεμβρίου του 1908.[58] Η κυριαρχία επί της Μεδίνας πέραν της θρησκευτικής νομιμοποιητικής ισχύς που προσέδιδε στο Σουλτάνο-Χαλίφη, επιπλεόν ενίσχυε την στρατηγική ασφάλεια της αυτοκρατορίας στην περιοχή. Η κατοχή της εξασφάλιζε σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα λόγω γεωγραφικής θέσης, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα μιας και καθιστούσε αποτελεσματικό τον έλεγχο τόσο των Βρετανών στην ανατολική αραβική ακτή, όσο και των παραδοσιακά εχθρικά διακείμενων, Ουαχαμπιστών Αράβων του Ibn Sa`ud.[59] Γενικά η Μεδίνα εθεωρείτο η είσοδος για την κεντρική Αραβία.[60] Κατά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο, την άνοιξη του 1912, οι δυνάμεις του Hussein αντιστάθηκαν στην προσπάθεια των Ιταλών και των συμμαχικών σε αυτούς, τοπικών φυλάρχων, να αποκτήσουν ερείσματα στην Ερυθρά Θάλασσα, υπερασπιζόμενοι έτσι την Οθωμανική κυριαρχία στην στρατηγική αυτή περιοχή.[61] Οι Βρετανοί την ίδια περίοδο για τα δικά τους συμφέροντα πίεζαν τις Σουλτανικές αρχές για την αντικατάσταση του Hussein. Αιτίες ήταν τόσο ο πυροβολισμός του Βρετανού πρόξενου στην Τζέντα από Άραβες ατάκτους όσο και η προσπάθεια του Hussein να αυξήσει τον έλεγχο πάνω στα ιερά προσκυνήματα, μειώνοντας έτσι την βρετανική επιρροή σε αυτά.[62] Οι σχέσεις Hussein και Υψηλής Πύλης άρχισαν να επιδεινώνοντε με τον διορισμό του Vehib Pasha ως στρατιωτικού διοικητή και κυβερνήτη της Χετζάτζης στις 15 Ιανουαρίου του 1914. Ο Vehib σύντομα ήρθε σε προστριβή με τον Hussein για διάφορα θέματα όπως η απαλλοτρίωση εκτάσεων από τον Hussein για ίδιον όφελος, η επιβολή νέων φόρων και η είσπραξη των εσόδων της φορολογίας γενικότερα.[63] Από τον Μάρτιο του 1914 και μετά, ο Vehib ασκεί συνεχείς πιέσεις για την αντικατάσταση του, παρά την απροθυμία της Κων/πολης να την υλοποιήσει.[64] Επιπλέον, η μείωση του αριθμού των προσκυνητών και των σημαντικών για την τοπική οικονομία εσόδων, εξαιτίας του πολέμου,[65] καθώς και η πολύ σοβαρή έλλειψη τροφίμων και εφοδίων εξαιτίας του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού των λιμανιών της Ερυθράς Θάλασσας,[66] επιδείνωσαν την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα την πολιτική ισχύ του Hussein. Υπό την πίεση των παραπάνω παραγόντων, ο Hussein ήρθε σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς τον Ιούλιο του 1915 και τον Ιανουάριο του 1916,[67] καταλήγοντας στην κήρυξη εξέγερσης κατά των οθωμανικών αρχών στις 27 Ιουνίου, 1916, υπό την ηγεσία του υιού του, πρίγκηπα Faysal.[68]
Σύμφωνα με τον καθηγητή σύγχρονης τουρκικής ιστορίας στο Παν/μιο του Leiden, Alp Yenen, η μεγάλη πλειοψηφία των Αράβων, στην διάρκεια της Αραβικής Εξέγερσης, ήταν πιστοί στην νομιμότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποστηρικτές της συνομοσπονδιακής λύσης στο θέμα της μελλοντικής πολιτειακής μορφής της.[69] Η άποψη αυτή ενισχύεται από τα στοιχεία που αναφέρει ο Michael Provence, στο έργο του, The Last Ottoman generation and The Making of the Modern Middle East όσον αφορά τον όγκο των υπηρετούντων Αράβων στον οθωμανικό στρατό την περίοδο του Α’ ΠΠ. Κατά τον Provence, ένα ποσοστό τριάντα τοις εκατό περίπου των Οθωμανών στρατιωτών και αξιωματικών αντίστοιχα, ήταν αραβικής καταγωγής, οι οποίοι διακρίθηκαν στα μέτωπα της Καλλίπολης και του Καυκάσου.[70] Ελάχιστοι δε, ήταν οι Οθωμανοί-Άραβες αξιωματικοί που εντάχθηκαν στις τάξεις της Αραβικής Εξέγερσης, προερχόμενοι κατά πλειοψηφία από ήδη αιχμαλώτους.[71] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποτυχίας των Βρετανών να στρατολογήσουν αιχμαλώτους είναι το εξής. Στις 20 Νοεμβρίου 1916, οι Βρετανοί έστειλαν στην Χετζάτζη, 90 αξιωματικούς και 2,100 στρατιώτες, από στρατόπεδα αιχμαλώτων της Ινδίας, με σκοπό να ενταχθούν στις τάξεις της Εξέγερσης.[72] Όταν έφθασαν στην Χετζάτζη, οι αιχμάλωτοι δήλωσαν ότι δεν θα πολεμούσαν εναντίον του Σουλτάνου, αρνούμενοι να αποβιβαστούν με αποτέλεσμα, μετά από ένα μήνα άκαρπων διαβουλεύσεων, μόλις έξι αξιωματικοί και 27 στρατιώτες πείσθηκαν να ενταχθούν, ενώ οι υπόλοιποι ανεχώρησαν για την Αίγυπτο.[73]
Η ιστορικός Polly Mohs παραθέτει στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα των προαναφερθέντων καθηγητών. Σύμφωνα με την έρευνα της Mohs, η Al-ʽAhd (Συμφωνία) και η Al–Fatat (Νεο-Αραβικό Κόμμα), ήταν οι δύο κύριες αραβικές εθνικιστικές οργανώσεις που διακήρυτταν ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς, και ζητούσαν βρετανική προστασία (η Al-ʽAhd).[74] Τα ηγετικά στελέχη των οργανώσεων αυτών, ο Aziz Ali al–Misri και ο Muhammed al–Faruqi, πρώην διοικητές του οθωμανικού στρατού πληροφορούσαν τους Βρετανούς για την ύπαρξη 15.000 μελών στην Al-ʽAhd και 150.000 μελών στην Al–Fatat, μόλις το 1914.[75] Νεότερες έρευνες όμως, κατά την Mohs, καταδεικνύουν ως τουλάχιστον διογκωμένους τους αριθμούς αυτούς.[76] Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός που διαδραματίστηκε σε συνάντηση που είχε ο Aziz Ali al–Misri με τον Gilbert Clayton, διευθυντή της βρετανικής υπηρεσίας στρατιωτικών και πολιτικών πληροφοριών τον Οκτώβρη του 1914. Όταν ο Clayton ρώτησε τον al–Misri για το αν οι Άραβες συνταχθούν με τους Οθωμανούς, σε περίπτωση που εισέλθουν στον Α’ ΠΠ, ο δεύτερος αποκρίθηκε ότι οι Άραβες, θα συνταχθούν με την οθωμανική αυτοκρατορία διότι την θεωρούν ως την ισχυρότερη πλευρά, καθώς και ότι τρέφουν για αυτήν ιδιαίτερη συμπάθεια.[77] Όταν δε τον Σεπτεμβριο του 1916, ο al–Misri ανέλαβε την στατιωτική ηγεσία της Εξέγερσης, στην πρώτη συνάντηση που είχε με τον Hussein, του δήλωσε οτι στόχος του ήταν η αυτονομία μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα τον συμβούλευσε να μην διακόψει πλήρως τις σχέσεις του με τους Οθωμανούς και τους Γερμανούς.[78] Η προσήλωση του al–Misri στο όραμα της αυτονομίας εντός της αυτοκρατορίας εκδηλώθηκε και στο στρατιωτικό πεδίο. Τον Ιανουάριο το 1917, ενώ ο στρατός των εξεγερμένων σχεδίαζε να επιτεθεί και να καταλάβει την Μεδίνα, ο al–Misri, μαζί με μια ομάδα Αράβων αξιωματικών, αποφάσισαν να ελθουν σε επαφή με τον Οθωμανό διοικητή της πόλης, ώστε να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον της Μέκκας και του Hussein, με απώτερο σκοπό την ανατροπή του και την σύναψη διαπραγματεύσεωνς με τον Σουλτάνο για την επίτευξη της ειρήνης και της αραβικής αυτονομίας υπό την αιγίδα της Υψηλή Πύλη.[79]
Ένα άλλο στοιχείο που διαφωτίζει τις μη αποσχιστικές τάσεις της πλειοψηφίας των Αράβων αξιωματούχων έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην διάρκεια της Αραβικής Εξέγερσης είναι η ομολογία του Nūrī al–Saʿīd, μετέπειτα προέδρου του Ιράκ το 1930 και το 1941, στο έργο των καθηγητών ιστορίας, William W. Haddad και William Ochsenwald. Ο Nūrī συμμετείχε στην Αραβική Εξέγερση, αφού πρώτα είχε αιχμαλωτιστεί από τους Βρετανούς.[80] Χρόνια αργότερα δήλωσε: «κανείς από εμάς δεν σκεφτόταν απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι σκέψεις μας προσανατολίζονταν στην απόκτηση τοπικής αραβικής αυτοδιοίκησης, αναγνώριση της αραβικής γλώσσας ως επίσημης και τούρκο-αραβικής συλλογικής διακυβέρνησης του κράτους».[81] Κατά τον Nūrī, σημαίνοντες Νεότουρκοι εθνικιστές, όπως ο Κεμάλ, συμφωνούσαν με τα αραβικά αιτήματα.[82] Οι δε Νεότουρκοι δεν αναθεώρησαν τις απόψεις τους για κοινή κρατική οντότητα εξαιτίας της Αραβικής Εξέγερσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ziya Gökalp, ιδεολογικός μέντορας των Νεότουρκων, ο οποίος, σε άρθρο του στην εφημερίδα Yeni Mecmua, στις 4 Μαρτίου του 1918, καλούσε σε σύσταση κοινού κράτους μεταξύ των Τούρκων της Ανατολίας και των Αράβων πάνω βάση κοινών θρησκευτικών, γεωγραφικών και γεωπολιτικών συμφερόντων και ως ανάχωμα στην ευρωπαϊκή υποταγή.[83] Την ίδια ώρα οι Βρετανοί με τις αραβικές αποσχιστικές δυνάμεις του πρίγκηπα Faysal βρίσκονταν στις πύλες της Δαμασκού. Την προσήλωση των Νεότουρκων, μέχρι και τις τελευταίες στιγμές του Α’ Π.Π., στην ίδρυση κοινού τουρκο-αραβικού κράτους, επιβεβαιώνει ο Falih Rıfkı (Atay), μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που συμμετείχαν στον σχηματισμό του μετα-οθωμανικού, κεμαλικού τουρκικού ιστοριογραφικού αφηγήματος. Σύμφωνα με τον Falih, ο οποίος υπηρετούσε ως βοηθός του Cemal Pasha και συνδέονταν με φιλία με τον Κεμάλ, οι Νεότουρκοι, ενώ ήταν κάθετα αντίθετοι με τις όποιες απαιτήσεις των Κούρδων και των Αρμενίων, εν τούτοις, έβλεπαν θετικά μια κοινή κρατική οντότητα με τους Άραβες.[84]
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, παράδειγμα της δυναμικής που είχε η τουρκο-αραβική πολιτειακή σύμπραξη είναι η μυστική επιστολή του πρίγκηπα Fayṣal,[85] μόλις στις 12 Αυγούστου του 1918, δύο μήνες πριν το οριστικό τέλος του Α’ Π.Π., προς τον Cemal Pasha, που εκτός από κυβερνήτης της Συρίας, είχε αναλάβει και διοικητής της 4ης στρατιάς, με έδρα την Συρία. Στην επιστολή αυτή ο Fayṣal ζητά την δημιουργία μιας ομοσπονδίας μεταξύ Αράβων και Τούρκων. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «οι Άραβες δεν απαιτούν τίποτα από τους Τούρκους. Όμως θέλουν να ζήσουν ελεύθεροι….διακηρύσσω το εξής στην κυβέρνηση σας: «Οι Άραβες απαιτούν από εσάς το στάτους της Βαυαρίας σε σχέση με την Πρωσσία.» Η προσφορά θα ενώσει τις καρδίες των δύο εθνών και θεωρώ οποιονδήποτε άλλο υποδεέστερο όρο, ως την δολοφονία των δύο μουσουλμανικών εθνών. Μέσω των χεριών των ξένων (Αγγλογάλλων) θα προταθούν εξεγέρσεις εναντίον του Σουλτάνου…Κύριε, εάν η κυβέρνηση της Τουρκίας αποδεχθεί τους προτεινόμενους από τους Άραβες όρους, σας διαβεβαιώ ότι είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευτούμε».[86] Όλα τα παραπάνω στοιχεία αντικρούουν τις απόψεις περί θετικής προδιαθέσεως σημαντικού μέρους των αραβικών πληθυσμών και ελίτ για εξέγερση και απόσχιση από την οθωμανική διοίκηση.
Η Κεμαλική Αντίσταση και ο Αραβικός Παράγων
Στις 25/9/1918, στο λυκαυγές του πρώτου παγκοσμίου βιομηχανικού πολέμου, τα βρετανικά στρατεύματα εισέρχονται στην πόλη Ναμπλούς της Παλαιστίνης μετά από τριήμερη μάχη εναντίον των οθωμανο-γερμανικών στρατευμάτων υπό τον Λίμαν φον Σάντερς και τον Κεμάλ, που υπερασπίζονταν την πόλη. Η ήττα αυτή ουσιαστικά οδήγησε στην συνθηκολόγηση των Οθωμανών με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου στις 17/10/1918. Η παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή του «Ασθενή της Ευρώπης», όπως χαρακτηρίζονταν από τον ευρωπαϊκό τύπο, αναμενόταν ότι θα οδηγούσε σε κατάρρευση, τουλάχιστον ανάλογη με αυτήν της Αυστροουγγαρίας. Εξελίχθηκαν όμως έτσι τα πράγματα;
Παρά τις προσδοκίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο προσφάτως ηττηθείς στα Βαλκάνια οθωμανικός στρατός κατάφερε να κινητοποιήσει σχεδόν τρία εκατομμύρια στρατιώτες και να καταφέρει σοβαρές ήττες στις συμμαχικές δυνάμεις στην Καλλίπολη και στις περιοχές του μετέπειτα Ιράκ. Κατά τον Michael Provence, σε αντίθεση με το παράδειγμα της Αυστροουγγαρίας, όπου κρατικός μηχανισμός και στρατός κατέρρευσαν ταυτόχρονα, ο οθωμανικός στρατός δεν ακολούθησε την κατάρρευση του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού.[87] Παρά τις ήττες του, ο οθωμανικός στρατός δεν είχε οριστικά συντριβεί, ούτε είχε κηρύξει πλήρη αποστράτευση και διάλυση των μονάδων του. Ο Κεμάλ, ο οποίος παρέμενε διοικητής της 3ης στρατιάς, εν μέσω διαπραγματεύσεων για ανακωχή και μετά την κατάληψη της Αλεξάνδρειας και του Χαλεπίου από τα βρετανικά στρατεύματα, υποχώρησε συντεταγμένα προς τα όρη του Ταύρου, μεταφέροντας ταυτόχρονα όλον τον οπλισμό και τις προμήθειες πολεμοφοδίων της στρατιάς μαζί του, με σκοπό να συνεχίσει την αντίσταση κατά των δυνάμεων της Αντάντ. Στις εντολές της Κων/πολης για άμεση παράδοση της 3ης στρατιάς, ο Κεμάλ, αψηφώντας τους όρους της ανακωχής περί αποστράτευσης, ναι μεν παραιτήθηκε της διοίκησης, όμως όρισε ως διοικητή τον βουλγαρικής καταγωγής Nihat (Anılmıs) Pasa, δίνοντάς του σαφείς εντολές να συνεχίσει τις προετοιμασίες για μελλοντική αντίσταση κατά των δυνάμεων της Αντάντ.[88]
Χαρακτηριστικό των διαθέσεων του Κεμάλ, αλλά και του κλίματος και των διεργασιών μεταξύ Τούρκων και Αράβων αξιωματικών για αντίσταση, είναι το εξής γεγονός. Λίγο πριν ο Κεμάλ αποχωρήσει από την περιοχή με προορισμό την Κων/πολη, μετά την αποστράτευσή του από την διοίκηση της 3ης στρατιάς, επιδίωξε και συνάντησε τον Yasin al–Hashimi και τον Yusuf al– Azma, δύο ανώτερους αξιωματικούς του οθωμανικού στρατού, αραβικής καταγωγής, τους οποίους ο Κεμάλ υποδέχθηκε εγκάρδια. Οι δύο αξιωματικοί αυτοί, αν και δεν είχαν λάβει μέρος στην Αραβική Εξέγερση και τυπικά ανήκαν στον οθωμανικό στρατό, αποτελούσαν επίσημους απεσταλμένους του Faysal, ηγήτορα της Αραβικής Εξέγερσης και θεωρητικά νικητή του πολέμου. Παρόλα αυτά, ο Κεμάλ τους έκανε προτάσεις για από κοινού δράση, εναντίον των συμμαχικών στον Faysal αγγλογαλλικών δυνάμεων.[89] Όμως, οι δραστηριότητες για τουρκο-αραβική σύμπραξη έναντι στις αγγλογαλλικές δυνάμεις την επαύριον της ανακωχής δεν περιορίστηκαν εκεί. Τον Νοέμβρη του 1918, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ανακωχή μεταξύ της διοίκησης της 7ης οθωμανικής στρατιάς και της βρετανο-αραβικής αντιπροσωπείας, έλαβε χώρα το εξής γεγονός. Ο Nūrī al–Saʿīd, δεξί χέρι του Faysal, παρέδωσε κρυφά ένα γράμμα σε έναν Τούρκο αξιωματικό, με τον οποίον συνδέονταν με φιλία. Στο γράμμα που είχε τελικό αποδέκτη τον Grand Vizier Ahmed İzzet (Furgaç) Pasha, που είχε αναλάβει πρωθυπουργικά καθήκοντα μετά την παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γίνονταν προτάσεις για κοινό τουρκο-αραβικό κράτος και κοινή δράση εναντίον των Αγγλογάλλων.[90] Ήταν η δεύτερη φορά που ο Faysal απηύθυνε στους Οθωμανούς Τούρκους έκκληση για την σύναψη κοινού, αντιδυτικού στρατιωτικού μετώπου. Όμως, ο διοικητής της 7ης στρατίας, Ali Fuad (Cebesoy) Pasha, απέρριψε το γράμμα, θεωρώντας το βρετανική πλεκτάνη. Αυτό που δεν γνώριζε ο Ali Fuad είναι ότι ο Grand Vizier είχε αποστείλει στους Αγγλογάλλους παρόμοιες προτάσεις για την ίδρυση τουρκο-αραβικού κράτους. [91]
Οι ανησυχίες των Αράβων για το μέλλον των πρώην αραβικών οθωμανικών κτήσεων δεν ήταν αβάσιμες. Στη Βρετανία, το Υπουργείο Εξωτερικών (Foreign Office), το Κοινοβούλιο και το Υπουργείο Αποικιών είχαν καθορίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της Γηραιάς Αλβιώνας, στην περιοχή, ως εξής: θεωρούσαν ότι η Βρετανία έπρεπε να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο επί των αραβικών κτήσεων. Συγκεκριμένα, το Ιράκ, η Παλαιστίνη, η Ιορδανία καθώς και η Αίγυπτος θα ελέγχονταν από τους Βρετανούς, ενώ η Συρία, ο Λίβανος και η ΝΑ Τουρκία (Κιλικία) θα παραχωρούνταν στους Γάλλους, τη στρατιωτική παρουσία των οποίων το Λονδίνο θεωρούσε απαραίτητη για τον επιτυχή έλεγχο των αραβικών κτήσεων.[92] Ο Bρετανός στρατηγός Allenby διαφωνούσε με την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης. Θεωρούσε ότι ο Faysal ήταν ο μόνος παράγων που είχε κάποια επιρροή στους Άραβες εθνικιστές και ότι η εγκατάλειψή του και η παραχώρηση της Συρίας στους Γάλλους θα προκαλούσε αστάθεια και ένοπλη βία. Η πραγματικότητα σύντομα τον επιβεβαίωσε. Με το που άρχισαν να καταφθάνουν τα γαλλικά στρατεύματα, αρχίσαν ταυτόχρονα ένοπλες συγκρούσεις στα Άδανα υπό την ηγεσία του αντικαταστάτη του Κεμάλ στην 3η στρατιά, Nihat Pasha, στη συριακή αλαουίτικη ακτογραμμή υπό τον Shaykh Salih al– Ali και στην ενδοχώρα του Χαλεπίου, υπό τον πρώην Οθωμανό αξιωματικό Ibrahim Hananu. Η κοινή στρατιωτική δράση των Shaykh Salih al– Ali και Ibrahim Hananu, γνωστή και ως Αλαουιτική Εξέγερση του 1919, έλαβε υποστήριξη από τους κεμαλιστές της Ανατολίας και όπλα και εφόδια από τα αποθέματα της 3ης στρατιάς που είχε μεριμνήσει να κρύψει ο Κεμάλ την επαύριο της Ανακωχής του Μούδρου, αλλά και από αξιωματούχους της κυβέρνησης του Faysal.[93]
Τον Σεπτέμβρη του 1919 συγκλήθηκε η Σύνοδος της Σίβας ή Σεβάστειας στη σημερινή Τουρκία από τους κεμαλικούς εθνικιστές. Εκεί συμμετείχαν αντιπροσωπίες από όλες τις πρώην οθωμανικές επαρχίες και διακηρύχθηκε η αντίσταση στο διαμελισμό της «Οθωμανικής Πατρίδας». Στη σύνοδο, έγινε λόγος για την ενότητα του οθωμανικού έθνους, υπό το θεσμό του Σουλτανατου-Χαλιφάτο και ταυτόχρονα αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της ελεγχόμενης από την Αντάντ, οθωμανικής κυβέρνησης. Δύο μήνες αργότερα, ο Κεμάλ, σε διακήρυξή του προς του Σύριους, ανάμεσα στα άλλα, είπε: «Ας θέσουμε ένα τέλος σε αυτήν την «παρεξήγηση» και ας στρέψουμε τα όπλα μας εναντίον των προδοτών που επιθυμούν να διαλύσουν το Ισλάμ… Οι Μουτζαχεντίν μας θα είναι πολύ σύντομα καλεσμένοι των Αράβων αδερφών τους και ενωμένοι μαζί τους θα κατακτήσουμε και θα καταστρέψουμε τον εχθρό… Οι μουσουλμάνοι που αγαπούν το Σουλτάνο μας έχουν δικαίωμα στο Χαλιφάτο. Το έθνος μας έχει πάρει τα όπλα για αυτόν το σκοπό, από την Ανατολή έως τη Δύση».[94] Είναι εμφανές ότι ο Κεμάλ, παρά την εχθρότητά του με την σουλτανική κυβέρνηση, κάνει επίκληση στα δύο κύρια ενοποιητικά στοιχεία μεταξύ Τούρκων και Αράβων ως κίνητρα για κοινή στρατιωτική κινητοποίηση. Το Ισλάμ και τον θεσμό του Σουλτανάτου/Χαλιφάτου.
Η Β’ Αραβική Εξέγερση και η Τουρκο-Αραβική Στρατιωτική Σύμπραξη
Τον Μάιο του 1920 το Ιράκ βρισκόταν στα πρόθυρα της εξέγερσης εναντίον των Βρετανών η οποία εκδηλώθηκε ένα μήνα μετά. Σύμφωνα με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, Άραβες εθνικιστές, οι οποίοι βρίσκονταν σε στενές σχέσεις με τους νεοτουρκικούς κύκλους, υποδαύλιζαν τα αντιβρετανικά αισθήματα, με αποτέλεσμα η μεγάλη μάζα των ιρακινών μουσουλμάνων (σουνιτών/σιιτών) αλλά και Εβραίων να ζητούν την εκδίωξη των δυτικών δυνάμεων κατοχής και την επιστροφή της οθωμανικής διοίκησης.[95] Την ίδια περίοδο οι Γάλλοι και οι Αρμένιοι σύμμαχοί τους αντιμετώπιζαν το φάσμα της ήττας στην Κιλικία .[96] Τον Φεβρουάριο του 1920, οι γαλλοαρμενικές δυνάμεις υπέστησαν ήττα στην πόλη Μαράς από τους εξεγερμένους Τούρκους και αποχώρησαν προς τις ακτές της Κιλικίας. Η μάχη του Μαράς θεωρείται η πρώτη μεγάλη νίκη του κεμαλικού κινήματος επί των δυνάμεων της Αντάντ. Παράλληλα, σύμφωνα με τον ιστορικό Robert Zeidner, ο Κεμάλ ζήτησε από τους αξιωματικούς του να συντονίσουν τις προσπάθειές τους έτσι ώστε να εκδιωχθούν οι Γάλλοι και από τις δύο πλευρές των «ορίων της ανακωχής», εννοώντας τα σημερινά τουρκο-συριακά σύνορα.[97] Η προτροπή του Κεμάλ για τουρκο-αραβική τακτική στρατιωτική συνεργασία ήταν ξεκάθαρη. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν τρείς γνωστοί Άραβες εθνικιστές οπλαρχηγοί, οι οποίοι θεωρούνται ήρωες στον αραβικό κόσμο. Ο Σύριος, αλαουίτης Salih al– Ali, ο συρο-κούρδος Ibrahim Hananu και ο γεννηθείς στην Αίγυπτο Ali Sefik Özdemir. Αυτή η κοινή στρατιωτική σύμπραξη είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων από την τουρκική πόλη Urfa, μόλις 75 χιλιόμετρα από τα συριακά σύνορα, όπου πλέον των εξεγερμένων ντόπιων, οι Γάλλοι αντιμετώπιζαν τα αναδιοργανωμένα τακτικά τουρκικά στρατεύματα υπό την διοίκηση του Κεμάλ. Κάτω αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να διαπραγματευτούν με τον Κεμάλ για κατάπαυση του πυρός. Στις διαπραγματεύσεις οι Γάλλοι τελικά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τη Κιλικία ώστε να μπορέσουν να επικεντρωθούν σε Λίβανο και Συρία, με την κεμαλική αντιπροσωπεία να δηλώνει ότι μιλά εκ μέρους της οθωμανικής κυβέρνησης, τόσο για τα Άδανα, όσο και την Βηρυτό.[98] Μια επιπλέον παράπλευρη συνέπεια της κεμαλικής στρατιωτικής πίεσης και του αδιεξόδου των Γάλλων ήταν η απόφασή τους να λύσουν την στρατιωτική τους συνεργασία με τους Αρμένιους, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Οι Γάλλοι αφού κατέπνιξαν τη νέα αραβική εξέγερση τον Ιούλη του 1920, γνωστή και ως Γαλλό-Συριακός Πόλεμος, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Feysal. αποφάσισαν να ανακαταλάβουν την Κιλικία από τους κεμαλικούς τον Αύγουστο του 1920. Τον Δεκέμβρη του 1920 ο Κεμάλ, έχοντας στην διάθεση του έναν αναδιοργανωμένο στρατό, απείλησε να εκστρατεύσει εναντίον της γαλλοκρατούμενης Συρίας, ενώ ταυτόχρονα οι συμμαχικές στον Κεμάλ αραβικές εθνικιστικές δυνάμεις υπό τους Ibrahim Hananu και Salih al– Ali παρενοχλούσαν τα γαλλικά στρατεύματα από τα περίχωρα του Χαλεπίου έως τα αλαουίτικα βουνά της σύγχρονης Β.Δ. τουρκο-συριακής μεθορίου. Σύμφωνα με αναφορές των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ο Κεμάλ θα μπορούσε να καταλάβει την συριακή πόλη Χόμς μέχρι την άνοιξη και οι ντόπιοι πληθυσμοί θα υποδέχονταν θερμά τα κεμαλικά στρατεύματα.[99]
Παράλληλα με την τουρκο-αραβική στρατιωτική συνεργασία επί του στρατιωτικού πεδίου, οι συζητήσεις και επαφές για κοινή ομοσπονδιακή κρατική οντότητα έγιναν επιτακτικότερες. Σύμφωνα με αναφορές των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ήδη από τις 16/6/1919, αντιπρόσωποι του Κεμάλ και του Fayṣal είχαν συνάψει μυστική συνθήκη συνεργασίας στο Χαλέπι,[100] ενώ την ίδια περίοδο ο διοικητής της 6ης στρατιάς του οθωμανικού στρατού, Cevdet Pasha, προέτρεπε για την σύσταση ενός ομοσπονδιακού κράτους κατά τα πρότυπα των Η.Π.Α.[101] Οι προσπάθειες για συνεργασία επεκτάθηκαν και επί ευρωπαϊκού εδάφους. Στην Ελβετία, αντιπρόσωποι του Fayṣal πλησίασαν τον Hawran Emir Shakīb Arslān, έναν Τούρκο πανισλαμιστή που έχαιρε εμπιστοσύνης της ηγεσίας των κεμαλικών, ζητώντας συνεργασία με το κεμαλικό κίνημα και παροχή οπλισμού στους Άραβες για να αντιμετωπίσουν τους Γάλλους. Σύμφωνα με τηλεγράφημα που απέστειλε ο Arslān στον σοβιετικό διπλωμάτη Maxim Litvinov, το οποίο υπεκλάπη από τους Βρετανούς, ο Arslān δήλωνε ότι οι Άραβες πλέον έχουν αφήσει τις όποιες διαφωνίες με τους Τούρκους στην άκρη και επιθυμούν να αγωνιστούν από κοινού εναντίον των δυτικών δυνάμεων.[102] Σύμφωνα με τον Arslān, οι Άραβες ήταν έτοιμοι να ζητήσουν βοήθεια και από τους Σοβιετικούς, κάτι που συμπίπτει με τις αναφορές της τουρκικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, ότι «οι προτάσεις του Lloyd George για διαμελισμό της Τουρκίας θα οδηγήσουν σε εξέγερση τον μουσουλμανικό κόσμο και σε συνένωση Τούρκων, Αράβων και μπολσεβίκων.» [103] Την άνοιξη του 1920, το Γενικό Συριακό Κονγκρέσο, έστειλε τον Saʿīd Haidar ως απεσταλμένο στην Τουρκία για να επικοινωνήσει με τον Κεμάλ και να εντείνουν την συνεργασία τους. Μεταξύ των κεμαλικών και του Συριακού Κογκρέσου υπογράφηκε μία συμφωνία τεσσάρων σημείων. Στο τέταρτο σημείο υπήρχε η πρόβλεψη ότι, μετά το επιτυχές πέρας της αντίστασης εναντίον των δυτικών, Άραβες και Τούρκοι θα ζούσαν σε ένα κοινό κράτος στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας.[104] Ο ίδιος ο Κεμάλ, σε επικοινωνία του με τον Talat Pasha,[105] αναλύει τις πολιτικό-στρατιωτικές συνεργασίες μεταξύ Τούρκων και Αράβων. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «για πολύ καιρό υπάρχουν σχέσεις με τους Σύριους και τους Ιρακινούς και έχουν γίνει κοινές ενέργειες εναντίον των Βρετανών και των Γάλλων. Έχουν παρθεί αποφάσεις…… ώστε να προχωρήσουμε σε κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό πιο αυστηρές αρχές.» Ενώ για τις πολιτειακές ζυμώσεις αναφέρει ότι «η φόρμουλα που προτείναμε στους Άραβες, όπως πριν, έχει ως εξής: Να ενωθούμε στη μορφή συνομοσπονδίας, όταν κάθε έθνος έχει καταστεί ανεξάρτητο», διαπιστώνοντάς ότι, «Οι Άραβες, ενθουσιασμένοι, αποδέχτηκαν αυτή την αρχή. Ακόμα και οι στενοί συνεργάτες του Εμίρη Fayṣal μας πλησίασαν, ώστε να ενωθούμε υπό αυτήν την αρχή,» συμπληρώνοντας όμως ότι «η σκέψη και η πιθανότητα ότι ο Fayṣal ίσως ακολουθεί μια μυστική πολιτική εκ μέρους των Γάλλων, μας κάνει να προχωράμε με επιφύλαξη». [106] Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Rashīd Riḍā, μέλος τότε του Εθνικού Συριακού Κογκρέσου. Ο Riḍā, σε γράμμα του προς τον Κεμάλ, τον προτρέπει «να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να ενδυναμώσει τους Τούρκους, ενώ διατηρεί τον δεσμό με το Ισλάμ και τη συνεργασία με τα αραβικά κράτη διότι, εάν αυτή η ενότητα με τους Άραβες χαθεί, ακόμα και αν επρόκειτο για την Συρία ή το Ιράκ μόνο, αυτό θα ήταν καταστροφικό για τους Τούρκους.»[107]
Συμμαχικό Στρατιωτικό Τέλμα και Διπλωματική Προσέγγιση: Συνέπειες για Άραβες και Έλληνες
Η τουρκο-αραβική συνεργασία είχε φέρει τις κατοχικές δυνάμεις, τους Γάλλους κυρίως, σε σοβαρά αδιέξοδα. Το γαλλικό πολιτικό σύστημα είχε βρεθεί προ σοβαρών διλημμάτων. Ο νεοεκλεγείς, τον Ιανουάριο του 1920, Γάλλος πρωθυπουργός Alexandre Millerand κατανοούσε ότι, είτε αποχωρούσε από τις νέες κτήσεις στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε κινητοποιούσε επιπλέον μητροπολιτικά στρατεύματα, το πολιτικό κόστος θα ήταν μεγάλο. Εάν η Γαλλία επιθυμούσε να παραμείνει στην Συρία, όφειλε να συμβιβαστεί με τον Κεμάλ. Όντως, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, στις 20 Οκτώβρη του 1921, ο Γάλλος απεσταλμένος Henry Franklin–Bouillon υπέγραψε με τον Κεμάλ τη Συνθήκη της Άγκυρας, η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε γαλλική αποχώρηση από την Κιλικία, δέσμευση για επιστροφή οπλισμού του πρώην οθωμανικού στρατού που είχε παραμείνει αποθηκευμένος στην Συρία, καθώς και την αμοιβαία αναγνώριση της νομιμότητας, τόσο της κεμαλικής εθνικιστικής κυβέρνησης, όσο και της γαλλικής εντολής στη Συρία.[108] Οι συνέπειες της γαλλο-τουρκικής συμφωνίας δεν άργησαν να φανούν. Μόνο τον Ιούλη του1922, έναν μήνα πρίν την κεμαλική γενική επίθεση εναντίων των ελληνικών δυνάμεων στην Ανατολία, οι γαλλικές δυνάμεις της Συρίας παρέδωσαν 160.000 τουφέκια με τα ανάλογα πυρομαχικά, πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος, τρία αντιαεροπορικά πυροβόλα, μερικά αεροπλάνα και εκατοντάδες φορτηγά στις κεμαλικές δυνάμεις στα Άδανα.[109]
Ωστόσο, η μεταστροφή της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής είχε θορυβήσει τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί είχαν επίγνωση της στρατιωτικής αδυναμίας τους στην περιοχή και μίας προοπτικής ήττας του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, που θα επέτρεπε στους κεμαλικούς να καταλάβουν την πετρελαιοπαραγωγό Μοσούλη και ίσως, νοτιότερες περιοχές του βρετανοκρατούμενου Ιράκ.[110] Η βρετανική κυβέρνηση του Lloyd George δυσκολεύονταν να συνειδητοποιήσει ότι ο κατευνασμός του Κεμάλ αποτελούσε μονόδρομο για το Παρίσι, εάν ήθελε να διατηρήσει τις κτήσεις του στη Μέση Ανατολή. Το Παρίσι θεωρούσε τόσο ζωτικής σημασίας τον κατευνασμό του Κεμάλ, όπου, φήμες που κυκλοφορούσαν το έφεραν έτοιμο να κάνει εδαφικές παραχωρήσεις εντός της Συρίας, συμπεριλαμβανομένου του Χαλεπίου.[111] Ο Lloyd George αρνήθηκε να ακολουθήσει την κατευναστική πολιτική του Παρισιού. Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την αποχώρησή του από τη Σμύρνη, ο Κεμάλ απείλησε τις συμμαχικές δυνάμεις στα Στενά των Δαρδανελίων και ο Lloyd George, χωρίς να συμβουλευθεί το βρετανικό κοινοβούλιο, διέταξε τις επί τόπου βρετανικές δυνάμεις να αντισταθούν στα κεμαλικά στρατεύματα.[112] Οι γαλλικές δυνάμεις που στάθμευαν στην περιοχή, αποφάσισαν να αποχωρήσουν και το βρετανικό κοινοβούλιο, θορυβημένο από την προοπτική ενός νέου πολέμου με τις ανανεωμένες και εμπειροπόλεμες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, απέσυρε την εμπιστοσύνη του προς τον κυβέρνητικό συνασπισμό του οποίου ηγούνταν ο Lloyd George.[113] Ανάμεσα, στους υπουργούς, που απέσυραν την εμπιστοσύνη τους πρός τη κυβέρνηση, ήταν και ο Γουίστον Τσώρτσιλ.[114] Ήταν φανερό ότι οι Βρετανοί επιθυμούσαν συνδιαλλαγή και όχι μια σύγκρουση με τον Κεμάλ, που θα έθετε σε κίνδυνο τις κτήσεις τους στην Μέση Ανατολή. Οι πανηγυρισμοί σε Δαμασκό, Χαλέπι, Βηρυτό, Ιεροσόλυμα και Βαγδάτη, στο άκουσμα της ήττας του ελληνικού στρατού από τον Κεμάλ ήταν έντονοι και υπήρχαν αναφορές των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ότι «αναμφίβολα η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων θα καλωσόριζε την επιστροφή των Τούρκων».[115] Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι στη Δαμασκό, πέρα από τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα προς τον Κεμάλ, οι επιφανείς προσωπικότητες της πόλης περισυνέλλεξαν και απέστειλαν 10.000 χρυσές λίρες ως δώρο προς τα νικηφόρα κεμαλικά στρατεύματα μετά την κατάληψη της Σμύρνης.[116] Η φιλοτουρκική στάση των αραβικών κοινωνιών έπαιξε αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο στη στάση που θα κρατούσε η βρετανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή, με βάση και τους νέους συσχετισμούς ισχύος που προκάλεσε η ήττα και η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία.
Όμως, παρά τις μακροχρόνιες πολιτικές διαβουλεύσεις, την επιτυχή στρατιωτική συνεργασία και την θετική στάση Αράβων και Τούρκων, οι κεμαλικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν πέρασαν τελικά την συριακή και ιρακινή μεθόριο ώστε να συγκρουστούν και να επιχειρήσουν να εκδιώξουν τους Αγγλογάλλους από την περιοχή. Μια κίνηση απαραίτητη για την υλοποίηση του πολιτικού σχεδιασμού για ένα κοινό τουρκο-αραβικό κράτος. Την αιτιολογία αυτής της στάσης τη δίνει ο ίδιος ο Κεμάλ. Σε επαφές που είχε με τον Talat Pasha και στις προτροπές του τελευταίου, για ενεργότερη στρατιωτική στήριξη των Αράβων εναντίον των Αγγλογάλλων, του ανέφερε ότι, παρόλο που θεωρεί σημαντική την συμβολή τους στο αγώνα της ανεξαρτησίας, δεν μπορούσε ωστόσο να παράσχει ουσιαστική επαρκή βοήθεια, λόγω έλλειψης πολεμικού υλικού.[117] Επιπλέον, απευθυνόμενος και πάλι στον Talat Pasha, ο Κεμάλ του αναλύει το ρόλο που έπαιζε η αραβική αντιδυτική στρατιωτική εξέγερση στους σχεδιασμούς του. Σύμφωνα με τον στρατηγικό σχεδιασμό του Κεμάλ, η ενθάρρυνση ενόπλων κινημάτων αυτοδιάθεσης, τόσο στον Καύκασο όσο και στην Μέση Ανατολή, στόχευε στο να «προκαλέσει τις διάφορες μουσουλμανικές μάζες εναντίον των εχθρών της Τουρκίας, ώστε αυτές να αποκτήσουν ανεξαρτησία. Με αυτόν τον τρόπο, η αυτόνομή τους εμπλοκή μπορεί να ελαφρύνει το βάρος και την πίεση έναντι της Τουρκίας και μπορεί να προκαλέσει μέγιστα πλεονεκτήματα για την υλική και ηθική της ισχύ. Αργότερα, στο μέλλον, θα μπορέσουμε να ενωθούμε με αυτές τις μουσουλμανικές μάζες και να εξασφαλίσουμε την ανεξαρτησία τους. Μέχρι τώρα, τα όσα έχουν γίνει επιδεικνύουν ένα αποτέλεσμα που μοιάζει να είναι ικανοποιητικό.»[118] Οι αναφορές του Κεμάλ δείχνουν την πραγματιστική προσέγγισή του επί του πολιτειακού ζητήματος. Ο Κεμάλ αντιλαμβάνεται το χάσμα μεταξύ των πολιτικών επιδιώξεων του και των δυνατοτήτων. Έτσι, παίζοντας ένα επιδέξιο πολιτικό στρατιωτικό και διπλωματικό παιχνίδι, κινητοποιώντας το αραβικό στοιχείο, επιδιώκει και καταφέρνει να πάρει τα μέγιστα δυνατά οφέλη από τις δυτικές δυνάμεις.
Επίλογος-Συμπεράσματα
Η παραπάνω έρευνα έχει ως στόχο της να ρίξει φως στις σχέσεις αραβικού και τουρκικού στοιχείου σε μια περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε τροχιά παρακμής και αποσύνθεσης. Να καταδείξει αν το ιδεολογικό ρεύμα πολιτιστικής και εθνοτικής αφυπνίσεως και χειραφέτησης που αναπτύχθηκε στον αραβικό πληθυσμό, ακολούθησε την ίδια διαλυτική πορεία με αυτήν των λαών της Βαλκανικής και της Ανατολίας. Επιπλέον να προβάλει την δυναμική των πολιτικών και στρατιωτικών ζυμώσεων και να ξεδιπλώνει την αλληλουχία των πολιτικων γεγονότων στην περιοχή από την δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα εώςς και σήμερα. Από την έρευνα προκύπτουν διάφορα συμπεράσματα, ενώ γεννούνται και ερωτήματα.
Ένα συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές των Τανζιμάτ για τη δημιουργία κοινής πολιτικής ταυτότητας, ενώ απέτυχαν οικτρά στα Βαλκάνια, μπορούμε να πούμε ότι είχαν ικανοποιητική επιτυχία στον αραβικό κόσμο ( στους μουσουλμάνους, χριστιανούς, εβραίους). Ποτέ δεν αναπτύχθηκε ικανό αραβικό εθνικιστικό αποσχιστικό κίνημα με σοβαρή ιδεολογική και πολιτική αποδοχή από τους αραβικούς πληθυσμούς. Αντίθετά αναπτύχθηκε ένα σοβαρό και με απήχηση ιδεολογικό ρεύμα πολιτιστικής, εθνοτικής αφύπνισης και αυτοδιάθεσης, που είχε όμως σαν κύριο πολιτικο στόχο την πολιτική και κοινωνικοοικονομική αναβάθμιση του αραβικού στοιχείου, στα πλαίσια μιας νέας κοινής, δυαδικής κρατικής οντότητας.
Επιπλέον η κυρίαρχη ιδεολογική κρατική ταυτότητα της πλειοψηφία του αραβικού αλλά και του τουρκικού πληθυσμού ήταν ο Ισλαμισμός και η πίστη στην νομιμότητα του Χαλιφάτου. Οι διασπαστικές ιδεολογίες εντός του αραβικού και τουρκικού πληθυσμού είχαν περιορισμένη απήχηση ανάμεσα σε μικρά τμήματα των ελίτ κυρίως. Τόσο ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ, αλλά και οι Νεότουρκοι, επένδυσαν πολιτικά στον Ισλαμισμό και στον θεσμό του Χαλιφάτου, ως εργαλεία για την εξασφάλιση της ενότητας της αυτοκρατορίας. Όσον αφορά τα πολιτικά κίνητρα που οδήγησαν τον εμίρη της Μεδίνας, Husayn Ibn `Ali‘s, σε έξεγερση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αυτά εδράζονταν πιο πολύ στην διατήρηση της ισχύς του και της πολιτικής του επιβίωσης, παρά στην κινητήριο δύναμη της ιδεολογίας της αραβικής ανεξαρτησίας. Ακόμα, παρά την εκδήλωση της αραβικής στρατιωτικής εξέγερσης το 1916, η ενεργή συμμετοχή της περιορίστηκε σε τοπικές φυλές Βεδουίνων κατά κύριο λόγο και δεν μετατράπηκε σε μαζικό κίνημα. Το δε Οθωμανικό στράτευμα, όπου το ένα τρίτο αποτελούνταν από Άραβες, παρέμεινε πειθαρχημένο με αξιόλογη πολεμική δράση κατά τον Α’ ΠΠ, ενώ οι όποιες προσπάθειες στρατολόγησης Αράβων αιχμαλώτων απέτυχαν.
Η αραβική στήριξη στον Κεμαλ δημιούργησε αρνητικές πραγματικότητες, στο ελληνικό στρατιωτικό-διπλωματικό εγχείρημα στη Μικρά Ασία. Όταν ο ελληνικός στρατός αποφασίζει να εκστρατεύσει εναντίον των κεμαλικών δυνάμεων στην Ανατολία, πέρα από την ζώνη της Σμύρνης, το καλοκαίρι του 1921, οι συσχετισμοί ισχύος είχαν γίνει δυσμενέστεροι για την Αθήνα απ’ ό,τι ήταν το Μάιο του 1919. Ο Κεμάλ ήδη είχε νικήσει και εκδιώξει τους Γάλλους από την Κιλικία. Επιπλέον, τους υποχρέωσε να του αναγνωρίσουν το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας επί τουρκικού εδάφους, καθώς και την απρόσκοπτη ροή πολεμικών εφοδίων τα κρίσιμα έτη 21’ και 22’. Επιπλέον, αναγκάζει τους Βρετανούς σε de facto ουδετερότητα σχετικά με τη στάση τους προς την ελληνική στρατιωτική προσπάθεια. Ήδη από το 1921, ο Κεμάλ έχει αποστερήσει από την Αθήνα κάθε ουσιαστικό σύμμαχο επί του διπλωματικού και στρατιωτικού πεδίου, ενώ αυτός απολάμβανε την έμπρακτη στήριξη ισχυρών γεωπολιτικών παικτών, όπως της Ιταλίας, Γαλλίας, ΕΣΣΔ και τη σιωπηρή ανοχή της Βρετανίας. Αυτές οι στρατιωτικό-διπλωματικές νίκες θα ήταν σχεδόν αδύνατον να επιτευχθούν χωρίς την μαζική κινητοποίηση του αραβικού παράγοντα, παρά την γενική κινητοποίηση των Τούρκων της Ανατολίας.
Από την άλλη, βέβαια, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα. Ένα σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσο οι οθωμανικές πολιτικές ελίτ θα έδειχναν την ίδια δυναμική και θέληση στην υλοποίηση του αιτήματός της συνομοσπονδίας, εάν η έκβαση του Α’ ΠΠ ήταν τέτοια που δεν προκαλούσε την ήττα και τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας; Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν οι Άραβες πράγματι επένδυαν στην προοπτική μια κοινής κρατικής οντότητας με ομοσπονδιακή μορφή ή αν θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν αυτό το πολιτικό εγχείρημα ενάντια στον ευρωπαικό ιμπεριαλισμό με απώτερο στόχο και κάτω από ευνοικότερες συνθήκες την απόσχιση; Επιπλέον, εύλογα προκύπτει το ερώτημα το κατά πόσο ακόμα αυτό το πολιτικό εγχείρημα θα μπορούσε να καταστεί λειτουργικό και βιώσιμο στον 20ο αιώνα; Αυτά είναι κάποια ερωτήματα που θα μπορούσε να τα διαφωτίσει στο μέλλον εκτενέστερα η μελλοντική έρευνα. Η παραπάνω έρευνα θέτει ως απώτερο στόχο να προβάλει συγκεκριμένες πτυχές της ύστερης περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της συγχρονής Τουρκίας και Μέσης Ανατολής, καθώς και να συνεισφέρει ένα λίθο στην καλύτερη κατανόηση και ανάλυση της.
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Akçura, Yusuf. Üç Tarz-ı Siyaset. İstanbul: n.p., 1327 [1911]).
Antonius, George. The Arab Awakening: The Story of the Arab National Movement. New York: Paragon, 1979.
Bashkin, Orit. New Babylonians: A History of the Jews of Modern Iraq. USA: Stanford University Press, 2012.
Berger Stefan, Klaus Weinhauner. Rethinking Revolution from 1905 to 1934. Cham: Springer International Publishing, 2022.
Busch, Briton Cooper. Britain and the Persian Gulf: 1894-1914: Berkeley: University of California Press, 1967.
Çiçek, M. Talha. War and State Formation in Syria: Cemal Pasha’s Governorate during World War I, 1914-17. London: Routledge, 2014.
Furgaç, Ahmet İzzet. Feryadım I-II, edited by Süheyl İ. Furgaç and Yüksel Kanar. İstanbul: Nehir Yayınları, 1992-1993.
Fortna, Benjamin C. The Circassian: A Life of Eşref Bey, Late Ottoman Insurgent and Special Agent. Oxford: Oxford University Press, 2016.
Gingeras, Ryan. Fall of the Sultanate: The Great War and the End of the Ottoman Empire, 1908–1922. Oxford: Oxford University Press, 2016.
Gökalp, Ziya. Turkish Nationalism and Western Civilization: Selected Essays, ed. Niyazi Berkes. London: Allen & Unwin, 1959.
Kayali, Hasan. Arabs and Young Turks: Ottomanism, Arabism, and Islamism in the Ottoman Empire, 1908–1918. USA: University of California Press,1997.
Kawtharani, Wajih. Alittijahat alijtima `iyya alsiyasiyya fi jabal lubnan wa almashraq al`arabi: 1860–1920. Beirut: Ma`had alInma’ al`Arabi, 1978.
Makdisi, Ussama. Age of Coexistence: The Ecumanical Frame and the Making of the Modern Arab World. USA: University of California Press, 2019.
Makki. M. S. Medina, Saudi Arabia: A Geographical Analysis of the City and the Region. UK: Avebury, 1982.
Mohs, Polly A. Military Intelligence and the Arab Revolt The first modern intelligence war. New York: Routledge, 2008.
Provence, Michael. The Last Ottoman generation and The Making of the Modern Middle East. Cambridge: Cambridge University Press, 2017.
Roden, Charles Buxton. Turkey in revolution. New York: Charles Scribner’s Sons, 1909.
Rogan, Eugene L. The Fall of the Ottomans: The Great War in the Middle East. New York: Basic Books, 2015.
Rıfkı Atay, Falih. Çankaya: Atatürk’ün Doğumundan Ölümüne Kadar. Istanbul: Pozitif Yayınları, 2004.
Ryad, Umar. Islamic Reformism and Christianity: A Critical Reading of the Works of Muḥammad Rashīd Riḍā and His Associates 1898–1935. Leiden: Brill, 2009.
Saab, Hasan. The Arab Federalists of the Ottoman Empire. Amsterdam: Djambatan,1958.
Sabini, John. Armies in the Sun: The Struggle for Mecca and Medina. London: Thames and Hudson, 1981.
Saleh, Muhammad Al Amr. The Hijaz under Ottoman Rule, 1869–1914: Ottoman Vali, the Sharif of Mecca, and the Growth of British Influence. Saudi Arabia: Riyad University Publications, 1978.
Tauber, Eliezer. The Emergence of the Arab Movements. London: Routledge, 1993.
Tauber, Eliezer. The Arab Movements in World War I. London: Franc Cass, 1993.
Uzer, Umut. An Intellectual History of Turkish Nationalism: Between Turkish Ethnicity and Islamic Identity. Salt Lake City: The University of Utah Press, 2016.
Yavuz, M Hakan, Isa Blumi. War and Nationalism: The Balkan Wars, 1912-1913, and Their Sociopolitical Implications. Utah: University of Utah Press, 2013.
Yenen, Alp. “Envisioning Turco-Arab Co-Existence between Empire and Nationalism.” Die Welt des Islam 61, no. 1(2020).
Zeine, N Zeine. The Struggle for Arab Independence: Western Diplomacy and the Rise and Fall of Faisal’s Kingdom in Syria. Delamr: Caravan Book, 1977.
Zeine, N Zeine. The Emergence of Arab Nationalism. New York: Caravan, 1973.
Zürcher, Erik Jan. The Unionist Factor: The Role of the Committee of Union and Progress in the Turkish National Movement. Leiden: Brill, 1984.
Κεφάλαια Βιβλίων
Thomas, David S. “The First Arab Congress and the Committee of Union and Progress, 1913-1914.” Ιn Essays on Islamic Civilization: Presented to Niyazi Berkes, ed. Donald P. Little. Leiden: E.J. Brill, 1976.
Khalidi, Rashid. “Arab Nationalism in Syria: The Formative Years, 1908–1914.” In Nationalism in a Non-National State: The Dissolution of the Ottoman Empire, ed. Haddad and Ochsenwald. Columbus: Ohio State University Press, 1977.
Haddad, William W. “Nationalism in the Ottoman Empire.” In Nationalism in a Non-National State: The Dissolution of the Ottoman Empire, ed. William W. Haddad and William Ochsenwald. Columbus: Ohio State University Press, 1977.
Ακαδημαϊκά Άρθρα
Atçıl, Abdurrahman. “Decentralization, Imperialism, and Ottoman Sovereignty in the Arab Lands before 1914: Shakīb Arslān’s Polemic against the Decentralization Party.” WI 53, no. 1 (2013): 26-49.
Khadduri, Majid. “`Aziz `Ali Misri and the Arab Nationalist Movement”. In Middle Eastern Affairs, ed. Hourani. No. 4. Oxford, 1965.
De Jong, Frederick. “The Proclamations of al Husayn b. ‘Ali and ‘Ali Haydar.” Der Islam 57, (1980): 281-287.
Yasamee, F. A. K. “Colmar Freiherr von der Goltz and the rebirth of the ottoman empire. ” Diplomacy & Statecraft 9, no. 2 (1998): 91–128.
Διατριβή
Zeidner, Robert F. “The Tricolor over the Taurus: The French in Cilicia and Vicinity, 1918–1922.” PhD diss., University of Utah, 2005.
Αρχεία
PRO. FO 195/2429. Shipley to Lowther, no. 43 (10 July 1912).
Εφημερίδες, Περιοδικά
History Extra “The Downfall of Lloyd George.” October 19, 2022. https://www.historyextra.com/period/20th-century/downfall-resignation-lloyd-george-1922-what-happened/
The Times, “Entente Powers Agreed: Straits to be Defended,” September 16, 1922
The Times, “Stop the War: Labour Denounces the Premier,” and “‘Leave Constantinople’: Sir C. Townshend on Peace in the East,” September 21, 1922
[1] Γεωγραφική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τα όρια της συμπίπτουν σχεδόν με αυτά της σύγχρονης Τουρκίας.
[2] Σύμφωνα με τον Edward Said, ο όρος Οριενταλισμός είναι ένα κατασκευασμένο σώμα θεωρίας και πράξης, το οποίο κατασκεύαζει εικόνες για το Όριεντ ή την Ανατολή με αποδέκτες τους Δυτικούς. Αναπαραστάσεις της Ανατολής ως εξωτικής, θυληπρεπούς, αδύναμης και ευάλωτης αντανακλούν και καθορίζουν πως η Δύση βλέπει τον εαυτό της σαν ορθολογική, ανδροπρεπής και ισχυρη. Αυτα τα δεδομενα διαχεονται σε όλες τις κατηγορίες της συμπεριφοράς-γλώσσας, ιστορίας, έθιμα και θρησκεία-και δημιουργούν μια ισχυρή διοχτόμηση μεταξύ των δύο γεωγραφικών οντοτήτων.
[3] Tanzimat (αναδιοργάνωση στα τουρκικά), ήταν μια σειρά κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας που διήρκεσε από το 1839 έως το 1876, με την υιοθέτηση συντάγματος.
[4] Ussama Makdisi, Age of Coexistence: The Ecumanical Frame and the Making of the Modern Arab World (USA: University of California Press, 2019), 10.
[5] Hasan Kayali, Arabs and Young Turks p.20
[6] Ονομασία της Σουλτανικής πολιτικής εξουσίας.
[7] Ryan Gingeras, Fall of the Sultanate: The Great War and the End of the Ottoman Empire, 1908–1922 (Oxford: Oxford University Press, 2016), 64–68.
[8] Makdisi, 76.
[9] Ibid, 89.
[10] Ibid, 90.
[11] Mashriq ονομαζόταν ο γεωγραφικός χώρος που βρίσκονταν υπό Οθωμανικό έλεγχο και περιλάμβανε τις σημερινές χώρες του Ιράκ, Συρίας, Ιορδανίας, Λιβάνου, Ισραήλ, Παλαιστινιακής Αρχής και Αιγύπτου.
[12] Makdisi, 109.
[13] Umar Ryad, Islamic Reformism and Christianity: A Critical Reading of the Works of Muḥammad Rashīd Riḍā and His Associates 1898–1935 (Leiden, The Netherlands: Brill, 2009), 109.
[14] Makdisi, 88.
[15] Ibid, 88.
[16] George Antonius, The Arab Awakening: The Story of the Arab National Movement (New York: Paragon, 1979).
[17] Hasan Kayali, Arabs and Young Turks: Ottomanism, Arabism, and Islamism in the Ottoman Empire, 1908–1918 (USA: University of California Press,1997),6.
[18] Makdisi, 90.
[19] Zeine Zeine, The Emergence of Arab Nationalism: with a background study of Arab-Turkish relations in the Near East (New York: Caravan, 1973). 3d ed, first published in 1958.
[20] Ibid, 132.
[21] Albert Hourani, Arabic Thought in the Liberal Age: 1798-1939 (London: Oxford University Press, 1970).
[22] Hasan Kayali, Arabs and Young Turks, 7.
[23] Albert Hourani, “The Ottoman Background of the Modern Middle East,” στο έργο του Emergence of the Modern Middle East (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1981), 8-11.
[24] Hasan Kayali, 8 ή Ernest Dawn, “The Origins of Arab Nationalism,” in The Origins of Arab Nationalism, ed. Khalidi et al. (New York: Columbia University Press, 1991).
[25] Hasan Kayali, 33.
[26] Zeine, The Emergence of Arab Nationalism, 54.
[27] Ibid, 54.
[28] Hasan Kayali, 35.
[29]Yasamee, F. A. K, “Colmar Freiherr von der Goltz and the rebirth of the ottoman empire,” Diplomacy & Statecraft 9, no. 2(1998): 91–128.
[30] Alp Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence between Empire and Nationalism,” Die Welt des Islam 61, no. 1(2020): 79.
[31] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 80.
[32] Briton Cooper Busch, Britain and the Persian Gulf: 1894-1914 (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1967).
[33] Ibid, 80.
[34] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,”, 77.
[35] Kayali, 37.
[36] Kayali, 38.
[37] Ibid, 38 ή Yusuf Akçura, Üç TarzTarzi Siyaset (Istanbul: MatbaaMatbaai Kader, 1327 [1911]) (first published in 1904 in the newspaper Türk in serialized form); Berkes, 322; E. Kuran, 116.
[38] Hourani, Arabic Thought, 278–79.
[39] Kayali, 38.
[40] Ibid, 46.
[41] Wajih Kawtharani, Alittijahat alijtima `iyya alsiyasiyya fi jabal lubnan wa almashraq al `arabi: 1860–1920 (Beirut: Ma`had alInma’ al`Arabi, 1978), 163.
[42] Erik J. Zürcher, The Unionist Factor: The Role of the Committee of Union and Progress in the Turkish National Movement 1905-1922 (Leiden, Brill, 1984), 19.
[43] Stefan Berger, Klaus Weinhauner, Rethinking Revolution from 1905 to 1934: Democracy, Social Justice and National Liberation Around the World (Cham: Springer International Publishing, 2022), 98. ή Kayali, Arabs and Young Turks, 2.
[44] Charles Roden. Buxton, Turkey in revolution (New York: Charles Scribner’s Sons, 1909), 191-192.
[45] Benjamin C. Fortna, The Circassian: A Life of Eşref Bey, Late Ottoman Insurgent and Special Agent (Oxford: Oxford University Press, 2016), 81.
[46] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 88.
[47] Ziya Gökalp, Turkish Nationalism and Western Civilization: Selected Essays, ed. Niyazi Berkes (London: Allen & Unwin, 1959), 76-79.
[48] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 90.
[49] Umut Uzer, An Intellectual History of Turkish Nationalism: Between Turkish Ethnicity and Islamic Identity (Salt Lake City: The University of Utah Press, 2016), 25-26.
[50] M. Hakan Yavuz, Isa Blum, War and Nationalism: The Balkan Wars, 1912-1913, and Their Sociopolitical Implications (Utah: University of Utah Press), 612.
[51] Yenen, Envisioning Turco-Arab Co-Existence, 94.
[52] Eliezer Tauber, The Emergence of the Arab Movements (London: Routledge, 1993), 121-34.
[53] Eugene L. Rogan, The Fall of the Ottomans: The Great War in the Middle East (New York: Basic Books, 2015), 24-25.
[54] David S. Thomas, “The First Arab Congress and the Committee of Union and Progress, 1913-1914”, in Essays on Islamic Civilization: Presented to Niyazi Berkes, ed. Donald P. Little (Leiden: E.J. Brill, 1976), 319.
[55] Abdurrahman Atçıl, “Decentralization, Imperialism, and Ottoman Sovereignty in the Arab Lands before 1914: Shakīb Arslān’s Polemic against the Decentralization Party”, Die Welt des Islam 53, no. 1 (2013): 36-37.
[56] Khalidi, Rashid. “Arab Nationalism in Syria: The Formative Years, 1908–1914”. In Nationalism in a NonNational State: he Dissolution of the Ottoman Empire ed. Haddad and Ochsenwald ( Columbus: Ohio State University Press, 1977), 232. Οι Νεότουρκοι υιοθέτησαν, οπώς είχε κάνει και ο Σουλτάνος τον Ισλαμισμό, ως ενοποιητική ιδεολογία. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους η θρησκευτική δημογραφία ήταν πιο ομογενοποιημένη υπέρ των Ισλάμ. Η έμφαση στο Ισλαμικό στοιχείο άμβλυνε τα διασπαστικά χαραχτηριστικά του Αραβισμού και του Τουρκισμού.
[57] M. Talha Çiçek, War and State Formation in Syria: Cemal Pasha’s Governorate during World War I, 1914-17 (London: Routledge, 2014), 41.
[59] M. S. Makki, Medina, Saudi Arabia: A Geographical Analysis of the City and the Region (UK: Avebury, 1982), 3. Δείτε επίσης John Sabini, Armies in the Sun: The Struggle for Mecca and Medina (London: Thames and Hudson, 1981), 15.
[60] Saleh Muhammad Al Amr, The Hijaz under Ottoman Rule, 1869–1914: Ottoman Vali, the Sharif of Mecca, and the Growth of British Influence (Saudi Arabia: Riyad University Publications, 1978), 16.
[61] Kayali, 164-165.
[62] Ibid, 170,
[63] Ibid, 183-184.
[64] Ibid, 184.
[65] Ibid,188 ή AA. Türkei 165/Bd. 37. Wangenheim to [Auswärtiges Amt], no. 1605 (Pera, 13 December 1914).
[66] Ibid, 188.
[67] Ibid, 190.
[68] F. De Jong, “The Proclamations of al Husayn b. ‘Ali and ‘Ali Haydar,” Der Islam 57, (1980): 281–87).
[69] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 98.
[70] Michael Provence, The Last Ottoman generation and The Making of the Modern Middle East. (Cambridge: Cambridge University Press, 2017), 103.
[71] Hasan Saab, The Arab Federalists of the Ottoman Empire (Amsterdam: Djambatan,1958), 239.
[72] Eliezer Tauber, The Arab Movements in World War I (London: Cass, 1993), 105.
[73] Ibid, 106.
[74] Polly A. Mohs, Military Intelligence and the Arab Revolt The first modern intelligence war (N. York: Routledge, 2008), 16.
[75] Mohs, 17.
[76] Ibid, 17. Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές η Al-ʽAhd είχε μόλις 54 μέλη πριν την έναρξη της Αραβικής Εξέγερσης το 1916, τα οποία αυξήθηκαν σε 57 στο τέλος του πολέμου, εκ των οποίων μόλις 17 συμμετείχαν στα πολεμικά μέτωπα, ενώ η Al-Fatat, από 37 μέλη πριν το 1916, κατέληξε σε 115 στο τέλος, με μόλις 29 να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις.
[77] Eliezer. The Arab Movements, 84.
[78] Ibid, 91-92.
[79] Ibid, 97.
[80] Ibid, 103.
[81] William W. Haddad, “Nationalism in the Ottoman Empire”, in Nationalism in a Non-National State: The Dissolution of the Ottoman Empire, ed. William W. Haddad and William Ochsenwald (Columbus: Ohio State University Press, 1977), 19.
[82] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 99.
[83] Ibid, 101.
[84] Falih Rıfkı Atay, Çankaya: Atatürk’ün Doğumundan Ölümüne Kadar (Istanbul: Pozitif Yayınları, 2004), 140-41.
[85] Η επιστολή φυλάσσεται στην Library of Congress, Washington DC, John D. Whiting Papers, box 17, folder 9.
[86] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 102.
[87] Michael Provence, The Last Ottoman generation, 102.
[88] Ibid, 106.
[89] Robert F. Zeidner, The Tricolor over the Taurus: The French in Cilicia and Vicinity, 1918–1922 (PhD dissertation, University of Utah, 2005), 137-8.
[90] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 103.
[91] Ibid,103.
[92] Michael Provence, The Last Ottoman generation, 109.
[93] Ibid, 110.
[94] Michael Provence, 111-112. Ο Κεμαλ με τον όρο «παρεξηγηση» εννοεί την Αραβική εξέγερση.
[95] Ibid, 117 ή Orit Bashkin, New Babylonians: A History of the Jews of Modern Iraq (USA: Stanford University Press, 2012).
[96] Οι Γάλλοι, όταν αποβιβάστηκαν στην Κιλικία, ως στρατιωτική δύναμη επιβολής της κυριαρχίας τους χρησιμοποίησαν την Αρμενική Λεγεώνα, ισχύος 15.000 ανδρών υπό γαλλική διοίκηση.
[97] Zeidner, The Tricolor over the Taurus, 378.
[98] Michael Provence, 119-120.
[99] Michael Provence, 122.
[100] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 103-104. Αν και οι Βρετανοί αξιωματούχοι θεωρήσαν τις αναφορές πιο πολύ ως μια αρμενική προβοκατόρικη ενέργεια ώστε να αναβαθμιστεί ο ρόλος τους στην συμμαχική στρατιωτική προσπάθεια, ωστόσο ο καθηγητής Alp Yenen, δεν θεωρεί αβάσιμες τις αναφορές αυτές.
[101] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 104.
[102] Zeine N. Zeine, The Struggle for Arab Independence: Western Diplomacy and the Rise and Fall of Faisal’s Kingdom in Syria (Delamr: Caravan Book, 1977), 134-35.
[103] Yenen, “Envisioning Turco-Arab Co-Existence”, 108.
[104] Zeine, The Struggle for Arab Independence, 135.
[105] Ο Mehmed Talat Pasha υπήρξε πρόεδρος του Νεοτουρκικού Κομιτάτου και πρωθυπουργός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον Α’ Π.Π. Έπαιξε κομβικό ρόλο στην ενορχήστρωση της Αρμενικής Γενοκτονίας και των διώξεων των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολίας. Εκτελέστηκε από τον Αρμένιο παραστρατιωτικό, Soghomon Tehlirian, ως αντίποινα για τα εγκλήματα του κατά των Αρμενίων, στις 15/3/1921, ευρισκόμενος εξόριστος στη Γερμανία.
[106] Yenen, Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 106.
[107] Ibid, 109.
[108] Michael Provence, 129.
[109] Ibid, 136.
[110] Ibid, 137.
[111] Ibid, 139.
[112] The Times, “Entente Powers Agreed: Straits to be Defended,” September 16, 1922, ή Provence, 135.
[113] Michael Provence, 136 ή The Times, “Stop the War: Labour Denounces the Premier,” and “‘Leave Constantinople’: Sir C. Townshend on Peace in the East,” September 21, 1922.
[114] https://www.historyextra.com/period/20th-century/downfall-resignation-lloyd-george-1922-what-happened/
[115] Michael Provence, 139.
[116] Michael Provence, 140.
[117] Yenen, Envisioning Turco-Arab Co-Existence,” 105-106.
[118] Ibid, 107.
ΠΗΓΉ: Τετραδια Διεθνούς Δικαίου και Διεθνούς Πολιτικής
Αν σας ενδιαφέριε το θέμα της εκτέλεσης του Ταλάτ από τον Τεχλιριάν, μπορείτε να διαβάσετε την αγγλική μετάφραση των αναμνήσεων του, “REMEMBRANCES: THE ASSASSINATION OF TALAAT PASHA” http://gomidas.org/books/show/158