Η εθνική ασφάλεια επιτυγχάνεται εξαιτίας της ικανότητας ενός έθνους να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις απειλές για την επιβίωση και τα συμφέροντά του υπό όλες τις πιθανές συνθήκες. Η επίτευξη εθνικής ασφάλειας εξαρτάται από την ύπαρξη εθνικής στρατηγικής η οποία ενσωματώνει πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και άλλες επιμέρους στρατηγικές, όπως εκείνες που σχετίζονται με κοινωνικά, δημογραφικά και διάφορα άλλα εθνικά και διεθνή θέματα. Ταυτόχρονα, η εθνική στρατηγική αντιμετωπίζει μια σειρά διακριτών πιθανών απειλών, καθορίζοντας στόχους για συγκεκριμένες συγκρούσεις, και κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την προσαρμογή αυτών των στόχων σε μια δεδομένη αντιπαράθεση.

Τα θέματα εθνικής ασφάλειας στην Ελλάδα πηγάζουν από:

  1. την επικρατούσα γεωστρατηγική κατάσταση,
  2. την ελευθερία λήψης αποφάσεων και δράσης με βάση την ασφάλεια και τις στρατιωτικές θεωρήσεις σχετικά με κάθε απειλή ή κινδύνους, είτε υπάρχοντες είτε δυνητικούς,
  3. τους διατιθέμενους εθνικούς πόρους για τη στήριξη της ασφάλειας και των στρατιωτικών δυνατοτήτων,
  4. και την κοινωνικοοικονομική αντοχή και συνοχή για την υποστήριξη των αναγκών ασφαλείας.

Ως εκ τούτου, η στρατηγική εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας πρέπει να επικεντρωθεί στους ακόλουθους τομείς:

  1. να καθορίσουμε τα εθνικά συμφέροντα, των οποίων η διατήρηση είναι κρίσιμη για την επιβίωση, τον χαρακτήρα και τις αξίες του κράτους μας,
  2. να καθορίσουμε τις μακροπρόθεσμες ανάγκες εθνικής ασφάλειας,
  3. να καθορίσουμε τους στόχους εθνικής ασφάλειας ως παράγωγα των καθορισμένων συμφερόντων μας,
  4. να αποφασίσουμε και να διατηρήσουμε την εθνική ισχύ που επιτρέπει στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει, ανεξάρτητα, τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας οποιουδήποτε τύπου ή πεδίου (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, δημογραφικά, κοινωνικά),
  5. να αποφασίσουμε και να διατηρήσουμε μια δομή στρατιωτικών δυνάμεων που θα μας δώσει την ικανότητα να υπερασπίσουμε την επιβίωση του κράτους και την εδαφική μας ακεραιότητα, να παρέχουμε ασφάλεια στους κατοίκους του έθνους, και να αποτρέψουμε τους στρατιωτικούς κινδύνους για τον Ελληνισμό και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Με αυτό το σκεπτικό, στον πυρήνα της στρατηγικής μας για το 2020 βρίσκεται η ένταση μεταξύ της προφανούς πρόκλησης της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά το μνημόνιο συμφωνίας με την κυβέρνηση της Λιβύης, την προσέγγιση της Ρωσίας και του εκβιασμού που απευθύνει, εκμεταλλευόμενη τις ροές των μεταναστών και προσφύγων προς τα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για μια θετική, κατά τη γνώμη των αξιωματούχων της Άγκυρας, κατάσταση για την Τουρκία, που πρέπει με κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς να αποδειχθεί προσωρινή και εύθραυστη. Ωστόσο, αυτή η ένταση προέρχεται από μια σειρά παραγόντων που κατά το τρέχον έτος θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλης κλίμακας σύγκρουση, ακόμη και σε πόλεμο.

Οι ουσιαστικοί παράγοντες προκλήσεων εθνικής ασφάλειας από την πλευρά της Τουρκίας είναι:

  1. οι προσπάθειές της να υφαρπάξει την ελληνική υφαλοκρηπίδα, οι οποίες κλιμακώνονται ποσοτικά και ποιοτικά, τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μεσόγειο,
  2. οι προσπάθειές της να σταθμίσει τις επιχειρησιακές δυνατότητές της εναντίον του συνόλου του Ελληνισμού,
  3. οι προσπάθειές της να επιτύχει δυνατότητες μεγάλης κλίμακας επίθεσης ακριβείας,
  4. και οι προσπάθειές της να αυξήσει την πίεση στην Κύπρο, νότια της Κρήτης και στο ανατολικό Αιγαίο, με σκοπό μια επωφελή από την πλευρά της συμφωνία με τον Ελληνισμό για τις θαλάσσιες ζώνες.

Το διεθνές σύστημα

Το διεθνές σύστημα αντιμετωπίζει τις λειτουργικές δυσκολίες στο πλαίσιο του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων και των αντίστοιχων εσωτερικών προκλήσεων. Οι δυτικοί ηγέτες είναι πρόθυμοι να δώσουν προτεραιότητα στη Μέση Ανατολή, μεταξύ άλλων λόγω της αυξανόμενης σημασίας της Μεσογείου, του φόβου της στρατιωτικής εμπλοκής και των μεταβολών στην αγορά ενέργειας. Ωστόσο, οι εξελίξεις φαίνεται να παρεμποδίζουν αυτόν τον στόχο, κυρίως λόγω της ανταγωνιστικότητας και των λειτουργικών δυσκολιών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η ισχυρότερη παγκόσμια δύναμη όσον αφορά τους πόρους και τις δυνατότητες, αλλά υπό τη σημερινή ηγεσία έχει επιδείξει έναν ιδιότυπο απομονωτισμό και επικεντρώνεται περισσότερο στα στενά εθνικά συμφέροντα. Ακόμη, δεν διαφαίνεται ότι οι ΗΠΑ προτίθενται να αναμειχθούν άμεσα σε μια ευρεία αντιπαράθεση στη Μεσόγειο.

Η Ρωσία συμπληρώνει τα κενά που άφησε η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Ωστόσο, η ηγεσία της Ρωσίας αντιμετωπίζει εγχώριες προκλήσεις που απορρέουν εν μέρει από τη δημόσια κόπωση με τη διεθνή ανάμειξή της. Αυτό ενισχύει τους Τούρκους που επιδιώκουν να επιδείξουν μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση προς τη Δύση και να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη μεταξύ τους σχέση.

Η Κίνα εκμεταλλεύεται την οικονομική της δύναμη για πολιτική επιρροή και αυξημένη στρατιωτική ισχύ, αλλά ο ρυθμός ανάπτυξής της έχει επιβραδυνθεί και επίσης αντιμετωπίζει προκλήσεις για την εσωτερική της σταθερότητα, γεγονός που την οδηγεί σε μία κατανομή πόρων που να ενισχύει τον έλεγχό της στην εγχώρια αρένα. Η Κίνα δραστηριοποιείται στη Μέση Ανατολή, αλλά τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται κυρίως στην οικονομική σφαίρα, μαζί με τη συμβολική πολιτική δραστηριότητα και τις αρχικές ενδείξεις στρατιωτικής παρουσίας.

Στην Ευρώπη, η σταθερότητα υπονομεύεται από την επέκταση των οικονομικών προβλημάτων, των προ- κλήσεων των προσφύγων και της μετανάστευσης, την ενίσχυση των λαϊκιστικών πολιτικών και την εντατικοποίηση των συζητήσεων μεταξύ των υποστηρικτών της

Ένωσης και εκείνων που υποστηρίζουν τον εθνικισμό. Επιπλέον, υπάρχουν αλλαγές στην εσωτερική ισορροπία ισχύος και η αυξανόμενη κατανόηση της ανάγκης μείωσης της στρατιωτικής και οικονομικής εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι στοχευμένες δηλώσεις κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ σχετικά με τη νομιμότητα των τουρκικών διεκδικήσεων προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξιολόγηση πλεονεκτημάτων σχετικά με τις δυνατότητες κλιμάκωσης. Επίσης, η εκδήλωση ενδιαφέροντος για επίδειξη ψυχραιμίας από όλες τις πλευρές δημιουργεί ένα πλαίσιο και μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική καμπή, τη στιγμή που αυτές και άλλες προ- κλήσεις εκτυλίσσονται στο πλαίσιο ενός στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί λειτουργικές δυσκολίες στο διεθνές σύστημα. Το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα από αυτές τις εξελίξεις είναι η ανάγκη της Ελλάδας να διατυπώσει μια νέα στρατηγική, αποφασίζοντας ποιοι είναι οι εταίροι και ποιες συμμαχίες θα ενισχύσουν την αποτρεπτική μας ικανότητα με αξιοπιστία ως πολλαπλασιαστές ισχύος μας.

Το περιφερειακό σύστημα

Το περιφερειακό σύστημα συνεχίζει να αντιμετωπίζει έναν ταραχώδη αγώνα για τον καθορισμό των θαλασσί- ων ζωνών της Μεσογείου. Ιδιαίτερα η Τουρκία ζητάει την ανατροπή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου με σκοπό να επωφεληθεί ενεργειακών πόρων που δεν της ανήκουν. Αυτές οι διεκδικήσεις σηματοδότησαν την έναρξη της περιφερειακής αναταραχής που εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε μια δραματική σειρά γεγονότων τα επόμενα χρόνια. Επίσης, οι περιφερειακές αναταραχές συνεχίζονται και η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντική αστάθεια και αβεβαιότητα. Η περιοχή βρίσκεται στη μέση μιας βαθιάς κρίσης, η οποία αντικατοπτρίζεται σε διαδικασίες ιστορικής σημασίας.

Η Ελλάδα είναι κορυφαίος σύμμαχος των ΗΠΑ, που εργάζεται για τον περιορισμό της αστάθειας. Η περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία παραμένει ευαίσθητο θέμα μεταξύ των περιφερειακών παικτών, ενώ αποτελεί κεντρικό ζήτημα που απασχολεί την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Έχουμε συνηθίσει να υποθέτουμε ότι η αποτροπή της Ελλάδας από μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση ή πόλεμο παραμένει σταθερή. Πράγματι, όλα τα κράτη γύρω από την Ελλάδα γνωρίζουν καλά την ισχύ και τη ζημία που θα υποστούν σε περίπτωση μιας τέτοιας σύγκρουσης. Έτσι, προτιμούν να απέχουν από τις μεγάλες συγκρούσεις με την Ελλάδα και ασφαλώς από τον πόλεμο.

Εντούτοις, ορισμένοι παράγοντες υποδηλώνουν ότι μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να συμβεί το 2020. Με αυτές τις απειλές, ο Ελληνισμός πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ξένης επιρροής στις πολιτικές διαδικασίες. Η δυσκολία αποσαφήνισης της πραγματικότητας και η λήψη αποφάσεων στην εποχή του κυβερνοπολέμου και του υβριδικού πολέμου απαιτούν ισχυρή προστασία από τις όποιες επιθέσεις.

Κατά συνέπεια, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλές δραστήριες αρένες και μια σειρά προκλητικών στρατηγικών και επιχειρησιακών ζητημάτων. Μια στρατηγική εκτίμηση καταδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για επικαιροποιημένη και περιεκτική ελληνική υψηλή στρατηγική που δεν θα επιτρέπει στις υφιστάμενες και τις αναδυόμενες απειλές να μετατραπούν σε μεγάλης κλίμακας σύγκρουση ή πόλεμο.

Σημείο καμπής για την πολιτική των ΗΠΑ η Μεσόγειος το 2020

Η στρατιωτική στρατηγική των ΗΠΑ παρέχει την ευρύτερη άποψη του τρόπου με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να διατηρήσουν τη θέση τους στη διαμόρφωση και τη διατήρηση των προτεραιοτήτων και των συμφερόντων της Μεσογείου που σχετίζονται με την εθνική ασφάλειά τους. Οι αναφερόμενοι στόχοι είναι:

  1. Η προστασία της εθνικής κυριαρχίας των ΗΠΑ,
  2. Ο απαραίτητος ανταγωνισμός για τη διατήρηση ευνοϊκών περιφερειακών ισορροπιών ισχύος,
  3. Η επιβεβαίωση ότι οι συνήθεις τομείς παραμένουν ελεύθεροι και ανοικτοί.

Αυτοί οι τρεις στόχοι είναι παρόμοιοι, αν όχι ταυτόσημοι, με τη φιλοσοφία που στηρίζει τον μεγάλο ανταγωνισμό ισχύος. Σκοπεύουν να επιτύχουν αυτούς τους στόχους μέσω της περιοχής της Μεσογείου, προ- κειμένου να εμποδίσουν μια ραγδαία αναπτυσσόμενη ρωσική στρατιωτική απειλή. Σύμφωνα με την επιχειρησιακή εμπειρία μου, προκειμένου να διασφαλιστούν τα αμερικανικά συμφέροντα, θα βασιστούν σε κανόνες για τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας της Μεσογείου, η οποία κανονικά πλαισιώνεται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Αυτό υποστηρίζουμε και εμείς.

Το Αμερικανικό Ναυτικό είναι η κύρια ναυτική δύνα- μη που υπερασπίζεται όχι μόνο τις εκτεταμένες ακτές των ΗΠΑ, αλλά και τις θαλάσσιες ζώνες της συμμαχίας. Ωστόσο, στη Μεσόγειο δημιουργούνται νέες προκλήσεις. Συγκεκριμένα, η αύξηση των στρατιωτικών και αεροναυτικών δραστηριοτήτων δημιουργεί οξυμένους κινδύνους τριβής μεταξύ των στρατιωτικών μονάδων των διαφόρων όμορων κρατών, ιδιαίτερα των τουρκικών που αμφισβητούν τα πάντα. Εξαιτίας αυτής της έντασης, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, είναι άμεση η ανάγκη επανεξέτασης της θαλάσσιας ασφάλειας ως μιας προοπτικής προώθησης μιας προσέγγιση που θα αποσκοπεί στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των ΗΠΑ, της Ελλάδας και των εγγύς κρατών, προκειμένου να μειωθούν οι ενδεχόμενες πηγές τριβής και κλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ανάλυση στρατηγικών

Το 2020, καταδεικνύει το αυξημένο ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Μεσόγειο ενάντια στο συνεχώς αυξανόμενο σκηνικό των ρωσικών και κινεζικών δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να απειλήσουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατύπωσαν σαφή θέση όσον αφορά την κατασκευή του αγωγού East Med, και η Μεσόγειος μετατρέπεται σε μια κρίσιμη αρένα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ όσον αφορά την εθνική ασφάλεια και τον μεγάλο ανταγωνισμό ισχύος.

Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των ΗΠΑ στην περιοχή θα βασίζεται στην υποστήριξη των εταίρων και συμμάχων. Προς το παρόν, η μόνη ουσιαστική και αξιόπιστη βάση των Αμερικανών στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι η Σούδα και η πιο αξιόπιστη θαλάσσια δύναμη, το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδος.

Γύρω από τον East Med διαμορφώνεται μια νέα αμερικανική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται η περιοχή ως παράγοντας με τεράστιο γεωπολιτικό ενδιαφέρον.

Αυτή η αμερικανική πολιτική περιλαμβάνει Ελλάδα και Κύπρο. Και εδώ είναι που τα ελληνικά συμφέροντα συμπίπτουν με τα αμερικανικά. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσκολος, αλλά για πρώτη φορά ο Ελληνισμός βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση και πλέει παράλληλα με τα συμφέροντα του ισχυρού συμμάχου.

Συμπεράσματα

Μετά από πολλά χρόνια υποβάθμισης της στρατηγικής κατάστασης του Ελληνισμού, το στρατηγικό «παράθυρο ευκαιρίας», το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε επαρκώς, φαίνεται διστακτικά να ξανανοίγει. Οι αυξανόμενες απειλές απαιτούν επανεξέταση της έννοιας της ασφάλειάς μας, της αμυντικής πολιτικής, της κατανομής πόρων και των επικαιροποιημένων στρατηγικών.

Υπάρχουν δύο πιθανές προσεγγίσεις για τη στρατηγική του Ελληνισμού. Η μία είναι επιφυλακτική και σταθεροποιητική, και δίνει έμφαση στον διάλογο, στις ρυθμίσεις και την αντιμετώπιση των υφιστάμενων και εξελισσόμενων απειλών, προκειμένου αυτές να εξουδετερωθούν. Η δεύτερη είναι προληπτική και αποτρεπτική και αντιμετωπίζει τις απειλές με το πνεύμα της ανάσχεσης, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο.

Προϋπόθεση για την επιλογή της σωστής προσέγγισης είναι μια συνεκτική εσωτερική βάση εντός της Ελλάδας, με έμφαση στην κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη και ανθεκτικότητα. Αντιλαμβανόμενοι το τέλος της ειρηνικής ρητορικής, της αφελούς υποκίνησης για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και της αυξανόμενης απόστασης μεταξύ των ιδεολογικών ρευμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ήρθε η ώρα για μια διαφορετική πολιτική. Απαιτείται να δοθεί έμφαση στη δράση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τους διεθνείς οργανισμούς, για την επούλωση των ρωγμών, για τη συγκέντρωση διαφορετικών προσεγγίσεων στο στρατόπεδο της συναίνεσης, για την ενίσχυση της αλληλεγγύης και της συνοχής με σκοπό την έναρξη μιας οργανωμένης προσπάθειας για την ανάταξη των υφιστάμενων μηχανισμών κοινωνικής αντοχής και την οικοδόμηση νέων μηχανισμών.

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που να αντιμετωπίζει την εμφάνιση των σημαντικών απειλών, ξεκινώντας ταυτόχρονα πολιτικές διαδικασίες και καταλήγοντας σε ρυθμίσεις για τη μείωση των εντάσεων. Αυτό θα επιτρέψει την προετοιμασία για τις σημαντικές προκλήσεις που απειλούν τη μελλοντική ασφάλεια και ευημερία της Ελλάδας. Οι συμπεριφορές του πολέμου και της πολιτικής είναι συνυφασμένες. Δεν μπορούν να χωριστούν με απλοϊκό τρόπο. Για να ξεχωρίσουν, είναι απαραίτητο να καθοριστούν οι αρχές που ρυθμίζουν τις λειτουργίες, την ισχύ και τους λειτουργικούς μηχανισμούς όλων των παραγόντων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις διασυνδέσεις και τις διεπαφές τους.

*Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ, Senior researcher of Strategy International και Member of Institute for National and International Security