Αδαμάντιος Κοραής

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη φημισμένη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Σε ηλικία 23 χρονών έφυγε για το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, για να ασχοληθεί με τις εμπορικές υποθέσεις του πατέρα του. Εκεί όμως τον κέρδισε περισσότερο ο Λόγιος παρά ο Κερδώος Ερμής.
Ύστερα από επτά χρόνια γύρισε στη Σμύρνη και αφού έπεισε τον πατέρα του, έφυγε το 1782 για το Μονπελιέ της Γαλλίας, όπου σπούδασε ιατρική. Από εκεί εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι, «τας νέας Αθήνας», γιατί ήταν το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της εποχής. Γρήγορα έγινε γνωστός στους επιστημονικούς κύκλους και αναγνωρίστηκε η αξία του ως φιλόλογος και όχι ως γιατρός, γιατί ουδέποτε άσκησε την ιατρική.

Η Γαλλική Επανάσταση τον συγκίνησε και τον έκανε να πιστέψει περισσότερο ότι και η πατρίδα του θα μπορούσε να απελευθερωθεί, αν το γένος μορφωνόταν αρκετά και καταλάβαινε την έννοια της ελευθερίας. Τα ελληνικά γράμματα με την πανθομολογούμενη μορφωτική και ηθοπλαστική τους δύναμη θα έκαναν τους ραγιάδες να ξυπνήσουν. Έπρεπε όμως να μεταρρυθμιστεί το εκπαιδευτικό σύστημα και να ανακαινισθεί η γλώσσα.Ο Κοραής επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη της κλασικής φιλολογίας και της νεοελληνικής γλώσσας. Συγχρόνως άρχισε να τυπώνει διαφωτιστικά φυλλάδια και βιβλία. Από τα πρώτα είναι η γνωστή «Αδελφική διδασκαλία προς τους Γραικούς» (1798), που συνιστούσε απάντηση στην «Πατρική διδασκαλία», ένα κείμενο που αποδίδεται στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο και το οποίο αποσκοπούσε στην αποτροπή της διείσδυσης των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στον Ελληνισμό. Ακόμη είναι γνωστά τα κείμενα πολιτικού χαρακτήρα «Άσμα Πολεμιστήριον» (1800) και «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» (1801), το ένα έμμετρο, το άλλο πεζό, εμπνευσμένα από τη γαλλική πολιτική του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Ανατολική Μεσόγειο και τις ελπίδες που είχε προκαλέσει στον Ελληνισμό πιθανή γαλλική συμπαράσταση για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το 1805, με την υλική ενίσχυση των Ζωσιμάδων, άρχισε την έκδοση της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης», μιας σειράς με έργα αρχαίων συγγραφέων, με προλεγόμενα τους «Αυτοσχεδίους Στοχασμούς» του, για την παιδεία και τη γλώσσα, για την οποία υποστήριξε το μέσο δρόμο. Ούτε την αρχαία ελληνική ήθελε, ούτε τη δημοτική. Ο μέσος δρόμος του Κοραή ήταν η καθαρεύουσα.
Την επανάσταση του 1821 δεν την άκουσε με μεγάλη ευχαρίστηση, γιατί την ήθελε τριάντα χρόνια αργότερα, για να ωριμάσει καλύτερα ο σπόρος της παιδείας. Μια όμως κι άρχισε, έπρεπε να επιτύχει, και για το σκοπό αυτό εργάστηκε ακόμη περισσότερο. Ο ίδιος δεν κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα, για να πολεμήσει με το όπλο στο χέρι, γιατί ήταν πια γέρος. Πολέμησε όμως με την πέννα του.

Οι «Πολιτικαί παραινέσεις του προς τους αγωνιζομένους Γραικούς», οι «Επιστολαί» του στους αρχηγούς της Επανάστασης, στις κοινότητες και τις παροικίες του εξωτερικού, στους εμπόρους και τους μορφωμένους πατριώτες, τα υπομνήματά του στους ξένους ηγέτες για τον ελληνικό αγώνα (επιστολή του στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον), τα άρθρα και τα φυλλάδιά του για τα δικαιώματα του Έθνους και την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων της πατρίδας του, ενθάρρυναν τους μαχόμενους, προκάλεσαν το θαυμασμό των ξένων και δημιούργησαν το φιλελληνικό κίνημα της Γαλλίας.Φιλελεύθερο πνεύμα, προσπάθησε να αποτρέψει την υιοθέτηση ανελεύθερων λύσεων. Γνωστή είναι η πολεμική του εναντίον της «αυταρχικής» διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του προς το Έθνος, θα του αποστείλει ψήφισμα με την έκφραση ευγνωμοσύνης.
Ο Κοραής εργάστηκε ακούραστα πάνω από 40 χρόνια. Καρπός της εργασίας αυτής είναι το πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, περίπου 70 τόμοι, με μεγάλη ποικιλία ύλης. Βιβλία θρησκευτικά, ιατρικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, εθνικά, γλωσσικά, παιδαγωγικά και λογοτεχνικά. Ξεχωρίζει για τη λογοτεχνική του χάρη, όσο κι αν την κρατάει πάντα υποδουλωμένη στην εθνική σκοπιμότητα, και τοποθετείται έτσι ανάμεσα στους πατέρες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ιδίως με το αφήγημα «Ο Παπατρέχας» και τις «Επιστολές», ιδίως προς τον Πρωτοψάλτη της Σμύρνης Δημήτριο Λώτο, που θεωρούνται πρότυπο στο είδος τους.
Ο Αδαμάντιος Κοραής πέθανε στο Παρίσι στις 6 Απριλίου 1833, ύστερα από σύντομη ασθένεια που προκλήθηκε από πτώση του στο εσωτερικό του σπιτιού του. Ενταφιάστηκε με τις φροντίδες φίλων και μαθητών του στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς, όπου υπάρχει έκτοτε κενοτάφιο με την προτομή του σε επιτύμβια στήλη.
Το 1875 στήθηκε, με πανελλήνιο έρανο, ο μαρμάρινος ανδριάντας του, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο χρόνια αργότερα, στις 8 Απριλίου 1877, το ελληνικό χώμα δέχτηκε τα οστά του σ’ ένα μεγαλόπρεπο μνήμα στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Πολλά από τα βιβλία του, που αποτελούσαν και το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, τα κληροδότησε στη Χίο, την οποία θεωρούσε πατρίδα του, και έκτοτε βρίσκονται στη Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής».
- Διαβάστε: Αδαμάντιος Κοραής – Αποφθέγματα
Γιάννης Μακρυγιάννης

Σε ηλικία επτά ετών δόθηκε ως ψυχογιός σ’ ένα πλούσιο έμπορο της πόλης, που όμως τον κακομεταχειριζόταν.Ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις, βρέθηκε στο σπίτι του συμπατριώτη του Αθανασίου Λιδωρίκη, που ζούσε στην Άρτα και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Αλή Πασά. Εκεί ασχολήθηκε με τον εμπόριο και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πλούτισε, αποκτώντας «σπίτι, υποστατικά, μετρητά και ομολογίες», σύμφωνα με τα όσα γράφει στα «Απομνημονεύματά» του.
Η επαναστατική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα. Γρήγορα όμως δραπέτευσε και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού (4 Αυγούστου 1821) και στην πολιορκία της Άρτας (12 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 1821).
Στα τέλη του 1821 αρρώστησε σοβαρά και επανήλθε στην αγωνιστική δράση με την εκπόρθηση του Πατρατζικίου (σημερινής Υπάτης), στις 2 Απριλίου 1822, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος από συντοπίτες του. Στις 4 Ιουλίου 1822, πολέμησε στην Μάχη του Πέτα, όπου τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Την 1η Ιανουαρίου 1823, ο Μακρυγιάννης διορίστηκε «Επιστάτης της Δημοσίας Τάξεως» στην απελευθερωμένη Αθήνα.
Το καλοκαίρι του 1823 συμπολέμησε με τον Νικηταρά στις μάχες της Βελίτσας και της Πέτρας και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου βρέθηκε στην Πελοπόννησο με τους Ρουμελιώτες και πολέμησε στο πλευρό της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη, κατά την διάρκεια των εμφυλίων συρράξεων. Για την δράση του αυτή, μέσα στο 1824 προήχθη διαδοχικά σε χιλίαρχο, αντιστράτηγο και στρατηγό.
Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825), ο Μακρυγιάννης διορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδιάς (σημερινής Κυπαρισσίας) και συνεισέφερε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Μετά την κατάληψή του από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825), έσπευσε στους Μύλους, όπου οργάνωσε την άμυνα της περιοχής. Στις μάχες που επακολούθησαν (13–14 Ιουνίου 1825), ο Ιμπραήμ παρά την αριθμητική του υπεροχή δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων και υποχώρησε άπρακτος. Στην μάχη αυτή τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης και διακομίστηκε στο Ναύπλιο.
Μετά την αποθεραπεία του, μετέβη στην Αθήνα και συμμετείχε στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και της Ακρόπολης. Μέσα στο 1825, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη του Αθηναίου μεγαλοκτηματία Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία απέκτησε 12 παιδιά.
Μετά τον θάνατο του Γιάννη Γκούρα (30 Σεπτεμβρίου 1826), ο Μακρυγιάννης ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, που τήν πολιορκούσαν. Στις μάχες της Ακρόπολης τραυματίστηκε σοβαρά τρεις φορές στο κεφάλι και το λαιμό. Εν τούτοις ανένηψε και έλαβε μέρος στις Μάχες της Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827).
Η πολιτική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Μετά την απελευθέρωση ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Κατά την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τόν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.
Στην συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» εναντίον των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.
Από το 1833 ο Μακρυγιάννης εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και τον Ιανουάριο του 1837 ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου εισηγήθηκε στο σώμα την έκδοση ψηφίσματος για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Για την ενέργειά του αυτή παύθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με διαταγή του Άρμανσμπεργκ.
Έξι χρόνια αργότερα συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους υπηκόους του. Στην εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε για αυτό το σκοπό στις 8 Νοεμβρίου είχε ενεργό ρόλο σχηματίζοντας ομάδα 63 βουλευτών (πληρεξουσίων).
Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.
Θόδωρος Αγγελόπουλος
