Πόση αστάθεια είναι ανεκτή, από την ταραχοποιό Τουρκία;

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του Δημήτρη Τσαϊλά*

Η τουρκική πολιτική συνωμοτεί για να μετατρέψει την περιοχή της Μεσογείου επικίνδυνα ασταθή. Αυτή η εφαρμοζόμενη “στρατηγική του χάους” έχει ως αποτέλεσμα, οι εντάσεις να διαδέχονται η μια την άλλη με κίνδυνο κλιμάκωσης και γενικευμένου πολέμου. Αυτό είναι συνοπτικά το συμπέρασμα από την τελευταία διαχείριση κρίσεως με την έκδοση των παρανόμων NAVTEX  που είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των ναυτικών δυνάμεων, αμφοτέρων των πλευρών στην επίμαχη θαλάσσια περιοχή.

Οι εξελίξεις εξαφανίζουν τη σταθερότητα και καθιστούν τις επιθέσεις πιο δελεαστικές από ποτέ, για τους παρακάτω πέντε βασικούς λόγους:

  1. Η απειλή της άσκησης αντιποίνων, η οποία μπορεί να είχε συγκεντρώσει την προσοχή μεταξύ εκείνων των στρατηγικών που εξέταζαν μια προληπτική επίθεση κατά την προηγούμενη χρονική περίοδο, εξαφανίζεται καθώς αμφότερα τα κράτη έχουν δεδηλωμένη πρόθεση να αντιδράσουν δυναμικά με το σύνολο των ενόπλων δυνάμεών τους.
  2. Ταυτόχρονα, η ταχεία εξάπλωση των υβριδικών επιθέσεων (παραπληροφόρηση, θρησκευτική και εθνικιστική έξαρση, κλπ) μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση και απρόβλεπτη κατάσταση κατά τη διάρκεια των νέων ελληνοτουρκικών κρίσεων στο μέλλον, καθώς τα προσεκτικά κατασκευασμένα κυβερνητικά σχόλια της Άγκυρας, ακόμη και δια των κοινωνικών μέσων δικτύωσης κάνουν την παρουσία τους όλο και πιο πυκνή ενισχύοντας την ένταση.
  3. Οι νέες τεχνολογίες θολώνουν τη γραμμή που χωρίζει την σταθερότητα από την αστάθεια και δημιουργούν ευκαιρίες για γενικευμένη επίθεση. Σε αυτό το περιβάλλον, οι κλασικές έννοιες της στρατηγικής σταθερότητας προσφέρουν ελάχιστη καθοδήγηση.
  4. Η μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων και η κατάχρηση του κυβερνοχώρου από όλους τους συμμετέχοντες κάνουν τα πάντα χειρότερα. Οι στρατιωτικές υπηρεσίες παρακολούθησης έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο συγκεντρώνοντας τις πληροφορίες για να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα στον πιθανό πόλεμο, αλλά με αυτόν τον τρόπο γίνονται πιο ευάλωτες σε επιθετικές πληροφορίες.
  5. Τέλος, γνωρίζουμε ότι τα δίκτυα διοίκησης και ελέγχου είναι εξίσου ελκυστικοί στόχοι επιδιώκοντας να απενεργοποιηθούν οι αμυντικές δυνατότητες του εχθρού. Αν και οι επιθετικές κυβερνοεπιχειρήσεις βασίζονται στην άκρα μυστικότητα για να επιτύχουν, όμως το απόρρητο υπονομεύει την αποτροπή, η οποία απαιτεί να παρουσιάζουμε την ισχύ μας. Το αποτέλεσμα προσφέρει ένα ισχυρό κίνητρο για να επιχειρηθεί το πρώτο αιφνιδιαστικό κτύπημα, είτε στον κυβερνοχώρο είτε στις πραγματικές επιχειρήσεις.

Οι διεθνείς οργανισμοί (ΝΑΤΟ-ΕΕ) και οι υπόλοιποι παίκτες που διατηρούν δικά τους συμφέροντα, προσφέρουν τη δυνητικά ελπιδοφόρα υπενθύμιση ότι η πολιτική, οδηγεί σε αποφάσεις σχετικά με τη χρήση βίας. Εάν η διεθνής πολιτική επιθυμεί την ηρεμία, ο πόλεμος χάνει έδαφος. Δυστυχώς όμως, η σημερινή πολιτική καθορίζεται από μια σειρά βαθύτερων συγκρούσεων μεταξύ των υφιστάμενων και των επίδοξων ανταγωνιστών. Όλοι ανταγωνίζονται με σκοπό να λάβουν τα μεγαλύτερα οφέλη. Έτσι οι περιφερειακές συγκρούσεις γίνονται πιο εχθρικές και πιο βίαιες. Αλλά δεν ανησυχούν όλοι για την αστάθεια. Η στάση της Τουρκίας, στην πραγματικότητα, φαίνεται να βασίζεται στην ιδέα ότι μια μικρή αστάθεια μπορεί να της προσφέρει μεγάλα κέρδη.

Όπως και με άλλες πτυχές της αναθεωρητικής πολιτικής του Ερντογάν, αυτές οι ιδέες προηγούνται πολύ της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής. Πράγματι, η λογική της αστάθειας υφίσταται ως στόχευση της Τουρκίας από την κερδοφόρο, για την ίδια, έκβαση της κρίσεως των Ιμίων, αφού η περιοχή στο Αιγαίο γκριζάρισε. Οι προσπάθειες για την ανάπτυξη εύλογων στρατηγικών χάους συνέβαλαν επίσης στον ελληνικό κατευνασμό, επειδή βοήθησαν να πείσουν τους συμμάχους του ΝΑΤΟ ότι η επέκταση της αστάθειας δεν ωφελεί τη συμμαχία και ότι η ελληνική πλευρά με τις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις  είναι η πηγή των αιτιών. Ενώ η ρητορική του Ερντογάν φαίνεται παράξενη, η ουσία της τρέχουσας τουρκικής στρατηγικής είναι σχεδόν ίδια. Διαρκής επένδυση στη στρατηγική του χάους που ποντάρει στην αστάθεια. Το αν δικαιολογείται η εμπιστοσύνη είναι ένα άλλο ζήτημα.

Πράγματι, δημιουργούνται μερικές κρίσιμες ερωτήσεις που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια όλης αυτής της τουρκικής αισιοδοξίας. Το πρώτο είναι, αν είναι δυνατόν να εντοπίσουν μέχρι ποιό σημείο αστάθειας θα είναι αποδεκτή η ταραχοποιός πολιτική τους. Η λογική είναι εννοιολογικά απλή αλλά δύσκολη στην εφαρμογή, και ίσως αδύνατη, να υλοποιηθεί με οποιοδήποτε είδος ακρίβειας. Αυτό θα απαιτήσει όχι μόνο τη δημιουργία μιας “σωστής ποσότητας αβεβαιότητας”, όπως πιστεύει ο Ερντογάν, μεταξύ των ισχυρών ηγετών (ΗΠΑ-ΡΩΣΙΑΣ-ΕΕ), αλλά και τη δυνατότητα αξιολόγησης των αντιλήψεών τους με ακρίβεια σε πραγματικό χρόνο υπολογίζοντας και την αντίδραση των παρακτίων κρατών (ΓΑΛΛΙΑ-ΑΙΓΥΠΤΟΣ). Αυτή είναι μια ομολογουμένως δύσκολη εξίσωση.

Ένα άλλο ερώτημα είναι εάν έχει νόημα να υπολογίζουμε την Τουρκία ως έναν ενιαίο παίκτη (Ερντογάν), ή ως ένα σύμπλεγμα στρατιωτικών, ακαδημαϊκών και γραφειοκράτων με τους δικούς τους στόχους ο καθένας. Ο βέλτιστος βαθμός αστάθειας στην πρώτη περίπτωση βασίζεται σε μια έκκληση για ορθολογισμό προς τον ηγέτη. Στη δεύτερη περίπτωση δημιουργείται διχασμός και παραλογισμός. Δηλαδή, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί η αστάθεια για να επηρεαστεί η κρίση των εταίρων και συμμάχων, όταν η ίδια η πράξη εισάγει παράλογες δυνάμεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων;

Επίσης πρέπει να γίνει αντιληπτή η συνάρτηση ισχύος, δηλαδή της δηλωτικής πολιτικής, των διπλωματικών αλληλεπιδράσεων, της ψυχολογίας του ηγέτη ή κάποιου ακατάστατου συνδυασμού αυτών των παραγόντων. Σίγουρα οι στρατιωτική ηγεσία στο σχεδιασμό των επιχειρήσεων θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην ισορροπία δυνάμεων. Από την πλευρά του Ερντογάν είναι πιο πιθανό να βασίζεται στις δικές του πεποιθήσεις σχετικά με τις προθέσεις, και αυτό θα επηρεάσει την προσέγγισή του για ειρήνη και διαπραγματεύσεις. Έτσι, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια κατάσταση στην οποία η αστάθεια θα έχει διαφορετικό αντίκτυπο σε διαφορετικά είδη εχθρικής συμπεριφοράς. Η αστάθεια μπορεί να έχει κάποιες θετικές επιπτώσεις στην εχθρική μακροπρόθεσμη αμυντική επένδυση, σε έναν τομέα όπου το στρατιωτικό κατεστημένο κυριαρχεί. Αλλά μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε κρίσεις, όπου οι ηγέτες αναγκάζονται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις υπό πίεση.

Στην τελευταία κρίση δεν διακινδύνευσε η Τουρκία να υπερβεί τον βαθμό αστάθειας και επέδειξε σύνεση απομακρύνοντας τις δυνάμεις της από την περιοχή, ενώ η ελληνική πλευρά επέδειξε αποφασιστικότητα, μαχητικό πνεύμα των πληρωμάτων και συντριπτική ετοιμότητα μονάδων. Όπως και με όλες τις ανταγωνιστικές στρατηγικές, η σκόπιμη επιδίωξη αστάθειας μπορεί να έχει νόημα εναντίον ορισμένων αντιπάλων αλλά όχι με όλους και όχι για όλες τις χρονικές περιόδους. Ο καθορισμός της προσέγγισης εξαρτάται από τεχνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Κατ’ αρχήν, η Τουρκία πρέπει να διαθέσει πολύ ισχυρές δυνάμεις για να επικρατήσει σε μια υποθετική σύγκρουση, ή τουλάχιστον να πείσει τους αντιπάλους ότι αυτό είναι δυνατό, τη στιγμή που υπάρχουν ανοικτά μέτωπα γύρω από τα σύνορα της και μια συνεχιζόμενη εκστρατεία στη Λιβύη. Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις με μεγάλες, διαταγμένες σε όλα τα σύνορα και καλά προστατευμένες δυνάμεις είναι πολύ δύσκολος αντίπαλος, με δεδομένη την πολιτική βούληση, την εσωτερική και εξωτερική νομιμοποίηση. Οπότε η πολιτική δυναμική περιορίζει τις δυνατότητες ελέγχου και εκμετάλλευσης της αστάθειας. Βέβαια οι ηγέτες που είναι σχετικά ασφαλείς μπορούν να υποχωρήσουν με ασφάλεια έναντι των απειλών, αλλά οι ηγέτες που φοβούνται τους εσωτερικούς εχθρούς, όπως ο Ερντογάν μπορεί να μην είναι ευαίσθητος στις ξένες πιέσεις. Ακόμη χειρότερα, θα μπορούσε να επιλέξει την κλιμάκωση ως μέθοδο εδραίωσης της δικής του ισχύος, παίζοντας στον εθνικισμό και στη θρησκευτική ευαισθησία για να συγκεντρώσει την υποστήριξη στο εσωτερικό και από ομοϊδεάτες ηγέτες. Η δημιουργία αστάθειας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σίγουρα αντιπαραγωγική για να μην πούμε, καταστροφική.

Συμπερασματικά, μια ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων πρέπει να ευθυγραμμιστεί με συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες, ενώ η δημιουργία αστάθειας θα επιτύχει μόνο σε σπάνιες περιστάσεις και αυτό ήταν το πλεονέκτημα του ελληνισμού για τη συγκεκριμένη διαχείριση κρίσης. Στην τελευταία κρίση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της τουρκικής πλευράς φάνηκαν να γνωρίζουν πότε θα εκμεταλλευτούν την αστάθεια και πότε θα αγκαλιάσουν τον περιορισμό. Έτσι αποφύγαμε για την ώρα τη σύγκρουση. Θα χρειαστούν, όμως, το πολιτικό θάρρος να απομακρυνθούν από την επιθετική προσέγγιση. Από την Ελληνική πλευρά θα είμαστε αντιμέτωποι με συνεχείς εκκλήσεις για ανταγωνισμό ισχύος, και σίγουρα αυτό θα αποδειχθεί το πιο δύσκολο από όλα.

*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είναι Senior Researcher  of Strategy International και Member of Institute for National and international Security.

“Μακεδονία”.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα