Του Γαβριήλ Χαρίτου( *)
Επιχειρώντας έναν απολογισμό της ειρηνευτικής διαδικασίας του Παλαιστινιακού προβλήματος από την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο το 1994 μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι πολιτικοί παρατηρητές προβάλουν ως πρώτιστο επίτευγμα τη σύσταση της Ανεξάρτητης Παλαιστινιακής Αρχής.
Η Παλαιστινιακή Αρχή υπό την ιστορική ηγεσία του Γιασέρ Αραφάτ επρόκειτο να αποτελέσει προπομπό ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Κράτους, με σύνορα που θα εγγυώνται αφ ενός την βιωσιμότητά του και αφ ετέρου την ασφάλεια του όμορου με αυτό, Ισραήλ.
Τα ισραηλινοπαλαιστινιακά σύνορα θα προέκυπταν μέσα από απ ευθείας διαπραγματεύσεις επί της αρχής «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη», ως επίσης και με βάση την οριογραμμή Ισραήλ-Ιορδανίας, όπως αυτή είχε καθορισθεί από τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός που είχαν υπογραφεί στη Ρόδο το 1949. Τέλος, το καθεστώς της κυριαρχίας επί της μείζονος περιφέρειας της Ιερουσαλήμ και κυρίως επί του ανατολικού της τομέα, που κατελήφθη και προσαρτήθηκε από το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967 θα καθοριζόταν στην τελική φάση των συνομιλιών.
Πέραν των ανωτέρω όμως, οι Συμφωνίες του Όσλο εισήγαγαν μία πολύ σημαντική πρωτοτυπία: Για πρώτη φορά στην Ιστορία του Παλαιστινιακού προβλήματος, τέσσερεις σημαντικοί διεθνείς παράγοντες συμφώνησαν να τηρήσουν μία κοινή, ενιαία γραμμή ως προς τον τρόπο επίλυσής του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών συναποτέλεσαν το «Κουαρτέτο για την Ειρήνη», που επιφορτίσθηκε να κρατήσει ζωντανή την ειρηνευτική διαδικασία, ασκώντας επιρροή τόσο στο Ισραήλ, όσο και στους Παλαιστινίους, ώστε να αδράξουν από κοινού την ιστορική ευκαιρία να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή πολιτική λύση. Το «Κουαρτέτο για τη Ειρήνη», παρά τις εγγενείς αδυναμίες που παρουσίασε στην πορεία της ειρηνευτικής διαδικασίας, τυπικά έθεσε τέρμα σε μία μακρά και επώδυνη εποχή, κατά την οποία το Παλαιστινιακό βρισκόταν στο επίκεντρο του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, πρώην αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης και του Αραβικού κόσμου.
Δυστυχώς, τα χρονοδιαγράμματα των συμφωνιών του Όσλο καταστρατηγήθηκαν. Οι πολιτικές προσωπικότητες που θα ήταν σε θέση να συμβάλλουν εποικοδομητικά στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων, τόσο από πλευράς Ισραήλ όσο και από πλευράς Παλαιστινίων, δεν υπάρχουν πια. Ακραίες επιλογές ένθεν κακείθεν προκάλεσαν νέους κύκλους αίματος. Ύστερα από μία σύντομη περίοδο αισιοδοξίας, η Δεύτερη Ιντιφάντα που άρχισε τον Οκτώβριο του 2000, ουσιαστικά μέχρι σήμερα δεν έχει λήξει. Αιματηρές επιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Αντίποινα έφεραν αντίποινα.
Η εβραϊκή εποικιστική δραστηριότητα δημιουργεί τετελεσμένα, που μοιραία καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή τον εδαφικό διαχωρισμό μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων και τη δημιουργία δύο βιώσιμων κρατικών όμορων οντοτήτων. Οι κραυγές του ακραίου ισλαμισμού και του εβραϊκού σωβινισμού βρίσκουν ευήκοα ώτα σε ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα της κοινής γνώμης αμφοτέρων των πλευρών. Το μίσος γεννά μίσος. Έτσι, πίσω από την λακωνική και καθ όλα ειλικρινή φράση «Το Όσλο Πέθανε», τα τελευταία χρόνια τόσο στο Ισραήλ όσο και στην Παλαιστινιακή Αρχή αναπτύσσεται μία επιχειρηματολογία χωρίς προοπτική ειρήνης. Από τη μία, οι νεορεβιζιονιστικές τάσεις στο Ισραήλ κερδίζουν έδαφος και επιδιώκουν την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, αναιρώντας την αρχή «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη», στην οποία βασίσθηκε μέχρι τώρα όλη η φιλοσοφία της πολιτικής λύσης. Από την άλλη, η Παλαιστινιακή Αρχή, η βιωσιμότητα της οποίας εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την διεθνή οικονομική βοήθεια και αποδεδειγμένα ευάλωτη σε φαινόμενα διαφθοράς, δεν είναι πλέον σε θέση να εμπνεύσει στους πολίτες την προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Ακόμα και η καθαυτή διεθνής διπλωματική της νομιμοποίηση ακόμα ένα σημαντικό αποτέλεσμα των Συμφωνιών του Όσλο μάλλον δεν εντυπωσιάζει πια τον μέσο Παλαιστίνιο που κατοικεί στη Δυτική Όχθη ή στη Γάζα.
Από τις εξαγγελίες του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ότι επίκειται η μεταφορά της Πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, προκύπτει ότι το Παλαιστινιακό εισέρχεται σε μία καινούργια περίοδο. Μία τέτοια κίνηση της Ουάσινγκτον θα σημαίνει την αναγνώριση της – ενιαίας – Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, ανατρέποντας με αυτόν τρόπο όλα όσα έως τώρα γνωρίζαμε περί του τρόπου επίλυσης της Αραβοϊσραηλινής διένεξης. Οι αντιδράσεις ως προς ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν άργησαν να εκδηλωθούν: Την προηγούμενη εβδομάδα οι ηγεσίες της Φατάχ, της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στον μεταξύ τους πολιτικό ανταγωνισμό, δηλώνοντας ότι εντός του προσεχούς διμήνου τα συλλογικά όργανα της Παλαιστινιακής Αρχής θα επανασυγκροτηθούν από εκπροσώπους όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών τάσεων. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η παλαιστινιακή συμφωνία επαναπροσέγγισης επετεύχθη χάρη στην αυξημένη παρασκηνιακή κινητικότητα της Ρωσίας.
Την ίδια στιγμή και δη για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες η Κίνα ενώπιον των οργάνων της Ισλαμικής Συνδιασκέψεως και δια του Υπουργού Εξωτερικών της, δήλωσε με έμφαση ότι τίθεται υπέρ της ανακήρυξης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, με πρωτεύουσά του την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Τέλος, η φιλοδυτική μοναρχία της Ιορδανίας, καθυστερώντας χαρακτηριστικά να αποστείλει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Πρόεδρο Τραμπ για την ανάληψη των καθηκόντων του, προέβη σε κοινή δήλωση με τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς, καθιστώντας σαφές ότι πρόκειται να λάβει μέτρα από κοινού με την Παλαιστινιακή Αρχή, σε περίπτωση μεταφοράς της αμερικανικής Πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ.
Η εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια εκ μέρους του Αμμάν προμηνύει το κλίμα που πρέπει να αναμένεται από τον αραβικό κόσμο, αλλά και τον διεθνή μουσουλμανικό παράγοντα. Οι διαφαινόμενες τάσεις καταδεικνύουν ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μίας μετεξέλιξης του πάλαι ποτέ ψυχροπολεμικού διπολισμού, που επί δεκαετίες χαρακτήριζε την Αραβοϊσραηλινή διένεξη. Το Παλαιστινιακό τείνει να αναχθεί και πάλι σε ζήτημα τριβής μεταξύ Ανατολής-Δύσης για πρώτη φορά μετά την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο το 1994. Μία αισιόδοξη προσέγγιση της παρούσας συγκυρίας θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι κατά το παρελθόν, ο ψυχροπολεμικός διπολισμός σίγουρα δεν έφερε την απόλυτη ειρήνη στον κόσμο, πλην όμως απέτρεψε περαιτέρω εστίες πολέμου ή τον Έναν Μεγάλο Πόλεμο που δεν έγινε ποτέ επειδή ίσως απεφεύχθη. Σύμφωνα με την ίδια αισιόδοξη συλλογιστική, δεν αποκλείεται ακόμα και αυτή καθαυτή η ανακοίνωση της πρόθεσης του Προέδρου Τραμπ να μεταβάλει ριζικά την πάγια θέση της χώρας του ως προς το πολιτικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ, να στοχεύει στην αναβίωση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Ήδη, σύμφωνα με δημοσιεύματα του παλαιστινιακού Τύπου, αμερικανοί διπλωματικοί αξιωματούχοι φέρονται να διαβεβαιώνουν Παλαιστινίους ομολόγους τους ότι, παρά τα όσα ακούγονται από την ισραηλινή πλευρά, δεν αποτελεί προτεραιότητα για το State Department η μεταφορά της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, αλλά η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών.
Ωστόσο, με ενδιαφέρον αναμένονται τα αποτελέσματα της επικείμενης επίσκεψης του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Νετανιάχου στην Ουάσινγκτον τον Φεβρουάριο, προκειμένου να αποσαφηνισθούν πλήρως εάν οι εντυπωσιακές προεκλογικές εξαγγελίες του Προέδρου Τραμπ είναι εφαρμόσιμες χωρίς να προκαλέσουν επικίνδυνους κραδασμούς στην κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής και ποιες όχι.
Ο Γαβριήλ Χαρίτος είναι δικηγόρος- Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, συνεργάτης του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και ειδικεύεται σε ζητήματα Ισραήλ.
Πηγή: Προεκλογικές υποσχέσεις και πραγματικότητα στο νέο σκηνικό: ΗΠΑ, Ισραήλ, Παλαιστινιακό http://mignatiou.com/2017/01/proeklogikes-iposchesis-ke-pragmatikotita-sto-neo-skiniko-ipa-israil-palestiniako/