Χάρτης της Μεγάλης Ελλάδας, από το δημοσίευμα της σκοπιανής Nova Makedonija
Οδηγημένοι από τον ηγεμονισμό, ως μεγαλοπολιτειακό φιλόδοξο εκφυλισμό της εθνικής αφύπνισης και, ως εκ τούτου, την επιβολή πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής επιρροής (ανωτερότητα, κυριαρχία) ενός έθνους έναντι των άλλων, που στο παρελθόν, ιδιαίτερα προς τους ‘Μακεδόνες’ (σημ. Σλάβοι της Νοτιοσλαβίας που μεταμφιέστηκαν σε Μακεδόνες για να διαχωριστούν από τους Βουλγάρους), επιτεύχθηκε με τη χρήση βίας, η Σόφια, το Βελιγράδι και η Αθήνα προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια τεχνητή εθνική συνείδηση, γράφει σήμερα σε προπαγανδιστικό της άρθρο η Nova Makedonija.
«Παράλογες καταστάσεις»
Αυτές οι δραστηριότητες οδήγησαν σε παράλογες καταστάσεις, όταν μέλη της ίδιας οικογένειας είχαν αντίθετες εθνικές διακηρύξεις. Ιστορικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι η Μακεδονία και ο ‘μακεδονικός λαός’ ήταν λεία των Βούλγαρων, Σέρβων και Ελλήνων εθνικιστών.
Η προαναφερθείσα προπαγάνδα κορυφώθηκε μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, όταν ξεκίνησε ένας ανεπίσημος εμφύλιος στην τότε Οθωμανική επικράτεια, ένας πόλεμος που χαρακτηρίστηκε από φρικαλεότητες, όπως αυτός που ο Κότε Χρίστοφ σκότωσε τον δούκα Λάζαρ Ποπ-Τράικοφ και του έκοψε το κεφάλι.
Ο λαγός είναι ακόμα στο δάσος.
Η αφομοιωτική προπαγάνδα των βαλκανικών κρατών δεν διέφερε σε τίποτα από τις δραστηριότητες των αποικιακών αυτοκρατοριών του 18ου και 19ου αιώνα.
Ως εκ τούτου, χαρακτηρίζονταν από ακραίο εθνικισμό και σοβινισμό και αντιμετώπιζαν τη Μακεδονία και τον μακεδονικό λαό (σημ. Σλάβους της Μακεδονίας δηλαδή) ως θηράματα.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στη ρήση του Βούλγαρου πρίγκιπα Φερδινάνδου Α’ ότι «ενώ οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι μάλωναν για τη σούβλα, ο λαγός ήταν ακόμα στο δάσος».
Η βουλγαρική Προπαγάνδα
Η άμεση σύνδεση της προπαγάνδας με τον σωβινισμό και τον ακραίο εθνικισμό επιβεβαιώνει τις εθνικιστικές ιδεολογίες.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το βουλγαρικό κράτος έχτισε την εθνικιστική του αφήγηση στην αρχή της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Αυτό επιβεβαιώνεται στο βιβλίο «Μακεδονία» που εκδόθηκε το 1918, το οποίο αναφέρει ότι «αν και η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου δεν υλοποιήθηκε, άφησε έντονη εντύπωση στους Βούλγαρους», και ότι «για τους Βούλγαρους η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου παρέμεινε αναγνωρισμένος και απραγματοποίητος στόχος». «Από τότε, είναι το όνειρο ολόκληρου του βουλγαρικού έθνους».
Σε παρόμοια κατεύθυνση κινούνται και οι δραστηριότητες του σερβικού κράτους. Αυτό φαίνεται και στο βιβλίο «Μακεδονία και Παλαιά Σερβία», όπου ο συγγραφέας Σπυρίδων Γκόπτσεβιτς προσπαθεί να αποδείξει ότι οι Νοτιοσλάβοι είναι Σέρβοι.
Οι Σέρβοι εθνικιστές άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν το όνομα Παλαιά Σερβία για το βόρειο τμήμα της γεωγραφικής Μακεδονίας, τη σημερινή Δημοκρατία της («Βόρειας»)Μακεδονίας, και κατάφεραν να επιβάλουν αυτόν τον όρο σε ορισμένες ευρωπαϊκές εφημερίδες.
Η ελληνική προπαγάνδα
Η ελληνική προπαγάνδα ήταν από τις αρχαιότερες στη Μακεδονία, με επικεφαλής το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Οι ενέργειες της ελληνικής προπαγάνδας εξηγούνται με απόλυτη σαφήνεια από τον Πατριαρχικό Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος κήρυξε: «Έλληνες είστε από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά οι Σλάβοι πέρασαν και σας σλαβοποίησαν».
Η εμφάνισή σου είναι ελληνική και η γη που πατάμε ελληνική. «Τα μνημεία που κρύβονται σε αυτό το μαρτυρούν, και είναι ελληνικά και τα νομίσματα που βρίσκουμε είναι ελληνικά και οι επιγραφές είναι ελληνικές».
Δημιουργία τεχνητής εθνικής συνείδησης στους Σλάβους της Μακεδονίας
Ως εκ τούτου, τα μέλη των σλαβικών λαών στη γεωγραφική Μακεδονία αντιμετώπισαν αυξημένη συστηματική διάδοση ψευδών σχετικά με τα μακεδονικά εθνικά χαρακτηριστικά – γλώσσα, πολιτισμό, ιστορία, παράδοση κ.λπ.
Αυτές οι προπαγανδιστικές δραστηριότητες της Σόφιας, του Βελιγραδίου και της Αθήνας αποσκοπούν στη δημιουργία τεχνητής εθνικής συνείδησης στους «Μακεδόνες» (διάβαζε σλαβικές φυλές στη Μακεδονία), ότι δηλαδή είναι μέλη του βουλγαρικού, του σερβικού ή του ελληνικού λαού.
Η δημιουργία τεχνητής εθνικής συνείδησης μεταξύ των σλαβικών φυλών έγινε μέσα από σχολεία, τα οποία υποστηρίχθηκαν από γειτονικές χώρες, ιδίως μέσω των μαθημάτων της Ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Γλώσσας.
Ως εκ τούτου, δημιουργήθηκε μια παράλογη κατάσταση: ανάλογα με το σχολείο, ο «Μακεδόνας» (σημ. ο Σλάβος της Μακεδονίας) μελετούσε βουλγαρική ιστορία και γλώσσα ή σερβική ιστορία και γλώσσα.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι το μάθημα της Πατρίδας (εξοικείωση με την πατρίδα) σε σχολεία που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της βουλγαρικής προπαγάνδας και οι Σλάβοι μαθητές διδάσκονταν ότι η Μακεδονία ήταν μια παλιά βουλγαρική χώρα.
Η προπαγανδιστική εκστρατεία προκάλεσε διχόνοια όχι μόνο στον σλαβικό λαό αλλά και στις ίδιες τις σλαβικές οικογένειες.
Η ξένη προπαγάνδα συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τη σλαβομακεδονική διανόηση, καθώς και από το σλαβομακεδονικό επαναστατικό κίνημα, αλλά κατάφερε να σχηματίσει μια ξένη εθνική συνείδηση σε ένα μέρος του λαού, αλλά και σε ορισμένους Σλαβομακεδόνες ακτιβιστές, όπως ο Χρίστο Μάτοφ ή ο Κότε Χρίστοφ.
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, υπάρχουν παραδείγματα όταν σε μια σλαβική οικογένεια ο πατέρας δηλώνει Έλληνας και ο γιος Βούλγαρος.
Αλλά το ξένο εθνικό συναίσθημα μεταξύ των Σλάβων της Μακεδονίας ήταν τεχνητό και, ως εκ τούτου, τα μέλη του μακεδονικού λαού (σημ. οι σλαβικές φυλές στη γεωγραφική Μακεδονία) άλλαζαν συχνά τις εθνικές τους εκφράσεις και μερικές φορές δήλωναν ως Βούλγαροι, Σέρβοι ή Έλληνες.
Αυτόν τον παραλογισμό παρατήρησαν και ξένοι, όπως ο Γ.Φ. Ο Abbott, ο οποίος στο βιβλίο του «The Story of a Tour in Macedonia» επισημαίνει ότι «η εθνικότητα στα Βαλκάνια είναι ένα μεταβλητό θέμα, στο οποίο το συναίσθημα, το αίμα ή η γλώσσα έχουν μικρή ή καθόλου επιρροή».
Ως προς αυτό, θα πρέπει να γίνει κατανοητή η δήλωση του Ρώσου πρίγκιπα Γ.Ν. Τρουμπέτσκο ότι ο νοτιοσλαβικός πληθυσμός είναι «ζύμη από την οποία μπορούν να ζυμωθούν και οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι».
Ωστόσο, ο Ρώσος πρόξενος Α. Ο Πετράγιεφ από τη Θεσσαλονίκη, στην έκθεσή του το 1907 στο ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, σημειώνει και κάτι άλλο. Συγκεκριμένα, αρκετά χωριά στον καζά της Καστοριάς απαρνήθηκαν όλους τους άλλους εθνογραφικούς αυτοπροσδιορισμούς και αυτοαποκαλούνταν επίμονα «Μακεδόνες».
Ο Ρώσος πρόξενος λέει επίσης ότι οι κάτοικοι επτά χωριών του Debar Kaza αυτοαποκαλούνταν Μακεδόνες Σλάβοι (στο πρωτότυπο : Μακεδόνες Σλάβοι- македонски Словен) και ότι ο ντόπιος πληθυσμός ήθελε να ζει σύμφωνα με τα έθιμά του και να μιλά τη σλαβική μητρική του διάλεκτο και όχι σύμφωνα με τα προγράμματα των βουλγαρικών ή σερβικών επιτροπών.
Η προπαγάνδα κορυφώθηκε στη διεκδίκηση της Μακεδονίας
Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, σημειώθηκε ριζική αλλαγή στις προπαγανδιστικές δραστηριότητες στη Μακεδονία.
Η προηγούμενη εκκλησιαστική-εκπαιδευτική προπαγάνδα αντικαταστάθηκε από ένοπλη προπαγάνδα, μέσω αποστολής στρατευμάτων από το εξωτερικό και κινητοποίησης ομοϊδεατών από το εσωτερικό της Μακεδονίας.
Για αυτές τις συνθήκες γράφει και η γερμανική εφημερίδα «Frankfurten Ztg» στο άρθρο «Destroyers of Peace on the Balkan Peninsula».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, εμφανίστηκαν νέα στοιχεία – ελληνικά και σερβικά συγκροτήματα που εκνευρίστηκαν από τη μερική πολιτική επιτυχία της εξέγερσης του 1903.
Οδηγήθηκαν από την επιθυμία να εξασφαλίσουν μελλοντικές διεκδικήσεις μέσω της συμμετοχής στους Μακεδονικούς αγώνες.
Στο προαναφερθέν κείμενο διαβάζεται επίσης ότι οι Σέρβοι εργάζονταν κυρίως στο Σκοπιανό Σαντζάκι, όπου στόχευαν στην αναγκαστική σερβοποίηση των εξαρχικών σχολείων των χωριών, την εκδίωξη των δασκάλων ή την προσέλκυσή τους στη σερβική πλευρά και ότι αρκετοί εξαρχικοί ιερείς και δάσκαλοι δολοφονήθηκαν από τα σερβικά συγκροτήματα.
Η εφημερίδα τονίζει επίσης ότι η συμπεριφορά των ελληνικών στρατευμάτων στη Μακεδονία ήταν πολύ πιο σκληρή και βίαιη στις περιοχές Καστοριάς, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης.
Εδώ το ελληνικό κράτος κρατούσε υπό την επιρροή του περίπου 400.000 άτομα, με τη μορφή εκκλησιαστικής υποταγής μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα με την εφημερίδα «Frankfurten Ztg».
***
Μια υπενθύμιση ενός ξεχασμένου αλλά πολύ ζωντανού παραδείγματος της διχόνοιας και των δολοφονιών μεταξύ των Σλάβων της Μακεδονίας.
Τέλειο παράδειγμα της διχόνοιας και των δολοφονιών μεταξύ των ‘Μακεδόνων’ είναι ο Κότε Χρίστοφ.
Αρχικά ήταν μέλος της Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (MRO), αλλά μετά την όξυνση της ελληνικής ένοπλης προπαγάνδας, αποδέχτηκε την ελληνικότητά του και έγινε αρχηγός ανταρτικής εταιρείας.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως Έλληνας αγωνιστής υπό την επιρροή του Έλληνα Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και με αντάλλαγμα δέκα λίρες και τη μόρφωση των γιων του στην Αθήνα.
Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, ο δούκας Σπύρο Όλτσεφ αναζήτησε καταφύγιο στον Κότε με δύο Τσέτνικ, αλλά τους αφόπλισε και τους αιχμαλώτισε.
Ο τραυματισμένος οπλαρχηγός της Καστοριάς Λάζαρ Ποπ-Τράικοφ ζήτησε επίσης βοήθεια από τον Κότε Χρίστοφ, αλλά ο Κότε του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε στον επίσκοπο της Καστοριάς Καραβαγγέλη, από τον οποίο έλαβε 50 λίρες.

Nova Makedonija