του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Είναι δύσκολο να κάνεις προβλέψεις, ειδικά για το μέλλον. Είναι αδύνατο να πούμε με βεβαιότητα πώς θα αποδώσει ακόμη και ένα υπερσύγχρονο οπλικό σύστημα υπό την πίεση της μάχης. Η αυστηρότητα στις δοκιμές πεδίου σε καιρό ειρήνης δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας στη δράση. Οποιοδήποτε όπλο, ανεξάρτητα από το πόσο εξελιγμένο είναι, θα έχει χαμηλή απόδοση, εκτός εάν το χειριστεί ένας έμπειρος, με κίνητρο χειριστής. Το καλύτερο όπλο δεν είναι καλύτερο από τον χρήστη του. Πριν από έναν αιώνα και πλέον, ο ναύαρχος Κουντουριώτης επεσήμανε ότι μόνο ένας ικανός στρατιώτης, ναύτης ή αεροπόρος μπορεί να αποσπάσει τη μέγιστη σχεδιαστική απόδοση από τον εξοπλισμό. (Κουντουριώτης σε ερώτηση του Βενιζέλου απάντησε: «Θα νικήσωμεν κύριε Πρωθυπουργέ! Δεν κερδίζονται οι μάχες μόνο με τα σίδερα και τα μπαρούτια, κρίνονται και με την ψυχή. Την ψυχή που έχουμε από τους προγόνους μας, τους ήρωες του 21, που νίκησαν πολύ πιο μεγάλους στόλους της Τουρκίας και Αιγύπτου»)
Η πιθανότητα, η αβεβαιότητα, η ομίχλη του πολέμου, η τριβή στα γρανάζια των στρατιωτικών θεσμών και τα τρομερά πάθη συγκαταλέγονται στη λεγεώνα των παραγόντων που εκτρέπουν τον πόλεμο από οποιαδήποτε ομαλή ή προβλέψιμη πορεία. Ο πόλεμος κατοικεί στη σφαίρα της πολυπλοκότητας. Στην πραγματικότητα, η ατομική απόδοση των στελεχών είναι κεντρική. Τα στελέχη λειτουργούν μέσα σε οργανισμούς με εδραιωμένες κουλτούρες που διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της οργάνωσης εκτελούν την επιχείρησή τους. Η θεσμική κουλτούρα θα μπορούσε να βοηθήσει τα στελέχη να επιτύχουν τη βέλτιστη απόδοση, θα μπορούσε να έχει ουδέτερο αντίκτυπο, ούτε να βοηθά ούτε να εμποδίζει, ή μπορεί να λειτουργήσει εναντίον τους.
Ποια πλευρά επιμελείται την καλύτερη μαχητική κουλτούρα, την κουλτούρα της επάρκειας και το ήθος της παρενόχλησης θα βελτιώσει τις προοπτικές της επιτυχίας σε έναν πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας;
Το κρίσιμο σημείο στη στρατιωτική θεωρία είναι ότι η αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τις τεχνικές προδιαγραφές τους αλλά από τους ανθρώπινους και οργανωτικούς παράγοντες που περιβάλλουν τη χρήση τους. Αυτή η αρχή έχει πολλά επίπεδα που αξίζει να διερευνηθούν, ειδικά στο πλαίσιο μιας πιθανής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Όπως σημείωσε ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, οι δεξιότητες, η εκπαίδευση και τα κίνητρα του προσωπικού παίζουν καθοριστικό ρόλο. Χωρίς γνώση, ακόμη και τα προηγμένα συστήματα υπολείπονται των δυνατοτήτων τους. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία των ισχυρών προγραμμάτων εκπαίδευσης, των ρεαλιστικών ασκήσεων και της καλλιέργειας μιας αίσθησης υπερηφάνειας και σκοπού μεταξύ των μελών της υπηρεσίας. Για την Ελλάδα και την Τουρκία, οι διαφορές στις μεθοδολογίες στρατιωτικής εκπαίδευσης και στην ικανότητά τους να διατηρήσουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα σε καιρό ειρήνης θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη μαχητική τους απόδοση.
Οι ηγεσίες πρέπει να ενσταλάξουν εμπιστοσύνη και σαφή κατεύθυνση. Ιστορικά, οι καλά καθοδηγούμενες δυνάμεις συχνά ξεπερνούν τους τεχνολογικά ανώτερους αντιπάλους. Η θεσμική κουλτούρα αντανακλά αξίες, παραδόσεις και κανόνες που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο το προσωπικό αντιμετωπίζει τις προκλήσεις. Η πεποίθηση του «μπορώ να κάνω», η προσαρμοστικότητα και η εμπιστοσύνη στην ηγεσία μπορούν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας. Σε αυτήν την περίπτωση, ποιος στρατός —ελληνικός ή τουρκικός— καλλιεργεί μια κουλτούρα που αγκαλιάζει την καινοτομία, δίνει προτεραιότητα στην εκπαίδευση και μαθαίνει από τα λάθη πιο αποτελεσματικά; Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας.
Τα στελέχη που προσαρμόζονται σε συνθήκες ρευστού αγώνα είναι πιο πιθανό να επικρατήσουν. Η ακαμψία, ακόμη και όταν λειτουργούν ανώτερα συστήματα, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή. Η πλευρά που ενσωματώνει καλύτερα μαθήματα από προσομοιωμένα σενάρια μάχης στο δόγμα της μπορεί να αποκτήσει σημαντικό πλεονέκτημα.
Εξετάζοντας το πλαίσιο μιας πιθανής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, διακρίνουμε ότι και οι δύο χώρες διαθέτουν εξελιγμένα στρατιωτικά μέσα και έχουν επενδύσει πολλά στις προμήθειες. Ωστόσο απαιτούνται να δοθούν αξιόπιστες απαντήσεις σε τρία ερωτήματα:
- Επιχειρησιακή ολοκλήρωση: Πόσο αποτελεσματικά ενσωματώνουν αυτά τα όπλα σε κοινές επιχειρήσεις (στεριά, θάλασσα, αέρας);
- Ηθικό και συνοχή: Οι ιστορικές εχθρότητες και οι εθνικές αφηγήσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν τα στρατεύματα, αλλά μπορούν επίσης να προκαλέσουν υπερβολική εμπιστοσύνη ή κακή λήψη αποφάσεων υπό πίεση. Πως θα ενεργήσει αυτή η παράμετρος αντίστοιχα;
- Συμμαχίες και υποστήριξη: Και τα δύο έθνη είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά οι εξωτερικές συμμαχίες και η πιθανή εμπλοκή συμμάχων θα διαμορφώσουν τη σύγκρουση;
Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα όπου οι ανθρώπινοι και πολιτιστικοί παράγοντες υπερίσχυαν των τεχνικών πλεονεκτημάτων. Θα αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα πέραν του έπους του 1940 που έχει εθνικό χαρακτήρα. Το πρώτο είναι η Μάχη του Μίντγουεϊ (1942). Το ανώτερο ιαπωνικό ναυτικό υλικό και τακτικές αναιρέθηκαν από την αμερικανική εφευρετικότητα και την αποφασιστική ηγεσία. Και το δεύτερο, ο πόλεμος των Φώκλαντ (1982). Οι βρετανικές δυνάμεις επικράτησαν παρά τις υλικοτεχνικές προκλήσεις, χάρη στην ανώτερη εκπαίδευση, την ηγεσία και την προσαρμοστικότητα.
Συμπέρασμα
Ενώ τα σύγχρονα συστήματα και οι πλατφόρμες δίνουν μορφή στις στρατιωτικές εμπλοκές, τα άυλα στοιχεία – εκπαίδευση, ηγεσία, ηθικό και θεσμική κουλτούρα – καθορίζουν τα αποτελέσματα. Σε μια πιθανή σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας, η πλευρά που καλλιεργεί μια δυναμική κουλτούρα με επίκεντρο την ικανότητα, ευθυγραμμισμένη με ρεαλιστική εκπαίδευση και στρατηγική προσαρμοστικότητα, πιθανότατα θα έχει το πάνω χέρι. Η μάχη παραμένει το απόλυτο τεστ, αλλά αυτοί οι προπαρασκευαστικοί παράγοντες καθορίζουν ποια πλευρά μπαίνει σε αυτή τη δοκιμή καλύτερα προετοιμασμένη.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.