Παλαιών Πατρών Γερμανός: Η επανάσταση, ο προπηλακισμός του Παπαφλέσσα, η επιστολή που δεν έδωσε ποτέ στον Πάπα, η σύλληψη και ο βασανισμός του

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ

Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε την επανάσταση του 1821 και τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων στις 25 Μαρτίου του 1821 από την Αγία Λαύρα.

Αυτό τουλάχιστον μαθαίνουμε από το νηπιαγωγείο ακόμη. Και μετά σκοτάδι για τον ίδιο τη δράση του, τη ζωή του. Ποιος ήταν αλήθεια, τι έκανε στη συνέχεια, πότε και πως πέθανε…

Υπάρχουν στοιχεία, φήμες και αντικρουόμενες μαρτυρίες. Το σίγουρο είναι ότι η επανάσταση κηρύχθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, αλλά όχι στις 25 Μαρτίου, νωρίτερα. Απλώς η 25η ορίστηκε ως ημέρα ορόσημο με διάταγμα του Όθωνα.

Λίγο γνωστός είναι ο άσχημος διαπληκτισμός του με τον Παπαφλέσσα λίγες εβδομάδες νωρίτερα καθώς τους χώρισαν λίγο πριν έρθουν στα χέρια.

Ακόμη λιγότερο, όμως γνωστά είναι:

  • Η αποστολή του στην Ιταλία προκειμένου να συναντήσει τον Πάπα και να του ζητήσει να βοηθήσει του Έλληνες με κάποιο… νιτερέσο.
  • Η σύλληψη και ο άγριος βασανισμός του από τον Γκούρα, ο τρόπος της απλευθέρωσής του, αποκαθήλωση του στη Γ’ Εθνοσυνέλευση και τέλος ο θάνατος του από τύφο.

Ας φωτίσουμε από την αρχή ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία στη ζωή του Παλαιών Πατρών Γερμανού

Τα βιογραφικά

Γεννήθηκε στη Δημητσάνα Αρκαδίας, 25 Μαρτίου 1771 και πέθανε στο Ναύπλιο, 30 Μαΐου 1826. Έλληνας ιεράρχης, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών και ένας από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με διπλωματική και πολιτική δράση.

Γιος του Ιωάννη Γκόζια, χρυσοχόου και αγρότη και της Κανέλας Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου, ενώ το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Είχε έναν αδελφό και τέσσερεις αδελφές.

Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο. Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη και υπηρέτησε δίπλα στον μητροπολίτη Γρηγόριο που ήταν συμπατριώτης και θείος του (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄). Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης.

Στις αρχές του 1806 επί πατριαρχίας του Γρηγορίου, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εκλέχθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών όπου και ανέλαβε καθήκοντα (ενθρόνιση) τον Μάιο του ίδιου έτους. Την περίοδο 1815-1817 υπήρξε μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Από το 1818 διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Πελοπόννησο.

Η Φιλική Εταιρεία και η Επανάσταση

Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αντώνιο Πελοπίδα.

Ουσιαστικά η δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη προετοιμασία της επικείμενης Επανάστασης ξεκίνησε από τις αρχές του επόμενου έτους της μύησής του όπου και άρχισε τις επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών Ι. Βλασόπουλο, που την εποχή εκείνη ήταν πρόξενος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, πρώτο γραμματέα, διερμηνέα, του ρωσικού προξενείου στην ίδια πόλη.

Πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για την προετοιμασία της επανάστασης. Οι μυστικές αυτές κινήσεις γίνονταν υπό τον συνθηματικό τίτλο της “ίδρυσης επιστημονικής σχολής” και έτσι αναφέρονταν στην αλληλογραφία. Σώζεται κατάλογος ιδιόγραφος από τον Γερμανό με τα ονόματα των 31 προσωπικοτήτων της Πελοποννήσου και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής».

Η «συμπλοκή» με τον Παπαφλέσσα

Περί τα τέλη του 1820 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας με οδηγίες και έγγραφα και με τη διάθεση να ξεσηκώσει την επανάσταση το συντομότερο.

Ο Γερμανός και οι πρόκριτοι θεώρησαν πρόωρο και επικίνδυνο το ξεκίνημα της επανάστασης στις αρχές του 1821. Στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας, (στις 20 – 30 Ιανουαρίου του 1821), ο Γερμανός διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για την ετοιμότητα για έναρξη της επανάστασης, αμφισβητώντας τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα με συνέπεια να έρθουν σε σύγκρουση.

Ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 8ης Σεπτεμβρίου 1930, καταγράφει:

Ο Παπαφλέσσας, φλογερός στο λόγο του, προχωρά σε μία σειρά από ανυπόστατους ισχυρισμούς που έχουν αρχίσει να πείθουν μια μερίδα προκρίτων. Τότε μπαίνει στη «μάχη» το βαρύ τους πυροβολικό. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαίμης, που ξεκίνησε πρώτος:

«Όσα είπε ο αρχιμανδρίτης Δικαίος είνε άστατα, απελπισμένα στασιαστικά, ιδιοτελή και σχεδόν μπερμπάντικα. Αν βάζαμε βάσι σε τέτοια πράγματα, θα παίρναμε χωρίς άλλο το έθνος στο λαιμό μας και θάπεφτε στο κεφάλι μας το αιώνιο ανάθεμα. (…) Απ’ όσα είπε τίποτα δεν είνε θετικό και σίγουρο για ένα έργό τόσο μεγάλο και δύσκολο»

«Ο Γερμανός σηκώθηκε, κρατώντας ένα χαρτάκι: Αρχιμανδρίτα Δικαίε, είπε στο συνειθισμένο, υπεροπτικό και κοροϊδευτικό τόνο: Η συνέλευσι δεν ζητεί από σένα λόγους παχείς, αλλ’ αποκρίσεις συντόμους και θετικάς προς τας ερωτήσεις, όπου έχω την εντολήν να θέσω»

Ο δύο άνδρες λογομαχούν. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ζητά εγγυήσεις ότι με την έναρξη της Επανάστασης συμφωνεί ολόκληρο το Εθνός. Ο Παπαφλέσσας δεν μπορεί να δώσει τέτοιες εγγυήσεις. Αλλά δεν τα χάνει. Η μάχη συνεχίζεται.

«Οι λαοί μας είνε όχι μάλλον άπειροι της οπλοφορίας, αλλά και άοπλοι, δυστυχώς, επομένως, πάρα πολύ ολίγοι είνε εκείνοι, οίτινες έχουν οπωσούν την πείραν του πολεμείν», υποστηρίζει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Ο Παπαφλέσσας αφού μιλά με πύρινα λόγια για τους κλέφτες και τους Σουλιώτες λέει στον κληρικό.

«Αν οι λαοί δεν οπλοφορήσουν, δέσποτα, Γερμανέ, πώς θα μάθουν να γεμίζουν τα όπλα; Και αν δεν πολεμήσουν πώς θα λάβουν πείραν πολεμικήν; Και αν δεν γίνουν στρατοί και πόλεμοι πώς θα γίνουν στρατηγοί; Αν καρτεράτε ο ραγιάς να βγη πολεμικός, από τον ύπνο της δουλείας, να πήτε καλλίτερα και φανερά πώς δεν στέργετε την ελευθερία, ούτε τον αγώνα εις τ’ όνομά της!».

Τα λόγια αυτά του Παπαφλέσσα προκάλεσαν την οργή του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Η απάντηση του έμεινε στην Ιστορία:

Γνωρίζω το αίτιον της βίας σου! Άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος ως είσαι, ωθείς τα πράγματα εις ταραχήν προσμένων να πλουτίσης από λάφυρα.

Ο Δικαίος κάνει να ορμήση. Οι άνθρωποί του φέρνουν το χέρι τους στα όπλα. Συγκρατείται. Τους απομακρύνει. Οι πρόκριτοι έχουν πέση στη μέση.

«Στις βρισιές σου δεν θ’ αποκριθώ, λέει αργά και ήσυχα ο Δικαίος. Μα μην πιστέψης πως δεν ξέρω γιατί δε θέλετε ν’ ακούσετε και να πιστέψετε. Δεν είνε πόνος για το έθνος, μα για το τομάρι σας και την κατάστασί σας. Γιατί το ξέρετε καλά πως χωρίς δικά μας άρματα η ρωσσική βοήθεια όσο μεγάλη κι αν ήταν δεν θα μας ωφελούσε τίποτα. Και ποιοι θέλετε ν’ αρματωθούν και να ριχτούνε στον αγώνα πρώτοι, αν όχι εμείς; (…) Την ώρα τούτη ο Μωρηάς μονάχα είνε ελαφρωμένος»

Αποχωρώντας ο Παπαφλέσσας διεμήνυσε ότι θα έκανε μόνος του επανάσταση με όσους άνδρες μπορούσε να μαζέψει, «και τότε όποιον πιάσουν χωρίς όπλα Τούρκοι ας τον σκοτώσουν». Και έτσι έκανε τελικά.

Φωτογραφία που εικονίζει σημαία της Επανάστασης του 1821 με σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας. Τον τύπο της σημαίας αυτής σχεδίασε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τις πρώτες μέρες της Επανάστασης. Κατασκευάστηκαν αρκετές παρόμοιες και διανεμήθηκαν στα στρατόπεδα των επαναστατημένων Ελλήνων. Η συγκεκριμένη ανήκε στον Γεώργιο Σισίνη από το στρατόπεδο της Ήλιδας. Οι 16 κίονες δεμένοι χιαστί είναι ο λεγόμενος «ιερός δεσμός» που συμβόλιζε την ενότητα του αγώνα. Ο σταυρός ανάμεσα σε κλαδιά ελιάς συμβολίζει την ιερότητα του σκοπού. Οι δυο διασταυρούμενες σημαίες φέρουν τα γράμματα ΗΕΑ – ΗΘΣ δηλ. «Ελευθερία ή Θάνατος», σύνθημα-απόφαση για τον μέχρις εσχάτων αγώνα. Τα ίδια σύμβολα υπάρχουν και στα «εφοδιαστικά» γράμματα, ένα είδος μυστικής ταυτότητας που είχε στην κατοχή του κάθε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ/STR

Στις 15 Μαρτίου με δική του εντολή ο φίλος του Ν. Σουλιώτης μαζί με τον Ανδρέα Πετμεζά έστησαν καρτέρι στο δρόμο Καλαβρύτων – Τρίπολης και σκότωσαν δύο Τούρκους σπαχήδες κοντά στο Λιβάρτσι. Όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος («Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ.Χ, σ. 184) «επίσης, την ίδια ή την άλλη μέρα σκοτώθηκαν και μερικοί γυφτοχαρατζήδες κοντά στο Αγρίδι καθώς και τρεις τάταροι (ταχυδρόμοι). Έτσι το ντουφεκίδι άρχισε και τούρκικο αίμα χύθηκε».

Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα, αμαχητί.

Τον ίδιο καιρό (αρχές τρίτου δεκαήμερου του Μαρτίου) οι Τούρκοι της Πάτρας σταδιακά κλείστηκαν στο φρούριο το οποίο πολιορκήθηκε από τους επαναστάτες. Επειδή οι τελευταίοι δεν ήταν καλά οπλισμένοι, οι Τούρκοι κατάφερναν να κάνουν εξόδους και να πυρπολούν σπίτια, ενώ κανονιοβολούσαν και από το φρούριο.

Έτσι οι Πατρινοί έγραψαν στα Νεζερά στον Π.Π. Γερμανό ζητώντας βοήθεια, ο οποίος μετέβη εκεί όπου στις 22 ή 23 -ή 25 Μαρτίου κατά τον Πουκεβίλ και άλλες πηγές- στη πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τους συγκεντρωμένους αγωνιστές και τα όπλα.

Φθάνοντας στην Πάτρα, κατά ορισμένες πηγές το απόγευμα της 25 και κατ’ άλλους στις 26 Μαρτίου, και συνεχιζόμενης της πολιορκίας του κάστρου όπου είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι, ο Γερμανός κήρυξε την Επανάσταση και είχε μια συνάντηση με τους ξένους πρόξενους (Πουκεβίλ Γαλλίας και Γκρην Μεγάλης Βρετανίας).

Ως πρόεδρος της επαναστατικής Αρχής της Αχαΐας, του λεγόμενου Αχαϊκού Διευθυντηρίου επέδωσε επαναστατικό μανιφέστο με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1821.

Στο μανιφέστο εκείνο, αφού τόνιζε ότι «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν», καλούσε τους προξένους, ώστε οι χώρες τους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους» (Το πιο πάνω βιβλίο περιέχει μεταφρασμένο αντίγραφο του μανιφέστου). Η μαρτυρία του Βρετανού προξένου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει όλα τα γεγονότα που αναφέρει ο Πουκεβίλ στη γνωστή ιστορία του της Ελληνικής επανάστασης, παρόλο ότι τηρούσε, ως γνωστό, καθαρά φιλοτουρκική στάση.

Κατά μια άλλη πηγή, στις 26 Μαρτίου, και ενώ πρακτικά δεν υπήρχε άλλη κεντρική Αρχή των επαναστατών, ο Γερμανός, μαζί με τον επίσκοπο Καλαβρύτων Προκόπιο και τους Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Μπενιζέλο Ρούφο επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες των Πατρών την ακόλουθη διακήρυξη:

“Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, … απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα, βαστούμε τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα Χριστιανικά Βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την Εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του υμετέρου μεγάλου κράτους. 1821 Μαρτίου 26.”

Στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης που εξέδωσε ο Πουκεβίλ το 1824 αφηγήθηκε με λεπτομέρειες την κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα από το Γερμανό χωρίς ακριβή ημερομηνία.

Κάποιοι ιστορικοί, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία οικογενειών επαναστατών, υποστηρίζουν ότι σε συνάντηση στην Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου, ο Γερμανός τέλεσε δοξολογία και ορκωμοσία όπου όρκισε προεστούς και επισκόπους του Μοριά που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του αγίου Αλεξίου, πολιούχου των Καλαβρύτων.

Τον Δεκέμβριο του 1821 συμμετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, συμμετοχή την οποία δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του. Το 1822 κλήθηκε να συμβιβάσει τους Δεληγιανναίους με τον Πλαπούτα οι οποίοι βρίσκονταν σε έριδα στρατιωτικής υφής, χωρίς να το επιτύχει.

Ο Καλλίνικος Καστόρχης που εξέδωσε τα απομνημονεύματά του, αποδίδει στον Γερμανό την πρώτη ιδέα δημιουργίας κεντρικής εθνικής διοίκησης της Επανάστασης, κάτι που ο Γερμανός δεν το αναφέρει στα απομνημονεύματά του «δια να μη φανεί αυτεπαίνετος» κατά τον Καστόρχη.

Η αποστολή στην Ιταλία για τη συνάντηση με τον Πάπα

Στην οικονομική απελπισία του 1822 η Προσωρινή Διοίκησις των Ελλήνων διορίζει εγγράφως τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, στις 18 Δεκεμβρίου 1822, «μέλος της Ικεσίας, αποστελλομένης προς τον Άγιον Θρόνον της Ρώμης» με σκοπό «να γνωρισθή η Ελληνική Διοίκησις από την Αυλήν της Ρώμης και να συστηθούν μετ’ αυτής σχέσεις φιλικαί» (Δ. Καμπούρογλου, Μελέτη, 1915, σ. 254-255).

Ο Γερμανός πήγε στην Ιταλία μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, γιό του Πετρόμπεη, και έμεινε εκεί σχεδόν δύο χρόνια, πραγματοποιώντας πολλές και ποικίλες επαφές, αποστέλλοντας επιστολές σε ευρεία γκάμα προσώπων της εποχής, ενώ την ίδια ώρα στην Πελοπόννησο είχαν αρχίσει οι έριδες και οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των επαναστατημένων οπλαρχηγών και προεστών.

Ο Γερμανός «πλήρης πικρίας (σημ. Συνεπεία των διαιρέσεων και ενόπλων συγκρούσεων μεταξύ των αγωνιστών) αλλ’ όχι και αποθαρρύνσεως διά την εσωτερικήν κατάστασιν, υπέρ της τακτοποιήσεως της οποίας και ειρηνεύσεως των αντιμαχομένων είπερ τις και άλλος ειργάσθη, πανταχού παρών και πολλαχώς δρων… απήλθεν εις Ιταλίαν, δύσθυμος το πνεύμα, χωρίς τούτο να μειώση τον προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του ζήλον» (Δ.Γρ. Καμπούρογλου «Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Π. Πατρών Γερμανού», Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήναι, 1916, σσ. 45-46).

Το ταξίδι από την Πάτρα στην Ανκόνα κράτησε 55 ημέρες και άλλες δεκαπέντε απομόνωση στο λαζαρέτο (λοιμοκαθαρτήριο). Οταν βγήκε έστειλε επιστολή στον διαμένοντα στην Πίζα μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, με την οποία του εξήγησε την αποστολή του και ζήτησε οδηγίες.

Η απάντηση του Ιγνάτιου ήταν αποθαρρυντική και ειρωνική: Μπορούσε μόνος του να τα καταφέρει και εκείνοι ουδέν θα επιτύχουν, γι’ αυτό να ξεκουραστούν κάποιες ημέρες και να επιστρέψουν…

Ο Γερμανός απάντησε: «Το να αναπαυθώμεν ενταύθα της πατρίδος πασχούσης είναι αδύνατον, επειδή ουδέ διά τούτο ήλθομεν, ουδέ το ιδίωμα ημών τοιούτον. Εγώ, αδελφέ, είχον ανάπαυσιν και δόξαν και πλούτον αρχιερατεύων εις τας λαμπράς Πάτρας εν καιρώ της εξουσίας των Τούρκων, αλλά κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα την μετά των λοιπών ομογενών κακουχίαν επ’ ελπίδι κοινής ωφελείας της πατρίδος, χωρίς να έχω ποτέ σκοπούς ιδιωφελείας».

Στην Ιταλία ο Γερμανός έμεινε για δύο περίπου χρόνια. Το 1823 ο Διον. Ρώμας του κάνει νύξη να επιστρέψει. Ο Γερμανός του απαντά ότι η παρουσία του είναι ωφέλιμη στην Ιταλία για την Επανάσταση, αλλά και πως με την επιστροφή του θα υποχρεωθεί να πάρει το μέρος κάποιας από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, πράγμα που δεν το θέλει.

Ο στενός σκοπός της αποστολής του δεν επιτεύχθηκε. Τον Πάπα δεν τον είδε. Οι στην Ανκόνα άνθρωποι του ηγεμόνα του παπικού κράτους τον δέχθηκαν με γαλατική ευγένεια, αλλά με διάφορες προφάσεις ματαίωσαν τη μετάβασή του στη Ρώμη. Είναι γνωστό ότι το Βατικανό καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης διατηρούσε ουδέτερη έως θετική στάση προς τους Οθωμανούς (βλ. σχ. Ανδρέα Δρακάκη «Ιστορία του οικισμού της Ερμουπόλεως», Αθήναι, 1979, Τόμος Α’ σελ. 12).

Σε επιστολή προς τον εξοχότατο Μινίστρο των Εξωτερικών της Ελληνικής Διοικήσεως, στις 25 Μαρτίου 1823, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε: «Η αυλή της Ρώμης απέστειλε τας διαταγάς της προς τον ενταύθα δελέγκατον κύριον Πενβενούτον, εν αις τον διορίζει να προσφέρη μεν πάσαν τιμήν και περίθαλψιν προς ημάς, να μας ειδοποιήση δε, ότι να μη βιάσωμεν την εκείσε μετάβασίν μας, επειδή η μεν Αγιότης του προβεβηκυία εις βαθύτατον γήρας ουδεμίαν δύναται να ακροασθή εσωτερικήν ή εξωτερικήν υπόθεσιν, ο δε Καρδινάλης Κύριος Κονσάλβος ασθενεί βαρέως και ευρίσκεται ήδη εις επισφαλή κατάστασιν, και δια τούτο ανάγκη να παραμείνωμεν ημέρας τινάς ενταύθα…» (όπ.π. σ. 269).

Οι παπικοί περιποιούνται την ελληνική αποστολή στην Αγκώνα, αλλά το ταξίδι στο Βατικανό δεν πραγματοποιείται τελικά. Υπάρχει η εκδοχή ότι προφασίζονταν διάφορες δικαιολογίες για να φτάσουν στον Πάπα, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Πάπας Πίος VII απεβίωσε τελικά τον Αύγουστο του 1823 σε ηλικία 81 ετών. Ο Γερμανός ήταν ακόμα στην Ιταλία.

Πιστεύεται, εξάλλου, ότι ο Πάπας ήταν θετικός προς την υπόθεση της Ελλάδας, αλλά η ματαίωση της συνάντησης οφείλεται σε παρέμβαση της Αυστρίας η οποία τότε είχε υπό την προστασία της το Βατικανό και διατηρούσε εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση.

Κατά ορισμένες πηγές, και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά δεν έχει επιβεβαιωθεί «Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία παπικών αξιωματούχων ο Γερμανός ήταν «προφορικά εξουσιοδοτημένος να ζητήσει την προστασία του Πίου Ζ΄ για τους αγωνιζόμενους Έλληνες προτείνοντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών». Η αποστολή αυτή απέτυχε γιατί ο Πάπας έδειξε αδιαφορία ( Ιωάννη Ασημάκη κληρικού της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα «Η πορεία των σχέσεων Ελλάδος –Αγίας έδρας 1820-1980», σ. 242-244.

Η αποστολή αυτή, πάντως, ήταν μια τολμηρή κίνηση των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι προσέβλεπαν στην Παπική βοήθεια, χωρίς να υπολογίζουν ότι απευθύνονται σε ετερόδοξους ή «αιρετικούς», όπως θα έλεγαν κάποιοι σήμερα τους Καθολικούς. Αντιθέτως γράφουν επισήμως για τον “Άγιον Θρόνον της Ρώμης”. Κι ακόμα, ο Γερμανός δεν διστάζει να προσφωνήσει τον Πάπα ως είθισται: «η Αγιότης του».

Σίγουρα πρόκειται για την πρώτη σοβαρή προσπάθεια προσέγγισης Ελλάδας και Δύσης μετά την Άλωση και σε αυτήν πρωταγωνίστησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Περιφερόμενος ο Γερμανός επί μια διετία στην Ιταλία και μετά από αποτυχία κάποιων συνεννοήσεων με ηγεμόνες στη Βερόνα, αλλά και με τον Φιλικό μητροπολίτη Ιγνάτιο που ήταν εξόριστος στη Πίζα, προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τον Λόρδο Στάνχοουπ και τον τραπεζίτη Μπλανκίαρ (“Βλακέρο” κατά τους λογίους) για σύναψη εθνικού δανείου, κάτι το οποίο δεν κατάφερε. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του όμως, παρά την αποτυχία της κυρίας αποστολής του, κατάφερε τουλάχιστον να ενημερώσει και να προτρέψει τους φιλέλληνες της Ευρώπης να βοηθήσουν την επανάσταση.

Η δράση του στην Ιταλία, καθώς δεν αναφέρεται στα απομνημονεύματά του ή από άλλους ιστορικούς της εποχής, τεκμαίρεται από την πολυάριθμη αλληλογραφία του με την Κεντρική Διοίκηση της Ελλάδας, με σημαίνοντες πολιτικούς, στρατιωτικούς και ιερωμένους της Ελλάδας, με ομογενείς και προύχοντες στην Ιταλία, Βλαχία, Ρωσία και αλλού, με τον Καποδίστρια που βρισκόταν τότε στην Ελβετία, τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και άλλους. Επιλογή αυτών των επιστολών και συμπεράσματα για τη δράση του Γερμανού στην Ιταλία δημοσίευσε κυρίως ο Δημήτριος Καμπούρογλου.

Η επιστροφή στην Ελλάδα, η σύλληψη και τα βασανιστήρια

Ο Γερμανός επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1824, οπότε και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην έδρα του. Ήδη είχε ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη εμφύλια διαμάχη. Ο Γερμανός αρχικά προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις πλην όμως υπερασπίστηκε εντονότερα τους Αχαιούς προκρίτους με συνέπεια όχι μόνο να μην επιτύχει τη συμφιλίωση αλλά αντίθετα να υποπέσει στη δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γιάννη Γκούρα που ανέλαβε να καθυποτάξει όλους τους ενάντιους στην υπό τους Κουντουριώτες διοίκηση.

Έτσι, ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας (Νεζερών), ο Γκούρας τον χειμώνα του 1825 προχώρησε στη σύλληψή του και τη μεταφορά του στη Γαστούνη.

Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή αλλιώς Φωτάκος γράφει απομνημονεύματά του, στο βιβλίο πέμπτο, κεφάλαιο Α των ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ.

«…Αφού ο Κωλέττης και οι περί αυτόν, εβεβαιώθησαν περί φυγής των ανταρτών από την Πελοπόννησον, εσκέφθησαν έπειτα πώς να συλλάβουν τον επίσκοπον Παλαιών Πατρών Γερμανόν και τον Ασημάκην Φωτήλαν, οίτινες ήσαν με το σύστημα του Ζαϊμη. Ο Νικολέτος Α. Σοφιανόπουλος, αδελφός του προειρημένου Π. Σοφιανόπουλου, του μυστικοσύμβουλου του Κωλέττη και Γκούρα, ανήκεν εις τον Ζαϊμη πρότερον, αφότου όμως ούτος έφυγε από την Κερπινήν, τον εγκατέλιπε και κατετάχθη κι αυτός υπό τας σημαίας του Γκούρα, και διά της βοήθειας του ιατρού αδελφού του, διωρίσθη φρούραρχος εις το Χλουμούτσι της Γαστούνης.

Τούτον τον Νικολέτον ο Κωλέττης και ο Γκούρας διέταξαν να έλθη εις τα Καλάβρυτα, και αφού του έδωκαν ικανήν στρατιωτικήν δύναμιν, τον έστειλαν να πιάση τους εις την επαρχίαν ταύτην ευρισκομένους Φωτήλαν και Γερμανόν.

Ο Νικολέτος κατά τον Ιανουάριον μήνα του 1825, εξεκίνησεν προς εκτέλεσιν της αποστολής του, διότι αυτός ο Φωτήλας, ειδοποιηθής κατέφυγεν εις το μοναστήριον του Πορετσού, το οποίον ήτο απρόσιτον διά τα πολλά χιόνια και το βουνώδες και το απότομον της θέσεως, τον δε Παλαιών Πατρών συνέλαβεν με τον ακόλουθον τρόπον… Μαθών ο Νικολέτος ότι ο επίσκοπος έμενεν εις τα Νεζερά και εις το εκεί μοναστήριον της Χρυσοποδαρίτισσας, επορεύθη εις το τμήμα τούτο. Φθάσας δε εις το χωρίον Άγιον Βλάσιον, αυτός μεν μαζί με τους στρατιώτας του έμεινεν αυτού, αποχωρίσας δε ως είκοσι εκ τούτων, απέστειλε αυτούς εις το μοναστήρι, οι οποίοι αφού έφθασαν εκεί, επροσποιήθησαν ότι ήσαν διαβατικοί και ότι επήγαν τάχα χάριν ευλαβείας να προσκυνήσουν, και τέλος ότι είχαν ανάγκην τροφής και αναπαύσεως.

Τοιουτοτρόπως οι στρατιώται αυτοί εξαπατήσαντες τους πατέρας, εμβήκαν μέσα εις το μοναστήριον, και μετ’ ολίγον έφθασε ο Νικολέτος με τους λοιπούς στρατιώτας του.

Εμβάς αμέσως έπιασεν τον επίσκοπον Γερμανόν, και τους περιφήμους στρατιωτικούς μοναχούς, τον Νικηφόρον ηγούμενον της μονής και τον Νεκτάριον, τους δύο αυτούς παλικαράδες του αγώνος, και αφού τους επήρε τα όπλα, έπειτα εβασάνισεν αυτούς, και πολλούς άλλους εκ των πατέρων διά να ομολογήσουν ο, τι πράγμα πολύτιμον είχαν, τα οποία και αφήρεσε. Τον δε ιεράρχην Γερμανόν, αφού προηγουμένως του επήραν όλον το χρηματικόν του ποσόν, τα λοιπά πολύτιμα πράγματα ως και τα αρχιερατικά του ενδύματα, όσα τυχόν είχεν εκεί, και τα ζώα του ακόμη, αφού τον έδεσεν ο Νικολέτος, έπειτα τον επήρε και τον έφερε όπου αυτός ήθελε και με όλην τη συνοδείαν του, έφθασεν εις το χωρίον Δροβολοβόν.

Εκεί αφήκε τον αρχιερέα και τους στρατιώτας διά να τον φυλάττουν, και αυτός επήγε εις το Σωποτόν προς αντάμωσιν της γυναικός του, και διά να αφήση εις το σπίτι του όλην την πλουσίαν αρπαγήν, την οποίαν άρπασε από τον αρχιερέαν και από την μονήν.

Όσας ημέρας έμεινεν εις την πατρίδα του το Σωποτόν ο Σοφιανόπουλος, εφόρει τα λαμπρά άρματα του περιφήμου Νικηφόρου. Από το μοναστήριον έως το χωρίον Δροβολοβόν, ο Νικολέτος εσυγχώρη να καβαλικεύη ο αρχιερέας και να περιπατή μαζύ του. Από εκεί όμως του επήρε και το μουλάρι του και μέχρι της Γαστούνης εβάδιζεν πεζός ο αρχιερεύς και μόνον εδώ κι εκεί εκαβαλίκευε, και τούτο εγένετο χάριν Σοπωτινών τινών στρατιωτικών, οι οποίοι ευρέθησαν μετά του Νικολέτου και έδωκαν ολίγην συνδρομήν και ανακούφισιν εις τα δεινά του.”

Η απελευθέρωση λόγω… δεισιδαιμονίας, η αποκατάσταση και ο θάνατος

Όταν όμως ο γιατρός Νικόλαος Σοφιανόπουλος, που καταγόταν από το Σοπωτό, και είχε αναλάβει τη φύλαξή του προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε, ο Γκούρας που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε και ελευθέρωσε τον Γερμανό ο ο ποίος εξαντλημένος έφθασε στο Ναύπλιο όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι να ανακτήσει την υγεία του.

Τον Απρίλιο του 1826 εκλέχθηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών της, εκλεγείς και μέλος της επί των Εσωτερικών επιτροπής. Λίγο αργότερα όμως προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο, που είχε καταστεί τότε ενδημικός στο Ναύπλιο, όπου και πέθανε στις 30 Μαΐου του 1826.

Η κηδεία του έγινε στο Ναύπλιο με κάθε μεγαλοπρέπεια και αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Δημητσάνα. Την τελετή της κήδευσης του Γερμανού περιγράφει ο φιλέλληνας F.R. Schack. Έγινε στο Ναό του Αγ. Γεωργίου, και ένας αρχιμανδρίτης εκφώνησε επικήδειο λόγο με το ιστορικό της ζωής του αποθανόντος. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Γερμανός ήταν ο πρώτος που σήκωσε τη σημαία του σταυρού στα Καλάβρυτα. Προς τιμή του ανεγέρθηκε στη Πάτρα σπουδαίος ανδριάντας επί μαρμάρινου βάθρου στη θέση Ψηλά Αλώνια ως σύμβολο της “ευελπίδι παλιγγενεσίας”.

Τα Απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού

Ο Γερμανός έγραψε απομνημονεύματα τα οποία, πέρα από ένα σύντομο ιστορικό περί της τουρκοκρατίας, αναφέρουν γεγονότα πριν από την έναρξη της Επανάστασης και μέχρι την Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823. Στο τέλος του κειμένου αναγγέλλει τη συνέχεια των απομνημονευμάτων αλλά δεν είναι γνωστή η ύπαρξη άλλου σχετικού κειμένου.

Στα απομνημονεύματα βρίσκονται επικριτικά σχόλια για τον επίσκοπο Χριστιανουπόλεως, για τη δράση των Μανιατών, για τον Παπαφλέσσα και για τα μέλη του Εκτελεστικού.

Από τους ιστοριοδίφες διαπιστώνεται ότι ο Γερμανός είναι “σύντομος, περιεκτικός” και “φειδωλός”, αναφέρεται πολύ λίγο στην προσωπική του δράση και από το έργο του λείπουν οι λέξεις ή εκφράσεις που θα πρόδιδαν ότι είναι γραμμένο από ιερωμένο, και ότι τα απομνημονεύματα “έχουν μία ξηρότητα” και παραλείπουν πολλά γεγονότα.

Μεταξύ των γεγονότων που δεν αναφέρει είναι ό,τι συνέβη κατά την αποστολή του στη Ρώμη όπου προσπάθησε να συναντήσει τον Πάπα προκειμένου να ζητήσει βοήθεια για την Επανάσταση (Κωνσταντοπούλου, σ. 122), παρ’ ό,τι αναφέρει ότι του είχε ανατεθεί η σχετική αποστολή.

Τη γνησιότητα των απομνημονευμάτων αμφισβήτησε ο ιστοριοδίφης της Αχαΐας Γ. Παπανδρέου, ενώ ο Καμπούρογλου αναφέρει επίσης ότι προσπάθησε να βρει πληροφορίες σχετικά με τη γνησιότητά τους, καθώς κυκλοφορούσαν υπόνοιες ότι μπορεί να είχαν γίνει προσθαφαιρέσεις στο κείμενο.

photo : Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Επανάστασης, Πίνακας Πηγή https://commons.wikimedia.org/wiki

Πηγές: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, wikipedia, Ελεύθερον Βήμα, Σαν Σήμεραfreeopinion news, fosfanariou.gr,

https://hellasjournal.com/2023/03/paleon-patron-germanos-i-epanastasi-o-propilakismos-tou-papaflessa-i-epistoli-tou-den-edose-pote-ston-papa-i-sillipsi-ke-o-vasanismos-tou/

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα