Πίσω από τις μάσκες χάνουμε τη μοναδικότητά μας

του David Le Breton (*)

Η υγειονομική κρίση διαταράσσει σε βάθος τον τρόπο επικοινωνίας. Η υπερβολική προσέγγιση είναι ύποπτη, πόσο μάλλον η χειραψία ή η αγκαλιά. Όταν εξαφανιστεί όμως η απειλή, η χειραψία θα ανακτήσει τα δικαιώματά της – στο κάτω-κάτω μπορείς πάντα να πλύνεις μετά τα χέρια σου. Η φυσική απόσταση θα εξαλειφθεί. Δεν είναι βέβαιο τι θα συμβεί με το φιλί, αφού επιβάλλει την εγγύτητα των προσώπων και άρα μια μεγαλύτερη δυσκολία να εξαφανιστούν τα ίχνη της επαφής αν υπάρχει φόβος μετάδοσης του ιού. Κι ύστερα υπάρχει συχνά μια αβεβαιότητα: ένα φιλί, δύο, τρία, τέσσερα;

Οι καθημερινές μας επαφές θα δυσκολέψουν όμως και από τη χρήση μάσκας, που καθιστά τα πρόσωπα ανώνυμα και παραμορφώνει τους κοινωνικούς δεσμούς. Η απόκρυψη του προσώπου θα επιτείνει την κοινωνική σύγχυση και τον κατακερματισμό των κοινωνιών μας. Πίσω από τις μάσκες χάνουμε τη μοναδικότητά μας, αλλά και την ευχαρίστηση που προσφέρει το να κοιτάζουμε τους ανθρώπους γύρω μας.

Στις σύγχρονες κοινωνίες μας, το πρόσωπο είναι ο χώρος της αμοιβαίας αναγνώρισης. Μέσα από τη γύμνια του, αναγνωριζόμαστε, προσδιοριζόμαστε, κρινόμαστε, αξιολογούμαστε, μας αγαπούν, μας περιφρονούν ή αδιαφορούν για μας. Και αυτό είναι απαραίτητο στοιχείο της επικοινωνίας.

Οι γκριμάτσες απηχούν τα λόγια μας, είναι οι ρυθμιστές της επαφής μας με τους άλλους. Η μοναδικότητα του προσώπου αντανακλά τη μοναδικότητα του ατόμου, που είναι αυτόνομο και υπεύθυνο για τις επιλογές του. Κανένα άλλο μέρος του σώματος δεν είναι καταλληλότερο να αποτυπώσει την ιδιαιτερότητα του ατόμου και να του αποδώσει έναν κοινωνικό χαρακτηρισμό. Η κοινωνική και ταυτόχρονα ατομική αξία που διαφοροποιεί το πρόσωπο από το υπόλοιπο σώμα αναδεικνύεται στην ερωτική πράξη από τη σημασία που του δίνουν οι εραστές.

Οσο μεγαλύτερη σημασία δίνει μια κοινωνία στην ατομικότητα, τόσο μεγαλώνει η αξία του προσώπου. Απαραίτητη για τη δημόσια υγεία την εποχή του κορονοϊού, η μάσκα καταστρέφει τις κοινωνικές σχέσεις και στερεί την ευχαρίστηση της παρατήρησης των άλλων προσώπων. Το κόστος είναι υψηλό από την άποψη των κοινωνικών δεσμών, όσο κι αν είναι απαραίτητο.

Χωρίς πρόσωπο που να τον προσδιορίζει, οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να κάνει οτιδήποτε. Η εμπιστοσύνη αναμφίβολα θα κλονιστεί. Ένα άτομο με μάσκα γίνεται αόρατο. Κανείς δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει. Το μέτωπο και τα μάτια δεν είναι αρκετά για να τον ξεχωρίσουν σε ένα πλήθος όπου όλοι φορούν την ίδια μάσκα. Για να υπάρχει κοινωνικός δεσμός είναι απαραίτητη η μοναδικότητα των χαρακτηριστικών ώστε να αναγνωρίζεται η παρουσία κάποιου απέναντι στους άλλους.

Ενας κόσμος χωρίς πρόσωπο, αλλά με πλήθος από μάσκες, θα ήταν ένας κόσμος χωρίς ενόχους, αλλά και χωρίς άτομα. O Roger Caillois έλεγε παλιότερα για τη μάσκα πως είναι «αυτό που μένει από έναν ληστή». Μπορεί κανείς βασίμως να σκεφτεί ότι η χρήση μάσκας διευκολύνει τους συσχετισμούς δύναμης, την κακοποίηση, την απολίτιστη συμπεριφορά. Η διαγραφή του προσώπου χάρη σε αυτό το στρατήγημα απελευθερώνει τους περιορισμούς που αισθάνεται κανονικά κάποιος, καθώς δεν φοβάται ότι θα πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να απολογηθεί για τις πράξεις του.

Αυτή η εξοικείωση με τη μάσκα αποτελεί μια ανθρωπολογική ρήξη πολύ πιο σημαντική από την αμφισβήτηση της χειραψίας ή του φιλιού. Ούτε το χαμόγελο μπορεί να καλύψει το κενό, καθώς δεν θα υπάρχει για λίγο καιρό πρόσωπο στο οποίο να μπορεί να σχηματιστεί.

(*) Ο Νταβίντ Λε Μπρετόν είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου

(Πηγή: Le Monde)

 ΑΠΕ-ΜΠΕ

spot_img

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. “Η μοναδικότητα του προσώπου αντανακλά τη μοναδικότητα του ατόμου, που είναι αυτόνομο και υπεύθυνο για τις επιλογές του. ”

    ἀπό τό Ἐν λευκῷ, τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη
    γιά τήν Σαπφώ (τή δέκατη Μούσα κατά τόν Πλάτωνα)

    «Τό πρῶτο πράγμα πού κάνει ἐντύπωση στη Σαπφώ εἶναι ἡ πίστη πού δείχνει στήν ποιητική ἰδέα, ἡ ἀντιληψή της ὅτι γράφοντας γίνεται μέτοχος ἀθανασίας. ¨ Μνάσεσθαι τινά φαιμι καί ἄψερον ἀμμέων” δηλώνει, (στο μέλλον κάποιος θα βρεθεί να με θυμάται εμένα…) καί αὐτό εἶναι κάτι πού ὁ Ὅμηρος δέν τό εἶχε, ἴσως, σκεφθεῖ ποτέ.
    Σάν να’ ξερε ἀπό τότε ἡ ποιήτρια ὅτι, καί τά ἐννέα δέκατα τοῦ ἔργου της νά ἐξαφανίσει ὁ χρόνος, ἐκείνη, σάν αἴσθηση ζωῆς θά ἐπιβιώσει. Ὅπως καί ἔγινε. Καλύτερο παράδειγμα γιά τήν ἰσχύ πού μπορεῖ νά ἔχει ὁ ποιητικός λόγος δέν ὑπάρχει. Στροφές ἀκρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις, ἕνα τίποτε· κι ἀπ’ αὐτό τό τίποτε, ἕνα θαῦμα: μιά ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, με τά ἰδιαίτερά της χαρακτηριστικά, τόν ἀτομικό της μύθο, καί ὁλόκληρο τόν φυσικό καί τόν ἀνθρώπινο διάκοσμο τοῦ πολιτιστικοῦ χώρου ὅπου ἀναπτύχθηκε. Τόσο, θά ἔλεγες, μεγάλος εἶναι ὁ μαγνητισμός πού ἐξαπολύουν οἱ λέξεις, φτάνει ν’ ἀποσπασθοῦν ἀπό τόν ἄξονα τῆς χρησιμοθηρικῆς τους ὑποτέλειας.
    Στήν περίπτωση πού μᾶς ἀπασχολεῖ, ἀκόμα καί ἡ τοποθέτησή τους ἐδῶ ἤ ἐκεῖ μέσα στό νοερό σύνολο πού προϋποθέτουν, μᾶς ἐπιτρέπει ν’ ἀποτυπώσουμε μιά νέα μορφή ποίησης πού γεννήθηκε τήν ἐποχή ἐκείνη, μέ τά μετρικά της συστήματα, τό λεκτικό της, τά ποικίλα της μυστικά. Καί αὐτό εἶναι ἕνα δεύτερο θαῦμα.
    Σε μιά στιγμή πού οἱ θρησκευτικές βάσεις τῆς κοινωνίας εἶναι ἀκόμη αὐστηρές· πού ὁ λόγος ὁ ἐπικός ἔχει τή μονοκρατορία στήν ἔκφραση· πού τό ἡρωϊκό στοιχεῖο εἶναι ἡ μόνιμη καί παραδεγμένη ἀξία, ἕνας Ἀρχίλοχος στήν Πάρο καί μία Σαπφώ στή Λέσβο -γιά ν’ ἀναφερθοῦμε στούς κυριότερους – τ’ ἀνατρέπουνε ὅλα, φέρνουν τά αἰσθήματα καί τά ὄνειρα στό πρῶτο ἐπίπεδο, τολμοῦν νά μιλήσουν γιά τήν ἀτομική τους ζωή, νά ποῦν τόν καημό τους, νά τραγουδήσουν, νά χορέψουν. Οἱ πρῶτοι στό Αἰγαῖο καί οἱ πρῶτοι σ’ ὅλον τό γνωστό κόσμο, θέλω νά πῶ στόν πολιτισμό πού ἀκόμη σήμερα συνεχίζουμε.
    Ἄν μέσα στά θραύσματα πού μᾶς ἀπόμειναν περισυλλέγουμε ἤδη διαμαντένιες ἐκφράσεις, θά πρέπει νά ὑποθέσουμε, σύμφωνα μέ τό νόμο τῶν πιθανοτήτων, ὅτι μέσα στά ἐννέα ποιητικά βιβλία πού ἔγραψε ἡ Σαπφώ ἕνας πραγματικός θησαυρός λόγων μέ στοχαστική δύναμη, παρομοιώσεων τολμηρῶν καί πρωτότυπων εἰκόνων εἶχε κιόλας δημιουργηθεῖ ἐκεῖ, στό χῶρο τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, πρίν ἀκόμα ἀρχίσει ν’ ἀκμάζει ἐκεῖνο πού, γενικά, θεωροῦμε σάν ἑλληνικό θαῦμα- κι ἐννοῶ, βέβαια, τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία.»

    • Σέ φωνάζω Γογγύλα
      (Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη)

      Σέ φωνάζω Γογγύλα
      φανερώσου πάλι κοντά μου
      τό χιτώνα τόν άσπρο σάν τό γάλα όταν φοράς,
      νά ‘ξερες τούς πόθους πού σέ τριγυρίζουν
      όμορφη, καί πώς χαίρομαι πού δέν είμαι εγώ,
      μά η ίδια η Αφροδίτη(Κυπρογένηα/Κυπρογένητη σσ) πού σέ μαλώνει.

      Κέλομαί σε Γογγύλα
      πέφανθι λάβοισα μα
      γλακτίναν, σέ δηύτε
      πόθος τ [έαυτος] αμφιπόταται.

      Τάν κάλαν, ά γαρ κατάγωγις
      αύτα επτόαισ’ ίδοισαν
      έγω δέ χαίρω
      καί γάρ αύτα δή
      τόδε μέμφεταί σοι Κυπρογένηα.

      [τας άραμαι τούτο τω βόλλομαι
      Γογγύλα κατθάνην δ’ ίμερός τις έχει με
      και λωτίνοις δροσόεντας όχθοις
      ίδην Αχερωντος]
      ([ ]:στό αρχαίο κείμενο αλλά όχι στό τραγούδι)

      Δισκογραφία:
      Ο Μεγάλος Ερωτικός – 1972

      Κέλομαί σε Γογγύλα – 1972

      Στίχοι: Σαπφώ
      Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις
      1. Φλέρυ Νταντωνάκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
39,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα