Ο Χάρντινγκ και οι προτάσεις του για λύση

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -
Στις 3 του Οκτώβρη του 1955 έφτανε στην Κύπρο ο νέος Βρετανός κυβερνήτης του νησιού Σερ Τζον Χάρντινγκ, που θεωρείτο ειδικός στην αντιμετώπιση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, με προηγούμενη πείρα στην Κένυα και τη Μαλαισία.

Την επόμενη μέρα, άρχιζαν οι συνομιλίες του κυβερνήτη με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Ο Μακάριος βλέποντας πως η πολιτική του «ένωσις και μόνον ένωσις», χωρίς ενδιάμεσο σταθμό, οδηγούσε σε επικίνδυνα αδιέξοδα ορθά προχώρησε σε δύο σοβαρές υποχωρήσεις. Εγκατέλειψε τον όρο της «τακτής προθεσμίας» για την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης και δέχθηκε την αυτοκυβέρνηση, που προηγουμένως την είχε αποκαλέσει «τάφον της αυτοδιαθέσεως».

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δικαιωνόταν ύστερα από τόσα χρόνια υπονόμευσης της πολιτικής του από την Αθήνα και τους Ελληνοκύπριους. Τώρα ο σταδιακός δρόμος γινόταν αποδεκτός. Όμως, οι βασικές προϋποθέσεις που είχε θέσει ο Βενιζέλος για την επιτυχία αυτής της πολιτικής (καλές σχέσεις με τους Βρετανούς, σχέσεις φιλίας με Τουρκοκύπριους) έπαψαν να υπάρχουν. Ακόμα, ο Βενιζέλος είχε ως στόχο την ανεξαρτησία μετά την αυτοκυβέρνηση, ενώ ο Μακάριος έβλεπε την αυτοκυβέρνηση ως σταθμό για την Ένωση.

Οι διαπραγματεύσεις Μακαρίου – Χάρντινγκ κράτησαν μέχρι τις 29 του Φλεβάρη του 1956 και τερματίστηκαν χωρίς θετική κατάληξη. Οι Άγγλοι την αυτοδιάθεση τη συνδύαζαν με τα «στρατηγικά συμφέροντά» τους και των «συμμάχων» τους, χωρίς να προχωρούν σε καμιά δέσμευση.  Ο Μακάριος δεν επέμεινε σ’ αυτό, υπολογίζοντας να προωθήσει το θέμα της αυτοδιάθεσης κατά την αυτοκυβέρνηση, στηριζόμενος σε μια Βουλή στην οποία οι Ελληνοκύπριοι θα είχαν την πλειοψηφία.

Οι Βρετανοί όμως αρνήθηκαν κατηγορηματικά να δηλώσουν πως οι Ελληνοκύπριοι θα είχαν την πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις.

Ο υπουργός Αποικιών της Βρετανίας Λένοξ Μπόιντ παρουσίασε στις 19 του Δεκέμβρη του 1956 ένα νέο σχέδιο για τη λύση του Κυπριακού που είχε ετοιμάσει ο λόρδος Ράντκλιφ.  Το Κυπριακό επρόκειτο να συζητηθεί τον Φλεβάρη του 1957 στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. και το Λονδίνο θέλησε να δείξει πως είχε καλή διάθεση για το πρόβλημα.

Οι προτάσεις Ράντκλιφ έδιναν ελληνοκυπριακή πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά συγχρόνως παραχωρούσαν τέτοιες εξουσίες στον Βρετανό κυβερνήτη που εξουδετέρωναν αυτή την πλειοψηφία.

Όμως, το περιεχόμενο των προτάσεων αυτών δεν είχε και τόση σημασία, αφού συνδυαζόταν με τη δήλωση Μπόιντ στις 19 του Δεκέμβρη του 1956, που ανακοίνωνε την πρόθεση της Βρετανίας να προχωρήσει σε κατοπινό στάδιο στη χωριστή αυτοδιάθεση των δύο κοινοτήτων, που φυσικά σήμαινε διχοτόμηση (Άρ. Κάτση – Από την ΕΟΚΑ στην Ανεξαρτησία, σελ. 173 – 174).  Τη σύνδεση προτάσεων Ράντκλιφ και δήλωσης Μπόιντ επιβεβαίωσε και ο Καραμανλής στις 27 του Φλεβάρη του 1959 στην ελληνική Βουλή δηλώνοντας πως «θα έπρεπε επομένως ή αμφότερα να τα αποδεχθώμεν ή αμφότερα να τα αποκρούσωμεν».

Η δήλωση Μπόιντ έδειχνε την εξάρτηση της Αγγλίας από την Τουρκία. Το Λονδίνο αφού είχε αναμίξει την Τουρκία στο Κυπριακό κι αφού η Τουρκία το εξυπηρέτησε ως αντίβαρο της πολιτικής της Ένωσης, τώρα ένιωθε το ίδιο την ανάγκη να στηρίξει τη διχοτομική γραμμή της Άγκυρας.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που μέσα στο 1956 ο Νιχάτ Ερίμ χάραξε τους στόχους της τουρκικής πολιτικής, που οι πλείστοι έγιναν πραγματικότητα το 1974, μέχρι την ώρα που το τουρκικό στοιχείο θα γινόταν πλειοψηφία στο νησί μας, οπότε η Άγκυρα θα μπορούσε να διεκδικήσει την προσάρτηση στην επικράτειά της όλης της Κύπρου.

Όσοι είχαν προχωρήσει στην ανακίνηση του Κυπριακού το 1954–55, πολιτική και στρατιωτική, χωρίς να υπολογίζουν την Τουρκία και την προοπτική χρησιμοποίησής της από την Αγγλία, έβλεπαν τώρα πως το Λονδίνο ήταν πιο ευνοϊκό απέναντι στη διχοτόμηση παρά στην Ένωση.

Η ιδέα της ανεξαρτησίας

Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη εκείνο το διάστημα να δώσει άλλη μια μάχη για την Κύπρο στα Ηνωμένα Έθνη. Συγκεκριμένα, η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. του 1956 συνεχιζόταν και τους πρώτους μήνες του 1957.  Τελικά, στις 26 του Φλεβάρη η Συνέλευση με 55 ψήφους υπέρ και μία αποχή ενέκρινε το ψήφισμα του Ινδού αντιπροσώπου Κρίσνα Μένον.

Αυτό ζητούσε στην Κύπρο «ατμόσφαιραν ειρήνης και ελευθερίαν εκφράσεως», μιλούσε για «ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση» σύμφωνα με τον χάρτη του Ο.Η.Ε. και απαιτούσε επανάληψη των διαπραγματεύσεων για επίλυση του προβλήματος.

Επρόκειτο για μια συμβιβαστική απόφαση που φυσικά δεν θα έλυε μόνη της το ζήτημα. Πάντως, η αυτοδιάθεση που ζητούσαν η Ελλάδα και οι Ελληνοκύπριοι δεν συμπεριλήφθηκε στο ψήφισμα.

Μέσα στο 1957, μπροστά στον κίνδυνο της διχοτόμησης, Ελλάδα και Μακάριος αρχίζουν να βλέπουν ευνοϊκά τη λύση της Ανεξαρτησίας.  Παραμονές της απόφασης του Ο.Η.Ε. για την Κύπρο, ο Αβέρωφ σε επιστολή του στον Γρίβα μιλούσε για «σχέδιον των Ινδιών περί ανεξαρτησίας νήσου» και πρόσθετε: «Τοιούτον σχέδιον αποφάσεως δεν θα ήτο δυνατόν να αποκρουσθή, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθή ικανοποιητικόν εφ΄ όσον άλλη λύσις θα απεδεικνύετο ανέφικτος».

Στις 15 του Μάη ο Μακάριος δήλωνε πως οι Κύπριοι όταν εξασφάλιζαν το δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον τους, μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα στην Ένωση, την Ανεξαρτησία και την Ανεξαρτησία «εντός της Βρετανικής Κοινοπολιτείας». Επρόκειτο για την πρώτη αναφορά του Μακάριου στη λύση της Ανεξαρτησίας.

Η Αθήνα εκείνη την εποχή σχηματίζει την εντύπωση πως δεν είναι δυνατό να λυθεί το Κυπριακό χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας.  Έτσι, στις 28 του Ιούνη Καραμανλής, Αβέρωφ και Μακάριος δίνουν οδηγίες στον Γεώργιο Πεσμαζόγλου, που επρόκειτο να μεταβεί ως πρεσβευτής στην Άγκυρα, για το πώς θα διαπραγματευτεί με τους Τούρκους.

Στις 9 του Ιούλη ο Αβέρωφ απαντώντας σε μήνυμα του Πεσμαζόγλου έγραφε πως «η Κυβέρνησις δεν ηδύνατο να δεχθή λύσιν πέραν της ηγγυημένης ανεξαρτησίας με αναγνώρισιν της αρχής της αυτοδιαθέσεως (Π. Παπαδημήτρη, Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, περίοδος 1955-59, τόμος Α΄, σελ. 220)».

Ο Πεσμαζόγλου που συνέχισε τις συνομιλίες με τους Τούρκους μέχρι τον Αύγουστο του 1957 κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν οι Έλληνες συμφωνούσαν με τους Βρετανούς «εις την λύσιν της πλήρους Ανεξαρτησίας, μη αποκλειομένης της αυτοδιαθέσεως», «θα ήτο πολύ δύσκολον εις τους Τούρκους» να αρνηθούν τις διαπραγματεύσεις (Π. Παπαδημήτρη, στο ίδιο, σελ. 220). Έτσι, από τότε η Ανεξαρτησία έγινε ο στόχος της Αθήνας και του Μακάριου.

Τα σχέδια Φουτ – Μακμίλαν και η νέα απόφαση ΟΗΕ

Τον Γενάρη του 1958 παρουσιάζεται ακόμα ένα σχέδιο που είχε ετοιμάσει ο νέος κυβερνήτης της Κύπρου Σερ Χιου Φουτ.  Ήταν σχέδιο αυτοκυβέρνησης με τελική κατάληξη το δικαίωμα χωριστής αυτοδιάθεσης των δύο κοινοτήτων, όπως προνοούσε το σχέδιο Ράντκλιφ.

Η Άγκυρα, που παρουσιαζόταν μετριοπαθής στις συνομιλίες με τον Πεσμαζόγλου, απάντησε με τον Ζορλού πως δεν επρόκειτο «να αποδεχθεί τίποτε άλλο από τη διχοτόμηση του νησιού (Ν. Χριστοδουλίδη, Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού, σελ. 116)». Φυσικά, η πρόνοια για χωριστή αυτοδιάθεση καθιστούσε το σχέδιο απαράδεκτο και για την Αθήνα και για τον Μακάριο.

Στις 19 του Ιούνη του 1958 ο Χάρολντ Μακμίλαν, που τώρα ήταν Πρωθυπουργός, ανακοίνωνε στη Βουλή το χειρότερο σχέδιο που υποβλήθηκε ποτέ από τους Βρετανούς στα χρόνια της αποικιοκρατίας.  Ήταν ένα σχέδιο τριπλής συγκυριαρχίας Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο. Θα υπήρχε Βρετανός κυβερνήτης που θα είχε ως συνεργάτες έναν εκπρόσωπο της Ελλάδας και έναν της Τουρκίας.

Στις 15 του Αυγούστου ο Μακμίλαν ανακοίνωσε την απόφαση της Βρετανίας να εφαρμόσει το σχέδιο και κάλεσε τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας να ορίσουν τους αντιπροσώπους τους που θα συνεργάζονταν με τον κυβερνήτη. Η Τουρκία ανακοινώνει τον διορισμό του Μπουρχάν Ισκίν, ενώ η Ελλάδα αρνείται να συνεργαστεί για την εφαρμογή του σχεδίου. Έτσι, από την 1η του Οκτώβρη του 1958 το σχέδιο αρχίζει να εφαρμόζεται από τις δύο χώρες, χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας.

ΟΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΣΛ

Ο Μακάριος στην προσπάθειά του να ματαιώσει την τριπλή συγκυριαρχία, που αναπόφευκτα οδηγούσε στη διχοτόμηση, δήλωνε στις 22 του Σεπτέμβρη στην αντιπρόεδρο του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Μπάρμπαρα Κασλ τα πιο κάτω: «Είμαι έτοιμος να αποδεχθώ την ίδρυσιν ανεξαρτήτου κράτους εις Κύπρον, υπό τον όρον ότι δεν θα μεταβληθή είτε διά της Ενώσεως μετά της Ελλάδος, είτε διά του διαμελισμού, είτε με οιονδήποτε άλλον τρόπον, εκτός εάν τα Ηνωμένα Έθνη ενέκρινον τοιαύτην μεταβολήν».

Αυτή ήταν μια γενναία και ασφαλώς ορθή πολιτική κίνηση.  Η Ένωση ήταν αδύνατο να γίνει.  Εκείνο που επιβαλλόταν τότε ήταν να αποφευχθεί η διχοτόμηση.  Κι αυτό επιδίωκε με τη δήλωσή του ο Αρχιεπίσκοπος.

Μετά, ακολουθεί προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Σπάακ να μεταφερθεί το Κυπριακό σε νατοϊκή διάσκεψη.  Ο Μακάριος διαφωνεί και προτιμά να συζητηθεί το θέμα στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.  Έτσι, ο Καραμανλής απορρίπτει την πρόταση Σπάακ.

Στις 5 του Δεκέμβρη, ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις, εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. ομόφωνα ένα ψήφισμα που επιβεβαίωνε το ψήφισμα του Φλεβάρη του 1957 και ζητούσε συνομιλίες των «ενδιαφερομένων μερών» για «ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση, σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

Την ίδια μέρα, ο Αβέρωφ συναντήθηκε με τον Ζορλού και συμφώνησαν να εργαστούν για τη λύση του Κυπριακού.  Έτσι, μια ελπίδα για λύση άρχισε να δημιουργείται.

Το διεθνές κλίμα και το εσωτερικό μέτωπο

Ύστερα από τόσους αγώνες για την Ένωση, πολιτικούς και στρατιωτικούς, οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της διχοτόμησης. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι και γι’ αυτόν τον κίνδυνο και για τους πιο κάτω τέσσερις λόγους να συμβιβαστούν:

1.Η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. αντιμετώπιζε το Κυπριακό με μειωμένο ενδιαφέρον και με τη συνεχή επιμονή της απόρριψης της αυτοδιάθεσης.

2.Όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου (Στρατηγικές του Κυπριακού, σελ. 278), «στο δεύτερο μισό του 1958 η στρατηγική της ένοπλης πάλης έτεινε να καταρρεύσει». Ο ίδιος ο Γρίβας απογοητευμένος έγραφε στον Μακάριο στις 21 του Γενάρη του 1958: «Δεν είναι δυνατόν να προβλέψω εάν θα δυνηθώμεν να συντηρήσωμεν τον αγώνα μας μέχρι των προσεχών Αγγλικών Εκλογών (1959) (Σπ. Παπαγεωργίου, Κυπριακή Θύελλα, σελ. 595)».

3.Ο κυπριακός ελληνισμός ήταν διαιρεμένος. Γιατί, ο Γρίβας αγνοώντας επανειλημμένες εκκλήσεις του Μακάριου, του Καραμανλή, του Αβέρωφ και άλλων παραγόντων της ελληνικής πολιτείας προχώρησε σε εκτελέσεις αριστερών που προκαλούσαν μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.  Μάλιστα, σε επιστολή του στον Κιτίου Άνθιμο, στις 25 του Γενάρη του 1958, ομολογούσε πως ο αγώνας του ήταν και αντικομμουνιστικός γράφοντας: «Οι κομμουνισταί είναι αντίπαλοί μας είτε το θέλουμε είτε όχι. Ενδείκνυται να τους εξοντώσωμεν ως πολιτικήν οντότητα…».

4.Ο Γρίβας «παρά τις επανειλημμένες συστάσεις της Εθναρχίας και του Ελληνικού Προξενείου», όπως γράφει ο Άγγελος Βλάχος (Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σελ. 175 -179), διέτασσε εκτελέσεις Τουρκοκυπρίων, με αποτέλεσμα να ακολουθούν βιαιοπραγίες των εξτρεμιστών της Τ.Μ.Τ εναντίον Ελληνοκυπρίων και των περιουσιών τους.

H κατάληξη στη Συμφωνία της Ζυρίχης

Στις 11 του Φλεβάρη στη Ζυρίχη οι εκπρόσωποι της Ελλάδας Καραμανλής και Αβέρωφ και της Τουρκίας Μεντερές και Ζορλού κατέληγαν σε συμφωνία για τη λύση του Kυπριακού.  Δεν γινόταν η Ένωση για την οποία είχαν αγωνιστεί οι Ελληνοκύπριοι ούτε η διχοτόμηση που επιθυμούσε η Άγκυρα.  Η λύση ήταν η Ανεξαρτησία ή μάλλον η δεσμευμένη Ανεξαρτησία με κατάργηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, με εγγυήτριες δυνάμεις και στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο της Ελλάδας και της Τουρκίας.  Η Αγγλία είχε δώσει τη συγκατάθεσή της στη λύση, αφού εξασφάλιζε τη διατήρηση των Βάσεών της.

Τα τέσσερα κείμενα που υπέγραψαν Καραμανλής και Μεντερές ήταν:

1.Η «βασική διάρθρωση της Δημοκρατίας της Κύπρου» που είναι το κείμενο στο οποίο στηρίζεται το κυπριακό Σύνταγμα.  Ένα Σύνταγμα με αρκετά διαιρετικά στοιχεία από το οποίο απουσιάζει η λέξη «λαός», αλλά μιλά συνέχεια για «ελληνική» και «τουρκική» κοινότητα.

2.Η συνθήκη εγγύησης που απέκλειε την αυτοδιάθεση, καθιέρωνε τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία ως εγγυήτριες δυνάμεις και τους έδινε το δικαίωμα επέμβασης στην Κύπρο από κοινού ή μονομερώς.

3.Η συνθήκη συμμαχίας που μιλούσε για δημιουργία Τριμερούς Στρατηγείου με συμμετοχή Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα θα συμμετείχε στο Στρατηγείο με 950 άντρες και η Τουρκία με 650.

4.Η συμφωνία κυρίων, που έμεινε μυστική και δεν παρουσιάστηκε στους Κυπρίους, πρόβλεπε υποστήριξη εισόδου της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και παρέμβαση των δύο πρωθυπουργών για να τεθούν στην Κύπρο «εκτός νόμου το κομμουνιστικόν κόμμα και η κομμουνιστική δράσις».

Η διάσκεψη του Λονδίνου

Στις 17 του Φλεβάρη άρχισε στο Λονδίνο πενταμερής διάσκεψη με συμμετοχή της Βρετανίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων. Ο Μακάριος προσπάθησε να βελτιώσει μερικά σημεία των συμφωνιών, αλλά δεν του δόθηκε κανένα δικαίωμα διαπραγμάτευσης.  Έπρεπε να απαντήσει με ένα «ναι» ή «όχι».  Καραμανλής, Αβέρωφ και άλλοι παράγοντες της ελληνικής αντιπροσωπείας τον κάλεσαν να υπογράψει και ο Αβέρωφ προειδοποίησε πως αν οι Ελληνοκύπριοι έλεγαν «όχι», η Ελλάδα θα σταματούσε κάθε βοήθεια σ΄ αυτούς.  Από την άλλη, ο Μακμίλαν ρωτούσε τον Αβέρωφ αν ήθελε οι Βρετανοί να συλλάβουν τον Γρίβα «που κρυβόταν σε ένα αγρόκτημα έξω από τη Λεμεσό» (Δ. Μπίτσιου, Κρίσιμες ώρες, σελ. 119»), όπως είπε ο Φουτ.  Τέλος, όπως αναφέρει ο Κλεάνθης Γεωργιάδης, (Π.Κ. Παύλου, Δημόσια Κατάθεση, σελ. 73), ο Φουτ επισκέφθηκε την ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία και την προειδοποίησε πως αν δεν υπέγραφε ο Μακάριος, «η Αγγλία δεν έχει άλλη εκλογή παρά να διχοτομήσει το νησί, που θα έχει ένα τουρκοκυπριακό κρατίδιο και ένα ελληνοκυπριακό».

Η υπογραφή των συμφωνιών

Στις 18 του Φλεβάρη ο Μακάριος κάλεσε τα μέλη της κυπριακής αντιπροσωπείας να τοποθετηθούν απέναντι στη Συμφωνία της Ζυρίχης. Ψήφισαν υπέρ 27 και εναντίον 8. Αυτοί ήταν οι πέντε της αριστεράς, ο Λυσσαρίδης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος και ο Γλαύκος Χρίστης. Την επόμενη μέρα, ο Μακάριος και οι επικεφαλής των άλλων πλευρών έβαλαν την υπογραφή τους. Ένα νέο κράτος γεννιόταν.

Η απόφαση των Ελληνοκυπρίων ήταν ορθή. Το Κυπριακό είχε εξαντληθεί. Με ένα δικό μας «όχι», κανένας δεν θα εμπόδιζε τους Βρετανούς να επιβάλουν τη διχοτόμηση σε συνεργασία με τους Τούρκους.

Η λύση της Ζυρίχης δεν ήταν ασφαλώς απόλυτα σύμφωνη με τις δημοκρατικές αρχές. Όμως ήταν ένα σημαντικό βήμα. Το πρώτο θετικό ήταν η αποφυγή της διχοτόμησης και το δεύτερο η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας που έδινε στους Κύπριους για πρώτη φορά τη δυνατότητα να εκλέγουν τους ανθρώπους που θα τους κυβερνούσαν.

Οι Ελληνοκύπριοι ύστερα από έναν πολυχρόνιο αγώνα, πολιτικό και στρατιωτικό, για Ένωση με την Ελλάδα έφτασαν στο παρά ένα της διχοτόμησης και τελικά αναγκάστηκαν να υπογράψουν λύση που θα απέκλειε για πάντα την Ένωση.

Το μήνυμα που καλούνταν να πάρουν η Αθήνα και οι Ελληνοκύπριοι ήταν πως η πολιτική της Ένωσης υπήρξε λανθασμένη και επικίνδυνη και δεν θα έπρεπε να επαναληφθεί ποτέ. Εκείνο που επιβαλλόταν ήταν η στήριξη πάση θυσία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Του Άριστου Κάτση

https://www.philenews.com/eidiseis/politiki/article/1022012/o-charntingg-kai-oi-protaseis-toy-ga-lysi

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα