Ο Σπ. Μαρκεζίνης για καίρια και εξόχως πολιτικά ζητήματα: πολιτική ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 

Προχθές (24 Απριλίου 2023) ένας διαπρεπής Έλληνας, ο Βασίλειος Μαρκεζίνης, απεβίωσε. Οξύνους, ευρυμαθής, πολυγραφότατος, ευπρεπέστατος και προσιτός, αλλά περιφρονημένος στον ελλαδικό μικρόκοσμο και ανεγνωρισμένος στο εξωτερικό… 

(Και μόνο αυτή η διττή αντιμετώπισή του ίσως αρκεί για να θεωρηθεί ένα σύμβολο του συγχρόνου ελληνισμού, που μεγαλουργεί όταν απελευθερώνεται από τα δεσμά του κρατικού ελλαδισμού!)

Το ίδιο περιφρονημένος, ωστόσο, υπήρξε και ο πατέρας του, Σπυρίδων, αν και εκ των ευφυεστέρων και πλέον πεπαιδευμένων πολιτικών ανδρών της συγχρόνου Ελλάδος. [*]

Και αν η αιωνία μνήμη είναι εν πολλοίς εξασφαλισμένη στον Βασίλειο Μαρκεζίνη, λόγω της ευρείας διαδόσεως του επιστημονικού του έργου του, της παγκοσμίου απηχήσεώς του και της οπτικοακουστικής καταγραφής πολλών ομιλιών του, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον πατέρα του, η ιστορική συγγραφή του οποίου απαντάται πλέον κυρίως σε παλαιοβιβλιοπωλεία…

Επειδή, λοιπόν, το αληθινό νόημα των μνημοσύνων είναι να ωφελούμαστε από τις παρακαταθήκες των μνημονευομένων, σκέφθηκα να αναρτήσω ένα πολύ σημαντικό, διαχρονικό (και ενδεικτικό της σκέψεως του ανδρός) κείμενο του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη: την εισαγωγή του στο μνημειώδες πόνημά του “Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος”.

Η εισαγωγή αυτή, γραμμένη στις 9 Νοεμβρίου 1972, είναι ένα πραγματικό εγκόλπιο της πολιτικής επιστήμης. Θα περιοριστώ εδώ, στην αναπαραγωγή χωρίων (το πλήρες κείμενο της εισαγωγής παρατίθεται σε μορφή PDF, μετά από ψηφιακή σάρωση του βιβλίου) για τα εξής καίρια ζητήματα:

  1. Τους χαρακτηριστικούς τύπους (μεγάλων) πολιτικών ηγετών.
  2. Τις επιπτώσεις της ξενομανίας στην διχαστική μας ροπή και την ελλιπή μας αντίληψη για την έννοια του συμφέροντος στην πολιτική.
  3. Την διαρκή πάλη ρεαλισμού και ιδεαλισμού.

Διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου, αν και το αρχικό κείμενο είχε συνταχθεί στο πολυτονικό σύστημα. Οι επισημάνσεις με έντονη γραφή είναι δικές μου.

Κωνσταντίνος Καραγιαννίδης Ηλεκτρολόγος-Μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ

 

[ ΤΥΠΟΙ ΗΓΕΤΩΝ ]

Διοκλητιανός. Ο Αυτοκράτορας που έσφαξε τους χριστιανούς και αποσύρθηκε στη Δαλματία

Διά μίαν ακόμη φοράν ο άνθρωπος ευρίσκεται ενώπιον διλήμματος. Οφείλει να εκλέξη και να αποφασίση. Η ιστορία μάς προσφέρει λαμπρόν προηγούμενον, καίτοι υπό συνθήκας ολιγώτερον δυσχερείς, το οποίον εν τούτοις έχει, τηρουμένων των αναλογιών, πάντοτε την εφαρμογήν του. Ο Διοκλητιανός, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ, ο οποίος εξήγαγε την Ρώμην από την μεγάλην κρίσιν του δευτέρου ημίσεος του γ’ αιώνος μ.Χ., διεπίστωσε κάποτε ότι το επίτευγμά του είχε μόνον κατά φαινόμενον αξίαν. Η αυτοκρατορία, η οποία πάντοτε εκλονίζετο από την οικονομικήν και κοινωνικήν αναταραχήν, ηδυνάτει επί πλέον να προσφέρη ιδεολογίαν και να παράσχη ελπίδας. Αυτό ακριβώς το οποίον υπέσχετο η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός. Εδίωξε τους Χριστιανούς ο Διοκλητιανός. Και ο διωγμός του υπήρξεν ο φοβερώτερος. Πρός στιγμήν εφάνη ότι η πλάστιγξ έκλινε προς την πλευράν του Ρωμαίου αυτοκράτορος. Αλλ’ ως συμβαίνει πάντοτε, το νέον νικά το παλαιόν και η νέα θρησκεία ενίκησεν. Ο Διοκλητιανός δεν ήτο μόνον εξέχων στρατιωτικός. Ήτο και πολιτικός μέγας. Αντελήφθη την κατάστασιν. Κατενόησεν ότι ο κόσμος εις τον οποίον επίστευεν είχεν ουσιαστικώς ηττηθή. Αλλά εις την δύναμιν των πραγμάτων δεν ήθελε να θυσιάση τας ιδέας του. Και απεσύρθη εις την Δαλματίαν, όπου έζησε τον υπόλοιπον βίον του μακράν οιασδήποτε, πολιτικής δραστηριότητος, αλλ’ ευτυχής εις τον ιδικόν του κόσμον.

Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος ήτο άλλου τύπου και άλλης ιδιοσυγκρασίας. Διέθετεν αναλόγους του Διοκλητιανού ικανότητας. Αλλά το στοιχείον κατά το οποίον κυρίως διέφερεν εκείνου ήτο το κυνικώς αδίστακτόν του. Αυτό τον εδίδασκεν ότι η προσαρμοστικότης, η οποία αποτελεί βασικόν νόμον της βιολογίας, είναι ταυτοχρόνως και υψίστη αρετή του πολιτικού, έχοντος ως κριτήριον την επιτυχίαν των σκοπών του. Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος διεπίστωσεν, ότι ο εχθρός τον οποίον κατεπολέμησεν ο προκάτοχός του ήτο ισχυρότερος των αντιπάλων του, έκαμε στροφήν 180 μοιρών. Και ενώ ο Διοκλητιανός υπεχώρει εις την Δαλματίαν εκείνος προσεκύνα τον Σταυρόν, του οποίου το εις τον ουρανόν σημείον υπέσχετο την νίκην: «Εν τούτω νίκα». Και από αντίπαλος της νέας θρησκείας έγινε προστάτης αυτής. Το έδικτον του 313 των Μεδιολάνων (όπως χίλια και πλέον έτη βραδύτερον το Έδικτον της Νάντης του Ερρίκου Δ΄ της Γαλλίας και η λειτουργία εις Παρισίους) είναι η αποθέωσις της ρεαλιστικής πολιτικής. Ο Κωνσταντίνος παν άλλο ή διέθετεν ήθος ανεπίληπτον. Όχι μόνον κατά τους κανόνας της νέας θρησκείας, αλλά και κατά την αντίληψιν της ηθικής όπως αύτη πάντοτε εδιδάχθη. Ούτε βεβαίως εφωτίσθη εις τον δρόμον της Δαμασκού, ως ο Παύλος, διά να καταστή από διώκτης ο ενσυνειδήτως πιστεύων εις την νέαν θρησκείαν και κήρηξ και μάρτυς αυτής. Ο Κωνσταντίνος απέβλεψεν εις πολιτικούς σκοπούς. Την δε πολιτικήν του πάντοτε κατηύθυνεν η ρεαλιστική εκτίμησις της πραγματικότητος και μόνον η προσαρμογή προς αυτήν εξησφάλισε την επιτυχίαν. Και ο μεν Διοκλητιανός παρέμεινε διά τους ιστορικούς και τους ολίγους εις εκ των ικανωτέρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Αλλά Μέγαν ωνόμασε η ιστορία τον Κωνσταντίνον. Η δε Εκκλησία τον συγκατέλεξε μεταξύ των αγίων της.

Ιουλιανός ο Αποστάτης

Εν τούτοις το δίλημμα εν προκειμένω δυνατόν να λάβη την μορφήν και τριλήμματος. Ακριβώς διότι υπάρχει και η τρίτη περίπτωσις, η οποία ολοκληρώνει τον συλλογισμόν. Είναι η του Ιουλιανού του Αποστάτου. Του βαθέως μορφωμένου αυτοκράτορος, του εξακολουθούντος να πιστεύη εις την παλαιάν θρησκείαν και τολμήσαντος να προχωρήση εις την προσπάθειαν αναστηλώσεώς της. Γνώσις έξοχος, ελατήρια λαμπρά. Αδυναμία όμως προσαρμογής εις την νέαν πραγματικότητα. Μάτην και η Πυθία από τους Δελφούς τον επληροφόρει: «χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ.» Ο Ιουλιανός επέμενε μέχρις ου εύρεν εν πολέμω τον θάνατον. Μαζί του απέθανε και κάθε προσπάθεια αναβιώσεως του παρελθόντος.

Βενιζέλος-Κωνσταντίνος

[ ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΜΑΝΙΑ ]

Ότι ο διχασμός υπήρξεν η αποκλειστική σχεδόν αιτία των συμφορών της νεωτέρας Ιστορίας της χώρας απετέλεσεν είδος βιώματος των Ελλήνων. Ιδίως εξ αφορμής της συγκρούσεως κατά το 1915 μεταξύ Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο συγγραφεύς βεβαίως δεν αποβλέπει ούτε να υποτιμήση τας συνεπείας του εθνικού διχασμού ούτε να παραγνωρίση την αξίαν της Εθνικής ενότητος. Θεωρεί όμως λάθος να αποδίδωνται αποκλειστικώς εκεί αι εκάστοτε εθνικαί συμφοραί. Έστω και αν ο διχασμός υπήρξε μία Εθνική πληγή, η οποία, ως και κατά την διάρκειαν του αγώνος της ανεξαρτησίας, έθεσε προς στιγμήν εν κινδύνω τάς τύχας του έθνους. Διότι από της εποχής της βασιλείας του Όθωνος και καθ’ όλην την διάρκειαν της Βασιλείας του Γεωργίου Α΄, υπάρχει σειρά περιπτώσεων ανταγωνισμών και πολιτικών αντιδικιών, αι οποίαι ουδέποτε ωδήγησαν εις διχασμόν της μορφής υπό την οποίαν ούτος εξεδηλώθη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας ή κατά το 1915, χωρίς τούτο να εμποδίση και την απώλειαν πολυτίμων ευκαιριών και την εξευτελιστικήν ήτταν του 1897, και τελικώς το θλιβερόν αποτέλεσμα, να περιέλθη το Έθνος εις τας παραμονάς του 1909 εις κατάστασιν διεθνούς ανυποληψίας και αποτελματώσεως, η όποια είχεν εξασθενίσει πλέον την εμπιστοσύνην και αυτών των Ελλήνων εις το μέλλον της Ελλάδος. Η κατάστασις εξ άλλου μετεβλήθη το 1909, εν συνδυασμώ προς την εμφάνισιν εις το προσκήνιον του Ε. Βενιζέλου και τας ευτυχείς ημέρας των Βαλκανικών Πολέμων, έστω και αν κομματικώς συνεχίζετο η αντιδικία.

Οφείλει λοιπόν ο ερευνών το ιστορικόν γεγονός να μη ικανοποιήται με την επίκλησιν μιάς μόνον αιτίας, η οποία κατά φαινόμενον, όχι όμως και εις βάθος, δίδει την πλήρη εξήγησιν. Προκειμένου μάλιστα περί θεμάτων εθνικής ενότητος δεν πρέπει να μάς διαφεύγη ότι και αυτής η διατήρησις δεν οφείλεται πάντοτε εις μόνην την ιδιοσυγκρασίαν ενάς λαού. Ημπορεί άριστα να επηρεασθή από εξωτερικούς παράγοντας. Τούτο κατ’ εξοχήν ισχύει εις την ελληνικήν περίπτωσιν. Αι περιπτώσεις, αι οποίαι εμνημονεύθησαν κατά την διάρκειαν του αγώνος της εθνεγερσίας και ιδίως βραδύτερον, το 1915 – θα ηδύνατο να προστεθή και η επί των ημερών μας αναταραχή, η οποία έθεσεν εν κινδύνω το έπος του 1940 και 1941, και πάντως συνετέλεσεν εις την ανεπαρκή αξιοποίησίν του – δεν θα ήτο δυνατόν να δημιουργηθούν ή να επιβιώσουν αν δεν υπήρχε ξένος δάκτυλος, ο οποίος ενδιεφέρετο να προκαλέση τον εσωτερικόν διχασμόν, αποβλεπων είτε να εξυπηρετήση αμέσως και θετικώς το ιδικόν του συμφέρον, είτε εμμέσως και αρνητικώς όσον και μακροπροθέσμως να περιορίση τον ελληνικόν παράγοντα, σοβαρόν εμπόδιον των ενδεχομένων σλαβικών ή άλλων επεκτατικών διαθέσεων. Συνεπώς και αν θελήσωμεν να αποδώσωμεν το μεγαλύτερον βάρος εις τον διχασμόν και τον θεωρήσωμεν είδος εθνικού λοιμού, πάλιν είμεθα υποχρεωμένοι να αναζητήσωμεν το μικρόβιον ή τον ιόν ο οποίος προκαλεί την νόσον. Διά την ελληνικήν πραγματικότητα αυτός ο επικίνδυνος διηθητός ιός υπήρξεν η ξενομανία.

……

… Η ξενομανία αυτομάτως μεταβάλλει το Έθνος εις δορυφόρον. Και ο δορυφόρος όσον μέγας και αν είναι εξαρτά την πορείαν του από κάποιον άλλον. Αυτό όμως σημαίνει ότι το κύριον χαρακτηριστικόν της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας εκλείπει. Η δημιουργουμένη δε νέα πραγματικότης του σχηματισμού εις παγκόσμιον κλίμακα ομάδων ή οικογενειών κρατών, προς την οποίαν καλείται να στοιχή μία ρεαλιστική εθνική πολιτική, δεν έρχεται εις αντίθεσιν προς τ’ ανωτέρω. Διότι διά μίαν τοιαύτην πολιτικήν υπάρχει ως λύσις η συνοδοιπορία, υπάρχει ή παράλληλος πορεία, αλλά δεν υπάρχει κατ’ ανάγκην πάντοτε η πορεία κατά παραγωγήν. Δηλαδή η πορεία υποταγής.

……

Ούτως ή άλλως εσυνηθίσαμεν υπό την αρχήν του αγώνος της ανεξαρτησίας να στηρίζωμεν το κύριον μέρος της προσπαθείας μας εις την ξένην συμπαράστασιν. Έκαστος, εκτιμών κατ’ ιδίαν κρίσιν ποία Δύναμις θα ήτο δυνατόν να προσφέρη περισσότερον εις τον ελληνικόν αγώνα, προσεκολλάτο εις εκείνην, εγίνετο φίλος εκείνης, και, ασυναισθήτως έστω, κατά κανόνα δε και καλοπίστως, μετεβάλλετο εις όργανον πολιτικής των συμφερόντων εκείνης της Δυνάμεως. Το αποτέλεσμα ήτο να αρχίσωμεν εις την Ελλάδα όχι με προσωποπαγή έστω κόμματα – διότι φυσικά θα ήτο δύσκολον να εσχηματίζοντο κατά την εποχήν εκείνην κόμματα αρχών – αλλά ατυχώς με ξενικά κόμματα. Και ο συγγραφεύς τουλάχιστον δεν γνωρίζει άλλην περίπτωσιν ανάλογον εκείνης, ότε εις την Ελλάδα υπήρχε το Αγγλικόν, το Γαλλικόν και το Ρωσικόν κόμμα. Εις το τέλος συνεβιβάσθημεν δεχόμενοι και τας Τρείς ξένας Δυνάμεις ως Προστάτιδας. Δηλαδή με άλλους λόγους προσεφέραμεν οι ίδιοι την Ελλάδα ως αντικείμενον ανταγωνισμού των Τριών κατ’ ευφημισμόν Προστατίδων Δυνάμεων. Οι Βούλγαροι τουλάχιστον, εξυπνότεροι ημών, ηρκούντο εις ένα εκάστοτε προστάτην, και εισέπραξαν αυτήν την προστασίαν, ακόμη και την αρχικήν, άνευ αγώνος ανεξαρτησίας. Ημείς με τους πολλούς προστάτας επληρώσαμεν εκάστοτε εις όλους. Διότι οι Έλληνες – και ουδείς δύναται να το αμφισβητήση σήμερον – οφείλουν την ανεξαρτησίαν των εις τους αγώνας των, οι οποίοι επί τέλους και προεκάλεσαν εάν δεν εξηνάγκασαν χρησίμους παρεμβάσεις, ως η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, η εκστρατεία του Μαιζώνος και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828. Αλλά δεν πρέπει να λησμονούν ότι εις ξένους οφείλουν και τα ασφυκτικά σύνορα του 1832, τα οποία υπήρξαν η βασική αιτία όλων των δεινών της εκατονταπεντηκονταετίας τα όποία επηκολούθησαν. Η προστασία εγαλούχησε την ξενομανίαν μέχρι των ημερών μας ακόμη. Κατά την διάρκειαν των μετά την ανεξαρτησίαν ετών όσον μελετώμεν την σύγχρονον ιστορίαν, τόσον ακριβώς βλέπομεν, εν τελευταία αναλύσει, ότι κατήντησεν άλλοι εξ ημών να έχουν πληρώσει την φιλίαν των Άγγλων, άλλοι των Ρώσων, άλλοι των Γερμανών και ενδεχομένως άλλοι των Αμερικανών. Και επειδή όλοι οι πληρώνοντες ήσαν Έλληνες, οι οποίοι απλώς κατά διάφορον τρόπον εξετίμων τα ελληνικά συμφέροντα, κατήντησεν εις το τέλος η Ελλάς να έχη πληρώσει πολύ περισσότερα από όσα εiσέπραξεν. Αν φυσικά είναι δυνατόν να έκτιμήσωμεν την συμβολήν εκάστου εις τον εκάστοτε αγώνα με τα ίδια κριτήρια. Το βάρος της ξένης επεμβάσεως, υπό οιανδήποτε δικαιολογίαν και υπό οιονδήποτε τύπον, εν τελική αναλύσει έχει συνεπείας και μακροπροθέσμως. Ώστε το προσγενόμενον κακόν να μη δύναται να συγκριθή με καμμίαν άλλην συμφοράν.

Εσημειώθη ότι αι εσωτερικαί διχόνοιαι χαρακτηρίζουν από αρχαιοτάτης εποχής τον δημόσιον βίον των Ελλήνων, πράγμα το οποίον είναι αληθές. Αλλ’ είναι επίσης αληθές ότι η καταφυγή προς τους ξένους χαρακτηρίζει πάντοτε εποχήν παρακμής. Εις την κλασσικήν εποχήν η μεγάλη τότε ξενική δύναμις ήτο η Περσία. Και η επίκλησις της περσικής βοηθείας εκ μέρους των αντιμαχομένων Ελλήνων ήτο το έναυσμα αναταραχής, η οποία θα είχεν ίσως αλλάξει την μορφήν της παγκοσμίου ιστορίας αν δεν εμεσολάβουν αι νίκαι του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος. Κατόπιν ήλθεν η εποχή των Ρωμαίων. Και τέλος, μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Λατίνων, ηκολούθησαν οι τελευταίοι μελαγχολικοί, και θλιβεροί αιώνες της Βυζαντινής ιστορίας, ότε ολίγοι μεν εμάχοντο πολλοί δε εστήριζον την πάσαν ελπίδα εις την ξενικήν βοήθειαν. Και ήλθεν η αποκορύφωσις επί των ημερών μας, το βαρύ τίμημα των 400 χρόνων της τουρκικής δουλείας, υπό την οποίαν οι Έλληνες υπέστησαν δύο βασικές αλλοιώσεις: Την υποταγήν εις το «δοβλέτι» – την εξουσίαν – και την πίστιν προς την μεγάλην εκείνην χριστιανικήν δύναμιν, η οποία διά λόγους προσηλώσεως προς τας αρχάς της θρησκείας θα τους απηλευθέρωνεν. Αυτός ο μύθος υπήρξεν η αφετηρία της συγχρόνου ξενομανίας.

Ακόμη και κατά την κρίσιν του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενεφανίσθημεν Αγγλόφιλοι, Γαλλόφιλοι ή Γερμανόφιλοι. Και ελησμονούμεν ότι ως Έλληνες θα έπρεπε να ενδιαφερώμεθα μόνον διά την εξυπηρέτησιν των ιδικών μας συμφερόντων, κατευθυνόμενοι από ωμόν ρεαλισμόν και ουδόλως επηρεαζόμενοι από οιονδήποτε αισθηματισμόν. Το αποτέλεσμα υπήρξεν ότι παρέσχομεν την ευκαιρίαν εις τους ξένους να παίζουν εις βάρος μας το καλύτερο παιγνίδι των, εμφανιζόμενοι φίλοι της μιάς μερίδος του λαού ή της άλλης. Και εις τον συναγωνισμόν των ξένων συμφερόντων ερριψοκινδυνεύσαμεν το ελληνικόν μέλλον και τελικώς εθυσιάσαμεν την Μεγάλην Ιδέαν. Και όμως μόλις ολίγα έτη προηγουμένως, όταν οι Έλληνες και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων, αγνοούντες τας υποδείξεις και τας επιμόνους παρεμβάσεις των «φίλων», ήγωνίσ0ησαν διά τα συμφέροντά των και επολέμησαν μόνοι, βασιζόμενοι εις τας ιδίας των δυνάμεις, επέτυχαν όχι μόνον να μεταβάλουν τον χάρτην των Βαλκανίων, αλλά και να διατηρήσουν μετά ταύτα αναλλοιώτους τας βασικάς γραμμάς του επί 60 και πλέον έτη, παρα τας επελθούσας εν τω μεταξύ εις παγκόσμιον κλίμακα κοσμογονικάς μεταβολάς.

Ότι ο φιλελληνισμός των ξένων εις την πραγματικότητα εξυπηρέτει κατά κανόνα την προστασίαν των ιδικών των συμφερόντων δεν είναι δυνατόν σκεπτόμενος άνθρωπος να αμφισβητήση. Θα προσέθετα όμως ούτε και να χαρακτηρίση ως μεμπτόν. Το σφάλμα είναι ιδικόν μας όταν δεν αντιλαμβανώμεθα την στοιχειώδη αυτήν αρχήν, η οποία εν πάση περιπτώσει αποτελεί τον κανόνα, ενώ προσωπικαί τινες περιπτώσεις και σποράδην συμβάντα συνιστούν, απλώς, την εξαίρεστν. … Αυτά τα απλά πράγματα οι Έλληνες, κυριαρχούμενοι από πάθος ή τον ρωμαντισμόν, τα λησμονούν συνήθως και κατά κανόνα εις τας πλέον κρισίμους εποχάς.

Η ξενομανία ή η αδυναμία προς τους ξένους κατά την νέαν περίοδον της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, από του αγώνος της Ανεξαρτησίας σχεδόν και μέχρι των ημερών μας, έλαβε και δύο άλλας απαραδέκτους μορφάς. Η μία, την οποίαν εζήσαμεν μέχρι και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι η παλαιά αντίληψις της προστασίας. Η άλλη, την οποίαν εζήσαμεν μετά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον,  είναι η θεωρία της βοηθείας. Και αι δύο είναι έννοιαι άνευ περιεχομένου, κατά βάθος δε διά την Ελληνικήν υπερηφάνειαν και υποτιμητικαί. Επί πλέον είναι και εις βάρος της ευφυΐας μας, την οποίαν μονίμως προβάλλομεν.

……

Ας έλθω τώρα εις την «βοήθειαν». Αυτή απετέλεσε την τελευταίαν εξέλιξιν της ξενομανίας, η οποία ήρχισε ως φιλελληνισμός, εξειλίχθη εις προστασίαν και μετεσχηματίσθη τελικώς εις βοήθειαν. Βοήθεια υπάρχει όταν παρέχεται μονομερώς, άνευ οιασδήποτε μορφής ανταλλάγματος και με μόνον ελατήριον την συνείδησιν ότι ούτω εκπληρούται ηθικόν καθήκον ή φιλάνθρωπος υποχρέωσις. Κλασσική περίπτωσις είναι η δράσις του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Επίσης ευθύς μετά τον πόλεμον η της UΝRRΑ ή βραδύτερον η χορηγηθείσα προς την Bίafra ή και άλλαι ανάλογοι. Το Δόγμα Τρούμαν δεν υπήρξε βοήθεια. Υπήρξεν απλώς, όπως ετόνισεν έκτοτε και ο γράφων από του βήματος της Βουλής, η πρώτη έκφρασις της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία αρχικώς μεν υπό το Δόγμα Μonroe απέκλειεν ανάμιξιν των Αμερικανών έξω της Αμερικανικής ηπείρου ή των άλλων εις την Αμερικήν. … Χάρις εις το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιον Μάρσαλλ αι Ηνωμέναι Πολιτείαι διέθεσαν τεράστια οικονομικά ποσά εις την Ευρώπην. Τούτο πέραν των διπλωματικών είχε και οικονομτκάς συνεπείας. Εάν η Εύρώπη δεν ενισχύετο οικονομικώς και δεν ανελάμβανε και δεν καθίστατο δημιουργική δύναμις, αλλά παρέμενεν είδος προσφυγικού κέντρου, τούτο θα είχε αναμφισβητήτως επιπτώσεις και εις την αμερικανικήν οικονομίαν. Ότι η πολιτική εκείνη ήτο επιτυχής απεδείχθη. Διότι και η Ευρώπη συνεχώς ηνδρούτο και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι, καίτοι συνεχώς παρείχαν, ηύξανον τα εις χρυσόν αποθέματα των, το δε δολλάριον εις παγκόσμιον κλίμακα αντηλλάσσετο ευκολώτερον από τον αυτούσιον χρυσόν.

……

Πολλαί χώραι πάντως ωφελήθησαν διαδοχικώς εκ των υλικών παροχών των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά δεν γνωρίζω άλλην η οποία την πολιτικήν αυτήν, και δωρεάν παρεχομένην, να την εχαραχτήρισε «βοήθειαν». Μόνη έξαίρεσις είναι η Ελλάς.

[ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ]

Πλανώνται δε όσοι πιστεύουν ότι η ρεαλιστική πολιτική είναι φαινόμενον απλώς της εποχής μας, ως εποχής παρακμής. Πολύ ολίγον γνωρίζουν την ιστορίαν. Αφήνω ότι ο άκρατος ιδεαλισμός, εις την εξωτερικήν τουλάχιστον πολιτικήν, ωδήγησεν εις συμφοράς οσάκις σπανιώτατα επεχειρήθη να εφαρμοσ0ή. Λαμπρόν παράδειγμα της συγχρόνου Ιστορίας είναι η πολιτική του Προέδρου Wilsοn, ενός αναμφισβητήτως ιδεολόγου Προέδρου, η οποία ωδήγησε – πράγμα που ολίγοι πλέον αμφισβητούν – εις μίαν Ευρώπην όχι απλώς στερηθείσαν από την ισόρροπον βάσιν της, αλλά προπαρασκευασθείσαν διά την νέαν συμφοράν του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βεβαίως και η πλέον ρεαλιστική πολιτική κατά κανόνα καλύπτεται ή επιδιώκεται να καλυφθή με κάποιαν ιδεολογίαν. Τούτο όμως δεν μεταβάλλει την ουσίαν. Εις το βάθος το κινούν ελατήριον είναι το ωμόν συμφέρον. Ο δε αναγνώστης θα ανευρίσκη σχεδόν συνεχώς εις την αφήγησιν των γεγονότων αποδείξεις  (δι’ επικλήσεως ακόμη και κειμένων σχετικών πάντοτε με την Ελλάδα) αποκαλυπτούσας τον τοιούτον τρόπον του σκέπτεσθαι και δράν.

Ως ετόνισεν ο συγγραφεύς είναι ασυγχώρητον λάθος να ταυτίζεται η τοιαύτη πολιτική μόνον με την εποχήν μας. Ούτε είναι αρκετόν να ανατρέχωμεν εις τον Βίsmark, επειδή με εκείνον ιδίως συνεδέθη η Realpolitik. Αύτη υπήρξε πάντοτε ο κανών. Απλώς ωρισμένοι πολιτικοί άνδρες την ηκολούθησαν και το διελάλησαν, ενώ άλλοι την ακολουθούν διαλαλούντες υποκριτικώς το αντίθετον. Είναι δε τούτο πολύ φυσικόν, διότι οι νέοι και γενικώς αι μεγάλαι μάζαι του λαού, αι οποίαι κατά κανόνα καλούνται εις μεγάλας θυσίας, έχουν περισσότερον ανεπτυγμένον το συναισθηματικόν στοιχείον, από την ικανότητα ψυχράς εκτιμήσεως των πραγμάτων. Οι άνθρωποι θυσιάζονται δι’ ιδέας. Και δι’ αυτό οι πολιτικοί επιδιώκουν υπό το κάλυμμα ωραίων ιδεών να εφαρμόσουν σχέδια εξυπηρετούντα, κατά την κρίσιν των βεβαίως, τα συμφέροντα του τόπου των, αλλά δυσαρέστως απηχούντα εάν προβληθούν με την πραγματικήν των όψιν. Ο συγγραφεύς όμως επιθυμεί ακριβώς να προφυλάξη. Φρονών ότι η γνώσις της πραγματικότητος, χωρίς να αναστέλλη την δράστν, την διατηρεί προσγειωμένην με αποτέλεσμα μονιμωτέραν απόδοσιν και όχι απογοητεύσεις με τας ακολουθούσας κατακορύφους πτώσεις.

Την ορθότητα των άνω παρατηρήσεων, αντί παντός άλλου αποδεικνύει η επίκλησις του Θουκυδίδου. Είναι παγκόσμιος κανών να τον επικαλούνται και συνδέοντες αυτόν με τον θαυμάσιον Επιτάφιον να τον προβάλλουν ως τον ιδεώδη συνήγορον της ιδεολογίας της Δημοκρατίας και του σεβασμού της ανεξαρτησίας. Και όμως αυτοί οι Αθηναίοι, οι ακροαταί του Περικλέους, υποτίθεται, κατά τον Επιτάφιον λόγον των νεκρών του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου, ήσαν οι ίδιοι Αθηναίοι οι οποίοι εχρησιμοποίουν έναντι των ανισχύρων πολιτών της νήσου Μήλου την ωμήν γλώσσαν του ρεαλισμού και της δυνάμεως. «… δίκαια μεν εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δε οι προύχοντες πράττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν».

Η ιδεολογία είναι απαραίτητος, δεν ημπορεί όμως να είναι παρά στρατηγικός σκοπός. Διά την επιτυχίαν του οποίου πρέπει κανείς να ακολουθήση την ορθήν τακτικήν, την οποίαν υποδεικνύει η γνώσις της πραγματικής καταστάσεως, όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι. Το πώς, μας το διδάσκει η Βιολογία, η οποία αποτελεί ακριβώς την αποθέωσιν του ρεαλισμού εις τον θεμελιώδη νόμον αυτής. Εις τον νόμον δηλαδή της προσαρμογής, ο οποίος εξασφαλίζει την επιβίωσιν. Με άλλους λόγους η τακτική της επιτυχίας και εις την στρατιωτικήν τέχνην και εις την διπλωματίαν είναι η ρεαλιστική προσαρμογή. Και μόνον το γεγονός εξ άλλου ότι δεν είναι δυνατόν να επιτύχη κανείς να συμφωνήσουν όλοι, ειλικρινώς και μονίμως, εις ένα ιδεολογικόν στόχον, άρχει διά να αναγκάση τον οιονδήποτε, αν δεν είναι αφελής, να ακολουθή ρεαλιστικήν πολιτικήν. Ας έλθωμεν πάλιν εις τας ημέρας μας. Είναι βέβαιον ότι αι δύο υπερδυνάμεις, η Ρωσία και η Κίνα, εις πάσαν περίπτωσιν εφαρμόζουν ωμόν ρεαλισμόν. Άλλο πώς επιδιώκουν εκάστοτε να το καλύπτουν. Αν η άλλη υπερδύναμις, αι Ηνωμέναι Πολιτείαι, εφήρμοζον όσα επρέσβευεν ο Wilson τότε διά να προεξοφλήση κανείς την συντριβήν των δεν θα ήτο και τόσον δύσκολον, απλώς θα ήτο αύτη ζήτημα χρόνου. Δηλαδή το πότε θα συνέβαινεν αύτη. Φαντασθήτε δύο αντιμαχομένους εκ των οποίων ο εις αρκείται να απαγγέλλη το Πάτερ Ημών, ο δε άλλος κάμνει χρήσιν του πυροβόλου του. Είναι πιθανόν ο πρώτος να κερδίση τον Παράδεισον. Αλλά είναι βέβαιον οτι θα χάση την ζωήν του.

Κατά τον πόλεμον βεβαίως, προ της πιέσεως της ανάγκης, ολιγώτερον μας ενοχλεί ο ρεαλισμός. Ημείς άλλωστε οι Έλληνες δεν είναι δυνατόν να λησμονήσωμεν τας όλίγας αλλά επιγραμματικάς λέξεις του Ελευθερίου Βενιζέλου αποχαιρετώντος τους Έλληνας ναύτας, όταν κατά την έναρξιv του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ο Ελληνικός στόλος απέπλεε εκ του Φαλήρου διά να εκπληρώση την έξοχον άποστολήν του. «Δεν σας ζητώ να αποθάνετε, αλλά να νικήσετε». Είναι η καλυτέρα απάντησις προς τους ρωμαντικούς των ολοκαυτωμάτων. Τα ολοκαυτώματα γίνονται όταν δεν είναι δυνατόν άλλως γενέσθαι. Και αποτελούν σελίδαςκαυχήματα εις την ιστορίαν των λαών. Αλλά δεν δύνανται ποτέ να είναι σκοπός. Σκοπός είναι μόνον η νίκη. Χωρίς την Σαλαμίνα δεν θα υπήρχε η σημερινή Ευρώπη, αι δε Θερμοπύλαι θα είχον λησμονηθή. Εάν αναφέρωνται, είναι διότι ηκολούθησεν η Σαλαμίς.

O συγγραφεύς επιμένει να τονίζη ότι ο ιδεαλισμός είναι ο στρατηγικός σκοπός, ο οποίος δεν δύναται να πραγματοποιηθή παρά μόνον αν εν τη πράξει οδηγός είναι ο ρεαλισμός. Και τούτο διότι φρονεί, ότι όπου απουσιάζει αυτός ο συνδυασμός αντί δυνάμεως υπάρχει αδυναμία, η οποία προοιωνίζει το κακόν τέλος. Εξ άλλου όσοι σκέπτονται ρεαλιστικώς ευρίσκονται εις καλυτέραν θέσιν διά να κάμουν περισσότερον επιτυχή εκτιμήσιν της εκάστοτε αντιμετωπιζομένης καταστάσεως. Τούτο έχει εξέχουσαν σημασίαν διά τους αδυνάτους. Και προκειμένου περί κρατών διά τα μικρά κράτη. Τότε αποκτούν πλήρη συνείδησιν της αξίας των και αντιλαμβάνονται ευκολώτερον, ότι μία μικρά χώρα δύναται να διαδραματίση σημαντικόν ρόλον, τουλάχιστον εις κάποιαν στιγμήν. Αύτη δε ακριβώς η εμπειρία της ιστορίας ενισχύει τους υποστηρίζοντας – μεταξύ των οποίων και ο συγγραφεύς – διατί οι μικροί συμφέρον έχουν να επιδιώκουν ευρυτέρας συζητήσεις, βεβαίως εξασφαλίζοντες την εις αυτάς συμμετοχήν των. Διότι εάν πρόκειται να αποφασίσουν οι άλλοι, οι Μεγάλοι, χωρίς τους Μικρούς, και απλώς να τους κάμουν την τιμήν εκ των υστέρων να τους αναγγείλουν τας αποφάσεις των, τότε ο ρόλος των εξαφανίζεται. Μας χρησιμοποιούν απλώς διά να αυξάνουν την ιδικήν των διαπραγματευτικήν ικανότητα. Και θυσιάζουν οι μεν τους δε όταν τούτο κρίνουν ως συμφέρον. Ας ενθυμηθώμεν την Γιάλταν. Ημείς – τουλάχιστον οι σκεπτόμενοι ως ο συγγραφεύς – χάρις εις τον Winston Churchill, υπήρξαμεν τότε οι τυχεροί και οι Πολωνοί οι άτυχοι. Δυνατόν όμως να είχε συμβή και το αντίθετον. … Διότι θέλω ακριβώς εξ υπαρχής να καταστήσω φανερόν ότι αι ευκαιρίαι παρουσιάζονται πάντοτε διά τους Μικρούς αλλά όχι μονίμως. Πρέπει λοιπόν όταν παρουσιασθούν να επωφεληθή κανείς και με φαντασίαν να αναπτύξη πρωτοβουλίαν διά να τας δημιουργήση και τόλμην διά να τας εκμεταλλευθή. Όλα περικλείουν κίνδυνον, αλλά και πιθανότητα επιτυχίας. Τα ακίνδυνα απλώς επιβραδύνουν τον χρόνον του θανάτου. Αλλοίμονον εις το μικρόν κράτος το οποίον χάνει την αυτοπεποίθησίν του και οι ηγέται του σταυρώνουν τας χείρας των αναμένοντες το μοιραίον. Καλύτερον να συζητούν παρουσία σου παρά όταν απουσιάζης. Και καλύτερον να ανησυχούν διά σε παρά να είναι ήσυχοι. Καλύτερον να σε κατηγορούν παρά να σε συγχαίρουν διότι δεν δημιουργείς προβλήματα. Εις τας παραμονάς του 1909 οι κυβερνώντες ήσαν υπερήφανοι διά την «άψογον στάσιν» των. Αλλ’ οι Μεγάλοι τους πάντας υπελόγιζον εις τον χώρον μας πλην ημών. Μετά την επανάστασιν του 1909 εγίναμεν τα άτακτα παιδιά. Αλλά εδημιουργήσαμεν την Ελλάδα που υπάρχει σήμερον.

Βεβαίως και η εκάστοτε εκτίμησις της ιδίας δυνάμεως και των δυνατοτήτων, ως και της θελήσεως και της προθέσεως των άλλων, πρέπει και αυτή να μη αφίσταται της πραγματικότητος. Διότι τότε δεν θα εφηρμόζετο ρεαλιστική πολιτική, αλλά πολιτική ακριβώς απροσγείωτος. Ούτως ή άλλως εις την ζωήν επιβιώνει κανείς με συνεχή επίθεσιν. Διότι ή έπί0εσις καταλήγει κάποτε εις νίκην. Η απολογία είναι πάντοτε αδυναμία, όπως και η επίκλησις των τίτλων. Όλα αυτά είναι άμυνα. Και με άμυναν ημπορεί κανείς να αρχίση ένα αγώνα, αλλά διά την νίκην θά χρειασθή κάποτε η επίθεσις. Σημειωτέον ότι, όπως θα εξιστορηθή και εις την σύγχρονον Ελληνικήν ιστορίαν, όσοι πράγματι υπηρέτησαν το Έθνος, ανεξαρτήτως της γλώσσης την οποίαν εχρησιμοποίησαν, υπήρξαν σχεδόν χωρίς εξαίρεσιν όχι απλώς ρεαλισταί, αλλά ωμοί ρεαλισταί.

……

Θα ήτο εξ άλλου λάθος αν τα εκτεθέντα συνεχέοντο με την πολιτικήν της «λαμπράς απομονώσεως», ή με την υπερτροφικήν ανάπτυξτν ενός παθολογικού εθνικισμού ή πρωτογόνου σωβινισμού. Η μεν πολιτική της «λαμπράς απομονώσεως» ήτο πάντοτε η δυσκολωτέρα πολιτική, διότι εξαρτάται από την απαραίτητον προϋπόθεσιν, ότι δεν αρκεί να θέλη κανείς την απομόνωσιν, αλλά να την δέχωνται και οι άλλοι. Άλλως πρέπει να την προστατεύσης, οπότε απομόνωσις ή απόλυτος ουδετερότης κατ’ εξοχήν σημαίνει δύναμιν διά να δύνασαι να την επιβάλης. Πάλιν λοιπόν ο ρεαλιστικός τρόπος του σκέπτεσθαι σου επιτρέπει την ψυχράν εκτίμησιν, η οποία σε σώζει από την ουτοπίαν. Ωσαύτως το να αποκλείη κανείς τον άκρατον σωβινισμόν δεν σημαίνει ότι δέχεται ως αναπόφευκτον μίαν προστασίαν οδηγούσαν, εν τελευταία αναλύσει, εις την πλήρη απώλειαν της ανεξαρτησίας. Αλλά και η καθ’ οιονδήποτε τρόπον παραδοχή της αρχής της επεμβάσεως έχει ως τέλος την απώλειαν της ανεξαρτησίας. Διότι εκείνο το οποίον σήμερον συμφέρει τους μεν, συμφέρει ενδεχομένως αύριον τους δε, αλλά πάντως, εν τελευταία αναλύσει, τους καλουμένους να επέμβουν, οι οποίοι άλλωστε δεν το πράττουν εάν δεν τους συμφέρη. Διότι το συμφέρον και όχι ο αισθηματισμός κατευθύνει την πορείαν των κρατών. Ακόμη δε και αν δεχθούν να επέμβουν κατόπιν κακής εκτιμήσεως των συμφερόντων των, πάλιν τότε ωφελούνται οι αντίπαλοί των και πάντοτε αναλώμασι των μικρών, οι οποίοι ζητούν την προστασίαν διά της επεμβάσεως.

Η ιστορία εν τούτοις απέδειξεν ότι κανείς δεν είναι τόσον μεγάλος διά να αδιαφορήση κάποτε έναντι ένας μικρού. Και κανείς τόσον μικρός διά να μη αντιλαμβάνεται ότι αν συντρέξουν ωρισμέναι περιστάσεις, τας όποιας ουδείς δύναται εκ των προτέρων να αποκλείση, δυνατόν να συμπέση τότε αυτός ο μικρός να αποτελέση αποφασιστικόν παράγοντα κατά τας κρισίμους στιγμάς αν όχι και καταλύτην. Τα μεγάλα γεγονότα τα όποια έκρινον την παγκόσμιον ιστορίαν υπήρξαν σχεδόν κατά κανόνα σύμπτωσις ασημάντων δεδομένων, αν ήθελον θεωρηθή κεχωρισμένως από τους ασταθμήτους παράγοντας. Αύτη ακριβώς η εκ των προτέρων αοριστία, αποκλείουσα την βεβαιότητα, καθιστά τον θεωρητικώς αδύνατον παράγοντα υπό ωρισμένας προϋποθέσεις σημαντικόν αν όχι αποφασιστικόν. Εις τους πολέμους το αντιλαμβάνεται αυτό κανείς καλύτερον. Διότι, ως ορθώς ο Θουκυδίδης διεπίστωσεν, οι πόλεμοι δεν εξελίσσονται όπως συνήθως προέβλεψαν εκείνοι οι οποίοι τους ήρχισαν. Απρόοπτοι παράγοντες παρεμβάλλονται συνεχώς. Αύτοι ακριβώς οι απρόοπτοι παράγοντες αποτελούν την αδυναμίαν διά τους μεγάλους και την πραγματικήν δύναμιν διά τους μικρούς.

Το τελικόν συμπέρασμα των σκέψεων αυτών είναι ότι αι σημεριναί συνθήκαι της ελευθερίας κινήσεως των μικρών κρατών δεν είναι, τηρουμένων των αναλογιών, βασικώς διάφοροι του παρελθόντος. Ονομασίαι και ορολογίαι αλλάσσουν, αλλά το βασικόν πρόβλημα παραμένει το αυτό. Της ισορροπίας δηλαδή δυνάμεων, η οποία εξασφαλίζει την ηρεμίαν και της απωλείας της ισορροπίας, η οποία οδηγεί εις την αναταραχήν μέχρις ότου αποκατασταθή και πάλιν η ισορροπία. Αύτη η δυναμική έκφρασις της ζωής των λαών αντιτίθεται προς κάθε δογματικήν αντίληψιν, της οποίας κύριον χαρακτηριστικόν είναι ακριβώς η στατικότης. Και δι’ αυτό μόνον εις την θρησκείαν υπάρχουν δόγματα. Όπου πιστεύει κανείς διότι πιστεύει, και, αν θέλη να πιστεύει, δεν ερευνά. Δι’ αυτό και εις την πολιτικήν ζωήν και αι λαμπρότεραι ιδέαι αυτοτελώς λαμβανόμεναι χάνουν την αξίαν των, διότι εις το τέλος αποτελούν απλώς συνθήματα προπαγάνδας, τα οποία ερμηνεύει καθείς κατά το ίδιον συμφέρον με αποτέλεσμα την πλήρη σύγχυσιν και την απογοήτευσιν των εξαπατηθέντων αφελών.

Ελπίζω να εκπληρωθεί κάποτε και η επιλογική εκτίμηση του συγγραφέως:

 

… εάν έστω και ολίγον οι εκ των αναγνωστών του νέοι Έλληνες επηρεσθούν από την κατά την κρίσιν του ψύχραιμον αυτήν κατόπτευσιν των γεγονότων και των δεσποζόντων εις τας ιστορικάς εξελίξεις ρευμάτων, τότε αυτός μεν θα έχει επιτύχει, αυτοί δε θα ωφεληθούν και θα αποβούν δημιουργικότεροι παράγοντες του ελληνικού μέλλοντος.

 

[*]

Κάποια χαρακτηριστικά δείγματα της πολιτείας του:

  1. Έθεσε τις βάσεις της μεταπολεμικής οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής της Ελλάδος, το 1953, ως κυβερνητικός εταίρος του Αλ. Παπάγου και πανίσχυρος υπουργός Συντονισμού. Πολιτικής που οδήγησε στο οικονομικό “θαύμα” της εικοσαετίας 1953-1973.
  2. Υπήρξε εκ των ελαχίστων (αν όχι ο μόνος) πολιτικών πρώτης γραμμής της εποχής του που αντιλαμβανόταν τις διεθνείς σχέσεις με όρους συμφερόντων και όχι φιλίας, έχθρας ή υποταγής. Το παρατιθέμενο κείμενό του το επιβεβαιώνει.
  3. Οι κατοπινές εξελίξεις στο κυπριακό ζήτημα δκαίωσαν τις αντιλήψεις του για την ακολουθητέα πολιτική (ριζικώς διαφορετική προσέγγιση από την επικρατήσασα). Περισσότερες λεπτομέρειες επ’ αυτού στις υποσημειώσεις πρόσφατης αναρτήσεως στο ιστολόγιο.

Ενώ ενδεικτικό και της ακεραιότητος του προσώπου (ίσως και ενός άλλου κυριάρχου πολιτικού ήθους της τότε εποχής) ότι – καθ’ ομολογίαν του υιού του – προς το τέλος της ζωής του αναγκάσθηκε να εκποιήσει την πλούσια βιβλιοθήκη του για λόγους βιοπορισμού!!!

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα