του Λευτέρη Τσουλφίδη, Καθηγητή ΠΑΜΑΚ
Η δασμολογική πολιτική του Τραμπ, όπως υποστήριξα και σε προηγούμενο άρθρο μου, συνδέεται με την παρατεταμένη ύφεση από το 2007 και τη στροφή των κυβερνήσεων σε πολιτικές προστατευτισμού. Οι πολιτικές αυτές βρίσκουν υποστήριξη, ως έναν βαθμό, και από τον επιχειρηματικό κόσμο στις ΗΠΑ, αλλά και γενικότερα, ιδίως μετά την πανδημία, τους πολέμους (Ουκρανίας και Παλαιστίνης) και τη διακοπή των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, που οδήγησε πολλές επιχειρήσεις σε αναζήτηση προμηθευτών στην εγχώρια αγορά τους. Όλα αυτά έχουν μειώσει αισθητά τη δυναμική της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή εκδηλώνεται στον όγκο του διεθνούς εμπορίου, δηλαδή τον λόγο του αθροίσματος διεθνών εξαγωγών και εισαγωγών προς το παγκόσμιο ΑΕΠ. Ο λόγος αυτός, ο οποίος αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,88% την περίοδο 1982-2007, άρχισε να μειώνεται, με τον μέσο όρο την περίοδο 2007-2023 να βρίσκεται στο -0,07%. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις βασίζονται σε δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι αλυσιδωτές επιπτώσεις από την εισαγωγή πολιτικών προστατευτισμού στις ΗΠΑ, αν και δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια λόγω της αλληλεπίδρασης σε ένα σύστημα γενικής ανισορροπίας, μπορούν να περιγραφούν ως εξής: Η αύξηση δασμών (π.χ. κατά 25%) οδηγεί σε αύξηση των τιμών, γεγονός που ενεργοποιεί μια αλληλουχία αντιδράσεων στην οικονομία. Αναμένεται αύξηση των φορολογικών εσόδων, τα οποία μπορούν, εν μέρει τουλάχιστον, να χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους, που σήμερα ανέρχεται στο προβληματικό 124% του ΑΕΠ. Η εξυπηρέτηση του χρέους καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη ψηφοφορία (21/12/2024) στο Κογκρέσο για αύξηση του ορίου δανεισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί η πληρωμή συντάξεων και άλλων κρατικών δαπανών.
Η αύξηση των τιμών οδηγεί σε άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ, γεγονός που αναμένεται να προσελκύσει κεφάλαια από όλον τον κόσμο, ενισχύοντας το δολάριο. Αυτό, με τη σειρά του, μετριάζει τις επιπτώσεις των δασμών, καθώς τα εισαγόμενα αγαθά γίνονται φθηνότερα και το κόστος των δασμών διαμοιράζεται, εν μέρει, στις χώρες προέλευσης. Έτσι, σύμφωνα με τους εμπνευστές της συγκεκριμένης πολιτικής, οι ΗΠΑ θα βρεθούν σε μια κατάσταση win-win: αφενός θα περιορίσουν τις εισαγωγές, αφετέρου θα ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή και απασχόληση. Ωστόσο, η ενίσχυση του δολαρίου ενδέχεται να προκαλέσει αντιδράσεις από τις χώρες των BRICS, επιταχύνοντας τις προσπάθειές τους για τη δημιουργία και προώθηση ενός εναλλακτικού συστήματος συναλλαγών, με στόχο τη μείωση της εξάρτησής τους από το δολάριο.
Η αύξηση των τιμών και των επιτοκίων επηρεάζει αναπόφευκτα αρνητικά το χρηματιστήριο, αν και το ακριβές μέγεθος της επίδρασης είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, δεδομένου ότι επικρατεί ένα γενικότερα εύθραυστο κλίμα. Επιπλέον, ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 έχει απομακρυνθεί σημαντικά από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, καθώς τα καθαρά πραγματικά κέρδη (το κατεξοχήν θεμελιώδες μέγεθος) υπολείπονται αισθητά της αύξησης του δείκτη. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει, κατά τη γνώμη μας, την ύπαρξη φούσκας. Μια τυχόν μεγάλη μείωση του δείκτη ή το σκάσιμο της φούσκας θα έχει σοβαρές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Θεωρώ ότι η δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ αποτελεί περισσότερο ένδειξη αδυναμίας παρά ισχύος. Και αυτό γιατί με την επιβολή δασμών, οι ΗΠΑ ουσιαστικά παραδέχονται ότι έχουν χάσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που διέθεταν στο παρελθόν. Το πλεονέκτημα αυτό εκδηλωνόταν μέσω της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, την οποία προώθησαν και εδραίωσαν μέσω διεθνών οργανισμών, όπως η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) από το 1948 και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO) από το 1995.
Σήμερα, οι ΗΠΑ επιχειρούν να ανακτήσουν την παλαιά τους ισχύ στην παγκόσμια αγορά μέσω προστατευτισμού. Ωστόσο, αν μια χώρα γίνει ισχυρή μέσω προστατευτισμού, όπως π.χ. οι ΗΠΑ (ως έναν βαθμό) με το δόγμα Μονρόε (1823), και στη συνέχεια χάσει αυτήν την ισχύ, δύσκολα την ξαναποκτά με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν, βέβαια, σημαντικές διαφορές στον προστατευτισμό των δύο περιόδων, οι οποίες ωστόσο θεωρώ ότι είναι κυρίως ποσοτικές. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο του δόγματος Μονρόε, συζητήθηκε η αγορά της Γροιλανδίας το 1867 και το 1910. Συνεπώς, ακόμη και τότε, τα γεωπολιτικά ζητήματα πέραν της Αμερικής αποτελούσαν μέρος των ευρύτερων επιδιώξεων των ΗΠΑ.
Ο επιχειρούμενος σήμερα προστατευτισμός ενδέχεται να αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια διάσωσης της εγχώριας βιομηχανίας και των θέσεων απασχόλησης από τον διεθνή ανταγωνισμό, καθώς δεν επαρκούν οι συνηθισμένες πολιτικές λιτότητας (μειώσεις μισθών, φόρων κ.λπ.). Γι’ αυτό, οι ΗΠΑ στρέφονται προς νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική υπολογιστική και, ενδεχομένως, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτές οι τεχνολογίες έχουν τη δυνατότητα να μεταμορφώσουν ολόκληρους τομείς της οικονομίας και να δημιουργήσουν νέες αγορές, όπου οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός σε αυτούς τους τομείς είναι ακόμη πιο σκληρός, και η επιτυχία είναι κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη.
Συνεπώς, δεν θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να γίνουν εμφανείς οι επιπτώσεις των δασμολογικών και γεωπολιτικών πολιτικών, καθώς οι συνέπειές τους έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητές. Η ιστορική εμπειρία του τετραπλασιασμού των δασμών στις ΗΠΑ το 1930, με τον νόμο Smoot-Hawley, έδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο πώς τέτοιες πρακτικές όχι μόνο δεν ανακόπτουν την ύφεση, αλλά, αντίθετα, την επιδεινώνουν. Στις σημερινές συνθήκες, αναμένεται να ενισχύσουν τις γεωπολιτικές εντάσεις και να δημιουργήσουν έναν κύκλο ανταποδοτικών ενεργειών, που θα επιβαρύνουν περαιτέρω την ήδη σε ύφεση παγκόσμια οικονομία.
*Καθηγητής Λευτέρης Τσουλφίδης Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑΜΑΚ
https://geopolitico.gr/2025/02/i-nea-amerikaniki-oikonomiki-politiki-aytarkeia-i-igemonia/