του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Η στροφή στη θαλάσσια κυριαρχία αντικατοπτρίζει μια σημαντική αλλαγή στην υψηλή τουρκική στρατηγική που έχει επιπτώσεις για τον Ελληνισμό και το θαλάσσιο άξονα Αιγαίου-Μεσογείου γενικότερα.
Η ναυτική στρατηγική της Τουρκίας έχει από καιρό ερωτευτεί τη νουθεσία του Θεμιστοκλή στους Αθηναίους – «έχουμε γη και πατρίδα, όσο έχουμε πλοία στη θάλασσα», όταν με τον δικό του συνοπτικό τρόπο ο Θουκυδίδης αποφαινόταν «Μέγα το της θαλάσσης κράτος». Πράγματι, δεν υπερεκτιμάται η σκέψη μας αν υποστηρίξουμε ότι από τότε που η Νέο-οθωμανική και αναθεωρητική Τουρκία έστρεψε για πρώτη φορά την προσοχή της προς τη θάλασσα στις μεταγενέστερες δεκαετίες του 20ου αιώνα, κανένας στοχαστής δεν άσκησε μεγαλύτερη επιρροή στην τουρκική θαλάσσια στρατηγική, από το Θουκυδίδη. Τα κύρια επιχειρήματα αυτής της υψηλής τουρκικής στρατηγικής, είναι σχετικά ένα ξεκάθαρο σχέδιο και ονομάστηκε με δύο λέξεις: «Γαλάζια Πατρίδα». Συμπεριφερόμενη ως περιφερειακή δύναμη και διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποστήριξε, ότι έχει ζωτικής σημασίας θαλάσσια συμφέροντα, που κυμαίνονται από την υπεράσπιση των ακτών τους έως την προστασία των ζωτικών εμπορικών οδών τους, που διαγράφονται από τον άξονα Εύξεινος Πόντος -Θάλασσα του Μαρμαρά -Στενά Ελλησπόντου -Αιγαίο Πέλαγος -Μεσόγειος Θάλασσα. Αντιλαμβανόμενη, την υπεράσπιση της θέσης της ως μεγάλη δύναμη της περιοχής χρειάστηκε να λάβει μέτρα για να εξασφαλίσει αυτά τα συμφέροντα έναντι των αντιπάλων ή ανταγωνιστών της. Για το Θουκυδίδη, αυτό υπονοούσε ότι μια πραγματικά μεγάλη δύναμη έπρεπε να κυριαρχήσει σε αυτές τις θάλασσες και μια τέτοια κυριαρχία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απομάκρυνση του κύριου στόλου του εχθρού σε μια αποφασιστική μάχη. Απόρροια αυτού είναι ότι οι συνεχείς απειλές προκλήσεις, παραβιάσεις και άλλες αποσπασματικές ναυτικές επιχειρήσεις κατά του Ελληνισμού αποσπούσαν την προσοχή που δεν μπορούσαν ποτέ να αποδειχθούν στρατηγικά καθοριστικές, πέραν του γκριζαρίσματος του Αιγαίου και την ποσοτική αύξηση των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος του Ελληνισμού.
Οι λόγοι για την ελκυστικότητα του Θουκυδίδη για τους Τούρκους είναι προφανείς.
Ο Θουκυδίδης περιέγραφε τη στρατηγική για μια ανερχόμενη δύναμη, την Αθήνα, η οποία συνειδητοποιούσε ότι είχε ζωτικά θαλάσσια συμφέροντα που έπρεπε να διασφαλιστούν για να ευημερήσουν και να συνειδητοποιήσουν το πεπρωμένο τους ως μεγάλη δύναμη. Η έκκληση προς τους σύγχρονους Τούρκους πολιτικούς ηγέτες έχει τις ρίζες της σε μια παρόμοια λογική. Καθώς οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς άρχισαν να δημιουργούν οικονομική ανάπτυξη στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η διαπίστωση των υποθαλάσσιων πόρων το 2000 και καθώς η Τουρκία εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από το θαλάσσιο εμπόριο και την άντληση των υδρογονανθράκων, οι Τούρκοι ηγέτες άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι είχαν ζωτικά θαλάσσια συμφέροντα που έπρεπε να διασφαλιστούν. Αρχικά, αυτά τα συμφέροντα πλαισιώθηκαν από την άποψη των πλησιέστερων θαλασσών της Τουρκίας. Αμφισβήτηση της κυριαρχίας στα ύδατα Του Ανατολικού και Κεντρικού Αιγαίου. Στη συνέχεια, ακολουθώντας μια τραχιά καμπύλη στο Νότο από την Κύπρο, μετά το σύμπλεγμα των νησιών της Μεγίστης- Καστελόριζου μέχρι την Κεντρική Μεσόγειο νοτίως της Κρήτης και εν’ τέλει με το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους στις απομακρυσμένες βαθιές θάλασσες που θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως κρίσιμες για την ασφάλεια και την ευημερία της Τουρκίας.
Και στις δύο περιόδους, η αφήγηση του Θουκυδίδη στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου παρείχαν ένα εννοιολογικό πλαίσιο για να σκεφτούνε το είδος της ναυτικής στρατηγικής που ταιριάζει καλύτερα σε μια ανερχόμενη Τουρκία. Και αν το τουρκική ναυτική στρατηγική, μετά το 1996 στα Ίμια, αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τις αποφασιστικές μάχες και εκτοπισμό του εχθρικού στόλου από τις θάλασσες, αγκάλιασαν πλήρως εκείνους που ασχολούνταν με την ανάγκη μιας περιφερειακής δύναμης να έχει ένα ναυτικό κατάλληλο για τους σκοπούς της. Συγκεκριμένα, οι Τούρκοι Ναύαρχοι υιοθέτησαν (και προσάρμοσαν ανάλογα) την άποψη του Θουκυδίδη ότι μια μεγάλη δύναμη έπρεπε να έχει ένα ναυτικό ικανό να αποσπά τον έλεγχο των στρατηγικών πλωτών οδών και των γεωστρατηγικών σημείων από ισχυρούς αντιπάλους, διασφαλίζοντας έτσι την ασφάλεια του εμπορίου από το οποίο εξαρτιόταν η ευημερία της. Εσωτερίκευσαν επίσης την πεποίθηση ότι μια πραγματικά μεγάλη δύναμη έπρεπε να έχει ένα ισχυρό μεγάλο ναυτικό – ικανό όχι μόνο να διασφαλίσει τα θαλάσσια συμφέροντά της, αλλά και να ελέγχει τοπικά και χρονικά τις θαλάσσιες περιοχές ενδιαφέροντος.
Η Σύγχρονη Τουρκική Ναυτική Στρατηγική
Η άποψη του Θεμιστοκλή όπως μεταφέρεται από τον Θουκυδίδη ήταν ότι ο πλήρης έλεγχος των θαλασσών, είναι πάντα το καλύτερο μέσο για τους μεγάλους στρατηγικούς στόχους μιας δύναμης και ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απομάκρυνση του εχθρικού στόλου από τις θάλασσες. Όπως άλλωστε, έπραξε το ιστορικό δίδυμο Βενιζέλου-Κουντουριώτη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13. Ωστόσο στη σύγχρονη εποχή αποφεύγονται οι μεγάλες ναυμαχίες ιδίως μεταξύ συμμαχικών κρατών, οι δυνάμεις θα μπορούσαν να έχουν τη δική τους ξεχωριστή «θαλάσσια στρατηγική». Οπότε υιοθετήθηκε ο προσωρινός τοπικός «έλεγχος της θάλασσας», ο θαλάσσιος αποκλεισμός, οι καταδρομικές επιθέσεις σε ακατοίκητα νησιά και η άμυνα της πατρίδας. Όλα εξαρτούνται από την υψηλή στρατηγική που θα ακολουθούσε. Η πιο θεμελιώδης αρχή, ήταν του Κλαούζεβιτς, η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής στον πόλεμο.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για το αυξημένο ενδιαφέρον των Τούρκων Ναυάρχων για την προσαρμογή στη σύγχρονη Τουρκική Ναυτική Στρατηγική. Ίσως ο πιο αποφασιστικός παράγοντας, ωστόσο, ήταν μια βαθιά αλλαγή στην υψηλή στρατηγική της Τουρκίας την τελευταία εικοσαετία περίπου. Η στρατιωτική και άλλη στρατηγική εστίαση της Τουρκίας ήταν στην άμυνα της ηπειρωτικής Τουρκίας, στην επανένταξη εδαφών από την καθημαγμένη Μέση Ανατολή, και στην άσκηση περιορισμένου αριθμού διεκδικήσεων σε αμφισβητούμενα εδάφη όπου υπάρχουν Κουρδικοί πληθυσμοί. Ωστόσο, την τελευταία πενταετία περίπου, η Τουρκία υιοθέτησε ουσιαστικά μια νέα υψηλή στρατηγική, που ίσως χαρακτηρίζεται καλύτερα ως «κυριαρχία των θαλασσών».
Αυτή η στρατηγική περιλαμβάνει τα παρακάτω καθοριστικά στοιχεία. Κυρίως, συνεπάγεται δέσμευση για τη διασφάλιση των χερσαίων και των παράκτιων συνόρων της Τουρκίας, όπως τα ορίζει η Άγκυρα. Αυτό περιλαμβάνει τη διεκδίκηση της κυριαρχίας στη θάλασσα εντός της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας», των αμφισβητούμενων θαλασσίων ζωνών κατά μήκος των συνόρων της με την Ελλάδα, των νησιών που διεκδικεί στο Ανατολικό και Κεντρικό Αιγαίο και φυσικά της διχοτομημένης Κύπρου. Περιλαμβάνει επίσης την άρνηση στον Ελληνισμό της δυνατότητας να απειλήσουν την ηπειρωτική Τουρκία από τα στρατιωτικοποιημένα νησιά. Επίσης η κυριαρχία των θαλασσών συνεπάγεται τη διατήρηση μιας ευνοϊκής ισορροπίας δυνάμεων. Στο τουρκικό πλαίσιο, μια ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων είναι αυτή που γέρνει υπέρ της Τουρκίας. Μεταξύ άλλων, αυτό σημαίνει μια ισορροπία που δεν είναι ευνοϊκή για τον Ελληνισμό.
Μια τέτοια υψηλή στρατηγική απαιτεί μια κατάλληλη θαλάσσια στρατηγική, μια στρατηγική που μπορεί να συνδέσει την εφαρμογή της ναυτικής ισχύος με τον πολιτικό σκοπό να αποτρέψει την ανάπτυξη μιας δυσμενούς ισορροπίας δυνάμεων σε οποιαδήποτε περιοχή που ο εξισορροπητής θεωρεί ζωτικής σημασίας. Και αυτή ακριβώς είναι η θαλάσσια στρατηγική που ακολουθεί σήμερα η Τουρκία. Στην εγγύς θάλασσας περιοχές, για πάνω από μια δεκαετία τώρα είναι απασχολημένη με την ανάπτυξη αεροπορικών, ναυτικών και πυραυλικών δυνάμεων για να δημιουργήσει μια περιοχή αντιπρόσβασης και άρνησης (A2/AD). Για αυτήν την αποστολή, η Τουρκία αναπτύσσει υποβρύχια, φρεγάτες, αεροσκάφη, αντιαεροπορικά συστήματα, πυραύλους Κρουζ κατά πλοίων. Αυτές οι δυνάμεις υποστηρίζονται από ισχυρή αεροπορία και μεγάλες ναυτικές βάσεις.
Πέρα από αυτή τη ζώνη άμυνας εγγύς στη θάλασσα, η Τουρκία έχει αναπτύξει ναυτικές δυνάμεις για να κυριαρχήσει στις θάλασσες μέχρι τη Βόρεια Αφρική. Εκτός από τις δυνατότητες A2/AD που μόλις αναφέρθηκαν, αυτές οι δυνάμεις περιλαμβάνουν προηγμένους βαλλιστικούς πυραύλους επιφανείας Ταϋφούν και πυραύλους Μπόρα ή Khan που απειλούν την ελληνική ενδοχώρα και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στα νησιά αντίστοιχα. Χρησιμοποιούνται επίσης βαλλιστικοί πύραυλοι κατά πλοίων, οι οποίοι, χρησιμοποιώντας προηγμένη τεχνολογία, έχουν την ικανότητα να χτυπούν με ακρίβεια και να νικούν τα περισσότερα συστήματα πυραυλικής άμυνας στη θάλασσα. Ο σκοπός αυτών των συστημάτων είναι να αποτρέψουν, να καθυστερήσουν και, εάν είναι απαραίτητο, να υποβαθμίσουν πιθανές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ελλάδας με τρόπους που αρνούνται τον έλεγχο του Ελληνισμού στις θάλασσες.
Δεδομένων όλων αυτών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει αρχίσει να εφαρμόζει μια θαλάσσια στρατηγική που τους δίδαξε ο Ελληνισμός. Ωστόσο, για τον Ελληνισμό, το ερώτημα παραμένει: Τι πρέπει να κάνουμε;
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI). Συγγραφέας του βιβλίου «Ο Σύγχρονος Πόλεμος» Προκλήσεις για την Ελληνική Ασφάλεια. Εκδόσεις Ινφογνώμων.
Έμμεση προώθηση συντεχνιακών απαιτήσεων προς εξασφάλιση αναγνωρισιμότητας και δημοσιότητας.
Η περίπτωση των Ιμίων είναι χαρακτηριστικό εσφαλμένης στρατηγικής των Ελληνικών Επιχειρήσεων. Βασίστηκαν στον πιθανώς ξεπερασμένο Θουκυδίδη και την πλήρωσαν με εθνική κυριαρχία και νεκρούς αξιωματικούς.
Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.
Δεν συμμερίζομαι, δεν αποδέχομαι τις θεωρίες περί αμφισβήτησης, περί αγνώστου και αδιευκρίνιστης κυριαρχίας νησιδίων και συμπλεγματων. Οι διεθνείς συνθήκες ρυθμιζουν όλα τα σχετικά θέματα. Τα περί γκριζων λύκων, γκριζων νησιών, γκριζων θαλάσσιων ζωνών είναι ευφηολογηματα των προδοτών, που έχουν επικυριαρχησει στη νομή και κατοχή της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα, ή ότι έχει απομείνει από αυτήν, τουλάχιστον την τελευταία 50ετια. Ο πρώτος πυρήνας του φερόμενου ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους βασιστηκε σε έναν αριθμό πρωτοκόλλου, των αρμοδίων υπηρεσιών της Βρετανίας στο Λονδινο. Εάν αποδεχόμαστε ανοήτως, ή προδοτικα την αμφισβήτηση διεθνών συνθηκών, θα επαναπαυτουμε στο πρωτόκολλο του Λονδίνου; Αντιλαμβανεστε ότι ο ενδοτισμος στις “πιέσεις” εχθρών , και η χειραγώγηση των μαζών στο εσωτερικό αδηγούν με βεβαιότητα, ακόμα και σε βάθος μιας δεκαετίας στην πλήρη απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Η πολιτική ελίτ της χώρας και μια μικρή μερίδα “πεφωτισμενης” ακαδημαϊκής νομεκλατουρας θα συνεχίσουν να νεμονται και να διαχειρίζονται τα τοπικάς υποθέσεις της αυτοκρατορία. Βίαιος θάνατος στους νενεκους τώρα.