Μεταφέρουν σταδιακά την παραγωγή οχημάτων και εξαρτημάτων σε ΗΠΑ, Κίνα
Με αφορμή το Σαλόνι Αυτοκινήτου στη Σαγκάη, έρχεται πολύ εντονότερα στο προσκήνιο ο προβληματισμός των ευρωπαϊκών και δη των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών για τη μεταφορά της βάσης παραγωγής αμαξιών ή εξαρτημάτων από την έδρα τους στις ΗΠΑ. Ο λόγος είναι ένας και αφορά τις προβλεπόμενες από την πρόσφατη νομοθεσία Μπάιντεν για την επιδότηση της πράσινης οικονομίας, όπως αναφέρει σχετικά σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle. «Δεν σκοπεύουμε να μεταφέρουμε την παραγωγή στις ΗΠΑ, αλλά τα επόμενα εργοστάσιά μας θα κατασκευαστούν σίγουρα εκεί. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η Ευρώπη να αποδειχθεί ο χαμένος των επικείμενων αλλαγών», σημειώνει στην ανακοίνωσή του ο Κλάους Ρόζενφελντ, επικεφαλής της προμηθεύτριας εξαρτημάτων Schaeffler με 80.000 εργαζομένους. Οι προθέσεις της τέταρτης σε μέγεθος γερμανικής εταιρείας του κλάδου είναι ενδεικτική. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες αποσύρουν την παραγωγή από τη Γερμανία και τη μεταφέρουν σε Κίνα και ΗΠΑ.
Μεταξύ Γερμανίας και Βόρειας Αμερικής αναμένεται μέσα στα επόμενα χρόνια ένα χάσμα παραγωγής περίπου 4 εκατομμυρίων οχημάτων.
Σύμφωνα με την ανάλυση, μεταξύ Γερμανίας και Βόρειας Αμερικής αναμένεται μέσα στα επόμενα χρόνια ένα χάσμα παραγωγής περίπου 4.000.000 οχημάτων. Ας σημειωθεί ότι τόσο η Audi όσο και η Ford έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα ενισχύσουν την παραγωγή οχημάτων στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, όπου καταβάλλονται στους κατασκευαστές γενναιόδωρες επιδοτήσεις στο πλαίσιο της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση. Κατά συνέπεια, στη Γερμανία κινδυνεύουν 100.000 θέσεις εργασίας. Παράλληλα, στη διαδικασία ψηφιοποίησης της παραγωγής η τάση για ενίσχυση εναλλακτικών κινητήρων είναι περισσότερο από σαφής, παρά το γεγονός ότι στις ΗΠΑ η μετάβαση από τους θερμικούς κινητήρες στα ηλεκτροκίνητα οχήματα συμβαίνει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από όσο στην Ευρώπη και την Κίνα. Ετσι, στη Γερμανία το 14% των νέας κυκλοφορίας οχημάτων αφορά καθαρόαιμα ηλεκτροκίνητα, στην Κίνα το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται στο 21% και στις ΗΠΑ είναι κάτω από 6%. Τα δεδομένα αυτά ενδέχεται, ωστόσο, να αλλάξουν το επόμενο διάστημα, όπως αναφέρει η Deutsche Welle.