ΠΟΛΛΟΙ είναι εκείνοι που θεωρούν κομβικής σημασίας για τα επόμενα βήματα τη συνάντηση της 9ης Αυγούστου, του Προέδρου Αναστασιάδη και του κατοχικού ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί. Για να μπορεί κάποιος να επενδύσει σε αυτή τη συνάντηση θα πρέπει να έχει ενδείξεις διαφοροποίησης. Είναι προφανές πως ο κ. Μουσταφά Ακιντζί και να θέλει δεν μπορεί να διαφοροποιήσει το σκηνικό που επιχειρεί να επιβάλει η κατοχική Τουρκία εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Συνεπώς, θα αποτελούσε, κατά τη γνώμη μας, αυτοχειρία από πλευράς της Λευκωσίας, όπως και της Αθήνας, η συμμετοχή σε ένα διαδικαστικό σχήμα, όπως είναι η Πενταμερής (είτε άτυπη είτε όχι), χωρίς να έχει αποχωρήσει η Τουρκία από την ΑΟΖ. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα νομιμοποιήσουμε εμείς οι ίδιοι τα νέα τετελεσμένα που επιχειρεί το καθεστώς Ερντογάν να επιβάλει.
ΕΙΝΑΙ γι’ αυτό που δεν μπορούμε πραγματικά να αντιληφθούμε φωνές που ακούγονται στο εσωτερικό για να αρχίσουν εδώ και τώρα συνομιλίες με το επιχείρημα πως έτσι θα σταματήσει η τουρκική επιθετικότητα. Αυτό πότε έχει ξαναγίνει και θεωρούν πως θα το πράξει και τώρα η Τουρκία; Έχει, μήπως, δώσει κάποιες ενδείξεις η κατοχική δύναμη ότι είναι έτοιμη να αποχωρήσει από την κυπριακή ΑΟΖ στην περίπτωση που θα ξεκινήσει μια νέα διαδικασία διαπραγματεύσεων; Αντίθετα, η ρητορική που αναπτύσσει η Άγκυρα διαψεύδει αυτό το σενάριο. Η Τουρκία εφαρμόζει την επεκτατική της πολιτική στην περιοχή και εκείνο που φαίνεται να επιδιώκει είναι η υλοποίηση των σχεδιασμών της, είτε διά της ισχύος είτε διά της αποδοχής των στόχων της από την ελληνική πλευρά.
ΣΥΝΕΠΩΣ, η θέση μας είναι ξεκάθαρη: Ναι στις διαπραγματεύσεις μετά την αποχώρηση της Τουρκίας από την κυπριακή ΑΟΖ. Ναι σε συνομιλίες που θα έχουν προοπτική επίτευξης συμφωνίας στο Κυπριακό. Όχι σε διάλογο που θα οδηγεί σε νέο και καταστροφικό αδιέξοδο, που θα διευκολύνει σχεδιασμούς για επιβολή άλλων λύσεων.