Σήμερα όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα στο Σαν Φρανσίσκο, στην συνάντηση Τζο Μπάιντεν – Σι Τζινπίνγκ που θα πραγματοποιηθεί στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC). Οι σχέσεις των δύο δυνάμεων είναι στο χειρότερο σημείο τους εδώ και μισό αιώνα, μετά την ιστορική επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο το 1971 και την αναγνώριση της κομμουνιστικής Κίνας από τις ΗΠΑ.
Το timing της συνάντησης
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα επιδιώκουν μια ανάπαυλα στην σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ τους. Είναι γεγονός ότι μια κάποια επαναπροσέγγιση – ή, έστω προσωρινή ανακωχή – βολεύει και τις δύο πλευρές στην συγκεκριμένη συγκυρία. Ο Αμερικανός πρόεδρος στοχεύει στην επανεκλογή του σε λιγότερο από 12 μήνες και, εν μέσω των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή, μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις με το Πεκίνο είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε κατά την διάρκεια της εκστρατείας του.
Η δε Κίνα διανύει δύσκολη περίοδο που χαρακτηρίζεται από την διάψευση των προσδοκιών για θεαματική οικονομική ανάκαμψη μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής zero-Covid στο τέλος της 2022. Στην επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας προστίθεται η μείωση των ξένων επενδύσεων στην χώρα που καταγράφεται το τρίτο τρίμηνο, για πρώτη φορά τα τελευταία 25 χρόνια. Η κινεζική ηγεσία αντιλαμβάνεται ότι ένας από τους κύριους λόγους γι’ αυτήν την εξέλιξη είναι η οξεία αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, η ανάπαυλα αυτή ενδέχεται να αποδειχθεί νηνεμία πριν την καταιγίδα. Η Κίνα είναι το μόνο θέμα, στο οποίο υπάρχει κάποια σύμπτωση απόψεων μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Συνεπώς, κατά την διάρκεια του επόμενου έτους ο Μπάιντεν δεν μπορεί να φανεί υποχωρητικός έναντι του Πεκίνου και η σημερινή συνάντηση είναι η τελευταία ευκαιρία γι’ αυτόν να συνομιλήσει με τον Κινέζο ομόλογό του πριν κλιμακωθεί ο προεκλογικός πυρετός στις ΗΠΑ.
Μετά το πολύκροτο επεισόδιο τον περασμένο Φεβρουάριο με το κινεζικό αερόστατο, οι ΗΠΑ έχουν δείξει καλή διάθεση με τα ταξίδια σειράς αξιωματούχων στην Κίνα. Το τελευταίο πεντάμηνο επισκέφθηκαν την Κίνα ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν, η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, η υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο και ο ειδικός απεσταλμένος για το κλίμα Τζον Κέρι. Η Κίνα έχει ανταποδώσει – με μεγαλύτερη φειδώ – τις χειρονομίες καλής θέλησης με την πρόσφατη επίσκεψη του ανώτατου Κινέζου διπλωμάτη Γουάνγκ Γι στις ΗΠΑ.
Η πιθανή ατζέντα της συνάντησης
Υπάρχουν πολλές εικασίες για τα θέματα που θα “χωρέσουν” στην ατζέντα των συνομιλιών στο Σαν Φρανσίσκο. Το πιθανότερο είναι να συμφωνηθούν κάποιες κατευθυντήριες γραμμές στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, ενώ εξειδικευμένες ομάδες εργασίας θα αναλάβουν τις διαπραγματεύσεις σε επιμέρους ζητήματα.
Το πιο σημαντικό θέμα, βεβαίως, είναι η Ταϊβάν. Η κινεζική ηγεσία επιδιώκει δέσμευση των ΗΠΑ ότι δεν θα εμπλακούν στην προεκλογική καμπάνια και δεν θα στηρίξουν τον – προπορευόμενο προς το παρόν – υποψήφιο του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος και νυν αντιπρόεδρο Γουίλιαμ Λάι. Η κινεζική ηγεσία δεν κρύβει την προτίμησή της για τον υποψήφιο του Κουομιντάνγκ (KMT) που παραδοσιακά έχει πιο διαλλακτικές θέσεις έναντι της ηπειρωτικής Κίνας. Χωρίς αμφιβολία, ο Σι Τζινπίνγκ θα εκφράσει τις διαφωνίες της Κίνας με τις πωλήσεις αμερικανικών όπλων στην αυτοδιοικούμενη νήσο.
Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική ασφαλείας στον Ινδο-Ειρηνικό, σοβαρός πονοκέφαλος για το Πεκίνο είναι η αυξανόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στις Φιλιππίνες, όπως και η σύσφιξη των σχέσεων στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ιαπωνίας-Νότιας Κορέας. Με την σειρά του, ο Μπάιντεν θα αναφερθεί στους κινδύνους ατυχήματος στην Νοτιοσινική Θάλασσα, όπως φάνηκε σε πρόσφατο περιστατικό με κινεζικό μαχητικό αεροπλάνο που βρέθηκε σε απόσταση μόλις τριών μέτρων από αμερικανικό βομβαρδιστικό Β-52.
Τα πυρηνικά όπλα δεν αναμένεται να αποτελέσουν πρόσφορο πεδίο για συζήτηση. Η Κίνα έχει οπλοστάσιο πολύ μικρότερο από το αμερικανικό – όπως και το ρωσικό – και επενδύει τεράστιους πόρους στην αναβάθμισή του. Ενδέχεται, όμως, οι δύο πρόεδροι να συζητήσουν την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στα λεγόμενα “αυτόνομα” όπλα που σχετίζονται εν μέρει και με τα πυρηνικά. Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν πολιτική διακήρυξη για την υπεύθυνη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και της αυτονομίας στα οπλικά συστήματα, μια πρωτοβουλία που απαιτεί παγκόσμια συνεννόηση και διεθνείς ρυθμίσεις.
Οι οικονομικές σχέσεις ασφαλώς θα μπουν στην ατζέντα των συνομιλιών, με τις δύο πλευρές να διατυπώνουν πολλά παράπονα η μία από την άλλη. Ο Μπάιντεν πιθανότατα θα αναδείξει το θέμα της στενής σινο-ρωσικής συνεργασίας και τις ενδείξεις για παροχή τεχνολογιών διπλής χρήσης από το Πεκίνο στην Μόσχα. Από την συζήτηση μεταξύ των δύο προέδρων δεν θα μπορούσε να απουσιάσει και το θέμα της ανάφλεξης στην Μέση Ανατολή. Τέλος, σύμφωνα με πολλές πηγές, η αμερικανική πλευρά θα ζητήσει τον έλεγχο της παραγωγής φαινταλύνης στην Κίνα, καθώς η χρήση αυτού του εξαιρετικά εθιστικού ναρκωτικού έχει προσλάβει επικίνδυνες διαστάσεις στις ΗΠΑ.
Πιθανά αποτελέσματα
Θα οδηγήσει η συνάντηση αυτή σε αποσυμπίεση της έντασης μεταξύ των δύο δυνάμεων; Είναι μάλλον απίθανο να ξεπεραστεί η αμοιβαία καχυποψία και ίσως γι’ αυτό πολλοί αναλυτές κρατούν μικρό καλάθι. Θα ήταν έκπληξη αν υπάρξει συμφωνία στα εξής θέματα:
– Χαλάρωση των περιορισμών που έχει επιβάλει – και εντείνει – η διοίκηση Μπάιντεν στην πώληση ημιαγωγών τελευταίας γενιάς, όπως και εξοπλισμού για την παραγωγή τους.
– Συναντίληψη για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Μέση Ανατολή. Η Κίνα εμφανίζεται ως ηγέτιδα δύναμη του Παγκόσμιου Νότου και κατ ’ουσίαν στρέφεται κατά της Δύσης και των ΗΠΑ ειδικότερα. Ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές πιθανολογούν ότι ο Μπάιντεν θα ζητήσει από τον Κινέζο ομόλογό του να ασκήσει πίεση στο Ιράν, αλλά η θετική ανταπόκριση του Πεκίνου θεωρείται ελάχιστα πιθανή.
– Σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν, δεν πρέπει να αναμένονται ανακοινώσεις λόγω της φύσης αυτού του εξαιρετικά ευαίσθητου θέματος.
Δεν αποκλείεται να σημειωθεί πρόοδος σε λιγότερο αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως είναι η αύξηση των αεροπορικών πτήσεων μεταξύ των δύο χωρών, το άνοιγμα νέων προξενείων, η προώθηση της συνεργασίας σχετικά με την κλιματική κρίση, κ.λπ. Περίπου προεξοφλείται η συμφωνία για αυστηρότερο έλεγχο της παραγωγής φαιντανύλης σε κινεζικά εργαστήρια, ενώ η αμερικανική κυβέρνηση θα προχωρήσει στην άρση κυρώσεων σε κάποιους κρατικούς φορείς της Κίνα. Τις τελευταίες μέρες κυκλοφόρησαν δημοσιογραφικές πληροφορίες για πιθανή συμφωνία για την πώληση αεροπλάνων της Boeing στην Κίνα.
Το πιθανότερο είναι οι δύο πρόεδροι να συμφωνήσουν να τοποθετηθούν εκ νέου “προστατευτικές μπάρες”, όπως κατέληξε η προηγούμενη συνάντησή τους στο Μπαλί πριν από ένα χρόνο. Το σημαντικότερο απτό αποτέλεσμα της διμερούς συνόδου κορυφής θα ήταν η αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας. Παραδείγματος χάρη, εφόσον επιβεβαιωθούν οι σχετικές προσδοκίες, θα ήταν πολύ θετικό να επανενεργοποιηθεί ο στρατιωτικός διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών, τον οποίον διέκοψε το Πεκίνο μετά την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν τον Αύγουστο του 2022. Ενώ είναι αδύνατο να εξαλειφθεί η στρατηγική σινο-αμερικανική αντιπαλότητα, η σημερινή συνάντηση θα μπορούσε να συμβάλει στην διαχείριση της αντιπαράθεσης, με την αποφυγή εσφαλμένων υπολογισμών και ατυχημάτων. Με άλλα λόγια, στον ελεγχόμενο – όσο και αδυσώπητο – ανταγωνισμό μεταξύ των δύο δυνάμεων.
(*) Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)