του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ

Στο Άγιο Όρος πηγαίνω από το 1976.
Το 1974 πέρασα στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το πρώτο που έκανα, μόλις ήρθα στην πόλη, ήταν να αναζητήσω τον Πάνο Καϊσίδη. Ο Παναγιώτης κατάγεται από την Αξιούπολη, όπως και εγώ. Ήταν αριστερός και κατά τη διάρκεια της χούντας συνελήφθη και καταδικάστηκε. Θυμάμαι μαθητής στο γυμνάσιο διάβαζα στη “Μακεδονία” τη δίκη του.
Η “Μακεδονία” δημοσίευε ολόκληρες σελίδες από τα πρακτικά των δικών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Θέλησα να τον γνωρίσω και φοιτητής, πλέον, στη Θεσσαλονίκη τον αναζήτησα.

Μου είπαν πως ήταν ανταποκριτής της “Αυγής”. Έψαξα τα γραφεία της εφημερίδας και τα βρήκα επι της Τσιμισκή.
Τον άνθρωπο δεν τον είχα ξαναδεί αλλά μόλις με είδε σαν να με αναγνώρισε. Γνώριζε καλά την οικογένειά μου στην Αξιούπολη και άρχισε να μου διηγείται ιστορίες. Του αρέσουν οι ιστορίες. Έγραψε και μερικά μυθιστορήματα.
Μου είπε να περνάω, να τον βλέπω. Το έκανα. Ώσπου κάποια μέρα θέλησε να βγάλει μια μικρή εφημερίδα στο Κιλκίς. Το “Δημοκρατικό Κιλκίς” Αυτό ήταν. Μπήκα στο χορό.
Οι απαιτήσεις της μικρής εφημερίδας ήταν μεγάλες και ο Παναγιώτης πολλές φορές έπρεπε να βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του στοιχειοθέτη στο μάρμαρο. Τότε υπήρχε, ακόμη, λινοτυπία.
Έστελνε εμένα στα γραφεία της “Αυγής” για να διαβάσω σε ένα μαγνητόφωνο τις ειδήσεις στην Αθήνα. Και έτσι έγινα βοηθός του Παναγιώτη στην Αυγή για τρία χρόνια. Μέχρι τέλη 1977 οπότε πήγα στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη”. Άρχισα να εργάζομαι επαγγελματικά.
Θυμάμαι αρκετά ρεπορτάζ απο την “Αυγή” αλλά περισσότερο θυμάμαι την κάλυψη της ανακοίνωσης απο τον Ανδρόνικο των ευρημάτων στη Βεργίνα και την πρώτη επίσκεψή μου στο Όρος.
Ήταν το 1976 και πήγα με μια μικρή δημοσιογραφική αποστολή για να καλύψω την επίσκεψη στη μοναστική πολιτεία του -τότε- πρόεδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου.
Θυμάμαι σαν και τώρα τον Μένιο Μπιτσιάδη, δημοσιογράφο της “Μακεδονίας” και υπεύθυνο του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος να δείχνει από μακρυά και να ξεναγεί τον Παπακωνσταντίνου στις Καρυές.
Για μένα ήταν ένας κόσμος άγνωστος. Όλα μου προκαλούσαν έκπληξη.
Σ αυτήν την πρώτη επίσκεψη γνώρισα και τον Ιωάννη Βράνο ο οποίος μετά απο λίγο καιρό αποσχηματίστηκε και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Δεν φαινόταν ικανοποιημένος απο τη μοναχική ζωή. Κάναμε παρέα τα πρώτα χρόνια μέχρι που εξελίχθηκε σε σημαντικό ζωγράφο, φημισμένο σε όλη της Ελλάδα.

Απο τότε μέχρι σήμερα έχω πάει εκατοντάδες φορές στο Όρος. Και μόνος, ως προσκυνητής, και συνοδεύοντας επισήμους και για ντοκυμαντέρ.
Πάντα είχα μια μικρή κάμερα σε μια μπανάνα στη μέση μου. Στην αρχή Hi 8 αργότερα mini dv. Τράβηξα πολλά πλάνα και σε πολύ σημαντικές στιγμές. Με την ευλογία, πάντα, του Γέροντα που επισκεπτόμουν και στο κελί του οποίου έμενα. Συνήθως ήταν ο Ιερόθεος στις Καρυές. Η ευλογία του Γέροντα ήταν σημαντική αλλά δεν αρκούσε αν σε εντόπιζαν οι αστυνομικοί, οι τελωνειακοί ή οι φύλακες του Όρους.
Καθώς πέρασαν τα χρόνια και σχεδόν όλοι οι Γέροντες που γνώρισα το 1976 μας έχουν αφήσει, κάθομαι και βλέπω το υλικό που πρόλαβα και μετέγραψα ψηφιακά. Το περισσότερο, όμως, είναι σε κασέτες mini dv. Αδυνατώ να βρω βίντεο να τις μεταγράψω. Θα το κάνω, όμως κάποια στιγμή.
Αυτό, λοιπόν, το υλικό κοιτούσα σήμερα και μου ήρθε στο νου να γράψω κάτι καθώς απο τα πρώτα πλάνα, εντόπισα τον Νίκο Ναουμίδη.

Με το Ναουμίδη και τον Σπύρο Παγιατάκη είχαμε κάνει μια ταιριαστή παρέα. Μου λείπουν πολύ και οι δύο.
Κοιτούσα, λοιπόν, αυτό το υλικό και με το snagit αποθήκευα φωτογραφίες απο τα βίντεο.






Ο Νίκος Ναουμίδης μας άφησε εδώ και μερικά χρόνια. Ο Σπύρος Παγιατάκης αργότερα.
Κάπου εκεί στα 1994, 95, 96, ο Νίκος είχε αποσυρθεί στο Όρος υποτακτικός του Γέροντα Ιερόθεου. Έμενε μαζί του στο κελί του Ιερόθεου (Άγιος Νικόλαος Χαλκιάς) στις Καρυές.
Εκεί τον εντόπισα. Τον είχα χάσει. Ήμουν εκείνη τη διετία Τομεάρχης Ενημέρωσης της ΕΡΤ3 και συνεργαστήκαμε καλά, μαζί, στο κανάλι. Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν, μεταξύ άλλων, μια σειρά ντοκυμαντέρ για το Άγιο Όρος εστιασμένα στη Μεγάλη Εβδομάδα.
Για χρόνια έπαιζαν ένα κάθε μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας.
Ήταν μια εξαιρετική δουλειά την οποία, δυστυχώς, δεν έχω στο αρχείο μου για να σας την παρουσιάσω, όπως κάνω με άλλες εκπομπές.
Ο Νίκος Ναουμίδης έκανε τη σκηνοθεσία. Εγώ τη δημοσιογραφική δουλειά και ο Τέλης Μεταξάς τον κάμεραμαν με μια sony 150. Για τα εικονοληπτικά στάνταρτς η sony 150 εθεωρείτο ημιεπαγγελματική κάμερα αλλά ήταν σχετικά μικρή και δεν τραβούσε την προσοχή όσων, στο Όρος είναι εντεταλμένοι να παρακολουθούν το θέμα αυτό.
Η δουλειά γινόταν ημιεπίσημα. Τώρα τι σημαίνει αυτό, αφήστε το.Η συμβολή του Ιερόθεου ήταν καθοριστική. Οι Γέροντες δεν ήθελαν να μιλήσουν στην κάμερα αλλά με πολύ κόπο τους έπειθε ο Ιερόθεος.
Στα ντοκυμαντέρ εμφανίζονται Γέροντες που δεν βρίσκονται σήμερα στη ζωή αλλά διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο Άγιο Όρος μέχρι το 2015.
Τα πλάνα και το δέσιμο των ντοκυμαντέρ ήταν εξαιρετικά. Ο Μεταξάς έφυγε αργότερα στην Αθήνα και πρέπει να εξελίχθηκε σε έναν απο τους καλύτερους οπερατέρ της ΕΡΤ.
Δεν μπορώ να γράψω όλες τις εμπειρίες μου απο το Όρος. Παρότι μας έβγαλαν αναγκαστικά στη σύνταξη δεν νοιώθω συνταξιούχος. Όταν αποσυρθώ εντελώς, θα γράψω για τις δημοσιογραφικές μου εμπειρίες, κυρίως, για τα πολεμικά μέτωπα στα οποία βρέθηκα τη δεκαετία του 90.
Ας επιλέξω, όμως, δύο κείμενα.
Άνοδος στον Άθωνα 18.08.2001.
Το 2001 ήταν, ακόμη, χρονιά που τα Βαλκάνια δεν είχαν σταθεροποιηθεί. Οι Αλβανοί είχαν εξεγερθεί στα Σκόπια. Στις 13 Αυγούστου υπογράφεται στην Αχρίδα η ομώνυμη συμφωνία που δίνει σημαντικά δικαιώματα στους Αλβανούς.
Η ένταση εκτονώνεται και εγκαταλείπουμε τα Σκόπια για το Άγιο Όρος.
Η ένταση που βιώναμε δεν μας άφηνε σε ησυχία.
Οι Γέροι μας στο Όρος, ακόμη ζούσαν. Όπως και ο φίλος Νίκος Ναουμίδης.
Παρά τα κιλά μας αποφασίζουμε να ανεβούμε στην κορυφή του Άθωνα, στις 18 Αυγούστου, παραμονή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Η Μεταμόρφωση γιορτάζεται στις 6 Αυγούστου αλλά στο Όρος πηγαίνουν με το παλιό.
Στην απόλυτη κορυφή του Άθωνα, σε ύψος 2.100 μέτρα, υπάρχει ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα.
Παίρνω πληροφορίες για τα απαραίτητα.
Στα 1400 μέτρα υψόμετρο υπάρχει μια Εκκλησία της Παναγίας. Είναι η τελευταία
στάση πριν την κορυφή. Έχει και πηγάδι με νερό.
Στο κατάστημα απο το οποίο αγοράζω το Sac Voyage μου λένε πως στη στάση αυτή, στο πηγάδι είδαν πριν κάποιους μήνες ποντίκι στο νερό.
Δεν το λέω σε κανέναν αλλά παίρνω μαζί μου πολλά μπουκάλια νερού. Για να αποφύγω να πιω απο το πηγάδι.
Στις 17 Αυγούστου περνάμε στο Όρος και κατευθυνόμαστε στην Μικρή Αγία Άννα.
Απο τον Ταρσανά που μας αφήνει το πλοιάριο, η Μικρή Αγία Άννα είναι 600 μέτρα υψόμετρο αλλά κάθετο υψόμετρο.
Στις 17 Αυγούστου, λοιπόν, ανεβαίνουμε τα πρώτα 600 μέτρα αλλά μας βγαίνει η Παναγία.
Επικεφαλής στη Μονή ήταν ο Γέροντας Σπυρίδων. Διαπιστώνω πως ήμασταν πάνω απο 100 άτομα.
Ο Γέροντας ευγενικός αλλά και αρχηγός Όλα γίνονται σαν να βρίσκεσαι σε στρατόπεδο σε μάχη.
Η πείνα θερίζει και το βράδυ τρώμε το πιο νόστιμο κριθαράκι που έχω φάει στη ζωή μου.


Πάμε για ύπνο αλλά που να κοιμηθείς. Στις 6 το πρωί έπρεπε να ξυπνήσουμε. Αύγουστος με μεγάλες ζέστες είναι μήνας που δεν αντέχεις και πολύ το περπάτημα.
Στις 6πμ ήμασταν έτοιμοι για αναχώρηση. Οι Γέροντες που με γνωρίζουν απο τη δουλειά, με βλέπουν καλοκαιρινά ενδεδυμένο. Γελάνε. Μου δίνουν ένα μπουφάν αεροπορίας. Αρνούμαι να το πάρω. Μου το δίνουν με το ζόρι.
Ξεκινάμε και βλέπουμε στο δρόμο εικόνες που δεν είχαμε ξαναδεί στο Όρος. Είναι η γνωστή Έρημος.
Για να μην σας κουράζω, μετά απο 10 ώρες διαδρομής φτάνουμε στην στάση των 1400 μέτρων. Στην Εκκλησία της Παναγίας.
Απο το ζόρι μου, διένειμα τα νερά στο δρόμο.
Οι γέροντες έχουν φροντίσει για φαγητό και νερό απο το πηγάδι. Πίνω με μεγάλη ευχαρίστηση, παρά το γεγονός ότι ήξερα τι γίνεται.
Μόλις ξεκουραζόμαστε ξεκινούμε για τα άλλα πεντακόσια μέτρα. Η άνοδος μαρτύριο. Το βουνό γίνεται απολύτως κάθετο. Τεράστιες πέτρες εμποδίζουν την ανάβασή μας. Η κορυφή συνήθως μαζεύει σύννεφα και ο συνηθισμένος φόβος είναι η βροχή. Ο Άθως λειτουργεί ως αλεξικέραυνο.
Το περιβάλλον πάνω απο τα 1400 μέτρα αλλάζει. Αραιά δένδρα όλα κτυπημένα απο κεραυνό.
Κάποια στιγμή φτάνουμε.
Οι Γέροντες και μερικοί ακόμη μπαίνουν στο εκκλησάκι και αρχίζουν τη λειτουργία.
Οι υπόλοιποι εξω.
Το βράδυ, ανοίγω το sleeping bag μπαίνω μέσα με τα άρβυλα και τα ρούχα που φορούσα, βεβαίως και το μπουφάν που μου έδωσαν απο τη Μικρή Αγία Άννα (ευτυχώς που επέμεναν) αλλά απο το κρύο δεν κλείνω μάτι όλο το βράδυ.Η θέα υπέροχη και στις δύο πλευρές του ποδαριού.
Πρωί πρωί μετά τη λειτουργία παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.Αφέθηκα στην κατηφόρα.
Στο πλοίο της εξόδου απο το Όρος με πήρε ο ύπνος. Απο την κούραση δεν ήθελα να φτάσουμε.
Ακόμη νοιώθω κουρασμένος απο εκείνη την εμπειρία.
Απο τότε δεν ξαναανέβηκα. Δεν πολυπηγαίνω, πια, και στο Όρος, αν και απο το 1976 ήμουν τακτικός επισκέπτης.
Άλλαξαν όλα. Κυρίως έφυγαν οι Γέροντες αλλά και ο Ναουμίδης.
Για το Γέροντα Ιερόθεο ο οποίος μας είχε σαν παιδιά του θα κάνω ένα αφιέρωμα αυτήν την τηλεοπτική περίοδο. Θα περιλάβω σ αυτό και το Νίκο.
Καλά να είναι εκεί που βρίσκονται.
Έφυγε και ο Ιερόθεος.
Πριν από πέντε χρόνια, τέτοιες ημέρες, έφευγε από τη ζωή ο μοναχός Ιερόθεος Καρυώτης, ο Ιερόθεος για μια πλειάδα δημοσιογράφων που αποκλείετο, όταν πήγαιναν στο Όρος, είτε για δουλειά, είτε για προσκύνημα, να μην περάσουν να τον δουν.


Ο Ιερόθεος, είχε το βιβλιοπωλείο, ακριβώς, πίσω από το Πρωτάτο. Σε εμβληματική θέση. Και να ήθελες να τον αποφύγεις δεν μπορούσες.
Αν σε έβλεπε να περιπλανιέσαι σαν χαμένος, το καταλάβαινε και σου μιλούσε ο ίδιος. Ήθελε να σε βοηθήσει.
Όταν εκοιμήθη, τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης έκαναν αναφορά στη γνωριμία του με την Αρλέτα η συνάντηση με την οποία ενέπνευσε στην τραγουδίστρια το γνωστό τραγούδι το «Μπάρ το Ναυάγιο». Ο Ιερόθεος ήταν όλα αυτά που η Αρλέτα περιγράφει αλλά δεν ήταν μόνο αυτά.
Ήταν ένας σύγχρονος σοφός της ζωής. Σοφός από εμπειρία αλλά και αναγνώσεις. Ανοικτός στα ρεύματα. Επιεικής με τους ανθρώπους.


Είχε προσλάβει τον χριστιανισμό ως προσφορά. Όχι, απλώς, ως ένα απολιθωμένο δόγμα. Σε βοηθούσε να βγείς από τα αδιέξοδα. Ναι, είχε συνδυάσει την αρχαία Ελλάδα, με το Χριστιανισμό και τον σύγχρονο κόσμο.
Τακτικός επισκέπτης της Επιδαύρου αλλά και κάθε καλλιτεχνικής δραστηριότητας στη Θεσσαλονίκη.
Είχε πολλούς φίλους στη Θεσσαλονίκη, με προεξάρχοντα τον πρόωρα χαμένο Νίκο Ναουμίδη.
Ο Νίκος, μάλιστα, για ένα μεγάλο διάστημα έμεινε στο κελί του Ιερόθεου, τον Άγιο Νικόλαο τον Χαλκιά, όπως σημειώνω παραπάνω.
Ένα εξαιρετικό κελί, με εξαιρετική θέα, στο οποίο ο Ιερόθεος διατηρούσε και ένα τηλεσκόπιο. Από το Κελί έβλεπες όλες τις απέναντι ακτές της Ανατολικής Μακεδονίας, Θράκης, και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.


Στο κελί αυτό περάσαμε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής μας. Για μας, το Άγιο Όρος ταυτιζόταν με τον Ιερόθεο. Ήταν ο γέροντάς μας. Τον ακούγαμε, συζητούσαμε μαζί του με ευλάβεια και σεβασμό χωρίς, όμως, τον φόβο που θέλουν να επιβάλλουν άλλοι συνομιλητές.
Βαθιά φιλότεχνος, ήταν ο καλύτερος, ίσως, ξεναγός στο Πρωτάτο και τις αγιογραφίες του Πανσέληνου. Σε κάποια περίοδο του αγιορείτικου βίου του ήταν ο καμπανοκρούστης του Πρωτάτου. Μια εργασία που μπορεί να εξελιχθεί σε τέχνη. Ανήγαγε σε τέχνη το χτύπημα της καμπάνας.
Από το βιβλιοπωλείο και το κελί του Ιερόθεου πέρασαν μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες. Θα αναφέρω μόνο τον Τσαρούχη με τον οποίο είχε στενή σχέση. Από τα σύγχρονα ονόματα, τακτικός επισκέπτης στο κελί του ήταν ο Λάκης Λαζόπουλος ο οποίος πήγαινε συχνά και τον συναντούσε, πολλές φορές με ελικόπτερο.
Ο Ιερόθεος με βοήθησε πολύ σε προσωπικό επίπεδο και στις θεολογικές μου αναζητήσεις αλλά και επαγγελματικά.
Μαζί με το Νίκο Ναουμίδη είχαμε κάνει μια σειρά ντοκυμαντέρ που έπαιζαν για χρόνια στην ΕΡΤ3 και αφορούσαν την κάθε ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας. Ήταν μια βαθιά προσέγγιση του Θείου δράματος από αγιορείτες
πατέρες. Ήταν αδύνατον να δεχθούν να μιλήσουν αν δεν τους το ζητούσε ο Ιερόθεος.
Τον Ιερόθεο σέβονταν οι μοναχοί της Αγιορίτικης πολιτείας. Είχε, όμως, τρείς που βρίσκονταν πολύ κοντά του. Αυτούς, τουλάχιστον, θυμάμαι εγώ. Τον γέροντα Μωϋσή ο οποίος έφυγε και αυτός από τη ζωή, τον γέροντα Επιφάνειο ο οποίος ζει στο κελί του Μυλοποτάμου και τον γέροντα Αναστάσιο.
Μαζί με τον γέροντα Μωϋσή εξέδιδαν από το 1982 το περιοδικό «Πρωτάτο».


Λίγο μετά την αναχώρησή του από τη ζωή, βρέθηκα στο Όρος και ρώτησα έναν μοναχό: τι είχε ο Ιερόθεος, από τι πέθανε; Και μου απάντησε. Ήθελε να φύγει και έφυγε.
Πέρασα από το κελί το καλοκαίρι. Τίποτε δεν μου θύμιζε τις παλιές ημέρες.
Καλό παράδεισο γέροντα.
Έχω και άλλες ιστορίες να σας πω. Πολλές. Αλλά αν τις πούμε όλες σήμερα, τι θα μείνει για του χρόνου, αν καταφέρουμε και ζήσουμε;
Καλή Ανάσταση.

Με συγκίνησες κ. Σαββίδη. Έχω ανάλογες εμπειρίες από το Άγιον Όρος, το αποκαλούμενο και «Περιβόλι της Παναγίας». Το γύρισα σχεδόν όλο, πεζή τις περισσότερες φορές, από τα μονοπάτια, που τώρα έχουν σχεδόν κλείσει, λόγω των πολλών αμαξιτών δρόμων. Τελευταία η υγεία μου και τα πόδια μου με έχουν περιορίσει. Η νοσταλγία μου είναι μεγάλη. Θα περιμένω με ανυπομονησία τα ντοκιμαντέρ για τη Μεγάλη Εβδομάδα και ότι άλλο έχεις για το Άγιον Όρος.
Καλή Ανάσταση !