Μιλτιάδης Κωνσταντίνου Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας
Σχόλια στον Ψαλμό 121
Με τους στίχους του Ψαλμού 121 [Μ: 122], του τρίτου της συλλογής των ιεραποδημητικών τραγουδιών (119 – 133) που στο Ο´ φέρουν όλοι την επιγραφή «ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν», κάποιος προσκυνητής που ανεβαίνει προς την Ιερουσαλήμ, για να συμμετάσχει σε κάποια από τις ετήσιες γιορτές του Ισραήλ, εκφράζει τη χαρά του που βρίσκεται μπροστά στον Ναό (στχ 1-2), εξυμνεί την Ιερουσαλήμ (στχ 3-5) και εύχεται για την ευημερία της πόλης (στχ 6-9).
Σύμφωνα με το κείμενο1:
Ο ψαλμός 121 είναι ένας δοξολογικός ύμνος που περιέχει την πιο αναγκαία ίσως και επίκαιρη έκκληση για την Ιερουσαλήμ· να επικρατήσει ειρήνη στην πόλη (στχ 6). Κι αυτό γιατί είναι γνωστό ότι η Ιερουσαλήμ σήμερα βρίσκεται στο επίκεντρο των παγκόσμιων εντάσεων, γιατί κάθε ειρήνη που επικρατεί στην Ιερουσαλήμ σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως η παροδική επιτυχία της ασφάλειας που παρέχει ο στρατός του Ισραήλ ή η Μοσάντ, και η διάρκειά της εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του επόμενου σκοπευτή, ή βομβιστή αυτοκτονίας. Έτσι, κάθε φορά που διαβάζει κανείς αυτόν τον ψαλμό δύσκολα μπορεί να προσευχηθεί για την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ χωρίς να θέσει στον εαυτό του ταυτόχρονα το ερώτημα, κάτω από πια σημαία φαντάζεται ή θα επιθυμούσε την επικράτηση της ειρήνης. Παρά την επικαιρότητα του θέματος όμως, παραμένει για τον πιστό το ερώτημα σχετικά με τη θέση που μπορεί να έχει στη σύγχρονη χριστιανική λατρεία ένας ύμνος για την Ιερουσαλήμ, γραμμένος 30 αιώνες πριν.
Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται με αφορμή τον συγκεκριμένο μόνον ψαλμό, καθώς και αρκετοί άλλοι ψαλμοί, ή βιβλικά χωρία γενικότερα, φαίνεται να περιέχουν ιδέες ή να χρησιμοποιούν φραστικό που ηχεί στα αφτιά των σύγχρονων χριστιανών περίεργα. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που πολύ νωρίς η Εκκλησία υιοθέτησε, εκτός από την ιστορική ερμηνεία, και άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των κειμένων αυτών, όπως την αλληγορική ερμηνεία, την τυπολογία και άλλες. Άλλωστε, ο χριστιανός δεν διαβάζει την Αγία Γραφή για να πληροφορηθεί για γεγονότα που συνέβησαν το 1200 π.Χ. ή το 60 μ.Χ., αλλά επειδή πιστεύει ότι αυτή περιέχει τον ζωντανό λόγο του Θεού που σαν τέτοιος απευθύνεται στους ανθρώπους όλων των εποχών. Ως ζωντανός λόγος του Θεού η Αγία Γραφή δεν χάνει ποτέ την επικαιρότητά της, αλλά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν αποκτούν σε κάθε εποχή καινούργιο νόημα, ανάλογα με τα ερωτήματα που η εποχή κάθε φορά θέτει στο κείμενο. Είναι ο ίδιος ο Θεός αυτός που απαντά στα ερωτήματα των πιστών του, αυτός που ανοίγει τα μάτια τους για να κατανοήσουν τις απαντήσεις του και να δουν κάθε φορά τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία. Έτσι, ένας δοξολογικός ύμνος με θέμα την Ιερουσαλήμ στρέφει εύλογα τη σκέψη του αναγνώστη στο σχετικό με τη σημασία της Ιερουσαλήμ για τους χριστιανούς ερώτημα.
Οι απαντήσεις σε ένα τέτοιο ερώτημα μπορούν να κινούνται σε πολλά επίπεδα. Σε ιστορικό επίπεδο η Ιερουσαλήμ είναι μια πόλη στην Παλαιστίνη, όπου διαδραματίστηκαν τα σπουδαιότερα γεγονότα της ιερής ιστορίας και ειδικότερα της επίγειας δράσης του Ιησού Χριστού. Σε αλληγορικό επίπεδο είναι «μήτηρ πάντων ἡμῶν», ταυτίζεται δηλαδή με την Εκκλησία, όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος (Γαλ 4:26). Και, τέλος, σε εσχατολογική προοπτική θα μπορούσε να ταυτιστεί με την καινούργια πόλη, την «καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ …» (Από 21:2,10).
Ερμηνεύοντας σε ιστορικό επίπεδο τον ψαλμό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο ποιητής – προσκυνητής, ευρισκόμενος μακριά από την Ιερουσαλήμ, αρχίζει το ποίημά του διαλαλώντας τη χαρά του για την ευκαιρία της ιεραποδημίας (στχ 1) και τον ενθουσιασμό του για την πραγματοποίησή της, όταν αντικρίζει τις πύλες της πόλης (στχ 2).
Καθώς εισέρχεται στην πόλη ο ποιητής – προσκυνητής, θαυμάζει κατ᾽ αρχήν το μέγεθος και την πυκνή της δόμηση (στχ 3): Ιερουσαλήμ, εσύ που χτίστηκες ως πόλη, μεγάλη καὶ πυκνοδομημένη!
Το φραστικό του δεύτερου ημιστιχίου είναι αρκετά δυσνόητο τόσο στο Μ όσο και στο Ο´, το οποίο αποδίδει κατά λέξη το πρωτότυπο με τη φράση «ἧς ἡ μετοχὴ αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτο». Η εβραϊκή λέξη που το Ο´ αποδίδει με τη λέξη «μετοχή» είναι «ַבר ָח» (χαβάρ) που σημαίνει “ένωση” “συνύφανση” και χρησιμοποιείται σε σχέση με ανθρώπους και με υφάσματα. Επομένως η φράση θα μπορούσε να δηλώνει μεταφορικά ότι η πόλη είναι συμπαγής σαν ένα πυκνοϋφασμένο ύφασμα, ή ακόμα να δηλώνει, επίσης μεταφορικά, τη συνοχή των κατοίκων της πόλης μεταξύ τους.
Στον επόμενο στίχο θαυμάζει επίσης την ανάδειξη της Ιερουσαλήμ σε θρησκευτικό κέντρο (στχ 4) προς το οποίο: ανέρχονται οι φυλές, οι φυλές που ανήκουν στον Κύριο, για να δοξολογήσουν, όπως εκείνος όρισε στον Ισραήλ, τ᾽ όνομα του Κυρίου.
Τέλος, η στροφή αυτή ολοκληρώνεται στον στίχο 5 με την έκφραση θαυμασμού του ποιητή – προσκυνητή για την ανάδειξη της Ιερουσαλήμ και σε πολιτικό κέντρο:
Σ᾽ εσένα βρίσκεται η έδρα απονομής της δικαιοσύνης, ο θρόνος των απογόνων του Δαβίδ.
Στην τελευταία στροφή (στχ 6-9) ο ποιητής – προσκυνητής ή κάποιος ιερέας προτρέπει τους συνοδοιπόρους του στο προσκύνημα να ευχηθούν για την επικράτηση της ειρήνης στην Ιερουσαλήμ. Από άποψη δομής, η τεχνική που ακολουθείται εδώ είναι η συνήθης στις «Ωδές των Αναβαθμών» τεχνική της “αναδίπλωσης” που δίνει στον αναγνώστη τη αίσθηση της κλιμάκωσης (βλ σχόλια στον Ψαλμό 120). Οι λέξεις γύρω από τις οποίες δομούνται οι στίχοι 6 και 7 είναι οι όροι «εἰρήνη» και «εὐθυνία»:
Ἐρωτήσατε δὴ τὰ εἰς εἰρήνην τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ εὐθηνία τοῖς ἀγαπῶσί σε· γενέσθω δὴ εἰρήνη ἐν τῇ δυνάμει σου
καὶ εὐθηνία ἐν ταῖς πυργοβάρεσί σου.
Ο ποιητής εύχεται να επικρατήσει ειρήνη στην Ιερουσαλήμ και ευημερία σε όσους σχετίζονται με αυτήν (τοῖς άγαπῶσι σε). Στα δύο επόμενα ημιστίχια εύχεται και πάλι ειρήνη για όσους βρίσκονται εντός των τειχών της (ἐν τῇ δυνάμει σου) και ευημερία για τους άρχοντες που κατοικούν στα ανάκτορα (ἐν ταῖς πυργοβάρεσί σου).
Ανάλογη δομή επικρατεί και στους στίχους 8 και 9, με κέντρο τη λέξη
«ἔνεκα» (για χάρη):
ἕνεκα τῶν ἀδελφῶν μου καὶ τῶν πλησίον μου, ἐλάλουν δὴ εἰρήνην περὶ σοῦ·
ἕνεκα τοῦ οἴκου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐξεζήτησα ἀγαθά σοι.
Ο ποιητής ζητά την ειρήνη επειδή στην πόλη κατοικούν συγγενείς και φίλοι του και την ευημερία επειδή στην Ιερουσαλήμ βρίσκεται ο οίκος του Θεού.
Αν, τώρα, επιχειρήσει να δει κανείς τον ψαλμό ως αναφερόμενο στην Εκκλησία οι στίχοι αποκτούν εντελώς πνευματικό περιεχόμενο. Η χαρά της συμμετοχής στο προσκύνημα προς την αγία πόλη που περιγράφεται στους δύο πρώτους στίχους του ψαλμού μπορεί να κατανοηθεί ως η χαρά της μετοχής στη σύναξη της κοινότητας για τη λατρεία του Θεού και την τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Μια χαρά που πηγάζει όχι από την αίσθηση της επιτέλεσης ενός θρησκευτικού καθήκοντος, αλλά από τη συνειδητή προσπάθεια επίτευξης μιας αληθινής σχέσης κοινωνίας με τους άλλους, μιας συναδέλφωσης και συστράτευσης στο κοινό όραμα της επίτευξης της Βασιλείας του Θεού.
Με την Εκκλησία μπορούν να συσχετιστούν και οι στίχοι της επόμενης στροφής. Εισερχόμενος ο πιστός στην Εκκλησία, εισέρχεται σε μια παγκόσμια κοινότητα που προσεύχεται «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» (στχ 3). Η Εκκλησία φιλοδοξεί να ενώσει όλες τις φυλές που ανήκουν στον Κύριο σε μια παγκόσμια δοξολογία του Κυρίου (στχ 4). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ποιητής εδώ δεν αναφέρει τις φυλές του Ισραήλ, αλλά χρησιμοποιεί γενικά τον όρο «φυλαὶ Κυρίου», αφήνοντας ανοιχτή τη δυνατότητα να κατανοήσει κανείς με την έκφραση αυτή όλους όσοι πιστεύουν στον Κύριο. Και, τέλος, στο πλαίσιο της Εκκλησίας ελπίζει κανείς την τελική δικαίωση όλων των προσδοκιών που συνδέονται με τη θεία δικαιοσύνη και τους στόχους της Βασιλείας του Θεού (στχ 5).
Αλλά και οι ευχές της τελευταίας στροφής του ψαλμού για ειρήνη και ευημερία και εξάλειψη του πόνου και της δυστυχίας πάλι ως όραμα και προσδοκία για το μέλλον της Εκκλησίας μπορούν να κατανοηθούν. Με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο περιγράφει το όραμα αυτό η Ἀποκλύψις Ίωάννου στο 21ο κεφάλαιο:
Τότε είδα έναν καινούριο ουρανό και μια καινούρια γη. Ο πρώτος ουρανός κι η πρώτη γη είχαν εξαφανιστεί κι η θάλασσα δεν υπήρχε πια. Κι είδα την άγια πόλη, τη νέα Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό, έτοιμη σαν τη νύφη που στολισμένη περιμένει τον άντρα της. Άκουσα και μια δυνατή φωνή απ’ τον ουρανό να λέει: «Τώρα πια η κατοικία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους, κι αυτοί θ’ αποτελούν τον λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους. Θα διώξει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, κι ο θάνατος δε θα υπάρχει πια· ούτε πένθος ούτε κλάμα ούτε πόνος θα υπάρχει πια, γιατί τα παλιά πέρασαν».
Και αυτός που καθόταν στο θρόνο είπε: «Να, όλα τα κάνω καινούρια» …
… Τότε ήρθε ένας απ’ τους εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά φιάλες, που ήταν γεμάτες με τις εφτά πληγές τις τελευταίες, και μου είπε: «fíλα να σου δείξω τη νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου». Και μ’ έφερε, καθώς ήμουν σε έκσταση, σ’ ένα μεγάλο και ψηλό βουνό και μου έδειξε την άγια πόλη, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό. Είχε τη λαμπρότητα του Θεού, κι η λάμψη της ήταν όμοια με πολύτιμο πετράδι, σαν τον ίασπι που κρυσταλλολάμπει. Είχε μεγάλο και ψηλό τείχος με δώδεκα πύλες, και στις πύλες της δώδεκα αγγέλους …
… Ναό δεν είδα σ’ αυτή την πολιτεία, γιατί ναός της είναι ο Κύριος, ο Παντοκράτορας Θεός, και το Αρνίο. Η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να τη φωτίζουν, γιατί τη φωτίζει η λαμπρότητα του Θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο. Τα έθνη θα περπατούν με το φως της, κι οι βασιλιάδες της γης θα της φέρνουν τα μεγαλεία και τον πλούτο τους. Οι πύλες της ποτέ δεν θα κλείνουν την ημέρα, αφού εκεί δεν θα υπάρχει νύχτα. Θα της φέρνουν τα μεγαλεία και τον πλούτο των εθνών. Δεν θα μπει όμως σ’ αυτήν τίποτα μολυσμένο, μήτε όσοι κάνουν βδελυρά και ψεύτικα πράγματα, παρά μονάχα όσοι είναι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου.
Ίσως δεν θα υπήρχε πιο ταιριαστό τέλος για τις ευχές του Ψαλμό 121 από την τελευταία ευχή του βιβλίου της Αποκάλυψης: «ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε
᾿Ιησοῦ».