Το μεγαλύτερο δίκτυο κατασκοπείας του Β΄ ΠΠ ήταν αναμφισβήτητα το ρωσικό δίκτυο των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών
Το μεγαλύτερο δίκτυο κατασκοπείας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αναμφισβήτητα το ρωσικό δίκτυο των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, γνωστό με την προσωνυμία «Κόκκινη Ορχήστρα», ονομασία που του αποδόθηκε από τους Γερμανούς διώκτες του… Εκτός του ότι απλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο και συνέλεγε τεράστιο όγκο πληροφοριών, οι οποίες έφθαναν διαμέσου των εκατοντάδων πομπών στη Μόσχα, οι Ρώσοι είχαν επιτύχει το δίκτυό τους να χρηματοδοτείται από τους ίδιους τους Γερμανούς!
Εμπνευστής αυτής της πραγματικά ευφυούς κίνησης ήταν ο Λέοπολντ Τρέπερ, ένας από τους σημαντικότερους Ρώσους κατασκόπους της περιόδου του Β΄ ΠΠ, ο οποίος από το 1940 ήταν ο αρχηγός της περιβόητης «Κόκκινης Ορχήστρας».
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο αριθμός των Ρώσων πρακτόρων που ενεργούσαν πίσω από τις γερμανικές γραμμές ήταν περίπου 150.000 άνδρες και γυναίκες.
Η «πατρότητα» των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών με τη μορφή που έφεραν στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανήκει στον Βιζίνσκι, έναν από τους πρωτεργάτες της περιόδου των γενικών εκκαθαρίσεων, για την εγκαθίδρυση του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Από εκείνη την περίοδο μέχρι και λίγο πριν την έναρξη του Β’ ΠΠ, συγκεκριμένα το 1939 που ανέλαβε τα ηνία των ρωσικών υπηρεσιών ο Λαυρέντι Μπέρια, είχαν πραγματοποιηθεί κάποιες αλλαγές, αλλά η βασική δομή ήταν η ίδια.
Οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες διέφεραν από εκείνες των άλλων μεγάλων χωρών, διότι λειτουργούσαν βάσει των προτύπων του συγκεντρωτικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα το κέντρο διοίκησης να βρίσκεται στη Μόσχα και να αποφασίζει σχεδόν για όλες τις κινήσεις των επιμέρους δικτύων που βρίσκονταν στις διάφορες χώρες «ενδιαφέροντος».
Ο πέραν του δέοντος γραφειοκρατικός χαρακτήρας των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών αποδεικνύεται αφενός από την αδυναμία των επιμέρους δικτύων εκτός Ρωσίας να λάβουν σημαντικές αποφάσεις και αφετέρου από τις πολλές μεταβολές και ανακατατάξεις που πραγματοποιήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο έως ότου αποφασισθεί το ποιος θα έχει τον έλεγχο της κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών. Η στρατιωτική ή η πολιτική ηγεσία;
Ωστόσο η γενική εποπτεία ανήκε στη NKVD (Narodny Kommissariat Vnutrennikh Del: People’s Commissariat of Internal Affairs), η οποία αποτελούνταν από την UR (Directorate of Intelligence), UK (Directorate of Counter-Intelligence), USP (Secret-Political Directorate) και UKMK (Directorate of the Commandant of the Moscow Kremlin).
Περίπου στα μέσα του πολέμου αναμορφώθηκε και διασπάστηκε σε δύο τομείς, την MGB και την MGD. Ο κλάδος όμως εκείνος που ασχολούνταν αποκλειστικά με το δίκτυο των πρακτόρων ήταν η GRU που ανήκε στις Ένοπλες Δυνάμεις και είχε ως αποστολή τη διεξαγωγή κατασκοπείας σε παγκόσμια κλίμακα σε συνεργασία πάντα με την MGB.
Αν και επίσημα ως GRU ιδρύθηκε το 1943, η δράση της ξεκίνησε από το 1939 με την ονομασία «Διεύθυνση Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου» και περιελάβανε τα επιμέρους δίκτυα της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Ανατολής καθώς και διάφορα τμήματα υποστήριξης όπως το τμήμα Πλαστών Εγγράφων.
Εν κατακλείδι η επιλογή των κατασκόπων-στελεχών που θα αναλάμβαναν αποστολές υψίστης σημασίας, όπως η οργάνωση δικτύων εκτός των συνόρων της Ρωσίας, γινόταν από τη NKVD. Μια από τις πλέον μεγάλες επιτυχίες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών ήταν η οργάνωση του περίφημου δικτύου κατασκοπείας της Δυτικής Ευρώπης που οι Γερμανοί ονόμασαν «Κόκκινη Ορχήστρα» και έδρασε σε Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία και Ελβετία. Δημιουργός του περίφημου δικτύου ήταν ο περιβόητος Ρώσος πράκτορας Λέοπολντ Τρέπερ…
Ο «μαέστρος» της «Κόκκινης Ορχήστρας»
Ο Λέοπολντ Τρέπερ ήταν γόνος Πολωνών Εβραίων και γεννήθηκε στην κωμόπολη Νόβι Ταργκ, που βρίσκεται δυτικά της Κρακοβίας στην Πολωνία, στις 23 Φεβρουαρίου του 1904. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη. Την περίοδο της ενηλικίωσής του πραγματοποιεί σπουδές ιστορίας και λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Λεμβέργης, ενώ μετά τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης πρόσκειται πολιτικά στους Μπολσεβίκους.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εργάζεται σε χυτήρια μετάλλου και ξεκινά τη δράση του ως ενεργό μέλος του εργατικού κινήματος. Η συμμετοχή του σε μια διαδήλωση στη Σιλεσία είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη σύλληψή του, από την πολωνική αστυνομία, και την καταδίκη του σε οκτώ μήνες φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή του στα τέλη του 1926 μεταβαίνει στην Παλαιστίνη, όπου αλλάζει το όνομά του σε Λέιμπα Νταμπ και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Για τη δράση του συλλαμβάνεται από τις βρετανικές αρχές, διότι και η Παλαιστίνη εκείνη την εποχή τελούσε υπό βρετανική κατοχή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 μεταβαίνει στη Γαλλία και έρχεται σε επαφή με την ρωσική Υπηρεσία Πληροφοριών όπου και στρατολογείται. Αρχικά αναλαμβάνει μικρής σημασίας αποστολές, από τις οποίες όμως αντιλαμβάνονται οι ανώτεροί του την έμφυτη κλίση του στον τομέα της κατασκοπείας. Σύμφωνα με τις αξιολογήσεις, θεωρείται προσεκτικός, γρήγορος και αποτελεσματικός στη συλλογή πληροφοριών.
Κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στο Παρίσι αναγνωρίζεται από πληροφοριοδότη της γαλλικής αστυνομίας αλλά καταφέρνει να διαφύγει στη Ρωσία. Εκεί εκπαιδεύεται στην ρωσική Στρατιωτική Ακαδημία από όπου αποφοιτά το 1935. Την ίδια χρονιά μεταβαίνει στο Παρίσι όπου αναλαμβάνει αποστολές κινούμενος μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας.
Το 1938 εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες ως Καναδός πολίτης, με σκοπό να οργανώσει ένα νέο δίκτυο κατασκοπείας. Εκεί συναντιέται με τον Λέο Γκρόσφογκελ, ο οποίος είναι γνωστός του από την Παλαιστίνη. Από κοινού ιδρύουν τη «βιτρίνα» του κατασκοπευτικού δικτύου, που είναι μια εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών κατασκευής αδιάβροχων.
Μέσα στον επόμενο χρόνο η «εταιρεία» αποκτά «υποκαταστήματα» σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κύριο αντικείμενο ενασχόλησής της την παρακολούθηση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Εκείνη την εποχή οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας ήταν κάτι περισσότερο από φιλικές, σε σημείο που οι μυστικές υπηρεσίες τους να συνεργαζόταν.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν βελτιωθεί άρδην μετά την υπογραφή του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, το 1939, όπου οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει το διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ τους. Με την είσοδο των Γερμανών στις Βρυξέλλες, οι Τρέπερ και Γκρόσφογκελ έρχονται σε άμεση επαφή με τους Γερμανούς πράκτορες και κινούνται με άνεση στα μέρη όπου συχνάζουν οι Γερμανοί επιτελείς. Από αυτούς αποσπούν τεχνηέντως πληροφορίες που αποδεικνύουν το μυστικό σχέδιο της κεραυνοβόλου επίθεσης με την ονομασία «Blitzkrieg» που ετοίμαζε η γερμανική ηγεσία.
Στο μεταξύ στις Βρυξέλλες φθάνουν άλλοι δύο Σοβιετικοί πράκτορες, ο Μιχαήλ Μακάροφ που είναι ανιψιός του Ρώσου υπουργού Μολότοφ (ψευδώνυμο που στα ρωσικά σημαίνει σφυρί), και ο Σουκούλοφ.
Ο δεύτερος έφερε διαβατήριο Ουρουγουάης και ήταν γνωστός με το όνομα Κεντ. Παράλληλα ο Τρέπερ γίνεται επίσημα διοικητής του δικτύου κατασκοπείας της Δυτικής Ευρώπης και μεταβαίνει στη Γαλλία αφήνοντας το δίκτυο των Βρυξελλών στους Μακάροφ και Σουκούλοφ. Μαζί με τον Τρέπερ μεταβαίνει στη Γαλλία και ο Γκρόσφογκελ, ενώ την ομάδα ενισχύει και ο επίσης πολωνικής καταγωγής Ρώσος πράκτορας Χίλερ Κατζ. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο οι πληροφοριοδότες του Τρέπερ, ο οποίος πλέον κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Ζαν Ζίλπερ, έχουν διεισδύσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της γαλλικής πρωτεύουσας.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία έρχεται το Μάιο του 1941 όταν αποστέλλεται μήνυμα στη Μόσχα που αναφέρει την απόφαση των Γερμανών να επιτεθούν κατά της Ρωσίας. Παρόμοιες αναφορές φθάνουν στη Μόσχα και από το ρωσικό δίκτυο κατασκοπείας στην Ιαπωνία. Αν και υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Τρέπερ από τον ίδιο τον Στάλιν, στη συγκεκριμένη περίπτωση θεώρησε ότι ο Τρέπερ έπεσε θύμα παραπλάνησης των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Δυστυχώς, βέβαια, για τον Στάλιν και για ολόκληρη τη Ρωσία, ο Τρέπερ δικαιώθηκε πανηγυρικά μερικές ημέρες αργότερα, όταν στις 22 Ιουνίου του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στην Ρωσία. Από το σημείο αυτό και μετά, ο Στάλιν εκτιμά ακόμη περισσότερο τη δουλειά του Τρέπερ και στέλνονται επιπλέον κονδύλια ώστε να οργανωθεί ακόμη καλύτερα το δίκτυο κατασκοπείας στην περιοχή της Δυτικής Ευρώπης.
Ο Τρέπερ, στην προσπάθειά του να κατασκευάσει όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη «βιτρίνα» για το δίκτυο, νοικιάζει πολυτελή γραφεία σε κεντρική περιοχή του Παρισιού, και ακολουθώντας τη νόμιμη οδό εγγράφει στο εμπορικό επιμελητήριο την εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών με την ονομασία «Σιμέξκο».
Παράλληλα όμως νοικιάζει με ψευδή ονόματα και άλλα δέκα διαμερίσματα μέσα στο Παρίσι, στα οποία πραγματοποιούνταν οι συναντήσεις των πρακτόρων και φυλασσόταν το υλικό δολιοφθορών της οργάνωσης.
Το 1941, από λάθος καταστρέφεται ένας πομπός που βρισκόταν εγκατεστημένος στο Βερολίνο, και ο Τρέπερ μεταβαίνει εκεί ώστε να διερευνήσει εάν όντως επρόκειτο για λάθος του χειριστή ή δολιοφθορά. Αν και τελικά διαπιστώνει ότι ήταν βλάβη, μετά από συνεννόηση με τους ανωτέρους του στη Μόσχα αποφασίζει ότι όλες οι πληροφορίες θα μεταδίδονται πρώτα στις Βρυξέλλες και, εφόσον αξιολογηθούν, εν συνεχεία θα αναμεταδίδονται στη Μόσχα. Μέχρι εκείνη την περίοδο η γερμανική αντικατασκοπεία, αν και είχε αρκετές ενδείξεις για τη δράση Ρώσων πρακτόρων στην Ευρώπη, δεν είχε κάποια απόδειξη.
Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν με τον εντοπισμό των εκπομπών ενός πομπού κάπου στη Βαλτική. Έκτοτε ξεκινά μια μεγάλης έκτασης επιχείρηση που υποστηρίζεται από ευέλικτες μηχανοκίνητες μονάδες, στο σύνολό τους μοτοσικλετιστές, από επίγειους σταθμούς εφοδιασμένους με ραδιογωνιόμετρα καθώς και από αεροσκάφη κυρίως Ju 52, που ήταν εφοδιασμένα με ανάλογες συσκευές.
Κυριολεκτικά, οι γερμανικές δυνάμεις «χτένισαν» τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις, αλλά παρόλο που εντοπίζονταν εκπομπές από πομπούς, δεν μπορούσαν να βρουν την ακριβή τους θέση, διότι εξέπεμπαν για μικρό χρονικό διάστημα.
Ο μόνος πομπός που εξέπεμπε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ήταν αυτός που είχε αρχικά εντοπισθεί στην περιοχή της Βαλτικής. Και πάλι όμως ο χρόνος μετάδοσής του ήταν μικρός. Βάσει λογικής οι επιτελείς της γερμανικής αντικατασκοπείας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πομπός πρέπει να βρίσκεται στις βελγικές ακτές. Πολλά από τα μηνύματα του πομπού υποκλέπτονται και μαγνητοφωνούνται, αλλά είναι κωδικοποιημένα και οι Γερμανοί αναλυτές δεν μπορούν να τα αποκρυπτογραφήσουν.
Τον εντοπισμό του πομπού αναλαμβάνει ειδική ομάδα με επικεφαλής τον Γερμανό λοχαγό Χάρι Πίπε, ο οποίος βρισκόταν στο Βέλγιο. Ο Πίπε μεταβαίνει στις Βρυξέλλες ως Ολλανδός έμπορος με την ονομασία Ρίμπερτ και νοικιάζει γραφεία για την «εταιρεία» του σε ένα κτίριο όπου, κατά διαβολική σύμπτωση, βρίσκεται και η εταιρεία «Σιμέξκο». Φυσικά ούτε ο Πίπε ή Ρίμπερτ αλλά ούτε και ο Σουκούλοφ ή Κεντ, που χαιρετιούνται καθημερινά, υποψιάζονται κάτι. Παράλληλα, το κέντρο και τα προάστια των Βρυξελλών «χτενίζονται» από τους άντρες της γερμανικής αντικατασκοπείας που κυκλοφορούν με συμβατικά αυτοκίνητα εφοδιασμένα με ραδιογωνιόμετρα. Στόχος τους τα ρετιρέ των πολυώροφων οικιών που πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι κατάσκοποι, διότι τους πρόσφεραν ευκολία στο να διαφύγουν σε περίπτωση εντοπισμού.
Τελικά, οι έρευνες αποφέρουν καρπούς και ο πομπός εντοπίζεται στην περιοχή Έτερμπεκ των Βρυξελλών.
Ο εντοπισμός όμως της ακριβούς θέσης δεν ήταν εφικτός, αφενός λόγω της μικρής διάρκειας εκπομπής του και αφετέρου διότι η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη και υπήρχαν αρκετά πολυώροφα κτίρια. Ο Πίπε ενημερώνεται για τις εξελίξεις και αποφασίζει να περιπολεί ένα συμβατικό αυτοκίνητο εξοπλισμένο με ισχυρό ραδιογωνιόμετρο, πραγματοποιώντας κυκλική πορεία από έξω προς και μέσα και αντίθετα στην περιοχή Έτερμπεκ, ώστε να εντοπίσουν σε ποιο σημείο το σήμα του πομπού γίνεται πιο ισχυρό. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1941, ένα τυχαίο γεγονός ήταν η αιτία της αρχής του τέλους του τομέα του Βελγίου.
Ενώ το γερμανικό όχημα παρακολούθησης βρισκόταν στην οδό Άτρεμπατ της περιοχής Έτερμπεκ και το ραδιογωνιόμετρο είχε «πιάσει» την εκπομπή του πομπού, ξαφνικά χάθηκε λόγω διακοπής ρεύματος. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι ο πομπός βρισκόταν στο συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο. Αμέσως φθάνει στην περιοχή ο Πίπε, ο οποίος μαζί με τους άντρες της ομάδας ερευνούν την περιοχή και εντοπίζουν τρία σπίτια στα οποία θα μπορούσε να βρίσκεται ο πομπός.
Η όλη επιχείρηση πρέπει να πραγματοποιηθεί με απόλυτη μυστικότητα. Για να μην υπάρχει καμία περίπτωση αποτυχίας, αποφασίζεται να ερευνηθούν ταυτόχρονα και τα τρία κτίρια. Στις 02:30 π.μ. της 13ης Δεκεμβρίου, ο Πίπε με περίπου 35 άντρες, εκ των οποίων οι δέκα εφοδιασμένοι με φορητές συσκευές εντοπισμού πομπών, εισβάλλουν στα τρία σπίτια. Κατά την εισβολή στο σπίτι της οδού Άτρεμπατ αριθμός 101, οι Γερμανοί που βρίσκονταν διασκορπισμένοι έξω από το κτίριο αντιλαμβάνονται ότι ένας άντρας προσπαθεί να διαφύγει από το πίσω μέρος του σπιτιού. Τελικά ο άντρας συλλαμβάνεται και γρήγορα αποκαλύπτεται ότι είναι ο «ιδιοκτήτης» του πομπού.
Ο άντρας, που ονομάζεται Κάρλος Άλαμο και φέρει -σύμφωνα με τα χαρτιά του- υπηκοότητα Ουρουγουάης, δεν είναι άλλος από τον λοχαγό του Ερυθρού Στρατού Μιχαήλ Μακάροφ, το νούμερο δύο στην ιεραρχία του δικτύου του Βελγίου. Παράλληλα οι άντρες του Πίπε συλλαμβάνουν και δύο γυναίκες, οι οποίες όμως αποδείχτηκε ότι δεν ήταν σχετικές με την υπόθεση.
Στις μετέπειτα έρευνες, στο υπόγειο του σπιτιού βρέθηκαν ένα χημικό εργαστήριο, πλαστά έγγραφα, φωτογραφίες από παρακολουθήσεις γερμανικών εγκαταστάσεων, εκρηκτικά, βαλσαμωμένα ποντίκια, που στο εσωτερικό τους είχαν τοποθετηθεί εκρηκτικές ύλες, καθώς και δοχεία που περιείχαν μικρόβια επιδημικών ασθενειών για τη διεξαγωγή βιολογικού πόλεμου. Κρούσματα τύφου και δυσεντερίας είχαν παρουσιασθεί εκείνη την περίοδο τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Παρίσι.
Την επόμενη ημέρα οι συνεργάτες του Πίπε είδαν έναν μεσόκοπο άντρα ντυμένο με ρούχα αγρότη να πλησιάζει το σπίτι. Κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου, ο μεσόκοπος άντρας είπε ότι ήταν αγρότης και έφερνε παραγγελίες για κάποια από τις κυρίες που έμεναν στο οίκημα. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο «αγρότης» δεν ήταν άλλος από τον Τρέπερ που ήθελε να εξετάσει ο ίδιος τι ακριβώς είχε συμβεί.
Ο Πίπε, από την πλευρά του, συντάσσει μια πλήρη αναφορά την οποία περιμένουν εναγωνίως οι επικεφαλής στο Βερολίνο. Στη συγκεκριμένη αναφορά το ρωσικό δίκτυο κατασκοπείας της Ευρώπης «βαφτίζεται» από τον Χάρι Πίπε ως «Κόκκινη Ορχήστρα». Αν και η «Κόκκινη Ορχήστρα» είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα μετά την εξάρθρωση του τομέα των Βρυξελλών και οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ξεκινήσει επιχείρηση εξάρθρωσης του δικτύου, ο Τρέπερ δεν πτοήθηκε και συνέχισε τη δράση του βασιζόμενος στο δόγμα ότι η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα.
Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι, αντί να αποτραβηχτεί και να νοικιάσει γραφεία σε κάποιο όχι ιδιαίτερα γνωστό μέρος του Παρισιού, που θα του παρείχε την ασφάλεια της ανωνυμίας, αντίθετα νοικιάζει πολυτελή γραφεία στα Ηλύσια Πεδία, δίπλα ακριβώς από την κατασκευαστική εταιρεία «ΤΟΝΤ» που είχε αναλάβει την κατασκευή του περίφημου Ατλαντικού Τείχους. Τόσο ο Τρέπερ όσο και άλλοι πράκτορες καταφέρνουν να προσεγγίσουν τα ανώτατα στελέχη της «ΤΟΝΤ» και κλείνουν πλήθος εμπορικών συμφωνιών, με αποτέλεσμα η εταιρεία του Τρέπερ να καταστεί από τους βασικούς προμηθευτές της «ΤΟΝΤ».
Ο κύκλος εργασιών της «Σιμέξκο» αυξήθηκε κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι πρόκειται για άλλη μια εταιρεία δωσίλογων η οποία συνεργάζεται με τις γερμανικές δυνάμεις, σε τέτοιο σημείο ώστε να παρακολουθείται από τη γαλλική αντίσταση.
Για τον Τρέπερ το όφελος ήταν διπλό διότι αφενός δεν κινούσε υποψίες στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες και αφετέρου με τα κέρδη, που προέρχονταν από γερμανικά κονδύλια, μπορούσε να συντηρεί όλο το δίκτυο της «Κόκκινης Ορχήστρας». Επίσης ένα μεγάλο μέρος των κερδών αξιοποιόταν για την εξαγορά Γερμανών αξιωματικών ώστε να μη χάνεται καμία παραγγελία προμηθειών προς την «ΤΟΝΤ».
Εκτός όμως αυτού, ο Τρέπερ και οι πράκτορές του είχαν σχέσεις με πολλά στελέχη της ναζιστικής ηγεσίας, από τα οποία αποσπούσαν πληροφορίες, ενώ υπήρχαν πράκτορες της «Κόκκινης Ορχήστρας» που ήταν τοποθετημένοι σε καίριες θέσεις του γερμανικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, όπως στο τηλεφωνικό κέντρο του γερμανικού προξενείου, καθώς και σε άλλες υπηρεσίες που επεξεργάζονταν πολύτιμες πληροφορίες που αφορούσαν τα σχέδια των Γερμανών στην Ευρώπη. Στις περισσότερες από τις θέσεις αυτές τοποθετούνταν γυναίκες πράκτορες, οι οποίες αναλάμβαναν θέσεις «ιδιαιτέρων» γραμματέων σε στελέχη της ναζιστικής κυβέρνησης.
Την ευρύτερη περιοχή της Μασσαλίας είχε αναλάβει ο Κεντ, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στη Γαλλία μετά την εξάρθρωση του τομέα του Βελγίου. Η «Σιμέξκο», για να οργανώσει καλύτερα τη «βιτρίνα» της, με αφορμή την αύξηση του κύκλου εργασιών της είχε προβεί σε αύξηση του προσωπικού της, το οποίο φυσικά δεν ήταν πράκτορες.
Ο Τρέπερ, θέλοντας να εξασφαλίσει καλύτερη σχέση με το προσωπικό του, τους τροφοδοτούσε με τρόφιμα τα οποία φύλασσε σε ένα αγρόκτημα έξω από το Παρίσι.
Επίσης διατηρούσε ένα θέρετρο για τους πράκτορες της οργάνωσης σε έναν πύργο κάπου στην κεντρική Γαλλία. Σε ό,τι αφορά τον τομέα των Βρυξελλών, υπήρχε ακόμη κάποιο υποτυπώδες δίκτυο, το οποίο είχε αναλάβει να «αναστήσει» ο Ρώσος αξιωματικός Κωνσταντίν Γεφρεμόφ. Μέχρι και την άνοιξη του 1942 η «Κόκκινη Ορχήστρα» είχε απλώσει τα «πλοκάμια» της σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, χωρίς ουσιαστικά η εξάρθρωση του τομέα του Βελγίου να επηρεάσει στο παραμικρό τη δράση της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ρωσική ηγεσία χάρη στην «Κόκκινη Ορχήστρα» γνώριζε σχεδόν τα πάντα για τα επεκτατικά σχέδια των Γερμανών, κυρίως στην περιοχή της Ευρώπης…
Η «Κόκκινη Ορχήστρα» στο στόχαστρο των Γερμανών
Μετά την εξάρθρωση του τομέα των Βρυξελλών, η εντολή των Γερμανών επιτελών προς τα αρμόδια όργανα, που σε επιχειρησιακό επίπεδο επικεφαλής ήταν ο Πίπε, ήταν η άμεση εξάρθρωση του ρωσικού δικτύου με πρώτη προτεραιότητα τα «πλοκάμια» του που είχαν απλωθεί στο Βερολίνο. Ήδη είχαν εντοπισθεί διαρροές ακόμη και σχεδίων μυστικών οπλικών συστημάτων, όπως το υπό εξέλιξη πρόγραμμα του μαχητικού-βομβαρδιστικού Me 210, γεγονός που δημιούργησε βάσιμες υποψίες ότι οι διαρροές γίνονταν εκ των έσω. Όπως αποδείχτηκε, είχαν απόλυτο δίκιο, διότι επικεφαλής του δικτύου του Βερολίνου δεν ήταν άλλος από τον υπολοχαγό Χάρο Σούλτσε-Μπόιζεν, ο οποίος κατείχε σημαντικές πληροφορίες για τα μυστικά προγράμματα του Γ΄ Ράιχ, κυρίως όχι λόγω της θέσης του ως αξιωματικός Αμύνης στο υπουργείο Αεροπορίας, αλλά λόγω της φιλικής του σχέσης με τον Γκαίριγκ.
Το νούμερο δύο του τομέα του Βερολίνου ήταν ο Άρβιντ Χάρνακ, ο οποίος είχε λαμπρές σπουδές στον τομέα των Οικονομικών, κατείχε τον τίτλο του διδάκτορα και ήταν από τα πλέον σημαντικά στελέχη του ελεγκτικού συμβουλίου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. Το δίκτυο του Βερολίνου ήταν εξοπλισμένο με τρεις πομπούς οι οποίοι έστελναν κωδικοποιημένα μηνύματα προς τη Ρωσία σχεδόν σε καθημερινή βάση από το καλοκαίρι του 1941. Οι πληροφορίες που έφθαναν στη Μόσχα ήταν υψίστης σημασίας μιας και περιλάμβαναν εκθέσεις του υπουργείου Οικονομικών για στρατιωτικές δαπάνες, περιγραφές και αναλύσεις νέων συστημάτων, όπως πειραματικά αεροσκάφη, συσκευές κωδικοποίησης, συστήματα επικοινωνιών και ναυτιλίας για τα αεροσκάφη, τους αντιαεροπορικούς πυραύλους V2 που βρίσκονταν σε εξέλιξη και πολλά άλλα στοιχεία που ουσιαστικά έδιναν στους Ρώσους μια πλήρη εικόνα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής.
Για την εξάρθρωση του δικτύου του Βερολίνου, την ευθύνη φέρει και πάλι ο Μακάροφ, διότι όταν είχε αποκαλυφθεί το δίκτυο των Βρυξελλών, στο διαμέρισμά του βρέθηκε ένα μισοκατεστραμμένο κωδικοποιημένο μήνυμα.
Αρχικά το εν λόγω μήνυμα ήταν αδιάφορο στους Γερμανούς, έως ότου αποκρυπτογραφήθηκε η λέξη «Πρόκτορ» που αφορούσε τον ήρωα ενός μυθιστορήματος με τίτλο «Το θαύμα του καθηγητή Βολμάρ». Όταν οι Γερμανοί αναλυτές εντόπισαν το βιβλίο, κατάφεραν, περίπου δύο μήνες μετά τη σύλληψη του Μακάροφ, να ανακαλύψουν τον κώδικα που χρησιμοποιούσε η «Κόκκινη Ορχήστρα» στον τομέα του Βερολίνου. Με τη χρήση του κώδικα αποκρυπτογραφήθηκε μεγάλο μέρος των μαγνητοφωνημένων μηνυμάτων που είχαν υποκλαπεί στο παρελθόν.
Σε ένα από αυτά τα μηνύματα που αφορούσε μια αποστολή ρουτίνας του Κεντ (Σουκόλοφ) στο Βερολίνο με σκοπό την αποκατάσταση μιας βλάβης σε κάποιον πομπό, αναφέρονταν σημεία συνάντησης, κώδικες και ονομασίες πρακτόρων. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, «φωτογράφιζαν» ουσιαστικά τον Χ. Σούλτσε Μπόιζεν. Στις 20 Αυγούστου του 1942 συλλαμβάνεται ο Μπόιζεν και αρχίζει μια ανελέητη καταδίωξη για την ανακάλυψη των πρακτόρων του συγκεκριμένου τομέα, που είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αδρανοποίηση του δικτύου που δρούσε στη γερμανική πρωτεύουσα.
Επόμενη κίνηση των Γερμανών επιτελών ήταν η αποστολή μιας ομάδας ειδικών στους εντοπισμούς πομπών, στο Παρίσι. Στις 10 Ιουνίου του 1942, εντοπίζεται ένας πομπός στο προάστιο Μαλμεζόν του Παρισιού όπου συλλαμβάνονται ένα ζευγάρι Πολωνών, ο Χερς και η Μύρα Σοκόλ. Από τις μετέπειτα ανακρίσεις οι Γερμανοί πληροφορούνται τα ονόματα αρκετών πρακτόρων, καθώς και το γαλλικό όνομα που χρησιμοποιούσε ο Τρέπερ στη γαλλική πρωτεύουσα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν η αποκάλυψη του πράκτορα Γιόχαν Βέντσελ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και είχε εγκαταστήσει νέους πομπούς στις Βρυξέλλες. Επικεφαλής της ομάδας που συνέλαβε τον Βέντσελ είχε τοποθετηθεί ο βετεράνος πλέον σε παρόμοιες αποστολές Χάρι Πίπε.
Η σύλληψή του έγινε με πραγματικά κινηματογραφικό τρόπο, μιας και ενώ είχε εντοπισθεί στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας, όταν εισέβαλε η ομάδα κρούσης ο Βέντσελ βρισκόταν στη σοφίτα.
Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία των Γερμανών, αντάλλαξαν πυροβολισμούς και εν συνεχεία τραυματισμένος συνελήφθη στην τουαλέτα του διαμερίσματος. Από τις αρχικές ανακρίσεις το μόνο που εν τέλει αποκόμισαν οι άντρες της γερμανικής αντικατασκοπείας ήταν η σπουδαιότητα των πληροφοριών που μεταδίδονταν προς τη Μόσχα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν εκτέλεσαν τον Βέντσελ αλλά τον ανάγκασαν να στέλνει ψευδή μηνύματα προς τη Μόσχα, ώστε να αποπροσανατολιστούν οι ρωσικές έρευνες. Μετέπειτα δόθηκε για ανάκριση στην Γκεστάπο όπου «λύγισε» και αποκάλυψε το κρησφύγετο του Γεφρέμοφ, που ήταν ο νέος επικεφαλής του δικτύου του Βελγίου, ενώ έδωσε και πληροφορίες για τον Τρέπερ αναφέροντας ότι μεταξύ των μελών της οργάνωσης έφερε το προσωνύμιο «Μεγάλος Αρχηγός». Αυτό βέβαια ήταν κάτι που γνώριζαν οι Γερμανοί, μιας και είχαν συγκεντρώσει πλήθος στοιχείων, μεταξύ των οποίων και τη φωτογραφία του.
Στα ίχνη του «Μεγάλου Αρχηγού»
Στα τέλη του Ιουνίου, ο Πίπε με την ομάδα του μεταβαίνει στο Παρίσι με σκοπό να εντοπίσει τον «Μεγάλο Αρχηγό» και να εξαρθρώσει το δίκτυο του Παρισιού, όπου βρίσκονταν και οι «κεφαλές» της οργάνωσης. Ο Τρέπερ, έχοντας πληροφορηθεί την παρουσία του Πίπε στο Παρίσι, μεταφέρει τα γραφεία της «Σιμέξκο» σε άλλο κτίριο και ο ίδιος μαζί με τα άλλα στελέχη, όπως ο Γκοσφόγκελ δεν εμφανίζονται ποτέ. Όλες οι έρευνες του Πίπε αποβαίνουν άκαρπες μιας και δεν βρίσκει κάποιο στοιχείο που θα τον οδηγήσει στον «Μεγάλο Αρχηγό».
Ο Τρέπερ, αξιολογώντας την κατάσταση, αντιλαμβάνεται ότι η σύλληψή του είναι θέμα χρόνου και αποφασίζει να εξαφανίσει τα ίχνη του και να μεταφέρει όλο το δίκτυο στη νότια Γαλλία. Ενημερώνει τη Μόσχα για τα σχέδιά του και πραγματοποιεί τις ανάλογες κινήσεις με σκοπό να σκηνοθετήσει εικονικά το θάνατό του. Τη συγκεκριμένη αποστολή αναλαμβάνει ένας γιατρός, μέλος της οργάνωσης και φίλος του Τρέπερ, ο οποίος θα έβρισκε ένα πτώμα και θα υπέγραφε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου με το όνομα Τρέπερ. Ενώ λοιπόν ο «Μεγάλος Αρχηγός» οργάνωνε το «θάνατό» του, ο Πίπε ανέκρινε όλο το προσωπικό της «Σιμέξκο», χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κανείς από το προσωπικό δεν γνώριζε τις «άλλες» δραστηριότητες των στελεχών της εταιρείας.
Μην καταφέρνοντας να βρει κάποια σημαντική πληροφορία, αποφασίζει την παύση λειτουργίας της εταιρείας και συλλαμβάνει τον διαχειριστή της με όλη την οικογένειά του. Από τις ανακρίσεις διαπιστώθηκε για άλλη μια φορά ότι δεν γνώριζαν τίποτε απολύτως για τον «Μεγάλο Αρχηγό», εκτός του γεγονότος ότι είχε ζητήσει από τη γυναίκα του διαχειριστή να του συστήσει κάποιον καλό οδοντίατρο. Στο μεταξύ στην ομάδα του Πίπε είχε προσκολληθεί και ο ταγματάρχης Χάιντς Πάνβιτς, ένα από τα πλέον σημαντικά στελέχη των Ες-Ες με μεγάλη εμπειρία σε ανάλογα θέματα.
Ο Πίπε μαζί με τον Πάνβιτς ανακαλύπτουν το οδοντιατρείο στην οδό Ριβολί και, μετά από συζήτηση με τον οδοντίατρο Μαλεπλάτ, πληροφορούνται ότι πράγματι τον επισκέπτεται ένας κύριος που ταιριάζει στην περιγραφή του Τρέπερ με το όνομα Ζίλμπερ. Τις επόμενες ημέρες Γερμανοί πράκτορες και άντρες της γερμανικής αστυνομίας μεταμφιεσμένοι με πολιτικά παρακολουθούν διακριτικά το οδοντιατρείο. Ξαφνικά ένα μεσημέρι, και ενώ δεν υπάρχουν άλλοι ασθενείς στην αίθουσα αναμονής, εκτός των αντρών του Πίπε, εμφανίζεται ένας άντρας που ταιριάζει στην περιγραφή του Τρέπερ.
Αμέσως συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και, όταν διαπιστώνεται ότι όντως ήταν ο Τρέπερ, μεταφέρεται για ανάκριση σε ένα από τα διαμερίσματα που στεγαζόταν κάποιο τμήμα της γερμανικής αντικατασκοπείας.
Οι ανακρίσεις κρατούν σχεδόν δέκα εβδομάδες σε φιλικό τόνο. Ο Τρέπερ, αν και δεν αποκαλύπτει στοιχεία για τη γενικότερη δομή των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, τους δίνει κάποιες λεπτομέρειες με αποτέλεσμα να συλληφθούν αρκετοί από τους συνεργάτες του. Μέχρι το Δεκέμβριο του 1942 έχουν συλληφθεί ουσιαστικά όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη της «Κόκκινης Ορχήστρας», ενώ παράλληλα συνεχίζονταν οι αποστολές ψευδών μηνυμάτων από το Βερολίνο προς τη Μόσχα. Στο μεταξύ οι Γερμανοί επιτελείς αποφάσισαν -με τη συγκατάθεση φυσικά του Τρέπερ- να τον χρησιμοποιήσουν ώστε να επιτευχθεί μια ειδική συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας.
Ο «δαιμόνιος» Τρέπερ, που δέχθηκε τη συμφωνία, έπεισε τη γερμανική πλευρά ότι θα έπρεπε να συναντηθεί με τα στελέχη του Κομμουνιστικού Γαλλικού Κόμματος. Με γερμανική συνοδεία ο Τρέπερ έρχεται σε επαφή με σύνδεσμο του Κομμουνιστικού Γαλλικού Κόμματος, όπου του παραθέτει την κατάσταση, λέγοντάς του παράλληλα να διαβιβάσει στη Μόσχα ότι θα πρέπει φαινομενικά να δείξουν ότι συζητούν τη γερμανική πρόταση, ώστε να κερδίσει χρόνο.
Η απόδραση του δαιμόνιου Τρέπερ
Στο πλαίσιο της συμφωνίας για ειρήνη μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας ο Τρέπερ ζητά και έρχεται σε επαφή και με πράκτορες της «Κόκκινης Ορχήστρας» που έχουν συλληφθεί, με τη δικαιολογία ότι έτσι θα οργανώσει καλύτερα το όλο σχέδιο. Από τις συναντήσεις αυτές πληροφορείται ότι οι Γερμανοί συνέλαβαν το σύνδεσμό του με το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Μετά από αυτή την απροσδόκητη εξέλιξη, φοβούμενος ότι ο σύνδεσμος που συνελήφθη θα αποκαλύψει το διπλό του ρόλο, αποφασίζει να αποδράσει. Το σχέδιο απόδρασής του ήταν πράγματι τόσο απλό όσο και ευφυές. Πολλές εβδομάδες πριν, ο Τρέπερ παραπονιόταν στον Γερμανό συνοδό του ότι έπασχε από πόνους στο στομάχι εξαιτίας του έλκους που τον βασάνιζε.
Τις τελευταίας ημέρες έλεγε συνεχώς ότι οι πόνοι ήταν αφόρητοι και ότι το μόνο που μπορούσε να τον ανακουφίσει ήταν ένα φάρμακο που παρασκεύαζε ένας γνωστός του φαρμακοποιός, το οποίο όμως δεν πωλούνταν στο εμπόριο.
Προφασιζόμενος συνεχείς κρίσεις στομάχου, καταφέρνει να πείσει τον Μπερκ, που ήταν ο συνοδός του, να μεταβούν με το αυτοκίνητο κοντά στο σταθμό Σεν Λαζάρ όπου βρισκόταν το φαρμακείο. Όταν έφθασαν εκεί, ο Μπερκ παρκάρει ακριβώς μπροστά από την πόρτα του φαρμακείου και ο Τρέπερ μόνος του μπαίνει στο εσωτερικό του για να προμηθευτεί το φάρμακο. Μετά από λίγα λεπτά, ενώ ο Μπερκ περιμένει αμέριμνος έξω από την είσοδο του φαρμακείου, ο Τρέπερ ταξιδεύει με το τρένο προς τα προάστια του Παρισιού. Εκείνο που δεν γνώριζε ο Μπερκ ήταν ότι το φαρμακείο είχε και άλλη έξοδο που οδηγούσε στο σταθμό του τρένου. Τελικά ο Τρέπερ βρίσκει καταφύγιο σε μια πανσιόν στο Σεν Ζερμέν. Ο Πάνβις όμως με τον Πίπε, ανακρίνοντας στελέχη της «Κόκκινης Ορχήστρας» που έχουν συλληφθεί, μαθαίνουν για το κρησφύγετο στο Σεν Ζερμέν και οργανώνουν επιχείρηση για τη σύλληψη του «Μεγάλου Αρχηγού».
Ο Τρέπερ ωστόσο καταφέρνει να διαφύγει και, αλλάζοντας συνεχώς κρησφύγετα, βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τους διώκτες του. Ο Πάνβιτς, έχοντας χάσει ουσιαστικά τα ίχνη του, προσπαθεί με δική του πρωτοβουλία να βρει τρόπο επικοινωνίας με τη Μόσχα ώστε να επιτύχει συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας με ευνοϊκούς όρους για τη Γερμανία. Όλες όμως οι προσπάθειες αποβαίνουν άκαρπες μιας και στις 31 Αυγούστου του 1944 οι συμμαχικές δυνάμεις εισβάλλουν στο Παρίσι. Ο Τρέπερ, που έχει καταφέρει να χαθούν τα ίχνη του για περισσότερους από 20 μήνες από την εξάρθρωση της «Κόκκινης Ορχήστρας», εμφανίζεται στη ρωσική στρατιωτική αποστολή που έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι.
Στις 6 Ιανουαρίου ο Τρέπερ μεταβαίνει αεροπορικώς στη Μόσχα, όπου μετά από μια σύντομη συνάντηση με τον στρατηγό Κουζνετσόφ, που ήταν ένα από τα διοικητικά στελέχη της NKVD, στέλνεται στις φυλακές της Λιουμπιάνκα με την κατηγορία ότι οι πληροφορίες που έδωσε στη γερμανική αντικατασκοπεία ήταν η αιτία να συλληφθούν Ρώσοι πράκτορες.
Για τον ίδιο λόγο στην ίδια φυλακή βρισκόταν και ο λοχαγός Σουκούλοφ, γνωστός, όπως έχουμε προαναφέρει, με το προσωνύμιο Κεντ, ενώ λίγο αργότερα τον τίτλο του «οικότροφου» των φυλακών της Λιουμπιάνκα απέκτησε και ο ταγματάρχης Πάνβιτς, με την κατηγορία του εγκληματία πολέμου. Το 1955, μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Τρέπερ αποφυλακίζεται και μεταβαίνει στην Πολωνία όπου τίθεται επικεφαλής της Εβραϊκής Πολιτιστικής Κοινότητας (Jewish Cultural Society).
Αρκετά χρόνια μετά, κουρασμένος πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση στην Ανατολική Γερμάνια και εν συνεχεία αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Το 1973 εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο «The Great Game».
Το 1982 σε ηλικία 78 χρονών αφήνει την τελευταία του πνοή στο Ισραήλ, έχοντας μείνει στις σελίδες τις ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως ο άνθρωπος που κατάφερε αυτό που δεν είχε καταφέρει καμία συμμαχική υπηρεσία πληροφοριών: να εισχωρήσει και να αποδιοργανώσει την τότε πανίσχυρη γερμανική διοίκηση, μέσω ενός δικτύου το οποίο χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι οι διώκτες του…
https://www.pronews.gr/istoria/kokkini-orxistra-o-xoros-ton-roson-kataskopon-stin-eyropi-tou-v%ce%84-pp/