του Ronald Dworkin
Μετάφραση: Σταύρος Γαβαλάς, Επίτιμος Αρεοπαγίτης.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι το κεφάλαιο Η Πολιτική Ανυπακοή (Civil Disobedience) από το έργο του Ronald Dworkin, Taking Rights Seriously (Λαμβάνοντας Σοβαρά υπόψη τα Δικαιώματα). Βεβαίως, το κείμενο δεν γράφηκε για τις ανάγκες της επικαιρότητας. Ο Dworkin γεννήθηκε το 1931 και πέθανε το 1013. Περιλαμβάνει, όμως, πολύ σοβαρούς προβληματισμούς για τα δικαιώματα απο έναν ευφυή συγγραφέα. Με μια μικρή αναγωγή προβάλλεται στο σήμερα. Ο κ. Σταύρος Γαβαλάς μετέφρασε το βιβλίο του Dworkin σε ουδέτερο χρόνο.
“Ανχνεύσεις”
Πώς θα έπρεπε η Κυβέρνηση να μεταχειρίζεται εκείνους που δεν υπακούουν στους στρατολογικούς νόμους από λόγους συνείδησης; Πολλοί άνθρωποι θεωρούν προφανή την απάντηση: Η κυβέρνηση πρέπει να διώκει τους διαφωνούντες, και εάν αυτοί καταδικαστούν πρέπει να υποβληθούν σε ποινή. Κάποιοι άνθρωποι καταλήγουν εύκολα σε αυτό το συμπέρασμα, διότι έχουν την χωρίς σκέψη άποψη ότι η ανυπακοή για λόγους συνείδησης είναι ίδια με την ανομία. Θεωρούν ότι οι διαφωνούντες είναι αναρχικοί, οι οποίοι πρέπει να τιμωρούνται πριν η διαφθορά τους εξαπλωθεί. Πολλοί νομικοί και διανοούμενοι φθάνουν στο ίδιο συμπέρασμα, πάντως, με βάση εκείνο που φαίνεται σαν ένα πιο εκλεπτυσμένο επιχείρημα. Αυτοί αναγνωρίζουν ότι η ανυπακοή στο νόμο μπορεί να δικαιολογείται ηθικά, αλλά επιμένουν ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί νομικά και θεωρούν ότι συνέπεια αυτής της αυταπόδεικτης αλήθειας είναι ότι ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται. Ο Erwin Griswold, κάποτε Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών και προηγουμένως Κοσμήτορας στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, φαίνεται να έχει υιοθετήσει αυτή την άποψη «Είναι η ουσία του νόμου», είπε, «ότι εφαρμόζεται εξίσου σε όλους, ότι δεσμεύει όλους το ίδιο, ανεξάρτητα από προσωπικό κίνητρο. Για αυτό το λόγο, κάποιος που σκέπτεται πολιτική ανυπακοή από λόγους ηθικής πεποίθησης δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται και δεν πρέπει να πικραίνεται εάν επακολουθεί μια ποινική καταδίκη. Και αυτός πρέπει να δεχτεί το γεγονός ότι η οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να κρατηθεί πάνω σε οποιαδήποτε άλλη βάση».

Οι New York Times επικρότησαν αυτή τη δήλωση. Χίλιοι πανεπιστημιακοί διαφόρων πανεπιστημίων είχαν υπογράψει μια καταχώρηση στους Times, καλώντας το Υπουργείο Δικαιοσύνης να ακυρώσει την ποινική δίωξη των Rev.William Sloane Coffin, Dr. Benjamin Spock, Markus Raskin, Mitchell Goodman και Michael Ferber, για συνωμοσία με το σκοπό να συμβουλεύσουν διάφορους παραβάτες της στρατολόγησης. Οι Times είπαν ότι η αίτηση να ακυρωθούν οι κατηγορίες «συνέχεε τα ηθικά δικαιώματα με τις νομικές ευθύνες».
Αλλά το επιχείρημα ότι, επειδή η κυβέρνηση πιστεύει ότι ένας άνθρωπος έχει διαπράξει ένα έγκλημα, πρέπει να τον διώξει είναι πολύ ασθενέστερο από όσο φαίνεται. Η κοινωνία «δεν μπορεί να κρατηθεί» εάν ανέχεται κάθε ανυπακοή. Δεν έπεται, ωστόσο, ούτε υπάρχει απόδειξη, ότι αυτή θα καταρρεύσει εάν ανέχεται κάποια ανυπακοή. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εισαγγελείς έχουν διακριτική ευχέρεια ως προς το εάν θα εφαρμόσουν τους ποινικούς νόμους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ένας εισαγγελέας μπορεί σωστά να αποφασίσει να μην απαγγείλει κατηγορίες εάν ο παραβάτης είναι νέος ή άπειρος ή ο μόνος προστάτης μιας οικογένειας ή έχει μεταμεληθεί ή ανατρέπει την απόδειξη της πολιτείας ή εάν ο νόμος είναι αντιδημοτικός ή ανεφάρμοστος ή γενικά δεν τον υπακούουν ή εάν τα δικαστήρια είναι φορτωμένα με περισσότερο σημαντικές υποθέσεις, ή για πάρα πολλούς άλλους λόγους. Αυτή η διακριτική ευχέρεια δεν είναι ασυδοσία – περιμένουμε οι Εισαγγελείς να έχουν καλούς λόγους για να την ασκήσουν – αλλά υπάρχουν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, καλοί λόγοι για τη μη άσκηση δίωξης κατά εκείνων που δεν υπακούουν στους στρατολογικούς νόμους για λόγους συνείδησης. Ένας είναι ο προφανής λόγος ότι αυτοί ενεργούν από καλύτερα κίνητρα από εκείνους που παραβιάζουν το νόμο από πλεονεξία ή επιθυμία να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Εάν το κίνητρο μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για να κάνομε διακρίσεις μεταξύ των κλεπτών, τότε γιατί όχι και για να κάνομε διακρίσεις μεταξύ των παραβατών της στρατολόγησης; Ένας άλλος είναι ο πρακτικός λόγος ότι η κοινωνία μας υφίσταται απώλεια εάν τιμωρεί μια ομάδα η οποία περιλαμβάνει – όπως περιλαμβάνει η ομάδα των διαφωνούντων με τη στρατολόγηση – κάποιους από τους πιο νομοταγείς και νομιμόφρονες πολίτες. Η φυλάκιση τέτοιων πολιτών παγιώνει την αποξένωσή τους από την κοινωνία, και αποξενώνει πολλούς όπως αυτοί οι οποίοι αποτρέπονται από την απειλή. Εάν πρακτικές συνέπειες σαν αυτές αποτελούν επιχείρημα για την μη εφαρμογή της απαγόρευσης, γιατί αυτές δεν αποτελούν επιχείρημα για την ανοχή των παραβατών από λόγους συνείδησης;
Εκείνοι που θεωρούν ότι οι παραβάτες του στρατολογικού νόμου για λόγους συνείδησης θα πρέπει πάντοτε να τιμωρούνται πρέπει να δείξουν ότι οι λόγοι αυτοί δε δικαιολογούν την άσκηση διακριτικής εξουσίας ή θα πρέπει να βρουν αντίθετους λόγους που βαρύνουν περισσότερο από αυτούς. Τι επιχειρήματα μπορεί αυτοί να προβάλλουν; Υπάρχουν πρακτικοί λόγοι για την εφαρμογή των στρατολογικών νόμων και θα εξετάσω κάποιους από αυτούς αργότερα. Αλλά ο Κοσμήτορας Griswold και εκείνοι που συμφωνούν με αυτόν φαίνεται να στηρίζονται σε ένα θεμελιώδες ηθικό επιχείρημα ότι θα ήταν άδικο και όχι απλώς μη πρακτικό το να αφήνομε τους διαφωνούντες να συνεχίζουν ατιμώρητοι. Όπως συμπεραίνω, αυτοί θεωρούν ότι θα ήταν άδικο, διότι δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει η κοινωνία εάν καθένας δεν υπάκουε στους νόμους που αποδοκίμαζε ή έβρισκε επιζήμιους. Εάν η κυβέρνηση ανέχεται εκείνους που «δεν θα συμμετέχουν στο παιχνίδι», επιτρέπει σε αυτούς να εξασφαλίζουν τα οφέλη από το σεβασμό καθενός άλλου στο νόμο, χωρίς να σηκώνουν στους ώμους βάρη, όπως το βάρος της στρατολόγησης.
Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχείρημα. Δεν μπορούμε να απαντήσομε σε αυτό λέγοντας απλώς ότι οι διαφωνούντες θα επέτρεπαν σε κάθε άλλο να μην υπακούει σε ένα νόμο που αυτός θεωρεί ανήθικο. Στην πραγματικότητα λίγοι διαφωνούντες για τη στρατολόγηση θα δεχόταν μια αλλαγμένη κοινωνία στην οποία οι ειλικρινείς οπαδοί του (φυλετικού) διαχωρισμού θα ήταν ελεύθεροι να παραβιάσουν τους πολιτικούς νόμους τους οποίους αυτοί απεχθάνονταν. Η πλειονότητα δεν θέλει καμιά τέτοια αλλαγή, σε κάθε περίπτωση, διότι θεωρεί ότι η κοινωνία θα βρισκόταν με αυτήν σε χειρότερη κατάσταση. Μέχρι να τους δείξουν ότι αυτό είναι εσφαλμένο, αυτοί θα περιμένουν να τιμωρείται καθένας ο οποίος δέχεται ένα προνόμιο το οποίο αυτοί, για το γενικό καλό, δεν το δέχονται.
Υπάρχει, ωστόσο, μια ατέλεια σε αυτό το επιχείρημα. Ο συλλογισμός περιέχει μια σιωπηρή υπόθεση που τον κάνει σχεδόν αβάσιμο για τις περιπτώσεις της στρατολόγησης, και στην πραγματικότητα για κάθε σοβαρή περίπτωση πολιτικής ανυπακοής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το επιχείρημα δέχεται ότι οι διαφωνούντες γνωρίζουν πως παραβιάζουν ένα έγκυρο νόμο, και ότι το προνόμιο που αυτοί διεκδικούν είναι το προνόμιο να τον παραβιάζουν. Φυσικά, σχεδόν καθένας που συζητά την πολιτική ανυπακοή αναγνωρίζει ότι στην Αμερική ο νόμος μπορεί να είναι άκυρος διότι είναι αντισυνταγματικός. Αλλά οι σχολιαστές χειρίζονται αυτή την πολυπλοκότητα επιχειρηματολογώντας βασιζόμενοι σε ξεχωριστές υποθέσεις: Εάν ο νόμος είναι άκυρος, τότε κανένα έγκλημα δεν έχει διαπραχθεί και η κοινωνία δεν μπορεί να τιμωρήσει. Εάν ο νόμος είναι έγκυρος, τότε έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα και η κοινωνία πρέπει να τιμωρήσει. Αυτός ο συλλογισμός κρύβει το κρίσιμο γεγονός ότι η εγκυρότητα ενός νόμου μπορεί να είναι αμφίβολη. Οι αξιωματούχοι και οι δικαστές μπορεί να πιστεύουν ότι ο νόμος είναι έγκυρος, οι διαφωνούντες μπορεί να διαφωνούν, ενώ και οι δύο πλευρές μπορεί να έχουν λογικά επιχειρήματα για τις θέσεις τους. Εάν έτσι συμβαίνει, τότε τα ζητήματα είναι διαφορετικά από ό,τι θα ήταν εάν ο νόμος ήταν αναμφισβήτητα έγκυρος ή αναμφισβήτητα άκυρος, και το επιχείρημα της δικαιοσύνης, που προβάλλεται για αυτές τις δύο εναλλακτικές εκδοχές, είναι άσχετο.
Ο αμφίβολης εγκυρότητας νόμος σε καμιά περίπτωση δεν είναι ιδιαίτερος ή άσχετος στις περιπτώσεις της πολιτικής ανυπακοής. Απεναντίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τουλάχιστο, σχεδόν κάθε νόμος στον οποίο σημαντικός αριθμός ανθρώπων θα έμπαινε στον πειρασμό να μην υπακούσει για ηθικούς λόγους θα ήταν για συνταγματικούς λόγους επίσης αμφίβολης εγκυρότητας – εάν δεν ήταν αδιαμφισβήτητα άκυρος . Το σύνταγμα καθιστά την παραδοσιακή μας πολιτική ηθική σχετική με το ζήτημα της εγκυρότητας. Κάθε νομοθέτημα που φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο αυτή την ηθική εγείρει συνταγματικά ζητήματα, και εάν η διακινδύνευση είναι σοβαρή, οι συνταγματικές αμφιβολίες είναι επίσης σοβαρές.
Η σύνδεση μεταξύ ηθικών και νομικών ζητημάτων ήταν ιδιαίτερα ξεκάθαρη στις περιπτώσεις στρατολόγησης της τελευταίας δεκαετίας. Η διαφωνία βασιζόταν ακριβώς στις ακόλουθες ηθικές αντιρρήσεις: (α) Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν ανήθικα όπλα και τακτικές στο Βιετνάμ. (β) Ο πόλεμος ποτέ δεν εγκρίθηκε με μελετημένη, μετά από ώριμη σκέψη και ανοικτή ψήφο των αντιπροσώπων του λαού. (γ) Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν κανένα, ούτε απώτερο, αρκετά ισχυρό συμφέρον που διακυβεύεται στο Βιετνάμ για να δικαιολογείται να εξαναγκάζεται ένα τμήμα των πολιτών τους να εκτίθενται στον κίνδυνο του θανάτου εκεί. (δ) Εάν πρόκειται να συγκροτηθεί ένα στράτευμα για να διεξαγάγει αυτό τον πόλεμο, είναι ανήθικο να συγκροτηθεί με στρατολόγηση που σέβεται ή εξαιρεί τους σπουδαστές του κολεγίου και έτσι κάνει διάκριση εις βάρος των οικονομικά μη προνομιούχων. (ε) Η στρατολόγηση εξαιρεί εκείνους που αντιτίθενται σε όλους τους πολέμους για θρησκευτικούς λόγους, αλλά όχι εκείνους που αντιτίθενται σε συγκεκριμένους πολέμους για ηθικούς λόγους. Δεν υπάρχει σχετική διαφορά μεταξύ αυτών των θέσεων, και έτσι η στρατολόγηση, με το να κάνει αυτή τη διάκριση, υποδηλώνει ότι η δεύτερη ομάδα αξίζει λιγότερο το σεβασμό του έθνους από την πρώτη. (ζ) Ο νόμος που προβλέπει ως έγκλημα το να συμβουλεύει κάποιος αντίσταση στη στρατολόγηση στραγγαλίζει εκείνους που αντιτίθενται στον πόλεμο, διότι είναι ηθικά αδύνατο να υποστηρίξουν ότι ο πόλεμος είναι βαθιά ανήθικος, χωρίς να ενθαρρύνουν και να βοηθήσουν εκείνους που αρνούνται να πολεμήσουν σε αυτόν.
Οι νομικοί θα αναγνωρίσουν ότι αυτές οι ηθικές θέσεις, εάν τις δεχτούμε, παρέχουν τη βάση για τα ακόλουθα συνταγματικά επιχειρήματα: (α) Το σύνταγμα καθιστά τις (διεθνείς) συμβάσεις μέρος του δικαίου της χώρας και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μέρος διεθνών συμβάσεων και συμφώνων που καθιστούν παράνομες τις πράξεις πολέμου που οι διαφωνούντες κατηγόρησαν το έθνος ότι διαπράττει. (β) Το σύνταγμα προβλέπει ότι το Κογκρέσο πρέπει να κηρύξει πόλεμο. Το νομικό ζήτημα εάν η δράση μας στο Βιετνάμ ήταν ένας «πόλεμος» και εάν η απόφαση του Κόλπου του Τονκίνου ήταν μια «κήρυξη» είναι η καρδιά του ηθικού ζητήματος εάν η κυβέρνηση είχε λάβει μια προμελετημένη και ανοικτή απόφαση. (γ) Τόσο η ρήτρα της δίκαιης μεταχείρισης (due process), των Πέμπτης και Δέκατης Τετάρτης Τροποποιήσεων όσο και η ρήτρα της ίσης προστασίας, της Δέκατης Τετάρτης Τροποποίησης καταδικάζουν το να τίθενται ιδιαίτερα βάρη σε μια επιλεγμένη τάξη πολιτών εάν το βάρος ή η κατανομή δεν είναι εύλογα. Το βάρος δεν είναι εύλογο εάν αυτό προφανώς δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και όταν αυτό είναι πάρα πολύ δυσανάλογο προς το συμφέρον που υπηρετείται. Εάν η στρατιωτική μας δράσης στο Βιετνάμ ήταν επιπόλαιη ή παράλογη, όπως ισχυρίζονταν οι διαφωνούντες, τότε το βάρος που θέσαμε πάνω στους άνδρες της ηλικίας στράτευσης δεν ήταν εύλογο και σύμφωνο με το σύνταγμα. (δ) Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση υπέρ των σπουδαστών κολεγίου αρνείται στους πτωχούς την ίση προστασία του νόμου που εγγυάται το σύνταγμα. (ε) Εάν δεν υπάρχει κατάλληλη διαφορά μεταξύ της αντίρρησης για θρησκευτικούς λόγους σε όλους τους πολέμους και της ηθικής αντίρρησης σε κάποιους πολέμους, τότε η κατανομή που έκανε ο νόμος για τη στρατολόγηση ήταν αυθαίρετη και μη εύλογη και για το λόγο αυτό αντισυνταγματική. Η ρήτρα της Πρώτης Τροποποίησης για «καθιερωμένη θρησκεία» απαγορεύει την κυβερνητική πίεση υπέρ οργανωμένης θρησκείας. Εάν η διάκριση της στρατολόγησης εξαναγκάζει τους ανθρώπους σε αυτή την κατεύθυνση, είναι άκυρη για το λόγο αυτό επίσης. (ζ) Η Πρώτη Τροποποίηση καταδικάζει επίσης προσβολές της ελευθερίας του λόγου. Εάν η απαγόρευση από τον στρατολογικό νόμο της συμβουλής εμποδίζει την έκφραση μιας σειράς απόψεων για τον πόλεμο, περικόπτει την ελευθερία του λόγου.
Το βασικό αντεπιχείρημα, που υποστηρίζει την άποψη ότι τα δικαστήρια όφειλαν να μη θεωρούν τον στρατολογικό νόμο αντισυνταγματικό, εμπλέκει επίσης ηθικά ζητήματα. Υπό το αποκαλούμενο δόγμα «του πολιτικού ζητήματος», τα δικαστήρια αρνούνται ότι έχουν δικαιοδοσία να εισέρχονται σε ζητήματα – όπως η εξωτερική ή η στρατιωτική πολιτική – η λύση των οποίων είναι καλύτερα ανατεθειμένη σε άλλους κλάδους της διακυβέρνησης. Το δικαστήριο της Βοστόνης δικάζοντας την υπόθεση Coffin, Spock, δήλωσε, με βάση αυτό το δόγμα, ότι δεν θα άκουγε επιχειρήματα σχετικά με τη νομιμότητα του πολέμου. Αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο έχει το ίδιο φανεί διστακτικό [σε υποθέσεις ανακαθορισμού ορίων περιφερειών (reapportionment cases)π.χ.] να αρνηθεί δικαιοδοσία όταν πίστευε ότι το σοβαρότερα ζητήματα πολιτικής ηθικής διακυβεύονταν και ότι καμιά θεραπεία δεν ήταν διαθέσιμη δια της πολιτικής διαδικασίας. Εάν οι διαφωνούντες είχαν δίκιο και ο πόλεμος και η στρατολόγηση ήταν πολιτειακά εγκλήματα βαθιάς αδικίας για μια ομάδα πολιτών, τότε το επιχείρημα ότι τα δικαστήρια θα έπρεπε να είχαν αρνηθεί τη δικαιοδοσία τους αδυνατίζει σημαντικά.
Δεν μπορούμε από αυτά τα επιχειρήματα να συμπεράνομε ότι η στρατολόγηση (ή ένα τμήμα της) ήταν αντισυνταγματική. Όταν το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει για το ζήτημα, απέρριψε κάποια από αυτά και αρνήθηκε να εξετάσει τα άλλα για το λόγο ότι αυτά ήταν πολιτικά. Η πλειονότητα των νομικών συμφωνούσε με αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά τα επιχειρήματα της αντισυνταγματικότητας ήταν τουλάχιστο εύλογα και ένας λογικός και ικανός νομικός μπορεί σωστά να θεωρούσε ότι αυτά μετά από στάθμιση αντιπροσωπεύουν μια ισχυρότερη περίπτωση από τα αντεπιχειρήματα. Εάν το πιστεύει αυτό θα σκεφτεί ότι η στρατολόγηση δεν είναι αντισυνταγματική και δεν θα υπάρχει λόγος να σκεφτεί ότι κάνει λάθος.
Συνεπώς δεν μπορούμε να δεχτούμε, όταν κρίνομε τι θα έπρεπε να γίνει με τους διαφωνούντες στη στρατολόγηση, ότι αυτοί διεκδικούν ένα προνόμιο να μην υπακούουν στους έγκυρους νόμους. Δεν μπορούμε να αποφασίσομε ότι η δικαιοσύνη απαιτεί την τιμωρία τους μέχρι που να προσπαθήσομε να απαντήσομε σε άλλες ερωτήσεις: Τι θα πρέπει να κάνει ένας πολίτης όταν ο νόμος είναι ασαφής και όταν θεωρεί ότι αυτός επιτρέπει εκείνο που άλλοι θεωρούν ότι δεν επιτρέπει. Δεν εννοώ να ζητήσει φυσικά τι είναι νομικά σωστό για να κάνει αυτός ή ποια είναι τα νομικά του δικαιώματα – αυτό θα ήταν σαν να θεωρεί ως αποδειγμένο το αποδεικτέο, διότι αυτό εξαρτάται από το εάν αυτός έχει δίκιο ή αυτοί έχουν δίκιο. Εννοώ να ζητήσει ποια είναι η σωστή πορεία του ως πολίτη, τι, με άλλα λόγια, θα θεωρούσαμε ότι είναι το «συμμετέχω στο παιχνίδι». Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, διότι δεν μπορεί να είναι άδικο το να μη τιμωρείται αυτός εάν αυτός ενεργεί όπως θεωρούμε ότι θα πρέπει να ενεργεί, με δεδομένες τις γνώμες του.[1]
Δεν υπάρχει πρόδηλη απάντηση με την οποία οι πιο πολλοί πολίτες εύκολα θα συμφωνούσαν, και αυτό από μόνο του είναι σημαντικό. Εάν, ωστόσο, εξετάσομε τους νομικούς μας θεσμούς και τις πρακτικές, θα ανακαλύψομε κάποιες σχετικές υποκείμενες αρχές και πολιτικές. Θα εκθέσω τρεις δυνατές απαντήσεις στο ερώτημα και κατόπιν θα προσπαθήσω να δείξω ποια από αυτές ταιριάζει καλύτερα στις πρακτικές μας και τις προσδοκίες μας. Οι τρεις δυνατότητες που θέλω εξετάσω είναι οι εξής:
- Εάν ο νόμος είναι αμφίβολος, και είναι συνεπώς ασαφής στο εάν επιτρέπει στον καθένα να κάνει εκείνο που θέλει, αυτός θα έπρεπε να δέχεται το χειρότερο και να ενεργεί με την παραδοχή ότι δεν το δέχεται. Αυτός θα έπρεπε να υπακούει στις εκτελεστικές αρχές που τον διατάσσουν, ακόμα και αν θεωρεί ότι αυτές κάνουν λάθος, ενώ χρησιμοποιεί την πολιτική διαδικασία, εάν μπορεί, για να αλλάξει το νόμο.
- Εάν ο νόμος είναι αμφίβολος, αυτός πρέπει να ακολουθεί τη δική του κρίση, δηλαδή μπορεί να κάνει εκείνο που θέλει εάν αυτός πιστεύει ότι η υπόθεση ότι ο νόμος το επιτρέπει αυτό είναι ισχυρότερη από την υπόθεση ότι δεν το επιτρέπει. Αλλά αυτός μπορεί να ακολουθήσει τη δική του κρίση μόνο μέχρις ότου ένας αυθεντικός θεσμός, όπως ένα δικαστήριο, αποφασίσει με διαφορετικό τρόπο σε μια υπόθεση που εμπλέκει αυτόν ή κάποιον άλλο. Από τη στιγμή που μια θεσμική απόφαση έχει ληφθεί, αυτός πρέπει να τηρήσει αυτή την απόφαση, ακόμα και αν θεωρεί ότι αυτή είναι εσφαλμένη. (Υπάρχουν στη θεωρία πολλές υποδιαιρέσεις αυτής της δεύτερης δυνατότητας. Μπορούμε να πούμε ότι η επιλογή του ατόμου αποκλείεται από μια αντίθετη απόφαση οποιουδήποτε δικαστηρίου, ακόμα και του κατώτερου δικαστηρίου του συστήματος εάν η απόφαση δεν προσβλήθηκε με έφεση. Ή μπορεί να ζητήσομε μια απόφαση κάποιου συγκεκριμένου δικαστηρίου ή θεσμού. Θα συζητήσω αυτή τη δεύτερη δυνατότητα στην πιο φιλελεύθερη μορφή της, δηλαδή ότι το άτομο μπορεί σωστά να ακολουθήσει τη δική του κρίση μέχρις ότου εκδοθεί μια αντίθετη απόφαση ανώτερου δικαστηρίου αρμόδιου να εξετάσει το ζήτημα, το οποίο, στην περίπτωση της στρατολόγησης ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες το Ανώτατο Δικαστήριο).
- Εάν ο νόμος είναι αμφίβολος, αυτός μπορεί να ακολουθήσει τη δική του κρίση, ακόμα και μετά από μια αντίθετη απόφαση του ανώτατου αρμόδιου δικαστηρίου. Φυσικά αυτός πρέπει να λάβει υπόψη του την αντίθετη απόφαση οποιουδήποτε δικαστηρίου όταν σχηματίζει την κρίση του για το τι απαιτεί ο νόμος. Διαφορετικά η κρίση δεν θα ήταν μια τίμια και λογική κρίση, διότι το δόγμα του δικαστικού προηγούμενου, το οποίο είναι ένα καθιερωμένο μέρος του νομικού μας συστήματος, έχει το αποτέλεσμα να επιτρέπει στις αποφάσεις των δικαστηρίων να αλλάζουν το νόμο. Ας υποθέσομε π.χ. ότι ένας φορολογούμενος πιστεύει ότι δεν απαιτείται από αυτόν να πληρώσει φόρο για κάποιες κατηγορίες εισοδήματος. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει το αντίθετο, αυτός θα πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική του να αποδίδεται μεγάλο βάρος στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου πάνω σε θέματα φόρων, να αποφασίσει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου έγειρε την πλάστιγγα, και ότι τώρα ο νόμος ζητά από αυτόν να πληρώσει το φόρο.
Κάποιος μπορεί να θεωρεί ότι αυτή η επιφύλαξη εξαλείφει τη διαφορά μεταξύ του τρίτου και του δεύτερου μοντέλου, αλλά αυτή δεν την εξαλείφει. Το δόγμα του δικαστικού προηγούμενου δίνει διαφορετικό βάρος στις αποφάσεις των διαφορετικών δικαστηρίων και το μεγαλύτερο βάρος στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά αυτό δεν κάνει τις αποφάσεις οποιουδήποτε δικαστηρίου αδιαμφισβήτητες. Μερικές φορές, ακόμα και μετά μια αντίθετη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ένα άτομο μπορεί εύλογα να πιστεύει ότι ο νόμος είναι με το μέρος του. Τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες, αλλά είναι πιο πιθανό να συμβούν σε αμφισβητήσεις πάνω στο συνταγματικό δίκαιο όταν εμπλέκεται η πολιτική ανυπακοή. Το ίδιο το Δικαστήριο έχει δείξει ότι είναι πιο πιθανόν να ανατρέψει τις δικές του προγενέστερες αποφάσεις εάν αυτές έχουν περιορίσει σημαντικά προσωπικά ή πολιτικά δικαιώματα και είναι ακριβώς εκείνες οι αποφάσεις που ένας διαφωνών μπορεί να θέλει να αμφισβητήσει.
Δεν μπορούμε να δεχτούμε, με άλλα λόγια, ότι το Σύνταγμα είναι πάντοτε εκείνο που το Ανώτατο Δικαστήριο λέει ότι είναι. Π.χ. ο Oliver Wendell Holmes δεν ακολούθησε ένα τέτοιο κανόνα στην περίφημη διαφωνία του στην υπόθεση Gitlow. Λίγα χρόνια προηγουμένως, στην υπόθεση Abrams, αυτός είχε χάσει τη μάχη να πείσει το δικαστήριο ότι η Πρώτη Τροποποίηση προστάτευε ένα αναρχικό που είχε παροτρύνει γενικές απεργίες κατά της κυβέρνησης. Ένα παρόμοιο ζήτημα παρουσιάστηκε στην υπόθεση Gitlow και ο Holmes για άλλη μια φορά μειοψήφησε. «Είναι αλήθεια», είπε, « ότι κατά τη γνώμη μου αυτό το κριτήριο απομακρυνόταν (στην υπόθεσηAbrams) αλλά οι πεποιθήσεις που εξέφρασα σε εκείνη την υπόθεση είναι τόσο βαθιές γι’ αυτήν για να είναι δυνατό για μένα ακόμα να πιστεύω ότι αυτή ….διαμόρφωσε το νόμο.» Ο Holmes ψήφισε υπέρ της αθώωσης του Gitlow για το λόγο ότι εκείνο που είχε κάνει ο Gitlow δεν ήταν έγκλημα, Μολονότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πρόσφατα δεχτεί ότι ήταν.
Και εδώ υπάρχουν τρία δυνατά μοντέλα για τη συμπεριφορά των διαφωνούντων, οι οποίοι δε συμφωνούν με τις εκτελεστικές αρχές όταν ο νόμος είναι αμφίβολος. Ποιο από αυτά ταιριάζει καλύτερα στις νομικές και κοινωνικές πρακτικές μας;
Θεωρώ ξεκάθαρο ότι δεν ακολουθούμε το πρώτο από αυτά τα μοντέλα, δηλαδή ότι δεν αναμένομε οι πολίτες να δέχονται το χειρότερο. Εάν κανένα δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει για το ζήτημα και κάποιος θεωρεί μετά από στάθμιση, ότι ο νόμος είναι με το μέρος του, οι πιο πολλοί από τους νομικούς μας και τους σχολιαστές το θεωρούν εντελώς σωστό να ακολουθεί αυτός τη δική του κρίση. Ακόμα και όταν πολλοί αποδοκιμάζουν εκείνο που αυτός κάνει, – όπως τη διακίνηση πορνογραφίας – δεν θεωρούν ότι αυτός πρέπει να απέχει μόνο διότι η νομιμότητα της συμπεριφοράς του είναι αμφίβολη.
Αξίζει να σταθούμε για λίγο να εξετάσομε τι θα έχανε η κοινωνία εάν δεν ακολουθούσε το πρώτο μοντέλο ή, για να θέσομε διαφορετικά το ζήτημα, τι κερδίζει η κοινωνία όταν οι άνθρωποι ακολουθούν τις δικές τους γνώμες σε υποθέσεις σαν αυτή. Όταν ο νόμος είναι αβέβαιος, με την έννοια ότι οι νομικοί μπορούν ευλόγως να μη συμφωνούν για το τι οφείλει να αποφασίσει ένα δικαστήριο, ο λόγος συνήθως είναι ότι συγκρούονται διαφορετικές νομικές και πολιτικές αρχές και δεν είναι ξεκάθαρο πόσο καλύτερα να προσαρμόσουν αυτές τις συγκρουόμενες αρχές και πολιτικές.
Η πρακτική μας, κατά την οποία τα διάφορα μέρη ενθαρρύνονται να επιμένουν στη δική τους αντίληψη, παρέχει ένα μέσο ελέγχου των σχετικών υποθέσεων. Εάν το ζήτημα είναι εάν ένας συγκεκριμένος κανόνας θα είχε κάποιες ανεπιθύμητες συνέπειες ή εάν αυτές οι συνέπειες θα είχαν περιορισμένα ή μεγάλα παρακλάδια, τότε, προτού να αποφασιστεί το θέμα είναι χρήσιμο να γνωρίζομε τι πράγματι λαμβάνει χώρα όταν κάποιοι άνθρωποι προχωρούν σύμφωνα με αυτό τον κανόνα ( Πολλές ρυθμίσεις του νόμου κατά των τραστ και για τις επιχειρήσεις έχουν αναπτυχθεί μέσω αυτού του είδους ελέγχου). Εάν το ζήτημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό μια συγκεκριμένη λύση θα προσέβαλλε τις αρχές της δικαιοσύνης ή του έντιμου παιχνιδιού που βαθιά τις σέβεται η κοινωνία, είναι και πάλι χρήσιμο να πειραματισθούμε με το να ελέγξομε την απάντηση της κοινωνίας. Η έκταση της κοινωνικής αδιαφορίας στους νόμους π.χ. της αντισύλληψης δεν θα είχε ποτέ αποδειχθεί εάν δεν είχαν αψηφήσει αυτούς τους νόμους σκόπιμα κάποιες οργανώσεις.
Εάν ακολουθούσαμε το πρώτο μοντέλο θα χάναμε τα πλεονεκτήματα αυτών των ελέγχων. Ο νόμος θα υπέφερε, ιδιαίτερα εάν αυτό το μοντέλο εφαρμοζόταν σε συνταγματικές υποθέσεις. Εάν η εγκυρότητα ενός ποινικού νομοθετήματος αμφισβητείται, το νομοθέτημα σχεδόν πάντα θα πλήττει κάποιους ανθρώπους ως ανέντιμους ή άδικους, διότι θα παραβιάζει κάποια αρχή ελευθερίας ή δικαιοσύνης ή εντιμότητας που αυτοί θεωρούν ότι έχει κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα. Εάν η πρακτική μας ήταν ότι όποτε ένας νόμος είναι για τους λόγους αυτούς αμφίβολος κάποιος πρέπει να ενεργεί σαν αυτός να ήταν έγκυρος, τότε θα είχε χαθεί το κύριο όχημα που έχομε για να αμφισβητήσομε το νόμο για ηθικούς λόγους, και με το χρόνο ο νόμος στον οποίο υπακούαμε θα γινόταν ασφαλώς λιγότερο τίμιος και δίκαιος, και ασφαλώς θα ελαττωνόταν η ελευθερία των πολιτών μας.
Θα χάναμε σχεδόν εξίσου εάν χρησιμοποιούσαμε μια παραλλαγή του πρώτου μοντέλου, ότι ένας πολίτης πρέπει να δέχεται το χειρότερο εάν δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι τα δικαστήρια θα συμφωνήσουν με τη δική του άποψη για το νόμο. Εάν καθένας υπέκυπτε στην εικασία του για το τι θα έκαναν τα δικαστήρια, η κοινωνία και το δίκαιό της θα ήταν πτωχότερα. Η υπόθεσή μας για την απόρριψη του πρώτου μοντέλου είναι ότι η αναφορά που κάνει ένας πολίτης όταν ακολουθεί τη δική του κρίση, μαζί με τα επιχειρήματα που σχηματίζει για να υποστηρίξει αυτή την κρίση, όταν έχει την ευκαιρία, βοηθάει για να ληφθεί η καλύτερη δυνατή δικαστική απόφαση. Αυτό παραμένει αλήθεια ακόμα και όταν, κατά το χρόνο που ο πολίτης ενεργεί, οι πιθανότητες είναι κατά της επιτυχίας του στο δικαστήριο. Πρέπει να θυμόμαστε επίσης ότι η αξία του παραδείγματος του πολίτη δεν εξαντλείται άπαξ και έχει ληφθεί η απόφαση. Η πρακτική μας απαιτεί να κρίνεται η απόφαση, από το νομικό επάγγελμα και τις νομικές σχολές, και η αναφορά της διαφωνίας πρέπει να είναι ανεκτίμητη εδώ.
Φυσικά ένας άνθρωπος πρέπει να εξετάζει τι θα κάνουν τα δικαστήρια όταν αυτός αποφασίζει εάν θα ήταν φρόνιμο να ακολουθεί τη δική του κρίση. Αυτός μπορεί να πρέπει να αντιμετωπίσει τη φυλάκιση, τη χρεοκοπία ή την καταισχύνη εάν την ακολουθήσει. Αλλά είναι σημαντικό ότι ξεχωρίζομε τον υπολογισμό της σύνεσης από το ζήτημα του τι αυτός, σαν καλός πολίτης, μπορεί σωστά να κάνει. Ερευνούμε πώς η κοινωνία οφείλει να τον μεταχειριστεί όταν τα δικαστήριά της πιστεύουν ότι αυτός έκρινε λάθος. Συνεπώς πρέπει να ζητήσομε τι αυτός δικαιολογείται να κάνει όταν η κρίση του διαφέρει από την κρίση άλλων. Θεωρούμε ως αποδεδειγμένο το αποδεικτέο εάν δεχόμαστε ότι εκείνο που πρέπει αυτός σωστά να κάνει εξαρτάται από την εικασία του ως προς το πώς θα τον μεταχειριστεί η κοινωνία.
Πρέπει επίσης να απορρίψομε το δεύτερο μοντέλο, ότι εάν ο νόμος είναι ασαφής ένας πολίτης πρέπει σωστά να ακολουθεί τη δική του κρίση ώσπου το ανώτατο δικαστήριο θα έχει νομολογήσει ότι αυτός κάνει λάθος. Αυτό παραλείπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι κάθε δικαστήριο, ακόμα και το Ανώτατο Δικαστήριο, μπορεί να ανατρέψει τη δική του νομολογία. Το 1940 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ένας νόμος της Δυτικής Βιρτζίνιας που απαιτούσε να χαιρετίζουν οι σπουδαστές τη σημαία ήταν συνταγματικός. Το 1943 ανέτρεψε τη δική του νομολογία και αποφάσισε ότι ένα τέτοιος νόμος ήταν πάνω απ’ όλα αντισυνταγματικός. Ποιο ήταν των καθήκον ως πολιτών εκείνων των ανθρώπων που το 1941 και 1942, για λόγους συνείδησης είχαν αντίρρηση να χαιρετούν τη σημαία και θεωρούσαν ότι ήταν εσφαλμένη η απόφαση του Δικαστηρίου του 1940; Δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι το καθήκον τους ήταν να ακολουθούν την πρώτη απόφαση. Αυτοί πίστευαν ότι το να χαιρετάς τη σημαία ήταν παράλογο, και πίστευαν εύλογα ότι κανένας έγκυρος νόμος δεν ζητούσε από αυτούς να το κάνουν αυτό. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε αργότερα ότι σε αυτό είχαν δίκιο. Το Δικαστήριο δε δέχτηκε απλώς ότι μετά τη δεύτερη απόφαση η παράλειψη χαιρετισμού δεν θα ήταν έγκλημα. Αυτό δέχτηκε (όπως πάντοτε θα δεχόταν σε μιαν περίπτωση σαν αυτή) ότι δεν ήταν έγκλημα ούτε και μετά την πρώτη απόφαση.
Κάποιοι θα πουν ότι οι διαφωνούντες στο χαιρετισμό της σημαίας θα έπρεπε να είχαν υπακούσει στην πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, ενώ ενεργούσαν στα νομοθετικά σώματα να καταργηθεί ο νόμος και προσπαθούσαν στα δικαστήρια να βρουν κάποιο τρόπο να αμφισβητήσουν το νόμο χωρίς και πάλι να τον παραβιάζουν. Αυτή θα ήταν ίσως μια λογική σύσταση εάν δεν εμπλεκόταν η συνείδηση, διότι τότε θα ήταν συζητήσιμο το ότι το κέρδος με την πειθαρχημένη πορεία άξιζε την προσωπική θυσία της υπομονής. Αλλά εμπλεκόταν η συνείδηση και εάν οι διαφωνούντες είχαν υπακούσει στο νόμο περιμένοντας την ευκαιρία, θα υφίσταντο την ανεπανόρθωτη αδικία να έχουν κάνει εκείνο που η συνείδησή τους τούς απαγορεύει να κάνουν. Ένα πράγμα είναι να λέμε ότι ένας άνθρωπος πρέπει μερικές φορές να παραβιάζει τη συνείδησή του όταν γνωρίζει ότι ο νόμος επιτάσσει σε αυτόν να το κάνει και είναι εντελώς άλλο πράγμα να λέμε ότι αυτός πρέπει να παραβιάζει τη συνείδησή του ακόμα και όταν αυτός εύλογα πιστεύει ότι ο νόμος δεν το ζητά αυτό, διότι θα ενοχλούσε τους συμπολίτες του, εάν ακολουθούσε την πιο ευθεία, και ίσως τη μόνη, μέθοδο να προσπαθήσει να δείξει ότι αυτός έχει δίκιο και αυτοί έχουν άδικο.
Δεδομένου ότι ένα δικαστήριο μπορεί να ανατρέψει τη δική του νομολογία, οι ίδιοι λόγοι που παραθέσαμε για την απόρριψη του πρώτου μοντέλου μετρούν επίσης και κατά του δεύτερου. Εάν δεν είχαμε την πίεση του διαφωνούντος, δεν θα είχαμε μια δραματική δήλωση του βαθμού στον οποίο μια δικαστική απόφαση κατά ενός διαφωνούντος, την αισθανόμαστε ότι είναι εσφαλμένη, μια εκδήλωση που είναι ασφαλώς κατάλληλη για το ερώτημα εάν αυτή ήταν εσφαλμένη. Θα αυξάναμε την πιθανότητα να κυβερνιόμαστε από κανόνες που παραβιάζουν τις αρχές που ισχυριζόμαστε ότι υπηρετούμε.
Αυτοί οι παράγοντες νομίζω ότι μας αποσπούν από το δεύτερο μοντέλο, αλλά κάποιοι θα θέλουν να υποκαταστήσουν μια παραλλαγή του. Αυτοί θα ισχυριστούν ότι από τη στιγμή που το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ένας ποινικός νόμος είναι έγκυρος, τότε οι πολίτες έχουν καθήκον να τηρούν αυτή την απόφαση μέχρι που να έχουν μια βάσιμη πεποίθηση όχι απλώς ότι η απόφαση είναι ένας κακός νόμος, αλλά ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πιθανόν να την ανατρέψει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι διαφωνούντες της Δυτικής Βιρτζίίνιας οι οποίοι αρνούνταν να χαιρετούν τη σημαία το 1942 ενεργούσαν σωστά, διότι αυτοί μπορεί εύλογα να προέβλεπαν ότι το Δικαστήριο θα άλλαζε τη γνώμη του. Αλλά από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχτηκε ότι νόμοι όπως οι στρατολογικοί νόμοι είναι συνταγματικοί, δεν θα ήταν σωστό να συνεχίζουν να αμφισβητούν αυτούς τους νόμους, διότι δεν θα υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ότι το Δικαστήριο θα άλλαζε σύντομα γνώμη. Ωστόσο, και αυτός ο ισχυρισμός πρέπει επίσης να απορριφθεί. Διότι από τη στιγμή που λέμε ότι ένας πολίτης μπορεί σωστά να ακολουθεί τη δική του κρίση για το νόμο, παρά την κρίση του ότι τα δικαστήρια θα κρίνουν πιθανόν εναντίον του, δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για τον οποίο αυτός θα έπρεπε να ενεργεί διαφορετικά διότι μια αντίθετη απόφαση υπάρχει ήδη σύμφωνα με τα βιβλία.
Έτσι το τρίτο μοντέλο ή κάτι κοντά σε αυτό φαίνεται να είναι η πιο έντιμη δήλωση του κοινωνικού καθήκοντος ενός ανθρώπου στην κοινότητά μας. Ο όρκος πίστης ενός πολίτη είναι προς το νόμο και όχι στην άποψη οποιουδήποτε συγκεκριμένου προσώπου για το τι είναι ο νόμος, και αυτός δεν συμπεριφέρεται αθέμιτα όσο προχωρεί σύμφωνα με την μετά από ώριμη σκέψη και λογική δική του άποψη για το τι απαιτεί ο νόμος. Ας μου επιτραπεί να επαναλάβω (διότι είναι κρίσιμο) ότι αυτό δεν είναι το ίδιο με το να λέμε ότι ένα άτομο μπορεί να αψηφά εκείνο που έχουν πει τα δικαστήρια. Το δόγμα του δικαστικού προηγούμενο βρίσκεται κοντά στον πυρήνα του νομικού μας συστήματος, και κανένας δεν μπορεί να κάνει μια λογική προσπάθεια να ακολουθεί το νόμο αν δεν δίνει στα δικαστήρια τη γενική εξουσία να τον αλλάζουν με τις αποφάσεις τους. Αλλά εάν το ζήτημα αγγίζει θεμελιώδη προσωπικά ή πολιτικά δικαιώματα, και είναι συζητήσιμο εάν το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κάνει λάθος, ένας βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών του δικαιωμάτων όταν αρνείται να δεχτεί αυτή την απόφαση ως αδιαμφισβήτητη.
Παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα προτού να μπορέσομε να εφαρμόσομε αυτές τις παρατηρήσεις στα προβλήματα της αντίστασης κατά της στρατολόγησης. Μου είπαν για την περίπτωση ενός άνδρα που πιστεύει ότι ο νόμος δεν είναι εκείνος που θεωρούν άλλοι άνθρωποι ή που έχουν δεχτεί τα δικαστήρια. Αυτή η αφήγηση μπορεί να ταιριάζει σε κάποιους από εκείνους που δεν υπακούουν στους νόμους της στρατολόγησης, αλλά δεν ταιριάζει στους πιο πολλούς από αυτούς. Οι πιο πολλοί από τους διαφωνούντες δεν είναι νομικοί ή πολιτικοί φιλόσοφοι. Αυτοί πιστεύουν ότι οι γραπτοί νόμοι που βρίσκονται στα βιβλία είναι ανήθικοι και μη συνεπείς με τα νομικά ιδεώδη της χώρας τους, αλλά δεν έχουν εξετάσει το ζήτημα εάν αυτοί μπορεί να είναι επίσης άκυροι. Ποιο έρεισμα στην κατάστασή τους λοιπόν έχει η πρόταση ότι ένας μπορεί σωστά να ακολουθεί τη δική του άποψη για το νόμο;
Για να απαντήσω σε αυτό, πρέπει να επιστρέψω στο ζήτημα που έθεσα προηγουμένως. Το Σύνταγμα δια της ρήτρας της δίκαιης μεταχείρισης, της ρήτρας της ίσης προστασίας, της Πρώτης Τροποποίησης και των άλλων διατάξεων που ανέφερα, εισάγει ένα εξαιρετικό μέρος της πολιτικής μας ηθικής στο ζήτημα εάν ένας νόμος είναι έγκυρος. Η δήλωση ότι οι πιο πολλοί από τους διαφωνούντες με τη στρατολόγηση αγνοούν ότι ο νόμος δεν είναι έγκυρος έχει συνεπώς ανάγκη να γίνεται υπό επιφύλαξη. Αυτοί έχουν πεποιθήσεις που, εάν είναι αληθινές, ισχυρά υποστηρίζουν την άποψη ότι ο νόμος είναι με το μέρος τους. Το γεγονός ότι αυτοί δεν έχουν φτάσει σε αυτό το περαιτέρω συμπέρασμα μπορεί να ανιχνευτεί, στο ότι, στις πιο πολλές περιπτώσεις τουλάχιστο, αυτοί στερούνται νομικής επιτήδευσης. Εάν πιστεύομε ότι όταν ο νόμος είναι αμφίβολος οι άνθρωποι που ακολουθούν τη δική τους κρίση για το νόμο μπορεί να ενεργούν σωστά, θα φαινόταν εσφαλμένο να μην επεκτείνομε αυτή την άποψη σε εκείνους τους διαφωνούντες των οποίων οι κρίσεις καταλήγουν στο ίδιο πράγμα. Κανένα μέρος της υπόθεσης που έκανα για το τρίτο μοντέλο δεν θα μας έδινε το δικαίωμα να τους διακρίνομε αυτούς από τους πιο ενήμερους συναδέλφους τους.
Από την ως τώρα επιχειρηματολογία μπορούμε να συναγάγομε διάφορα προσωρινά συμπεράσματα: Όταν ο νόμος είναι ασαφής, με την έννοια ότι μια λογική υπόθεση μπορεί να γίνει σύμφωνα και με τις δύο πλευρές, τότε ο πολίτης που ακολουθεί τη δική του κρίση δεν συμπεριφέρεται αθέμιτα. Η πρακτική μας του επιτρέπει και τον ενθαρρύνει να ακολουθεί τη δική του κρίση σε τέτοιες περιπτώσεις. Για το λόγο αυτό, η κυβέρνησή μας έχει μια ειδική ευθύνη να προσπαθήσει να τον προστατεύσει και να ελαφρύνει τη δυσχερή θέση του, όποτε μπορεί να το κάνει χωρίς μεγάλη ζημιά για άλλες πολιτικές. Από αυτό δεν έπεται ότι η κυβέρνηση μπορεί να του εγγυηθεί ασυλία – δεν μπορεί να υιοθετήσει τον κανόνα ότι δεν θα διώκει κανένα ο οποίος ενεργεί από λόγους συνείδησης, ή δεν θα καταδικάζει κανένα που εύλογα διαφωνεί με τα δικαστήρια. Τούτο θα παρέλυε την ικανότητα της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει τις πολιτικές της. Επιπλέον θα απομάκρυνε το πιο σημαντικό όφελος από το να ακολουθείται το τρίτο μοντέλο. Εάν το κράτος ποτέ δε δίωκε, τότε τα δικαστήρια δεν θα μπορούσαν να ενεργούν σύμφωνα με την εμπειρία και τα επιχειρήματα που έχει παράσχει ο διαφωνών. Αλλά δεν έπεται ότι όταν οι πρακτικοί λόγοι για τη δίωξη είναι σχετικά ασθενείς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ή μπορούν να επιτευχθούν με άλλους τρόπους, το μονοπάτι της δικαιοσύνης βρίσκεται στην ανεκτικότητα. Η δημοφιλής άποψη ότι ο νόμος είναι νόμος και πρέπει πάντοτε να εφαρμόζεται αρνείται να διακρίνει τον άνθρωπο ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τη δική του κρίση για ένα αμφίβολο νόμο, και έτσι συμπεριφέρεται όπως προβλέπουν οι πρακτικές μας, από τον κοινό εγκληματία. Δεν γνωρίζω κανένα λόγο, εκτός από την ηθική τύφλωση, για τον οποίο να μην κάνομε μια διάκριση καταρχήν μεταξύ των δυο περιπτώσεων.
Προλαμβάνω μια φιλοσοφική αντίρρηση σε αυτά τα δύο συμπεράσματα: ότι θεωρώ το νόμο σαν «ονειροπαρμένη παντοτινή παρουσία στον ουρανό». Έχω μιλήσει για ανθρώπους που κάνουν κρίσεις σχετικά με το τι απαιτεί ο νόμος, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος είναι ασαφής και αναπόδεικτος. Έχω μιλήσει για περιπτώσεις στις οποίες ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρεί ότι ο νόμος απαιτεί ένα πράγμα, ακόμα και αν το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πει ότι αυτός απαιτεί ένα άλλο, και ακόμα και αν δεν ήταν πιθανόν ότι θα άλλαζε σύντομα γνώμη το Ανώτατο Δικαστήριο. Θα κατηγορηθώ συνεπώς για την άποψη ότι υπάρχει πάντοτε «μια σωστή απάντηση» σε ένα νομικό πρόβλημα η οποία βρίσκεται στο φυσικό δίκαιο ή είναι κλειδωμένη σε ένα υπερφυσικό χρηματοφυλάκιο.
Η θεωρία του νόμου ως χρηματοφυλακίου είναι φυσικά ανοησία. Όταν λέω ότι οι άνθρωποι υποστηρίζουν απόψεις για το νόμο, όταν ο νόμος είναι αμφίβολος, και ότι αυτές οι απόψεις δεν είναι απλώς προβλέψεις για το τι θα δεχτούν τα δικαστήρια, δεν εννοώ καμιά τέτοια μεταφυσική. Εννοώ απλώς να συνοψίσω όσο ακριβώς μπορώ πολλές από τις πρακτικές που είναι μέρος της νομικής μας διαδικασίας.
Οι νομικοί και οι δικαστές κάνουν δηλώσεις για νομικό δικαίωμα και καθήκον, ακόμα και αν ξέρουν ότι αυτές δεν μπορούν να αποδειχτούν, και τις υποστηρίζουν με επιχειρήματα, ακόμα και όταν γνωρίζουν ότι αυτά τα επιχειρήματα δεν θα απευθύνονται στον καθένα. Διατυπώνουν αυτά τα επιχειρήματα ο ένας στον άλλο, στα επαγγελματικά ταξίδια, στις αίθουσες διδασκαλίας και στα δικαστήρια Απαντούν σε αυτά τα επιχειρήματα όταν τα διατυπώνουν άλλοι, κρίνοντάς τα καλά ή κακά ή μέτρια. Κάνοντας έτσι υποθέτουν ότι κάποια επιχειρήματα για μια δεδομένη αμφίβολη θέση είναι καλύτερα από άλλα. Υποθέτουν επίσης ότι η υπόθεση υπέρ της μιας πλευράς για μια αμφίβολη πρόταση μπορεί να είναι ισχυρότερη από την υπόθεση υπέρ της άλλης πλευράς, πράγμα που είναι εκείνο που εγώ θεωρώ ότι είναι ένας νομικός ισχυρισμός σε μια αμφίβολη υπόθεση. Αυτοί διακρίνουν, χωρίς πολύ μεγάλη δυσκολία, αυτά τα επιχειρήματα από τις προβλέψεις για το τι θα αποφασίσουν τα δικαστήρια.
Αυτές οι πρακτικές παρουσιάζονται πενιχρά από τη θεωρία ότι οι νομικές κρίσεις σε αμφίβολα ζητήματα είναι ανοησία, ή είναι απλώς προβλέψεις για το τι θα πουν το δικαστήριο. Εκείνοι που δέχονται τέτοιες θεωρίες δεν μπορούν να αρνηθούν το γεγονός αυτής της πρακτικής. Ίσως αυτοί οι θεωρητικοί εννοούν ότι οι πρακτικές δεν είναι λογικές, διότι αυτές στηρίζονται σε υποθέσεις που δεν ισχύουν, ή για κάποιο άλλο λόγο. Αλλά αυτό κάνει την αντίρρησή τους μυστηριώδη, διότι αυτοί ποτέ δεν προσδιορίζουν τι θεωρούν ότι είναι οι σκοποί που υπόκεινται αυτών των πρακτικών. Και εάν δεν προσδιορίζονται αυτοί οι στόχοι, δεν μπορεί κάποιος να αποφασίσει εάν αυτές οι πρακτικές είναι λογικές. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτοί οι υποκείμενοι σκοποί είναι εκείνοι που περιέγραψα νωρίτερα: Η ανάπτυξη και ο έλεγχος του νόμου δια του πειραματισμού από τους πολίτες και δια της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.
Το νομικό μας σύστημα επιδιώκει αυτούς τους στόχους με το να καλεί τους πολίτες να αποφασίζουν τις ισχυρές θέσεις και τις αδυναμίες των νομικών επιχειρημάτων είτε οι ίδιοι είτε δια των συμβούλων τους, και να ενεργούν σύμφωνα με αυτές τις κρίσεις, μολονότι αυτή η ευχέρεια περιορίζεται από την περιορισμένη απειλή που μπορεί να υφίστανται εάν τα δικαστήρια δεν συμφωνούν. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εξαρτάται από το εάν υπάρχει επαρκής συμφωνία μέσα στην κοινωνία για το τι λογαριάζεται ως καλό ή κακό επιχείρημα, ούτως ώστε, μολονότι διαφορετικοί άνθρωποι θα καταλήξουν σε διαφορετικές κρίσεις, αυτές οι διαφορές δεν θα είναι ούτε τόσο βαθιές ούτε τόσο συχνές ώστε να καθιστούν το σύστημα ανεφάρμοστο ή επικίνδυνο για εκείνους που ενεργούν με τα δικά τους φώτα. Πιστεύω ότι υπάρχει επαρκής συμφωνία ως προς τα κριτήρια του επιχειρήματος για να αποφευχθούν αυτές οι παγίδες, αν και ένα από τα κύρια καθήκοντα της νομικής φιλοσοφίας είναι να εκθέσει και να διασαφηνίσει αυτά τα κριτήρια. Εν πάση περιπτώσει, οι πρακτικές που έχω περιγράψει δεν έχουν ακόμα αποδειχτεί ότι είναι άανόητες. Πρέπει συνεπώς αυτές να λαμβάνονται υπόψη όταν κρίνεται εάν είναι δίκαιο και θεμιτό να είμαστε επιεικείς σε εκείνους που παραβιάζουν αυτό που οι άλλοι θεωρούν ότι είναι ο νόμος.
Έχω πει ότι η κυβέρνηση έχει μια ειδική ευθύνη προς εκείνους που ενεργούν σύμφωνα με μια εύλογη κρίση ότι ένας νόμος είναι άκυρος. Θα πρέπει να γίνεται συμβιβασμός γι’ αυτούς, κατά το δυνατόν, όταν αυτό είναι συνεπές με άλλες πολιτικές. Μπορεί να είναι δύσκολο να αποφασισθεί τι οφείλει να κάνει η κυβέρνηση στο όνομα αυτής της ευθύνης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η απόφαση θα είναι ένα ζήτημα στάθμισης και οι ξεκάθαροι κανόνες δεν θα βοηθούν. Ωστόσο, κάποιες αρχές μπορεί να καταστρωθούν.
Θα αρχίσω με την απόφαση του Εισαγγελέα να απαγγείλει κατηγορίες. Αυτός πρέπει να σταθμίσει αφενός την ευθύνη του να είναι επιεικής και αφετέρου τον κίνδυνο οι καταδίκες να διχάσουν την κοινωνία έναντι της ζημίας προς την πολιτική του νόμου που μπορεί να προκληθεί αν αυτός αφήσει τους διαφωνούντες μόνο. Κάνοντας αυτούς τους υπολογισμούς αυτός πρέπει να εξετάσει όχι μόνο την έκταση στην οποία θα ζημιωθούν άλλοι, αλλά επίσης πώς ο νόμος αξιολογεί αυτή τη ζημία. Και αυτός πρέπει συνεπώς να κάνει την ακόλουθη διάκριση. Κάθε νομικός κανόνας υποστηρίζεται και πιθανόν δικαιολογείται από μια σειρά από πολιτικές που υποτίθεται ότι προωθεί και από αρχές που υποτίθεται ότι σέβεται. Κάποιοι κανόνες (π.χ. οι νόμοι που απαγορεύουν το φόνο και την κλοπή) υποστηρίζονται από την πρόταση ότι τα άτομα που προστατεύονται έχουν ηθικό δικαίωμα να είναι απαλλαγμένα από το κακό που απαγορεύεται. Άλλοι κανόνες (π.χ. οι πιο τεχνικοί κανόνες αντιτράστ) δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε υπόθεση ενός υποκείμενου δικαιώματος. Η υποστήριξή τους προέρχεται κυρίως από την υποτιθέμενη ωφέλεια των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που αυτοί παρέχουν. Αυτοί μπορεί να συμπληρώνονται με ηθικές αρχές (όπως η άποψη ότι είναι μια σκληρή επιχειρησιακή πρακτική να μειώνεις τις τιμές ενός ασθενούς ανταγωνιστή) αλλά αυτές δεν επαρκούν για να αναγνωρίζουν ένα ηθικό δικαίωμα κατά της εν λόγω ζημίας.
Η σημασία της διάκρισης εδώ είναι αυτή: Εάν ένας συγκεκριμένος κανόνας δικαίου αντιπροσωπεύει μια επίσημη απόφαση ότι τα άτομα έχουν ηθικό δικαίωμα να είναι απαλλαγμένα από κάποια ζημία, τότε είναι ένα ισχυρό επιχείρημα κατά της ανοχής παραβιάσεων που προκαλούν αυτές τις ζημιές. Οι νόμοι που π.χ. προστατεύουν τους ανθρώπους από την προσωπική βλάβη ή την καταστροφή της περιουσίας τους, αντιπροσωπεύουν αυτό το είδος απόφασης, και αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα κατά της ανοχής της πολιτικής ανυπακοής η οποία συνεπάγεται παραβίαση.
Φυσικά μπορεί να είναι αμφιλεγόμενο εάν ο νόμος στηρίζεται στην υπόθεση ενός ηθικού δικαιώματος. Το ζήτημα είναι εάν είναι λογικό να υποθέτομε , από το υπόβαθρο και την εφαρμογή του νόμου, ότι οι δημιουργοί του αναγνώριζαν ένα τέτοιο δικαίωμα. Υπάρχουν περιπτώσεις, επιπροσθέτως με τους κανόνες, κατά της παραβίασης, όπου είναι σαφές ότι αυτοί αναγνώριζαν. Πολλοί ειλικρινείς και φλογεροί υποστηρικτές του (φυλετικού) διαχωρισμού πιστεύουν ότι οι νόμοι και οι αποφάσεις για τα πολιτικά δικαιώματα είναι αντισυνταγματικοί, διότι θέτουν σε κίνδυνο τις αρχές της τοπικής διακυβέρνησης και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Αυτή είναι μια συζητήσιμη, αν και όχι πειστική, άποψη. Αλλά αυτοί οι νόμοι κα οι αποφάσεις ενσωματώνουν την άποψη ότι οι Νέγροι, σαν άτομα, έχουν δικαίωμα να μην διαχωρίζονται. Αυτοί δεν στηρίζονται απλώς στην κρίση ότι άλλες εθνικές πολιτικές επιδιώκονται καλύτερα με την απαγόρευση του φυλετικού διαχωρισμού. Εάν συνεπώς δεν κάνομε τίποτα κατά του ανθρώπου που φράσσει την πόρτα του σχολικού κτιρίου, παραβιάζομε τα ηθικά δικαιώματα που επικυρώνονται από το νόμο, των μαθητριών που αυτός εμποδίζει. Η ευθύνη της επιείκειας δεν μπορεί να φτάνει ως εκεί.
Η θέση των μαθητριών είναι, ωστόσο, διαφορετική από εκείνη του κληρωτού ο οποίος μπορεί να κληθεί συντομότερα ή στον οποίο μπορεί να ανατεθεί μια περισσότερο επικίνδυνη θέση εάν δεν τιμωρούνται εκείνοι που παραβιάζουν το νόμο της στράτευσης. Οι νόμοι της στρατολόγησης, λαμβανόμενοι ως σύνολο και με ένα βλέμμα στη διαχείρισή τους, δεν μπορεί να λεχθεί ότι εκφράζουν την κρίση ότι ένας άνδρας έχει ηθικό δικαίωμα να στρατολογηθεί μόνο αφού ορισμένοι άλλοι άνδρες ή ορισμένες άλλες ομάδες έχουν κληθεί. Οι στρατολογικές ταξινομήσεις και η τάξη κλήσης μέσα στις ταξινομήσεις, διαρρυθμίζονται για κοινωνική και διαχειριστική διευκόλυνση. Επίσης αντανακλούν σκέψεις δικαιοσύνης, όπως η πρόταση ότι μια μητέρα που έχει χάσει τον ένα από τους δύο γιους της δεν πρέπει να υποστεί τον κίνδυνο να χάσει και τον άλλο. Αλλά δεν προϋποθέτουν παγιωμένα δικαιώματα. Στα στρατολογικά γραφεία έχει δοθεί μεγάλη διακριτική ευχέρεια στη διαδικασία της κατάταξης, και το στράτευμα, φυσικά, έχει σχεδόν απόλυτη διακριτική ευχέρεια να αναθέτει τις επικίνδυνες θέσεις. Εάν ο Εισαγγελέας ανέχεται εκείνους που παραβιάζουν το νόμο της στράτευσης, κάνει μικρές μεταβολές στους υπολογισμούς του νόμου για την δικαιοσύνη και την ωφέλεια. Αυτές μπορεί να προκαλέσουν δυσμενείς μεταχειρίσεις σε άλλους στην επιλογή των κληρωτών, αλλά αυτό είναι ένα διαφορετικό ζήτημα από το να αμφισβητούνται τα ηθικά τους δικαιώματα.
Η διαφορά μεταξύ του (φυλετικού) διαχωρισμού και της στρατολόγησης δεν είναι ένα συμπτωματικό γεγονός για το πώς συμβαίνει να έχουν γραφτεί οι νόμοι. Θα ήταν αντίθετο με την πρακτική ενός αιώνα να υποθέσομε ότι οι πολίτες έχουν ηθικά δικαιώματα σχετικά με την τάξη με την οποία καλούνται να υπηρετήσουν. Το σύστημα επιλογής με κλήρο π.χ. θα ήταν απεχθές σύμφωνα με αυτή την υπόθεση. Εάν η ιστορία μας ήταν διαφορετική και εάν η κοινωνία είχε αναγνωρίσει ένα τέτοιο δικαίωμα, φαίνεται θεμιτό να υποθέσομε ότι κάποιοι τουλάχιστο από τους διαφωνούντες με τη στρατολόγηση θα είχαν τροποποιήσει τις ενέργειές τους, έτσι ώστε να προσπαθήσουν να σεβαστούν αυτά τα δικαιώματα. Έτσι είναι λάθος να αναλύομε τις περιπτώσεις στρατολόγησης με τον ίδιο τρόπο όπως τις υποθέσεις βίας ή υποθέσεις πολιτικών δικαιωμάτων, όπως κάνουν πολλοί κριτικοί όταν εξετάζουν εάν η ανοχή δικαιολογείται. Δεν εννοώ ότι η δικαιοσύνη προς τους άλλους είναι άσχετη στις περιπτώσεις στρατολόγησης. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να σταθμίζεται με την δικαιοσύνη προς τους διαφωνούντες και τη μακροχρόνια ωφέλεια προς την κοινωνία. Αλλά αυτή δεν παίζει εδώ τον κύριο ρόλο που παίζει όταν διακινδυνεύονται δικαιώματα.
Που, λοιπόν, βρίσκεται η ισορροπία μεταξύ της δικαιοσύνης και της ωφέλειας στην περίπτωση εκείνων που συμβούλευσαν αντίσταση στη στρατολόγηση; Εάν αυτοί είχαν συμβουλεύσει βία ή διαφορετικά παραβίασαν τα δικαιώματα άλλων, τότε θα υπήρχε ισχυρή περίπτωση για δίωξη. Αλλά όταν απουσιάζουν τέτοιες ενέργειες η στάθμιση της αδικαιοσύνης και της ωφέλειας μου φαίνεται ότι βρίσκεται στην άλλη κατεύθυνση και για το λόγο αυτό θεωρώ ότι ήταν λάθος η απόφαση να διωχθούν οι Coffin, Spock, Raskin, Goodman και Ferber. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εάν απαλλάσσονται από δίωξη εκείνοι που συμβούλευσαν αντίσταση στη στρατολόγηση, θα αυξηθεί ο αριθμός όσων ανθίστανται στη στρατολόγηση. Αλλά νομίζω όχι περισσότερο από τον αριθμό εκείνων που θα ανθίσταντο σε κάθε περίπτωση.
Εάν αυτό είναι εσφαλμένο και υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αντίσταση, τότε το αίσθημα της υπολειπόμενης δυσαρέσκειας είναι σημαντικό για τους διαμορφωτές πολιτικής, και αυτό δεν πρέπει να κρύπτεται κάτω από τον περιορισμό του λόγου. Εμπλέκεται βαθιά η συνείδηση – είναι δύσκολο να πιστεύσομε ότι πολλοί από εκείνους που συμβούλευσαν αντίσταση το έκαναν για οποιουσδήποτε άλλους λόγους. Είναι ισχυρή η υπόθεση ότι οι νόμοι που καθιστούν την συμβούλευση έγκλημα είναι αντισυνταγματικοί. Ακόμα και εκείνοι που δεν βρίσκουν πειστική την υπόθεση θα δεχτούν ότι τα επιχειρήματά της είναι ουσιαστικά. Η ζημιά στους πιθανούς κληρωτούς, τόσο σε εκείνους που μπορεί να έχουν πειστεί να αντισταθούν όσο και σε εκείνους που έχουν κληθεί νωρίτερα διότι άλλοι έχουν πεισθεί, ήταν απομακρυσμένη και υποθετική.
Οι περιπτώσεις των ανδρών που αρνήθηκαν προσέλευση όταν στρατολογήθηκαν είναι πιο σύνθετες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η παράλειψη δίωξης θα οδηγήσει σε γενικές αρνήσεις να υπηρετήσουν. Ίσως όχι – υπήρχαν κοινωνικές πιέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η απειλή μειονεκτημάτων στη σταδιοδρομία, που θα είχαν αναγκάσει πολλούς νέους Αμερικανούς να υπηρετήσουν εάν στρατολογηθούν, ακόμα και αν αυτοί γνώριζαν ότι δεν θα πήγαιναν στη φυλακή εάν αρνούνταν. Εάν ο αριθμός δεν θα αυξανόταν πολύ, τότε το κράτος θα έπρεπε να είχε αφήσει τους διαφωνούντες μόνους, και δεν βλέπω καμιά μεγάλη ζημιά από την καθυστέρηση οποιασδήποτε δίωξης ώσπου να γίνει πιο ξεκάθαρο το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Εάν ο αριθμός εκείνων που αρνούνται να προσέλθουν γίνει μεγάλος, τούτο θα συνηγορούσε για τη δίωξη. Αλλά θα έκανε επίσης το πρόβλημα ακαδημαϊκό, διότι αν είχε υπάρξει επαρκής διαφωνία για να μας φέρει σε αυτό ο μονοπάτι, θα ήταν πολύ δύσκολο να επιδιώξομε τον πόλεμο σε κάθε περίπτωση, εκτός υπό ένα σχεδόν ολοκληρωτικό καθεστώς.
Μπορεί να φαίνεται ότι υπάρχει ένα παράδοξο σε αυτά τα συμπεράσματα. Υποστήριξα νωρίτερα ότι όταν ο νόμος είναι ασαφής οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ακολουθούν τις δικές τους κρίσεις, εν μέρει για το λόγο ότι αυτή η πρακτική βοηθάει να σχηματοποιηθούν ζητήματα για δικαστική κρίση. Τώρα προτείνω μια πορεία που αποκλείει ή αναβάλλει τη δικαστική κρίση. Αλλά η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική. Από το γεγονός ότι η πρακτική μας διευκολύνει τη δικαστική κρίση και την καθιστά περισσότερη χρήσιμη στην ανάπτυξη του νόμου, δεν έπεται ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει μια δίκη όποτε οι πολίτες ενεργούν με τα δικά τους φώτα. Σε κάθε περίπτωση ανακύπτει το ζήτημα εάν τα ζητήματα είναι ώριμα για δικαστική κρίση και εάν η δικαστική κρίση θα έπρεπε να λύσει αυτά τα ζητήματα με ένα τρόπο που θα μείωνε την ευκαιρία ή θα απομάκρυνε τους λόγους, για περαιτέρω διαφωνία.
Στις υποθέσεις στρατολογίας, η απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα είναι αρνητική: Υπήρχε πολλή αμφιθυμία για τον πόλεμο και αβεβαιότητα και άγνοια για το πεδίο των ηθικών θεμάτων που εμπλέκονται στη στρατολόγηση. Ήταν κάθε άλλο παρά ο καλύτερος χρόνος για ένα δικαστήριο να επεξεργαστεί αυτά τα θέματα και η ανοχή προς τους διαφωνούντες για ένα καιρό ήταν ένας τρόπος για να επιτρέψει στη συζήτηση να συνεχιστεί μέχρι που αυτή να παράσχει κάτι περισσότερο ξεκάθαρο. Επιπλέον ήταν σαφές ότι η δικαστική κρίση για συνταγματικά ζητήματα δεν θα καθόριζε το νόμο. Εκείνοι που είχαν αμφιβολίες εάν η στρατολόγηση ήταν συνταγματική είχαν τις ίδιες αμφιβολίες ακόμα και αφού το Ανώτατο Δικαστήριο είπε ότι ήταν. Αυτή είναι μια από εκείνες τις περιπτώσεις, που αγγίζουν θεμελιώδη δικαιώματα, στις οποίες η πρακτική μας του δικαστικού προηγούμενου ενθαρρύνει τέτοιες αμφιβολίες.
Ωστόσο, ακόμα και αν ο Εισαγγελέας δεν ενεργεί, το υποκείμενο πρόβλημα μόνο προσωρινά θα βοηθηθεί. Όσο ο νόμος φαίνεται να καθιστά τις πράξεις του διαφωνούντος αξιόποινες, ένας που ενεργεί σύμφωνα με τη συνείδησή του θα αντιμετωπίζει κίνδυνο. Τι μπορεί να κάνει για να ελαττώσει αυτόν τον κίνδυνο το Κογκρέσο, το οποίο συμμερίζεται αυτή την ευθύνη της επιείκειας;
Το Κογκρέσο μπορεί να επανεξετάσει τους εν λόγω νόμους για να δει πόσο πολλή εξυπηρέτηση μπορεί να δοθεί στους διαφωνούντες. Κάθε πρόγραμμα που υιοθετεί ένα νομοθετικό σώμα είναι ένα μίγμα πολιτικών και περιοριστικών αρχών. Π.χ. δεχόμαστε την απώλεια αποτελεσματικότητας στην ανακάλυψη του εγκλήματος και την αστική αναμόρφωση, ούτως ώστε να μπορούμε να σεβόμαστε τα δικαιώματα των κατηγορουμένων για αξιόποινες πράξεις και να αποζημιώνομε τους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας για τις ζημιές τους. Το Κογκρέσο μπορεί κατάλληλα να σέβεται τις ευθύνες του προς τους διαφωνούντες προσαρμόζοντας ή συμβιβάζοντας άλλες πολιτικές. Τα σχετικά ερωτήματα είναι τα εξής: ποια μέτρα μπορούν να βρεθούν για να επιτρέπεται η μεγαλύτερη δυνατή ανοχή στους αντιρρησίες συνείδησης, ενώ θα ελαχιστοποιείται η επίδρασή της στην πολιτική; Πόσο ισχυρή είναι η ευθύνη της κυβέρνησης για επιείκεια σε αυτή την περίπτωση – πόσο βαθιά εμπλέκεται η συνείδηση, και πόσο ισχυρή είναι η υπόθεση ότι ο νόμος είναι πέρα από όλα τα άλλα άκυρος; Πόσο σημαντική είναι η εν λόγω πολιτική – είναι η επέμβαση σε αυτή την πολιτική ένα μεγάλο τίμημα που πρέπει να πληρωθεί; Χωρίς αμφιβολία αυτά τα ερωτήματα είναι πάρα πολύ απλά, αλλά αυτά υποδεικνύουν την καρδιά των επιλογών που πρέπει να γίνουν.
Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να διώκονται εκείνοι που συμβούλευσαν αντίσταση, θεωρώ ότι πρέπει να καταργηθεί ο νόμος που καθιστά αυτό αξιόποινη πράξη. Είναι ισχυρή η υπόθεση ότι αυτός ο νόμος περικόπτει την ελευθερία του λόγου. Αυτός ασφαλώς εξαναγκάζει τη συνείδηση και πιθανόν δεν εξυπηρετεί κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα. Εάν η συμβουλή θα έπειθε μόνο λίγους να ανθίστανται, οι οποίοι διαφορετικά δεν θα ανθίσταντο, η αξία του περιορισμού είναι μικρή. Εάν η συμβουλή έπειθε πολλούς, αυτό είναι ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός που θα πρέπει να το ξέρομε.
Και πάλι τα ζητήματα είναι περισσότερα σύνθετα στην υπόθεση της ίδιας της αντίστασης κατά της στρατολόγησης. Εκείνοι που πίστευαν ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ είναι μια χονδροειδής γκάφα έχουν ευνοήσει κάθε αλλαγή στο νόμο που θα έκανε την ειρήνη περισσότερο πιθανή. Αλλά εάν παίρνομε τη θέση εκείνων που θεωρούν ότι ο πόλεμος ήταν αναγκαίος, πρέπει να δεχτούμε ότι μια πολιτική που συνέχιζε τη στρατολόγηση, αλλά εξαιρούσε εντελώς τους διαφωνούντες, θα ήταν άφρων. Ωστόσο, θα έπρεπε να εξεταστούν δύο λιγότερο δραστικές δυνατότητες: ένας εθελοντικός στρατός και μια διευρυμένη κατηγορία αντιρρησιών συνείδησης που θα περιλαμβάνει εκείνους που βρίσκουν τον πόλεμο ανήθικο. Μπορούν να λεχθούν πολλά και κατά των δύο προτάσεων, αλλά από τη στιγμή που αναγνωρίζεται η απαίτηση για σεβασμό των διαφωνούντων η ζυγαριά των αρχών πρέπει να κλίνει υπέρ αυτών.
Έτσι η υπόθεση για την μη δίωξη των παραβατών του νόμου της στρατολόγησης από λόγους συνείδησης είναι μια ισχυρή υπόθεση. Θα ήταν μη ρεαλιστικό, ωστόσο, να αναμένομε ότι αυτή η πολιτική θα υπερισχύσει, διότι αντιτίθενται σε αυτήν πολιτικές πιέσεις.
Θα πρέπει να εξετάσομε συνεπώς τι μπορούν και τι πρέπει να κάνουν τα δικαστήρια. Ένα δικαστήριο μπορεί φυσικά να έχει δεχτεί τα επιχειρήματα ότι οι νόμοι της στρατολόγησης ήταν κατά κάποιο τρόπο αντισυνταγματικοί, γενικά ή όπως εφαρμόστηκαν για τους κατηγορουμένους στην προκειμένη περίπτωση. Ή μπορεί να αθώωναν τους κατηγορουμένους διότι δεν αποδείχθηκαν τα απαιτούμενα για την καταδίκη τους γεγονότα. Δεν θα συζητήσω τα συνταγματικά ζητήματα ή τα πραγματικά περιστατικά οποιασδήποτε συγκεκριμένης υπόθεσης. Θέλω απεναντίας να προτείνω ότι ένα δικαστήριο οφείλει να μην καταδικάσει, τουλάχιστο σε κάποιες περιστάσεις, ακόμα και αν δέχεται τα νομοθετήματα και διαπιστώνει ότι συνέβησαν τα γεγονότα όπως περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει νομολογήσει πάνω στα κύρια επιχειρήματα ότι ο νόμος της στρατολογίας είναι αντισυνταγματικός, ούτε έχει δεχτεί ότι αυτά τα επιχειρήματα εγείρουν πολιτικά ζητήματα τα οποία δεν βρίσκονται μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, όταν ανέκυψαν διάφορες υποθέσεις στρατολόγησης. Υπάρχουν ισχυροί λόγοι για τους οποίους ένα δικαστήριο θα έπρεπε να αθωώσει υπό αυτές τις περιστάσεις, ακόμα και αν αυτό τότε υποστηρίζει τη στρατολόγηση. Οφείλει να αθωώσει για το λόγο ότι πριν από την απόφασή του ήταν αμφίβολη η εγκυρότητα του νόμου της στρατολόγησης, και είναι αθέμιτο να τιμωρείς άνδρες για ανυπακοή σε ένα αμφίβολο νόμο.
Θα υπήρχε δικαστικό προηγούμενο για μια απόφαση με αυτές τις γραμμές. Το Δικαστήριο έχει μερικές φορές ανατρέψει ποινικές καταδίκες, για λόγους δίκαιης μεταχείρισης, διότι ο υπό κρίση νόμος ήταν πολύ ασαφής (Έχει π.χ. ανατρέψει καταδίκες με νόμους που καθιστούν έγκλημα το να καταγγέλλεις «μη λογικές τιμές» ή να είσαι μέλος μιας «συμμορίας».) Η καταδίκη με ένα ασαφή ποινικό νόμο προσβάλλει τα ηθικά και πολιτικά ιδεώδη της δίκαιης μεταχείρισης με δύο τρόπους. Πρώτον, θέτει ένα πολίτη στην μη θεμιτή θέση είτε να ενεργήσει με δικό του κίνδυνο ή να δεχτεί ένα περισσότερο αυστηρό περιορισμό πάνω στη ζωή του από εκείνον που μπορεί να έχει εγκρίνει ο νομοθέτης: Όπως υποστήριξα νωρίτερα, δεν είναι παραδεκτό, σαν ένα μοντέλο κοινωνικής συμπεριφοράς, να οφείλει αυτός σε τέτοιες περιπτώσεις να δέχεται τα χειρότερα. Δεύτερον, δίδει εξουσία στον εισαγγελέα και στα δικαστήρια να πλάθουν ποινικό νόμο, επιλέγοντας τη μια ή την άλλη από τις δυνατές ερμηνείες μετά την πράξη. Τούτο θα ήταν μια παραχώρηση εξουσίας από το νομοθέτη που δεν είναι συμβατή με το δικό μας σχήμα του διαχωρισμού των εξουσιών.
Εάν οι πράξεις των διαφωνούντων συνεχίζονται και αφού το Ανώτατο Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι οι νόμοι είναι έγκυροι, ή ότι εφαρμόζεται το δόγμα του πολιτικού ζητήματος, τότε η αθώωση για τους λόγους που έχω περιγράψει δεν είναι σωστή. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα έχει τελικά διαμορφώσει το νόμο, για το λόγο που είπα νωρίτερα, αλλά το Δικαστήριο θα έχει κάνει κάθε τι που μπορούσε να γίνει για να τον διαμορφώσει. Τα δικαστήρια μπορούν, ωστόσο, να ασκούν τη διακριτική τους εξουσία στην επιβολή ποινής και να επιβάλλουν ελάχιστες ποινές ή να τις αναστέλλουν σαν ένα σημάδι σεβασμού προς τη θέση των διαφωνούντων.
Κάποιοι νομικοί μπορεί να εκπλαγούν από το γενικό μου συμπέρασμα ότι έχομε μια ευθύνη προς εκείνους οι οποίοι δεν υπακούουν στους νόμους της στρατολόγησης από λόγους συνείδησης και ότι πρέπει να απαιτείται από μας να μη τους διώκομε, αλλά μάλλον να αλλάξομε τους νόμους μας και να προσαρμόσομε τις διαδικασίες μας επιβολής ποινής για να βοηθήσομε αυτούς. Οι απλές Δρακόντειες προτάσεις ότι το έγκλημα πρέπει να τιμωρείται και ότι εκείνος που περιφρονεί το νόμο πρέπει να δέχεται τις συνέπειες, έχουν μια εξαιρετική υποστήριξη στην επαγγελματική όπως επίσης και στη λαϊκή φαντασία. Αλλά το κράτος δικαίου είναι πιο πολύπλοκο και πιο ευφυές από αυτήν και είναι σημαντικό να επιβιώσει.
[1] Δεν υπονοώ ότι η κυβέρνηση θα πρέπει πάντοτε να τιμωρεί κάποιον ο οποίος με πρόθεση παραβιάζει ένα νόμο που γνωρίζει ότι είναι έγκυρος. Μπορεί να υπάρχουν λόγοι δικαιοσύνης ή πρακτικοί, όπως εκείνους που παρέθεσα στην τρίτη παράγραφο, που επιβάλλουν να μη διώκονται τέτοιοι άνθρωποι. Αλλά υποθέσεις όπως οι υποθέσεις στρατολόγησης παρουσιάζουν ιδιαίτερα επιχειρήματα για ανοχή. Θέλω να επικεντρωθώ σε αυτά τα επιχειρήματα και γι’ αυτό έχω απομονώσει αυτές τις υποθέσεις.