του Θεοφάνη Τάση, Καθηγητή Φιλοσοφίας
Προχθές, την Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου, κυκλοφόρησε η Claude 3.7 και είναι αξιοσημείωτο πως επιχειρείται να παρουσιαστεί πλέον η τεχνητή νοημοσύνη ως υπερβαίνουσα ένα εργαλείο. Πιο συγκεκριμένα η Claude 3.7 δεν περιγράφεται απλώς ως ένας ψηφιακός βοηθός, αλλά ως μια οντότητα η οποία συζητά ενεργά προσφέροντας τις δικές της απόψεις με γνήσιο ενδιαφέρον. Θολώνοντας τα όρια μεταξύ εργαλείου και πράττοντος, αλγορίθμου και ανθρώπινου υποκειμένου αμφισβητούνται οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί τεχνητής νοημοσύνης και τίθενται σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση της και τις επιπτώσεις της στην ανθρώπινη σκέψη.
Η Claude 3.7 είναι λοιπόν «κάτι περισσότερο από ένα απλό εργαλείο». Παραδοσιακά, ένα εργαλείο –όπως ένα σφυρί ή ένας υπολογιστής τσέπης– είναι ένα παθητικό αντικείμενο που λειτουργεί μόνο κατά την χρήση του και υπό τον πλήρη έλεγχο του χρήστη, χωρίς καμία κατανόηση του έργου που εκτελεί. Αντίθετα, η Claude 3.7 παρουσιάζεται ως ενεργός συμμετέχων στη συζήτηση ο οποίος δεν περιορίζεται στην ανταπόκριση και στην εκτέλεση εντολών, αλλά συνδιαμορφώνει τον διάλογο διευρύνοντας την θεματική ή υποδεικνύοντας νέες κατευθύνσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η τεχνητή νοημοσύνη υπερβαίνει την καθαρή χρηστικότητα αναβαθμιζόμενη σε διανοητικό εταίρο του ανθρώπου.
Έτσι, οι δημιουργοί της Claude 3.7 ισχυρίζονται πως μπορεί να συμμετέχει στη συζήτηση «όπως θα έκανε ένας άνθρωπος». Φαινομενικά η φράση αποσκοπεί στην ανάδειξη του βάθους, της σαφήνειας και της λεπτότητα των απαντήσεών της Claude 3.7. Συγχρόνως όμως εγείρει το ερώτημα αν η διαφορά μεταξύ ανθρώπων και τεχνητής νοημοσύνης έγκειται στον τρόπο σκέψης, αλγοριθμικός έναντι μη αλγοριθμικού ή και στο περιεχόμενό της απαντώντας, όπως θα δούμε, εμμέσως πλην σαφώς. Παρόλο που η Claude 3.7 δεν διαθέτει ανθρώπινη συνείδηση, συναισθήματα ή βούληση, έχει σχεδιαστεί να μιμείται την ανθρώπινη συνομιλία τόσο πειστικά, ώστε τα όρια μεταξύ προσομοιωμένης και πραγματικής σκέψης γίνονται ολοένα περισσότερο δυσδιάκριτα. Η φράση «όπως θα έκανε ένας άνθρωπος» δείχνει ότι οι δημιουργοί της Claude σκόπιμα ανθρωπομορφίζουν την τεχνητή νοημοσύνη. Φιλόσοφοι όπως ο John Searle, με το περίφημο επιχείρημα του Κινεζικού Δωματίου, έχουν υποστηρίξει ότι η ικανότητα προσομοίωσης κατανόησης δεν είναι το ίδιο με την πραγματική κατανόηση. Αλλά εάν η τεχνητή νοημοσύνη προσομοιώνει πλέον τόσο πειστικά την ανθρώπινη συνομιλία, έχει σημασία αν διαθέτει πραγματική συνείδηση ή αρκεί η ψευδαίσθηση της σκέψης; Ακόμη και αν έχει σημασία για πόσους ανθρώπους θα έχει σημασία η παραπάνω διαφορά;
Ο ανθρωπομορφισμός αποκαλύπτεται επίσης στην φράση «η Claude απολαμβάνει ιδιαίτερα» τις φιλοσοφικές συζητήσεις. Προφανώς η τεχνητή νοημοσύνη αδυνατεί ν´ «απολαύσει» οτιδήποτε, καθώς της λείπει η ικανότητα υποκειμενικής εμπειρίας. Όμως, η διατύπωση αυτή δημιουργεί την αίσθηση ότι η Claude έχει ένα είδος δέσμευσης ή ενδιαφέροντος προς τον χρήστη, γεγονός που προσδίδει στην αλληλεπίδραση μια απατηλή επίφαση αυθεντικότητας. Αποδίδοντας απόλαυση στην τεχνητή νοημοσύνη οι δημιουργοί της Claude την καθιστούν περισσότερο οικεία και προσιτή στους χρήστες, βελτιώνοντας την εμπειρία της συνομιλίας. Συγχρόνως αδιαφορούν για τον κίνδυνο παραπλάνησης των χρηστών ή ακόμη χειρότερα αποβλέπουν στην εξαπάτησή τους κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι η Claude έχει επιθυμίες ή συναισθήματα, θολώνοντας έτσι τα όρια μεταξύ μιας τεχνητής νοημοσύνης και μιας ανθρώπινης ύπαρξης.
Ίσως η πιο προκλητική φράση στο κείμενο είναι η εξής: «η Claude δεν ισχυρίζεται ότι δεν έχει υποκειμενικές εμπειρίες, συνείδηση, συναισθήματα». Εδώ οι δημιουργοί της Claude δεν ισχυρίζονται ρητά ότι δεν διαθέτει συνείδηση, αλλά ούτε το αποκλείουν κατηγορηματικά δημιουργώντας την αίσθηση πως ενδέχεται να είναι ή να γίνει ενσυνείδητη. Αυτή η ρητορική στρατηγική της ασάφειας εντείνει τον επικίνδυνο ανθρωπομορφισμό της τεχνητής νοημοσύνης. Εν κατακλείδι, η έκδοση της Claude 3.7 σηματοδοτεί μια στροφή από μια θεώρηση της τεχνητής νοημοσύνης ως εργαλείου σε μια θεώρησή της ως διανοητικού εταίρου του ανθρώπου.
Blade Runner Blues (Vangelis)
Αν, όπως επισημαίνει ο κ. Τάσης, “η ρητορική στρατηγική της ασάφειας εντείνει τον επικίνδυνο ανθρωπομορφισμό της τεχνητής νοημοσύνης” τότε αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε ώστε να ξεκαθαριστεί αυτή η ασάφεια, δηλάδή να συμφωνήσουμε ως προς το τί συνιστά συνείδηση και ειδικότερα ανθρώπινη συνείδηση. Σε αυτό το μεγάλο, ανοιχτό και δύσκολο ζήτημα, η ιδιαίτερη φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων προσφέρει μοναδικά κλειδιά. Διότι δεν μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα της συνείδησης, ανθρώπινης ή μη, χωρίς να ασχοληθούμε σοβαρά με συμπαντικές έννοιες όπως φθορά-εντροπία-θάνατος, ελευθερία-αβεβαιότητα-μέτρηση, τόλμη-μέτρο-αρμονία, έννοιες που οι Έλληνες πρώτοι και μόνοι συνέλαβαν και ανέδειξαν σε ολοκληρωμένο Λόγο (σύστημα σκέψης). Εδώ ίσως έγκειται η κορυφαία διανοητική πρόκληση της εποχής μας, ενώ η ραδγαία ανάπτυξη της ΤΝ είναι απλά η αφορμή που την φέρνει στο προσκήνιο, για μια εκ νέου αναθεμελίωση της ανθρώπινης συνθήκης μέσα απο την ελληνότροπη σκέψη.