Γράφει ο Πλάμεν Τόντσεφ
Τον τελευταίο καιρό τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα έχουν επιδοθεί σ’ένα άνευ προηγουμένου blame game, με οξύτατες αντεγκλήσεις και τοξικές θεωρίες συνωμοσίας. Αντιμέτωπος με τις βαρύτατες συνέπειες της πανδημίας, ο Πρόεδρος Trump επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στον “κινεζικό ιό”, με το Πεκίνο να ανταποδίδει το χτύπημα με την φημολογία ότι ο κορωνοϊός προήλθε από πρόγραμμα του αμερικανικού στρατού. Στην προσπάθειά της να αποτινάξει τις – όντως πολύ μεγάλες – ευθύνες της, η Κίνα απαντά στην εμπρηστική ρητορεία του Λευκού Οίκου με ασυνήθιστα επιθετική προπαγάνδα και συγκρουσιακή διπλωματία που έχει καθιερωθεί να αποκαλείται wolf warrior diplomacy, κατα τον τίτλο γνωστής κινεζικής ταινίας δράσης. Και η αντιπαράθεση αυτή αναμένεται να εκτραχυνθεί έτι περισσότερο καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον επόμενο Νοέμβριο, πάντως η εικόνα της Κίνας στην αμερικανική κοινή γνώμη έχει χειροτερέψει αισθητά τα τελευταία χρόνια.

Ο παροξυσμός αυτός δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία. Εδώ και ενάμισι χρόνο μαίνεται ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο και η πρόσφατη μίνι-συμφωνία μεταξύ τους μοιάζει περισσότερο με προσωρινή ανακωχή παρά με ειρηνευτική πράξη. Είναι δε γεγονός ότι η συνεχής άνοδος της Κίνας – οικονομική, στρατιωτική και πολιτική – τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες την έχει καταστήσει δεύτερο πόλο στην παγκόσμια σκηνή και εν δυνάμει αντίπαλο των ΗΠΑ.
Φαίνεται, λοιπόν, πως το διακύβευμα και για τις δύο πλευρές ξεπερνά κατά πολύ τις αλληλοκατηγορίες για το ξέσπασμα και την εξάπλωση της πανδημίας. Όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο αύριο και το επίδικο της σφοδρής αντιπαράθεσής τους σχετίζεται με την έννοια της “υπεροχής” στην νέα εποχή που ανατέλλει. Καθαρά σχηματικά, η υπεροχή στην μελλοντική τάξη πραγμάτων μπορεί να εξασφαλιστεί σε τρία επίπεδα: της στρατιωτικής ισχύος, των διεθνών συμμαχιών και της οικονομίας, σε συνδυασμό με την τεχνολογική επανάσταση που συντελείται στις μέρες μας.
Η δύναμη των όπλων
Στο επίπεδο της στρατιωτικής ισχύος η αμερικανική υπεροχή παραμένει συντριπτική προς το παρόν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του εξειδικευμένου ινστιτούτου SIPRI, το 2019 οι ΗΠΑ ξόδεψαν 732 δισ. δολάρια για την άμυνά τους, ενώ τα αντίστοιχα κονδύλια της Κίνας ανήλθαν στα 261 δισ. δολάρια, δηλ. στο 35.6% των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών. Το 2017 υπήρχαν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και υποστηρικτικές εγκαταστάσεις σε περισσότερες από 45 χώρες ανά την υφήλιο. Η Κίνα συντηρεί – επισήμως – μόνο μία βάση στο εξωτερικό, την “εγκατάσταση επιμελητείας και ανεφοδιασμού” στο Τζιμπουτί, αν και υπάρχουν ενδείξεις για στρατιωτική κινεζική παρουσία στο Τατζικιστάν, το Πακιστάν, την Καμπότζη, κ.λπ.
Είναι σαφές ότι, συγκριτικά με την πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις έχουν πολύ μικρότερες επιχειρησιακές ικανότητες και στο παρόν στάδιο η εμβέλειά τους περιορίζεται σε περιφερειακή κλίμακα – ανατολικά της Κίνας προς την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, στην Νοτιοσινική Θάλασσα και ώς έναν βαθμό στον Ινδικό Ωκεανό. Αυτό εξηγεί εν πολλοίς την στενή στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου, με την συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων και αποκορύφωμα τις μεγάλες κοινές ασκήσεις με την κωδική ονομασία “Βοστόκ” σε ρωσικό έδαφος τον Σεπτέμβριο του 2018. Η σινορωσική “λυκοφιλία” αποτελεί ουσιαστικά σύμπλευση εναντίον της Ουάσινγκτον, την οποία και οι δύο χώρες θεωρούν γεωπολιτικό ανταγωνιστή και στρατηγικό αντίπαλο.

Διεθνείς συμμαχίες του Πεκίνου
Στο επίπεδο των διεθνών συμμαχιών, η Κίνα είναι πολύ δραστήρια και έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την δημιουργία νέων θεσμών εν όψει της αρχιτεκτονικής του αυριανού κόσμου. Σ’αυτούς συγκαταλέγονται o Οργανισμός Συνεργασίας της Σανγκάης, η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης Υποδομών για την χρηματοδότηση του φιλόδοξου σχεδίου για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative), η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα της ομάδας χωρών BRICS (μαζί με την Ρωσία, την Ινδία, την Βραζιλία και την Νότιο Αφρική), κ.λπ.
Ταυτόχρονα, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η επιρροή του Πεκίνου σε υπηρεσίες του ΟΗΕ, στον οποίον η Κίνα κατέχει την θέση μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας και συνεισφέρει πάνω από 300 εκατ. δολάρια ετησίως, προκειμένου να ελέγχει τις βασικές πολιτικές του οργανισμού. Μ’αυτόν τον τρόπο, το Πεκίνο έχει κατορθώσει να έχει την προεδρία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), ενώ δικά του στελέχη βρίσκονται σε νευραλγικά πόστα στην Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (UIT), τον Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ECAO) και τον Οργανισμό για την Βιομηχανική Ανάπτυξη (ONUDI). Σημειώνεται, επίσης, ότι το 2019 η Κίνα συνεισέφερε το δεύτερο μεγαλύτερο ποσό, μετά από τις ΗΠΑ, για την χρηματοδότηση ειρηνευτικών αποστολών του ΟΗΕ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Πεκίνο κινείται στο διπλωματικό επίπεδο βάσει σχεδίου και επιτυχώς, μολονότι σ’αυτό συμβάλλει και ο απομονωτισμός του νυν Αμερικανού προέδρου. Η Κίνα στηρίζει την πολυμέρεια – έστω και με “κινεζικά χαρακτηριστικά” – και συνεχώς σφυρηλατεί συμμαχίες, ενώ οι ΗΠΑ τις απαξιώνουν, αν δεν τις εγκαταλείπουν. Περίτρανο παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη απόφαση του Trump να διακόψει την χρηματοδότηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Παρά το γεγονός ότι ο ΠΟΥ κατηγορείται βασίμως για την απροκάλυπτη στήριξη που προσέφερε στο Πεκίνο στο πρώιμο στάδιο της πανδημίας, η καταπολέμηση του κορωνοϊού απαιτεί συντονισμό σε διεθνές επίπεδο. Η άρνηση των ΗΠΑ να αναλάβουν τον ρόλο που τους αναλογεί στο παγκόσμιο στερέωμα δημιουργεί δυσαναπλήρωτο κενό, το οποίο επιτρέπει στην Κίνα να εμφανιστεί ως υπεύθυνη δύναμη, παρά τις κατηγορίες εναντίον της για το ξέσπασμα και την πλημμελή αναχαίτιση της πανδημίας.
Η οικονομία ως ατού της Κίνας ως τώρα
Η οικονομία της Κίνας αποτελεί το ισχυρότερο – αλλά, ταυτόχρονα, και το πιο αμφιλεγόμενο – όπλο της. Μετά από τέσσερις δεκαετίες αλματώδους ανάπτυξης, η χώρα είναι πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, με αξιόλογα επιτεύγματα σε πολλούς τομείς. Η κινεζική ηγεσία οραματίζεται την επικράτηση της χώρας στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή ως τα μέσα του 21ου αιώνα και συνδέει αυτόν τον στόχο με την τεχνολογική επανάσταση στις τηλεπικοινωνίες πέμπτης γενιάς (5G), την τεχνητή νοημοσύνη και την ρομποτική, την διαστημική έρευνα, την ϊατρική, την ηλεκτροκίνηση, κ.λπ. Οι προτεραιότητες αυτές αποτυπώνονται στους 10 τομείς στρατηγικής σημασίας που καλύπτει το πρόγραμμα Made in China 2025.

Αυτό ακριβώς το πρόγραμμα, με την έμφαση που δίνει σε τεχνολογίες αιχμής, ήταν μια από τις βασικές αιτίες για το ξέσπασμα του εμπορικού πολέμου μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον. Εκτός από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τις επιδοτήσεις σε κρατικές επιχειρήσεις και τις πωλήσεις προϊόντων κάτω του κόστους (dumping), η Κίνα κατηγορείται για βιομηχανική κατασκοπεία και υποκλοπή τεχνολογιών από προηγμένες χώρες. Αποκορύφωμα αυτής της αντιπαράθεσης αποτελεί το πολιτικό και διπλωματικό θρίλερ γύρω από την εταιρεία Huawei.
Tον Δεκέμβριο του 2018 συνελήφθη στον Καναδά η Meng Wanzhou, ανώτατο στέλεχος και κόρη του προέδρου της Huawei, βάσει αμερικανικού κατηγορητηρίου. Ως αντίποινα, οι κινεζικές αρχές συνέλαβαν δύο Καναδούς πολίτες, ενώ στην συνέχεια μετέτρεψαν την καταδίκη ενός άλλου Καναδού από ισόβια κάθειρξη σε ποινή θανάτου. H διαμάχη γύρω από την παγκόσμια εξάπλωση της Huawei, αλλά κι του άλλου κινεζικού κολοσσού ZTE, ανάγεται πλέον σε επίπεδο που ξεπερνά κατά πολύ τις καθαρά τεχνικές πτυχές της υπόθεσης, καθώς αναδεικνύεται ως κυρίαρχη διάσταση η ασφάλεια των επικοινωνιών και δεδομένων. Μένει να δούμε αν ο πλανήτης βαδίζει προς ένα ψηφιακό “σιδηρούν παραπέτασμα”, αλλά πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι διαμορφώνονται στρατόπεδα που βρίσκονται πλησιέστερα είτε στις ΗΠΑ είτε στη Κίνα.
Μέχρι πρόσφατα, σκληρή στάση έναντι της Huawei και της Κίνας γενικότερα τηρούσαν πέντε δυτικές χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Βρετανία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία), οι οποίες έχουν συμπήξει τον λεγόμενο “συνασπισμό των 5 ματιών” (5 Eyes Alliance) για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους. Το μπλοκ αυτό έσπασε η Βρετανία με την απόφαση της κυβέρνησης Johnson να επιτρέψει στην Huawei κάποια συμμετοχή στην κατασκευή δικτύων 5G, αλλά καταγράφονται πολλές διαφωνίες βουλευτών και χειροτερεύει σταθερά το πολιτικό κλίμα για συνεργασία με την Κίνα. Παρομοίως, στη Γερμανία η αρχικά ευνοϊκή στάση της κυβέρνησης προκάλεσε ανταρσία στο κυβερνών κόμμα και μένει να δούμε πώς θα διαμορφωθεί η τελική απόφαση. Τεταμένα είναι τα πνεύματα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εν μέσω των επίμονων προειδοποιήσεων που απευθύνει η αμερικανική κυβέρνηση. Παντως, η διφορούμενη στάση των Ευρωπαίων δικαιώνει όσους επισημαίνουν ότι η Κίνα εκμεταλλεύεται έξυπνα τον κατακερματισμό της Δύσης, ενώ ο Donald Trump εισπράττει το τίμημα της συγκρουσιακής σχέσης του με παραδοσιακούς εταίρους των ΗΠΑ.
Μελλοντικές προκλήσεις για την κινεζική οικονομία
Από την άλλη μεριά, όμως, δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιη η συνεχής και απρόσκοπτη άνοδος της κινεζικής οικονομίας. Πρώτον, διότι η ιστορικές εξελίξεις ποτέ δεν είναι γραμμικές και το αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, η σημερινή πανδημία. Δεύτερον, η Κίνα σημείωσε θεαματική πρόοδο μετά τα οικονομικά ανοίγματα του Deng Xiao Ping το 1978 και κυρίως μετά την είσοδο της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, μια εξέλιξη που την βοήθησε να καταστεί ο μεγαλύτερος εξαγωγέας διεθνώς. Με άλλα λόγια, ωφελήθηκε τα μάλα από την παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως δέχεται σοβαρό πλήγμα αυτήν την περίοδο, σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι αναλυτές ομιλούν για το “τέλος της παγκοσμιοποίησης”.

Τρίτον, παραμένει αμφίβολο κατά πόσο η κινεζική οικονομία έχει αποκτήσει αυτάρκεια ως προς την ικανότητά της να καινοτομεί, καθώς πάγια γνωρίσματά της παραμένουν η απομίμηση, όπως και η έμφαση στην ποσότητα παρά στην ποιότητα. Λόγου χάρη, η Κίνα είναι πρώτη στον κόσμο ως προς τον αριθμό των ευρεσιτεχνιών που κατοχυρώνονται στα πιστοποιημένα γραφεία πατεντών. Ωστόσο, πολλές απ’αυτές τις ευρεσιτεχνίες αποτελούν απλή αναβάθμιση υφιστάμενων τεχνολογιών και η εμπορική αξία τους αποδεικνύεται πολύ μικρή σε σύγκριση με τις αντίστοιχες πατέντες σε προηγμένες χώρες (Πίνακας 1). Ακόμη και στο επίμαχο θέμα του 5G, υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο η Huawei πράγματι είναι τεχνολογικά ανώτερη των δυτικών ανταγωνιστών της.
Τέταρτον, η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρότατες προκλήσεις δομικού χαρακτήρα. Η ανάπτυξη της χώρας επί σαράντα χρόνια περίπου επιτεύχθηκε χάρη σ’ένα οικονομικό μοντέλο, η δυναμική του οποίου έχει εξαντληθεί πλέον. Εξ ου και η συνεχής πτώση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία από το διψήφιο 10,6 % το 2010 στο – εν πολλοίς αμφισβητούμενο ως προϊόν λαθροχειριών – 6,1% το 2019, πριν καν ξεσπάσει η πανδημία. Εξ ου και η αγωνιώδης προσπάθεια του Πεκίνου να επισπεύσει την στροφή της κινεζικής οικονομίας προς ένα σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο. Εάν μετά το 1978 η ανάπτυξη της Κίνας βασίστηκε κατ’εξοχήν στην μεταποίηση, με φτηνό και άφθονο εργατικό δυναμικό και σχεδόν ανύπαρκτους περιβαλλοντικούς όρους, σήμερα η χώρα καλείται να επενδύσει στον τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο και υπηρεσίες) και στην αποκατάσταση του βαθύτατα τραυματισμένου περιβάλλοντος.
Πέμπτον – και πιθανώς, το κυριότερο – , η Κίνα αντιμετωπίζει ταχεία δημογραφική γήρανση, ως αποτέλεσμα της τεσσαρακονταετούς “πολιτικής του ενός παιδιού” που έχει ανατρέψει την φυσιολογική αναλογία αναπλήρωσης του πληθυσμού με 2,1 παιδιά ανά μητέρα. Οι κινεζικές αρχές προβληματίζονται έντονα για το επερχόμενο κύμα εκατοντάδων εκατομμυρίων Κινέζων εργαζομένων που πλησιάζουν την ηλικία της συνταξιοδότησης – με ό,τι συνεπάγεται αυτό τόσο για την συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, όσο για τα υποχρηματοδοτούμενα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας. Είναι, λοιπόν, ορατός ο κίνδυνος η Κίνα να βρεθεί στην λεγόμενη “παγίδα του μεσαίου εισοδήματος” και να γεράσει πριν προλάβει να πλουτίσει.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντείνουν στο συμπέρασμα ότι η κινεζική οικονομία έχει χάσει μεγάλο μέρος του δυναμισμού της και αυτό αποτυπώνεται στην στασιμότητα που χαρακτηρίζει την συνολική ανταγωνιστικότητά της. Οι ετήσιες εκθέσεις που εκδίδει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός δείχνουν ότι από το 2012 έως το 2018, παρά την ποσοτική μεγέθυνση του ΑΕΠ της, η Κίνα δεν σημείωσε καμία ουσιαστική πρόοδο ως προς την ποιότητα της οικονομίας της (Πίνακας 2). Θα το καταφέρει τα επόμενα χρόνια, σε μια νέα διεθνή τάξη που αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα της πανδημίας;
Η “παγίδα του Θουκυδίδη”;
Είναι τεράστιο το κενό που δημιουργεί η αποτυχία των ΗΠΑ να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο και να χτίσουν διεθνείς συμμαχίες για την αντιμετώπιση παγκοσμίων προκλήσεων, όπως είναι η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, κ.λπ. Είναι, επίσης, ολοφάνερο ότι οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος και ο Αμερικανός πρόεδρος απεκδύει τον τίτλο του πλανητάρχη. Εχουμε φτάσει, λοιπόν, στο τέλος του Αμερικανικού αιώνα; Κι αν αληθεύει αυτό, η Pax Americana που διαμορφώθηκε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα αντικατασταθεί από την Pax Sinica, με κυρίαρχη δύναμη την Κίνα;
Αυτό το ερώτημα σαφέστατα παραπέμπει στην γνωστή θεωρία του Αμερικανού καθηγητή Graham Allison για την “παγίδα του Θουκυδίδη”, με διδάγματα από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η παρομοίωση αυτή δεν είναι αβάσιμη στον βαθμό που οι ΗΠΑ, ως σύγχρονη Σπάρτη, νοιώθουν την ανάσα της Κίνας, στον ρόλο της σύγχρονης Αθήνας. Η έκδηλη νευρικότητα και η εμφανώς αμυντική στάση των Αμερικανών είναι μερικοί από τους παράγοντες που στοιχειοθετούν το δόγμα “America First” του νυν προέδρου.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο απο την Pax Americana σε μια νέα Pax Sinica; Οχι απαραίτητα. Πρώτον, είναι πολλοί οι αστάθμητοι παράγοντες, π.χ. είναι άγνωστο ακόμη πώς θα επηρεάσει η πανδημία την παγκόσμια οικονομία και τί αναδιάταξη της διεθνούς θεσμικής αρχιτεκτονικής θα προκαλέσει. Δεύτερον, στον δυτικό κόσμο πολλά θα εξαρτηθούν από την έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβριο. Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι ενδεχόμενη νίκη του Joe Biden θα επιφέρει ουσιαστική βελτίωση της διεθνούς θέσης των ΗΠΑ – μοιάζει όμως λογικό ότι, ενώ θα συνεχιστεί η αντιπαράθεση με την Κίνα, θα αντιστραφεί ο απομονωτισμός του Trump που έχει μειώσει σημαντικά το ειδικό βάρος της Ουάσινγκτον. Εικάζεται ότι με τον Biden στον Λευκό Οίκο θα αποκατασταθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας με τους παραδοσιακούς δυτικούς εταίρους των ΗΠΑ. Σε περίπτωση δε που επανεκλεγεί ο νυν πρόεδρος, το πιθανότερο είναι να επισπευστεί “το τέλος του αμερικανικού αιώνα”, αλλά και πάλι δεν είναι απαραίτητο να μεταβούμε σε Pax Sinica.
Ενώ η Κίνα έχει καταστεί δικαιωματικά ένας από τους πόλους του διεθνούς στερεώματος, είναι δύο τα ερωτήματα, στα οποία θα κληθεί να απαντήσει: αν θέλει και αν μπορεί να γίνει βεζίρης στην θέση του βεζίρη. Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι ότι το Πεκίνο έχει μελετήσει προσεκτικά την εμπειρία των ΗΠΑ που κατέστησαν “παγκόσμιος χωροφύλαξ” την δεκαετία του ‘90 και επωμίσθηκαν υπέρμετρο βάρος σ’αυτόν τον ρόλο. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, παρά την έντονη – και εν πολλοίς αποτελεσματική – διπλωματική της δραστηριότητα, η Κίνα εξακολουθεί να υστερεί των ΗΠΑ στρατιωτικά και δεν είναι τόσο επιτυχημένη οικονομικά, όσο μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Διατυπώνεται όλο και πιο συχνά η άποψη ότι η επικράτηση της Κίνας δεν είναι νομοτελειακή και η ικανότητά της να αναλάβει ηγετικό ρόλο παγκοσμίως κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. Ενδέχεται, εν τέλει, η νέα εποχή που ανατέλλει να χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηγεσίας και, συγχρόνως, έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των “πόλων” του διεθνούς συστήματος.