Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΤΟ 1821

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 

Σταύρου Αυγολούπη Ομότιμου Καθηγητή Αστρονομίας  του Τμήματος Φυσικής του Α.Π.Θ.

 

Στην ένδοξη πορεία της Χαλκιδικής, της γενέθλιας γης του Αριστοτέλη, μια κορυφαία θέση στο διάβα των αιώνων της κατέχει και η Ηρωική Επανάστασή της το 1821. Αυτή η Επανάσταση υπήρξε καθοριστική για την επιτυχία της Επανάστασης του Έθνους μας, διότι χωρίς την Επανάσταση της Χαλκιδικής δεν θα ήταν δυνατόν να είχε αυτήν την τύχη στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα ο αγώνας της Εθνεγερσίας.

Από την εξέγερση στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου 1821, τη μάχη στον κάμπο της Ν. Απολλωνίας στις 6 Ιουνίου, την ηρωική θυσία στο χώρο των Βασιλικών στις 10 Ιουνίου, μέχρι και το Ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας στις 13 Νοεμβρίου 1821, πέρασαν έξι ολόκληροι μήνες. Αυτοί οι έξι μήνες, που καθυστέρησαν τα Τουρκικά στρατεύματα, τα οποία θα πήγαιναν να καταπνίξουν την Επανάσταση στη Νότια Ελλάδα και τα οποία δεν έφθασαν ποτέ εκεί, ήταν απαραίτητοι για να γιγαντωθεί η Επανάσταση στο Νότο και να επιτευχθεί, τελικά, η Άλωση της Τριπολιτσάς.

Ο αγώνας στη Μακεδονία για την ελευθερία από τον Τουρκικό ζυγό ξεκίνησε από τη Χαλκιδική, διότι τόσο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που ήταν η κεφαλή της Φιλικής Εταιρείας, όσο και αρκετοί άλλοι Φιλικοί διέκριναν ότι η Χαλκιδική, παρότι είχε το σοβαρό μειονέκτημα της γειτνίασής της με τη Θεσσαλονίκη, είχε τα ακόλουθα στρατηγικά πλεονεκτήματα:

α) Είχε μεγάλο και αμιγή πληθυσμό με υψηλό εθνικό φρόνημα και με πολλούς Φιλικούς, όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Κατοικούνταν από ανθρώπους με ξεχωριστή ανδρεία και διψασμένους για τη λευτεριά τους. Απόδειξη γι’ αυτό είναι τα όσα γράφει το 1860 ο ιστορικός Ι. Φιλήμων : «Στην Πελοπόννησο υπήρχε ένα ορμητήριο, η Λακωνία, στην Κρήτη ένα άλλο τα Σφακιά, αλλά η Μακεδονία είχε δύο αντί για ένα, δυναμικά και πολεμικότατα, την μεγάλη Χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής και την Χερσόνησο της Παλλήνης (της αρχαίας Φλέγρας) μεταξύ του Τορωναίου και του Θερμαϊκού Κόλπου» ( Φιλήμων Ι., 1860 ).

β) Είχε τη δυνατότητα στήριξης του αγώνα από τη θάλασσα, λόγω του μεγάλου μήκους των ακτών της, αλλά και του   μεγάλου πλήθους των όρμων της.

γ) Είχε τον μεγάλο απρόσιτο όγκο του όρους Χολομώντα για καταφύγιο των καταδιωκόμενων από τους Τούρκους , αλλά και για ορμητήριο των επαναστατών και

δ) Είχε τις προνομιακές με τον Σουλτάνο σχέσεις των Μαντεμοχωρίων και κυρίως όμως του Αγίου Όρους, οι οποίες βοηθούσαν ώστε να μπορούν πιο εύκολα οι επαναστάτες να αποκρύβουν οπλισμό και πολεμοφόδια. Ιδιαίτερα το Άγιο Όρος ήταν και κατάλληλος τόπος προετοιμασίας και συγκέντρωσης επαναστατών από τον ντόπιο πληθυσμό και από το πλήθος των μοναχών, που υπήρχαν τότε στις Αγιορείτικες Ιερές Μονές.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που είχε υψηλά αξιώματα στο Ρωσικό Στρατό, όρισε από την αρχή ακόμη αρχηγό του αγώνα στη Μακεδονία τον Ιωάννη Φαρμάκη. Αμέσως ο Ιωάννης Φαρμάκης επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου ήταν εξόριστος ο ηρωικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ και μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον αρχιγραμματέα του Πατριάρχη, τον Ιωάννη Παπαγεωργάκη από τον Πολύγυρο και αρκετούς μοναχούς.

Στη συνέχεια, ο Ι. Φαρμάκης επισκέφθηκε και άλλες περιοχές της Χαλκιδικής και, αφού δημιούργησε αρκετές εστίες της Φιλικής Εταιρείας, επέστρεψε στη Μολδοβλαχία, όπου τον περίμενε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Πολυγυρινός Ιωάννης Παπαγεωργάκης, ο αποκαλούμενος και Λογοθέτης του Πατριάρχη, μύησε στη συνέχεια τον αδελφό του και πρόκριτο του Πολυγύρου Κύρκο Παπαγεωργάκη και τον μικρότερο αδελφό τους Μαυρουδή και πολλούς άλλους Χαλκιδικιώτες.

Ο Φαρμάκης, όμως, στην ιστορική μάχη του Δραγατσανίου συνελήφθη με δόλιο τρόπο από τους Τούρκους και εφονεύθη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι,  από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ορίσθηκε αρχηγός πλέον και προστάτης της Μακεδονίας ο μεγάλος από τις Σέρρες πατριώτης Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821). Αμέσως ο Εμμανουήλ Παπάς στις 23 Μαρτίου 1821 – την ίδια μέρα που οι ξεσηκωμένοι του Μωριά καταλάμβαναν την Καλαμάτα –  με το καράβι  του Λημνιού φίλου του και επίσης μεγάλου πατριώτη Χατζή Βισβίζη, φορτωμένο με όπλα και πολεμοφόδια, που αγόρασε με δικά του έξοδα, αποβιβάστηκε με τη συνοδεία του και με τον γιο του Ιωάννη στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, της οποίας ο ηγούμενος και πολλοί μοναχοί ήταν Φιλικοί.

Ο Εμμανουήλ Παπάς ήταν μεγάλος τραπεζίτης. Αψήφησε τους κινδύνους και εγκατέλειψε τα πλούτη και τα παλάτια του για να γράψει μία από τις ωραιότερες σελίδες θυσίας για την πατρίδα στο βιβλίο της Ελληνικής Ιστορίας και ιδιαίτερα της Ιστορίας της Χαλκιδικής. Είχε 8 γιους και τρεις θυγατέρες. Οι τρεις γιοι του άφησαν τις επιχειρήσεις τους και ακολούθησαν τον πατέρα τους, συνεχίζοντας και μετά το θάνατο του πατέρα τους τον αγώνα στη νότια Ελλάδα και έδωσαν την ίδια τους τη ζωή μαζί με τις περιουσίες τους. Ο Νικόλαος 18 ετών έπεσε πολεμώντας στο Καματερό στο πλευρό του Καραϊσκάκη, ο Ιωάννης 23 ετών έπεσε πολεμώντας στο Μανιάκι στο πλευρό του Παπαφλέσσα,  ενώ ο Αθανάσιος 27 ετών πολεμώντας αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα. Τα άλλα αγόρια του κατά το έτος 1821 ήταν ανήλικα σε ηλικίες μόλις 16,14,10,5 ετών, εκτός από τον Αναστάσιο, που ήταν 25 ετών και ο οποίος έλλειπε στις εμπορικές επιχειρήσεις του πατέρα του στη Βιέννη και από εκεί ενίσχυε οικονομικά τον αγώνα (Καρτσιώτης Μιχ. , 2021).

Στη Μονή Εσφιγμένου εγκαθιστά ο Εμμανουήλ Παπάς το Στρατηγείο του. Οι πατέρες ευλογούν τον αρχηγό και αρχίζουν οι προετοιμασίες για έναν συντονισμό με άλλους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας και για την αποστολή βοήθειας απ’ αυτούς.

Στη Θεσσαλονίκη ο Διοικητής της Γιουσούφ Μπέης, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη του Εμμανουήλ Παπά στο Άγιο Όρος άρχισε να ανησυχεί, διότι είχε ήδη πληροφορηθεί για την Επανάσταση στην Πελοπόννησο και στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να μεταβεί ο ίδιος με στρατό στην Ιερισσό και να δει την κατάσταση από κοντά, καθώς γνώριζε τα προνόμια που ο Σουλτάνος είχε δώσει στο Άγιο Όρος.

Ο Εμμανουήλ Παπάς έστειλε αμέσως μια επιτροπή από μοναχούς στην Ιερισσό για να υποδεχθούν τον Γιουσούφ Μπέη με δώρα και αισθήματα φιλίας προς το Σουλτάνο και ταυτόχρονα να του υπενθυμίσουν ότι ένα από τα παλαιά προνόμια του Αγίου Όρους ήταν και η απαγόρευση στρατευμάτων σ’ αυτό.

Τότε ο Γιουσούφ Μπέης αποφάσισε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη αφού, όμως, άφησε μια φρουρά στην Ιερισσό και μικρότερα αποσπάσματα σε διάφορα χωριά της Βορειοανατολικής περιοχής και  μάλιστα ζήτησε να του αποσταλούν και ως όμηροι οι προεστοί των χωριών. Ταυτόχρονα βέβαια κράτησε ως ομήρους και τους μοναχούς της Επιτροπής, που τον υποδέχθηκαν στην Ιερισσό, δηλαδή τους απεσταλμένους του Εμμανουήλ Παπά.

Όταν, όμως, διαπίστωσε ότι ως όμηροι στη Θεσσαλονίκη του απεστάλησαν όχι οι προεστοί των χωριών, αλλά απλοί χωρικοί, τότε, όπως αναφέρει ο ίδιος Ιστορικός Ι. Φιλήμων στο ίδιο δοκίμιό του, του 1860, που αναφέραμε προηγουμένως, αποφάσισε να συλλάβει τους προεστούς των χωριών αυτών και κυρίως του Πολύγυρου, που ήταν η πρωτεύουσα των Χάσικων χωριών της Χαλκιδικής.

Έτσι διέταξε τον αρχηγό της Παζαρούδας Τσιρίβαση με 500 άνδρες και τον διοικητή των Χάσικων χωριών Χασάν αγά με άλλους 500 άνδρες να περικυκλώσουν τον Πολύγυρο, να συλλάβουν τους προύχοντες και να αφοπλίσουν τους κατοίκους του.

Οι στρατιώτες του Τούρκου υποδιοικητή του Πολύγυρου αμέσως αποθρασύνθηκαν και άρχισαν  τις απειλές και τις σφαγές, ενώ την ίδια νύχτα της 16ης Μαΐου 1821 δολοφόνησαν και τον πρόκριτο του Πολύγυρου, τον φιλικό Κύρκο Παπαγεωργάκη, που αναφέραμε προηγουμένως.

Οι κάτοικοι του Πολύγυρου εντωμεταξύ πληροφορήθηκαν και αυτοί τα σχέδια του Γιουσούφ Μπέη και, βλέποντας την πολεμική συμπεριφορά των στρατιωτών του Τούρκου υποδιοικητή με φόνους και συλλήψεις καθ’ όλη τη διάρκεια της 16ης Μαΐου 1821, αποφάσισαν να αμυνθούν με τα όπλα προτού σφαγιασθούν όλοι τους από τους επερχόμενους Τσιρίμπαση και Χασάν αγά με τους 1000 στρατιώτες τους.

Το πρωινό τελικά της 17ης Μαΐου 1821 βρίσκει τον Πολύγυρο σε πλήρη επαναστατική κίνηση. Οι Πολυγυρινοί καταρχήν σκότωσαν τον Τούρκο υποδιοικητή και τους δεκαοχτώ στρατιώτες του και αμέσως, αφού χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, πρόλαβαν και επιτέθηκαν έξω από τον Πολύγυρο, η μία ομάδα εναντίον του Τσιρίβαση και η άλλη εναντίον του Χασάν αγά, επιτυγχάνοντας την πρώτη νικηφόρα μάχη κατά των 1000 Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι διαλύθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.

Ο Γιουσούφ, μόλις πληροφορήθηκε την όλη κατάσταση στον Πολύγυρο, αμέσως για εκδίκηση έσφαξε 200 τουλάχιστον ομήρους, τον επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο και άλλους προύχοντες της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, δίνοντας και την εντολή στους Τούρκους να λεηλατούν τα σπίτια των Χριστιανών. Στη συνέχεια, ο ίδιος ο Γιουσούφ με ένα εκστρατευτικό σώμα διαμέσου του Λαγκαδά κινήθηκε προς τα χωριά της Βορειοανατολικής Χαλκιδικής και άρχισε τις σφαγές και τις μεγάλες καταστροφές. Αρχικά έπνιξε στη λίμνη Βόλβη πολλούς κατοίκους της Παζαρούδας και κατέσφαξε πάνω από 300 κατοίκους της Ρεντίνας και της κωμοπόλεως των Πετροκέρασων.

Μετά την επανάσταση στον Πολύγυρο, αμέσως ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε επίσημα την Επανάσταση με πανηγυρική δοξολογία στο Πρωτάτο των Καρυών του Αγίου Όρους, προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Μαρώνειας Κωνσταντίου, γεννημένου στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής και αναγορεύθηκε Αρχηγός και Προστάτης της Μακεδονίας. Αμέσως η Επανάσταση ως πύρινη φλόγα μεταδόθηκε στην Κασσάνδρα, στην Καλαμαριά, στην Ορμύλια, στη Συκιά, στα Μαντεμοχώρια, στη Λόκοβη και σε όλα σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής με καθολική συμμετοχή όλων των Χαλκιδικιωτών, “ως φύσει δίκαιον τούτον όντα τον πόλεμον” ( Αριστοτέλους Πολιτικά 2566,25) και κινούνταν όλοι από την επιθυμία να ελευθερώσουν  ως γνήσιοι Έλληνες  το “σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις…”( Πλάτωνος Κρίτων Σ1b).

Ο μοναχός της μονής Ξενοφώντος Γεδεών και ο Δημήτριος Νικολάου, όπως αναφέρει ο ιστορικός Βακαλόπουλος, γράφουν: «Όλα τα χωριά βρίσκονται στα όπλα και κινούνται εναντίον του κοινού εχθρού του γένους και της πίστεως με μεγάλο θάρρος και ορμή, ώστε οι μουσουλμάνοι κυριεύονται από άκρα δειλία, αναχωρούν αγεληδόν από τα χωριά των και δραπετεύουν με μεγάλο φόβο» ( Βακαλόπουλος Απ., 1981).

Σε άρθρο της στον Παγχαλκιδικό Λόγο  η ιστορικός Ερατώ Ζέλλιου  καταγράφει διάφορες αναφορές αυτόπτων μαρτύρων της εποχής εκείνης και επιστολές προκρίτων προς τον Εμμανουήλ Παπά: «Από την Λόκοβη (σημερινό Ταξιάρχη) όλοι και οι 100 μάχιμοι άνδρες έτρεξαν στον αγώνα με ζήλο και ορμή για να κομματιάσουν τους τυράννους τους, αλλά ούτε όπλα είχαν πολλά και καλά, ούτε γυμνασμένοι ήταν στην τέχνη του πολέμου και από το άλλο μέρος ούτε οι καπεταναίοι εγνώριζαν από πόλεμο και δεν ημπορούσαν να τους κρατήσουν σε τάξη και υποταγή». Στις 2 Ιουνίου μάλιστα οι προύχοντες των χωριών της Καλαμαριάς, καθώς πληροφορήθηκαν την κατάσταση στα Μαντεμοχώρια, ζητούσαν από τον Εμμανουήλ Παπά πολεμοφόδια, διότι οι περισσότεροι επαναστάτες ήταν μόνο με ξύλα στο χέρι  (Ζέλλιου Ερ., 2010).

Μετά την τελετή στο Πρωτάτο των Καρυών του Αγίου Όρους, αμέσως οι επαναστάτες διώχνουν τον Τούρκο διοικητή του Αγίου Όρους Χασεκή Χαλήλ Μπέη με τους χωροφύλακές του και διορίζουν διοικητή τον Νικηφόρο Ιβηρίτη. Ο αριθμός των επαναστατών, κατά τον Ι. Βασδραβέλη, τελικά ανήλθε στους 3900 από τους οποίους οι 1000 ήταν μοναχοί (Βασδραβέλης, 1967). Στην Ιερισσό στήριγμα του Εμμανουήλ Παπά είναι ο Επίσκοπος Ιγνάτιος, ο οποίος τελικά βρήκε τραγικό θάνατο από τους Τούρκους.

Στη συνέχεια, σε σύσκεψη των οπλαρχηγών αποφασίσθηκε να δημιουργηθούν δύο Τμήματα Επαναστατών με στόχο πλέον την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο Τμήμα με αρχηγό τον Εμμανουήλ Παπά αποτελούμενο από τους 1000 μοναχούς και αρκετούς από τα Μαντεμοχώρια, αφού την 1η Ιουλίου κατέλαβε την Ιερισσό, κινήθηκε στην ανατολική πλευρά της Χαλκιδικής και στις 6 Ιουνίου έφθασε στα στενά της Ρεντίνας για να προφθάσει να τα καταλάβει πριν περάσει από εκεί η μεγάλη δύναμη του Μπαϊράμ Πασά, που με εντολή του Σουλτάνου εκινείτο προς την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο για να καταστείλει τις εκεί επαναστάσεις.

Η Υψηλή Πύλη όμως, μόλις πληροφορήθηκε την Επανάσταση της Χαλκιδικής, διέταξε τον Μπαϊράμ Πασά με την τεράστια δύναμη των 30.000 στρατιωτών, των 3000 ιππέων και με το άφθονο πυροβολικό του να αλλάξει πορεία και να καταπνίξει πρώτα την επανάσταση της Χαλκιδικής.

Δυστυχώς, όταν έφθασε ο Εμμανουήλ Παπάς στη Ρεντίνα, ο Μπαϊράμ Πασάς είχε ήδη περάσει από τα στενά και έτσι αναγκάσθηκε να εμπλακεί σε μάχη με την οπισθοφυλακή του και μάλιστα στον πεδινό χώρο της Ν. Απολλωνίας. Οι πολεμιστές του Εμμανουήλ Παπά πολέμησαν γενναία, αλλά λόγω του πεδινού εδάφους και του πολυάριθμου Τουρκικού Στρατού αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν προς το Άγιο Όρος και προς τον ορεινό όγκο του Χολομώντα με σκοπό να ανασυνταχθούν και να συνεχίσουν αλλού τον αγώνα τους.

Το δεύτερο Τμήμα είχε αρχηγό τον Καπετάν Χάψα με δύναμη 2000 ανδρών, που αποτελούνταν από Χασικοχωρίτες οπλοφόρους της Κασσάνδρας και της Συκιάς με υπαρχηγό τον Χυμευτό και οπλαρχηγό τον Δουμπιώτη,  οι οποίοι αξίζει να σημειώσουμε ότι ως γενναίοι ήρωες και οι δύο, μετά την πτώση της Κασσάνδρας, που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, θα ενταχθούν στις διαταγές του Αναστασίου Καρατάσου και θα λάβουν μέρος σε πολλές μάχες στη Νότια Ελλάδα (Ν. Παπαοικονόμου,  2016).

Ο Καπετάν Χάψας ξεκίνησε από την Ιερισσό και μέσω Μεγάλης Παναγίας και Αρναίας, έχοντας στη δύναμή του και τους καπετάνιους Βασιλικό, Αγγέλου κ.ά. και αφού ενσωματώθηκαν και οι Πολυγυρινοί Επαναστάτες, έφθασε στη Γαλάτιστα όπου στρατοπέδευσε, αφού πρώτα την απελευθέρωσε.

Ο Καπετάν Στάμος Κάψας, ο οποίος στη συνέχεια πήρε το όνομα Χάψας, με το οποίο και έμεινε στην ιστορία, διότι κατά κάποιον τρόπο έχαφτε (έτρωγε), δηλαδή κατέστρεφε τους Τούρκους στις μάχες με τον μεγάλο ηρωισμό του, ήταν ένας απλός σερδάρης (φύλακας) του Αγίου Όρους, που γεννήθηκε στα Παζαράκια (Κρυοπηγή) και έζησε στη Συκιά της Χαλκιδικής. Ήταν μια ηρωική μορφή με ανυποχώρητη πίστη στην πατρίδα και στην ελευθερία του γένους των Ελλήνων και συνέβη μ’ αυτόν στο όνομά του, αυτό που συνέβη και με τον  άλλο μεγάλο μας ήρωα τον Νικηταρά, που ονομάσθηκε Τουρκοφάγος.

Την επόμενη ημέρα, αφού προστέθηκαν και οι επαναστάτες των Βασιλικών και του Βάβδου, απελευθέρωσε τα Βασιλικά, διαλύοντας όλες τις Τουρκικές δυνάμεις και στις 8 Ιουνίου προχώρησε για τον μεγάλο στόχο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.

Στο δρόμο του συνάντησε το ισχυρό ιππικό του Αχμέτ Μπέη των Γιαννιτσών το οποίο όμως κατόρθωσε να το διαλύσει και έτσι έφθασε στο Σέδες, δηλαδή μόνον το πολύ 2 ώρες από τη Θεσσαλονίκη και εύκολα θα την απελευθέρωνε εάν είχε και τη βοήθεια του Εμμανουήλ Παπά.

Δυστυχώς όμως, αντί για τη βοήθεια από τον Εμμανουήλ Παπά, έφθασε ο Μπαϊράμ Πασάς που είχε ήδη διαλύσει το στρατό του Εμμανουήλ Παπά στη Ν. Απολλωνία χάρις στον πολυάριθμο στρατό του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

Ο Καπετάν Χάψας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πεδινή έκταση του Σέδες και με τη σύμφωνη γνώμη του γέρου προεστού των Βασιλικών αποφάσισε να δώσει τη Μεγάλη Μάχη στους πρόποδες του όρους Βούζιαρη, αμέσως μετά τα Βασιλικά, στις πλαγιές του οποίου είναι κτισμένο το Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, όπου μεταφέρθηκαν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα της περιοχής.

Έτσι η πόλη των Βασιλικών παραδόθηκε στη σφαγή και τη λεηλασία του Αχμέτ Μπέη, που με το ιππικό του ερήμωσε ολόκληρο τον κάμπο σφάζοντας και συλλαμβάνοντας αμάχους και κυρίως γυναίκες για τα σκλαβοπάζαρα της Βεγγάζης και της Τρίπολης. Για πολλά χρόνια οι γεωργοί των Βασιλικών ξέθαβαν με το αλέτρι τους στα χωράφια τους τα οστά των σφαγιασθέντων και τα τοποθετούσαν σε ειδικό οστεοφυλάκιο του Μοναστηριού της Αγίας Αναστασίας.

Σε λίγο έφθασε και ο Μπαϊράμ Πασάς με τον πολυάριθμο στρατό του. Ο Καπετάν Χάψας κατάλαβε ότι δεν υπήρχε πλέον ελπίδα νίκης. Προτίμησε όμως με τους συμπολεμιστές του (από τους οποίους 62 ήταν συγχωριανοί του από τη Συκιά) να πολεμήσουν και να θυσιαστούν χωρίς να υποχωρήσει ή να λιποψυχήσει κανένας και έπεσαν όλοι στο πεδίο της τιμής αυτοθελήτως. Η τοποθεσία αυτή από τότε προς τιμή τους ονομάζεται “Σκιωτούδια” ή “Κομμένοι”,  διότι οι Τούρκοι μετά τη μάχη τούς έκοψαν μικρά κομμάτια. Να πώς περιγράφει ο ιστορικός Ι. Φιλήμων  (Φιλήμων Ι., 1861) το χρονικό της ιστορικής αυτής για το Έθνος μας μάχης: «Ο Χάψας εμάχετο όρθιος ως λέων και δια κραυγών και ύβρεων απέκρουε τους εχθρούς. Τα παλληκάρια του έπιπτον το εν κατόπιν του άλλου και τελικώς αφού ανέσπασε την μάχαιραν ερρίφθη εις το μέσον του εχθρικού στρατού και μετά λυσσώδη και φρικαλέον αγώνα έπεσεν ενδόξως επί του πεδίου της τιμής μαζί με όλα του τα παλληκάρια εκ Συκιάς και τους οπλαρχηγούς του Βάβδου…».

Ο μεγάλος αρχηγός Καπετάν Χάψας έπεσε λοιπόν την 10η Ιουνίου 1821 ηρωικά μαχόμενος ως άλλος Παπαφλέσσας στο πεδίο της μάχης. Δόθηκε όμως χρόνος να διαφύγει ο άμαχος πληθυσμός από το Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, πριν ο Μπαϊράμ Πασάς το περικυκλώσει. Έτσι έφθασαν στα παράλια του Αγίου Νικολάου και από εκεί με πλοιάρια μεταφέρθηκαν στη Σκιάθο, στη Σκόπελο και στην Αταλάντη.

Ο Μπαϊράμ Πασάς πυρπόλησε το Μοναστήρι και αποκεφάλισε τους μοναχούς. Τις επόμενες ημέρες νικητής πλέον για δεύτερη φορά ο Μπαϊράμ Πασάς συνέχισε τις επιχειρήσεις του στη Χαλκιδική πυρπολώντας και ερημώνοντας όλα τα χωριά παράλληλα με τον Γιουσούφ Μπέη της Θεσσαλονίκης και στέλνοντας τις μάνες Ελληνίδες με τα παιδιά τους για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που, έστω και αρκετά καθυστερημένα, προκάλεσε τον εκνευρισμό της Ευρώπης απέναντι των Τούρκων.

Στην Ιερισσό ακόμη και σήμερα την Τρίτη ημέρα του Πάσχα όλο το χωριό με βαθειά πατριωτικά συναισθήματα και με μεγαλειώδη πομπή, με την εικόνα της Αναστάσεως, τα λάβαρα, τους ιερείς και την εθνική μας σημαία, πηγαίνουν μετά τη Θεία Λειτουργία στη θέση «Μαύρο Αλώνι», όπου εκεί έγινε η σφαγή των 400 νέων της Ιερισσού. Εκεί οδηγήθηκαν οι μελλοθάνατοι και διατάχθηκαν να σχηματίσουν αλυσιδωτό χορό και όταν περνούσαν κάτω από τα σπαθιά των δημίων τους αποκεφάλιζαν. Πιστή αναπαράσταση του τραγικού αυτού γεγονότος του 1821 γίνεται ακόμη και τώρα στην ίδια θέση «Μαύρο Αλώνι», την Τρίτη ημέρα του Πάσχα και θεωρείται ιερό καθήκον να πάρει μέρος στο χορό αυτόν ο κάθε Ιερισσιώτης με το γνωστό συμβολικό τραγούδι στο στόμα του: «Άκουσι συ Προυτουσυρτή και συ Προυτουκαγκελευτή…».

Ο ίδιος ο  Μπαϊράμ Πασάς σε επιστολή του προς τον Σουλτάνο (Βακαλόπουλος Απ., 1988) αναφέρει υπερηφανευόμενος : “….καταπολεμήσας τους απίστους εξόντωσα και εξαφάνισα από προσώπου γης 42 πόλεις και χωριά αυτών…, αυτούς μεν τους ίδιους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα των εξηνδραπόδισα, τα υπάρχοντά των τα διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τις εστίες δε αυτών παρέδωσα εις το πυρ και την τέφραν, ώστε φωνή αλέκτορος να μην ακούγεται πλέον εις αυτά…”  

Η βορειοανατολική Χαλκιδική ερημώθηκε ολοσχερώς απ’ άκρη σ’ άκρη και ο Εμμανουήλ Παπάς μετέφερε το Στρατηγείο του στην Ποτίδαια. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι εναπομείναντες επαναστάτες του και μαζί με τους Κασσανδρινούς μαχητές οχυρώθηκαν στο πιο στενό σημείο του Ισθμού, τις «Πόρτες», όπου κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα και μετέβαλαν τα στενά αυτά σε νέες Θερμοπύλες.

Στη συνέχεια στο μέρος αυτό στους περίπου 2000 εγχώριους πολεμιστές, σύμφωνα με τον ιστορικό Ι.Βασδραβέλη, προσέτρεξαν και 400 μαχητές του Ολύμπου με αρχηγό τον Λιακόπουλο και λίγο αργότερα και άλλοι 200 μαχητές με αρχηγό τον Διαμαντή και με τη βοήθεια και 11 Ψαριανών πλοίων συνεχίσθηκε η Επανάσταση της Χαλκιδικής με νέα αισιοδοξία, έχοντας ως παρατηρητήριο τον Πύργο του Αγίου Παύλου στη Νέα Φώκια. Από εκεί τώρα  ο Εμμανουήλ Παπάς με συνεχείς επιστολές του άρχισε να ζητάει βοήθεια από τους Ψαριανούς και από τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος από τις 12 Ιουνίου 1821 βρίσκονταν στην Ύδρα και μετά στο Άργος διορισμένος από τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη πληρεξούσιος Αρχιστράτηγος Πελοποννήσου.

Ο Μπαϊράμ Πασάς, τελικά, αφού καθυστέρησε 2 ολόκληρους μήνες στη Χαλκιδική, αναχώρησε για τη Νότια Ελλάδα, αφού όμως εγκατέστησε τον Αχμέτ Μπέη στον Άγιο Μάμα με δύναμη 4500 ανδρών, εκεί όπου βρίσκονταν και το μεγάλο Κονάκι-Τσιφλίκι του Γιουσούφ μπέη. Από τις 27 Ιουνίου και μετά ο Αχμέτ επιχείρησε πολλές φορές να καταλάβει τον Ισθμό στην Ποτίδαια χωρίς αποτέλεσμα και μάλιστα με μεγάλες απώλειες και για το λόγο αυτό περιορίζονταν στο να παρενοχλεί από μακριά τους επαναστάτες προκειμένου να ρίξει το ηθικό τους.

Στις 12 Αυγούστου 1821 όμως ο Διαμαντής σε συνεννόηση με τον Εμμανουήλ Παπά, τον Λιακόπουλο και τον προύχοντα της Κασσάνδρας τον Μεγάλο Γιαννιό παραπλάνησαν τον Αχμέτ και τον παρέσυραν στο Βάλτο της λίμνης του Αγίου Μάμαντα, όπου ο Διαμαντής επέτυχε μεγάλη νίκη, γνωστή ως «Μάχη των ελών», κατορθώνοντας να σκοτώσει 500 και πλέον Τούρκους στρατιώτες και να αποκομίσει άφθονα πυρομαχικά. Την άλλη μέρα απέκρουσαν, ύστερα από εφτάωρη μάχη, επίθεση 2000 Τούρκων ιππέων προξενώντας τους μεγάλες ζημιές, ενώ αργότερα Έλληνες μαχητές σε επίθεση στην στρατιωτική διοίκηση των Τούρκων στον Άγιο Μάμα σκότωσαν περισσότερους από 300 Τούρκους.

Αυτές οι μεγάλες νίκες των Επαναστατών και η άφιξη 11 Ψαριανών πλοίων στον κόλπο της Κασσάνδρας, τα οποία πυρπόλησαν το στρατόπεδο του Αχμέτ στον Άγιο Μάμα και που τους εφοδίασαν και με πυρομαχικά, ενδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό το ηθικό τους.

Ο καιρός όμως περνούσε και οι χωρίς αποτέλεσμα προσπάθειες του Εμμανουήλ Παπά για ενίσχυση του αγώνα τους από τη θάλασσα και αποστολής βοήθειας από τον Δημήτριο Υψηλάντη δημιούργησαν ξανά πτώση του ηθικού τους, καθώς μάλιστα εμφανίστηκαν και διάφορες ασθένειες. Το χειρότερο όμως ήταν η διχόνοια μεταξύ των οπλαρχηγών, που είχε ως αποτέλεσμα ο Λιακόπουλος με τους 400 άνδρες του να φύγει οριστικά από το μέτωπο και ο Διαμαντής με τους 200 μαχητές του να φύγει για τον Όλυμπο με την πρόθεση να συγκεντρώσει νέους πολεμιστές.

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β, βλέποντας την ανικανότητα του Γιουσούφ πασά της Θεσσαλονίκης, το Σεπτέμβριο του 1821 τον αντικατέστησε με τον Μεχμέτ Εμίν, που έφερε την επωνυμία Εμπού Λουμπούτ, δηλαδή ροπαλοφόρος. Ο νέος αυτός πασάς αμέσως άρχισε τη στρατολόγηση των Τούρκων και των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν ισχυρό στρατό με 18.000 πεζούς, ιππείς, πυροβόλα και 20 πλοία, στον οποίο ενσωμάτωσε και τον στρατό του Αχμέτ Μπέη που βρίσκονταν στον Άγιο Μάμα, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Στις 7 Νοεμβρίου ο Μεχμέτ Εμίν έστειλε τον Εβραίο συνεργάτη του Ιωσήφ Περέζ με επιστολή του προς τους Επαναστάτες με την οποία τους καλούσε να καταθέσουν τα όπλα και θα απολάμβαναν γενική αμνηστία. Ο Εμμ. Παπάς με τους οπλαρχηγούς Γιαννιό Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα, Αβραάμ από τον Βάβδο, Κατσάνη, Παπαστεργίου και Δεληχρήστου από την Άθυτο, Αναστάση από τα Παζαράκια και Μαυρουδή Παπαγεωργάκη από τον Πολύγυρο ομόφωνα και χωρίς πολλές συζητήσεις απέρριψαν την πρότασή του και τότε άρχισαν οι επιθέσεις των Τούρκων σ’ όλο το μέτωπο.

Δόθηκαν διάφορες μάχες με τους κυριολεκτικά ξυπόλυτους ήρωες της Ποτίδαιας με πολλές απώλειες στην Τουρκική πλευρά και χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δυστυχώς όμως υπήρχε και μια σημαντική ήττα των αμυνομένων επαναστατών, όταν προσπάθησαν, 600 τον αριθμό, να αποβιβαστούν στα νώτα των Τούρκων. Η επιχείρηση αυτή προδόθηκε και οδηγήθηκε σε τραγωδία, όπως επισημαίνει ο καθηγητής της Ιστορίας του Α.Π.Θ. Αθανάσιος Καραθανάσης ( Καραθανάσης Αθ., 2019).

Οι Έλληνες επαναστάτες αμύνονταν θερίζοντας κυριολεκτικά τα Τουρκικά στρατεύματα. Τότε ο έμπειρος στις μάχες Μεχμέτ Εμίν, στις 13 Νοεμβρίου 1821, κατέστρωσε ένα σχέδιο παραπλάνησης των αμυνομένων. Παρέσυρε όλη τη δύναμη των Ελλήνων επαναστατών στο ανατολικό τμήμα του Ισθμού. Στο δυτικό τμήμα έμεινε μόνο μία μικρή δύναμη 100 περίπου ανδρών με διοικητή τον προύχοντα της Κασσάνδρας Γιαννιό. Το κομμάτι όμως αυτό του Ισθμού ήταν αρκετά ρηχό και στενό και ο Μεχμέτ με μια δύναμη 1000 στρατιωτών κατόρθωσε με κορμούς δένδρων, με πέτρες και με σάκους γεμάτους με άμμο να το γεφυρώσει και έτσι βρέθηκαν οι αμυνόμενοι περικυκλωμένοι. Επακολούθησε μάχη σώμα με σώμα και η πλειοψηφία των αγωνιστών έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά στο πεδίο της τιμής με πολλές απώλειες και από τα δύο μέρη και ακολούθησε το φρικτό ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας.

Ο Εμμανουήλ Παπάς με τον υπασπιστή του Χατζηπέτρου και το γιο του Ιωάννη και με λίγους αγωνιστές μπόρεσαν και κατέφυγαν στο Άγιο Όρος, ενώ οι οπλαρχηγοί Αναστάσιος Χυμευτός, Αθανάσιος Σαραφιανός,  Μεγάλος Γιαννιός,  Κωνσταντίνος Δουμπιώτης και άλλοι με πλοιάρια κατευθύνθηκαν προς τη Νότια επαναστατημένη Ελλάδα και εντάχθηκαν  στην αρχή κυρίως στα Μακεδονικά Στρατεύματα του Αναστάσιου Καρατάσου. Αργότερα κάποιους απ’ αυτούς τους συναντάμε, ως εκατόνταρχους, πεντακοσίαρχους και χιλίαρχους σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, να πολεμούν τους Τούρκους και τον Ιμπραήμ και αργότερα τους συναντάμε με τον Τσάμη Καρατάσο το 1854 στο Δεύτερο Ηρωικό Επαναστατικό Κίνημα της Χαλκιδικής, που θα εορτάσουμε την διακοσιοστή του επέτειο το 2054.

Μετά την κατάληψη της διώρυγας, ύστερα από έξι μηνών άνισου αγώνα, τα άγρια στίφη κυρίως των Τούρκων, αλλά και των Εβραίων με την άδεια του Μεχμέτ Εμίν ξεχύθηκαν στην όμορφη χερσόνησο της Κασσάνδρας και πυρπόλησαν όλα τα χωριά, διαπράττοντας ακατανόμαστα αίσχη και σφάζοντας ανηλεώς σχεδόν όλους τους εναπομείναντες κατοίκους. Ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Τιμολέων Μακρογιάννης  (Μακρογιάννης Τιμ., 2021) αναφέρει την περιγραφή του αυτόπτη συγχωριανού του μάρτυρα των γεγονότων αυτών εφημέριου της Βάλτας Παπαγεώργη: «Ήμουν τότε εφημέριος στη Βάλτα. Κρύφτηκα στο ταβάνι της εκκλησίας και από εκεί, επί 3 μέρες, μπόρεσα να παρακολουθήσω τις φρικαλεότητες που γίνονταν μπροστά στα μάτια μου. Η εκκλησία λεηλατήθηκε, το ιερό μιάνθηκε. Το χωριό ήταν μέσα στις φλόγες. Ο ναός του Κυρίου χρησίμευε για στρατηγείο και καταφύγιο των Μουσουλμάνων και των Εβραίων… Τα πτώματα έφραζαν τους δρόμους του χωριού. Είδα τους δήμιους να αρπάζουν τα παιδιά από την αγκαλιά των μανάδων τους και να τα τινάζουν στον αέρα ή να συντρίβουν το κεφάλι τους στο καλντερίμι και άλλα πολλά…».

Η Κασσάνδρα είχε μεταβληθεί σε ένα μακάβριο τοπίο γεμάτο νεκρά σώματα, άταφα και άκλαφτα. Η Κασσάνδρα ερημώθηκε, δεν έμεινε ψυχή ζώσα και ο τόπος κάπνιζε για αρκετούς μήνες από τις πυρπολήσεις και ο αριθμός των νεκρών ίσως ξεπερνά τις 10.000,  καθώς εκεί είχαν καταφύγει οικογένειες από όλη τη Χαλκιδική, που είχε ρημάξει ο Μπαϊράμ πασάς με τον Γιουσούφ Μπέη πριν ο πρώτος φύγει για την Πελοπόννησο. Για το λόγο αυτό η καταστροφή αυτή της Κασσάνδρας ονομάσθηκε από τους ιστορικούς «ΧΑΛΑΣΜΟΣ», ενώ οι διασωθέντες, που  πρόφθασαν να φύγουν με πλοιάρια κυρίως για τις βόρειες Σποράδες και την Αταλάντη, την ονόμασαν «ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ».

Στην επιστολή που έστειλε μετά το “Χαλασμό” ο Λουμπούτ πασάς προς τον Γιουσούφ μπέη της Θεσσαλονίκης αναφέρει: “….Πλέον των 1000 στρατιωτών τους διαπεράσθηκαν δια των ξιφών των νικητών μουσουλμάνων, 600 δε περίπου γυναίκες και άνδρες δέθηκαν με αλυσίδες και εξανδραποδίστηκαν..”. Ο δε Σουλτάνος για να εκφράσει την εύνοιά του προς τον Λουμπούτ πασά γράφει: “…Μεχμέτ Εμίν πασά  σου χαρίζω  ένα καλό ένδυμα, κεντημένο ολόκληρο, με γούνα σαμουρίου, προς εκδήλωση της αυτοκρατορικής  χαράς και αγαλίασης, ως και ένα ξίφος αδαμαντοκόλλητο, για να θερίζει τους εχθρούς μας. Όταν θα φοράς την γούνα και ζώνεις το ξίφος στη μέση σου, να είσαι αφοσιωμένος ολόψυχα σε μένα και να εύχεσαι υπέρ της μακροημέρευσής μου…” (Μακρογιάννης Τιμ., 2021)

Λίγα μέρη της χώρας μας μπορούν να καυχηθούν για την καθολική συμμετοχή στον αγώνα για τη λευτεριά της χώρας μας και μάλιστα από τις πρώτες ακόμη ημέρες της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης, μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς.

Τον Ιανουάριο του 1822 παραδόθηκε και το Άγιο Όρος, το οποίο φιλοξένησε πολλές οικογένειες Χαλκιδιωτών, όπως αυτές αναφέρονται  και επώνυμα σε διάφορα έγγραφα των διαφόρων Μονών και ήταν η πρώτη φορά που παραβιάζονταν το “Άβατο”   με τη σύμφωνη γνώμη και απόφαση της Ιεράς Επιστασίας του.

Η επανάσταση της Χαλκιδικής, τελικά, έληξε με τον τραγικό αυτόν τρόπο, αφήνοντας πίσω της σε ολική καταστροφή 78 χωριά,  καθώς και 59 Αγιορείτικα Μετόχια. Οι κάτοικοι στα περισσότερα χωριά μετρούνταν στα δάκτυλα της μίας χειρός και, όπως αναφέρεται στα δημοτικά μας τραγούδια, μόνον πετεινοί ακούγονταν να λαλούν απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ολόκληρη τη Χαλκιδική. Μια εικόνα παρόμοια μ’ αυτή που αναφέρει ο Διονύσιος Σολωμός για τη μετέπειτα καταστροφή των Ψαρών.

Ο Εμμανουήλ Παπάς από το Άγιο Όρος με δύο από τους γιους τους τον Αθανάσιο και Ιωάννη, με τον ηγούμενο της Μονής Εσφιγμένου Κύριλλο και με μερικούς έμπιστους μοναχούς και καλούς πολεμιστές με το πλοίο του Βισβίζη έφυγε για την Πελοπόννησο για να συνεχίσει εκεί τον επαναστατικό του αγώνα. Καθ’ οδόν όμως υπέστη καρδιακή προσβολή και κηδεύτηκε στην Ύδρα με τιμές Αρχιστράτηγου.

Τελικά, μόνον τον Ιούλιο του 1827 ο Σουλτάνος με το παρακάτω “φιρμάνι”, που έστειλε προς τον Ομέρ Πασά της Θεσσαλονίκης, έδωσε αμνηστία  στους Κασσανδρινούς να επιστρέψουν στην κατεστραμμένη και έρημο αυτή Χερσόνησο, που μόνον ληστές πλέον κατοικούσαν: “…Εσύ ο έξοχος στρατάρχης, ο ρυθμιστής του κόσμου, να διορίσεις κατάλληλο μουσουλμάνο Διοικητή της χερσονήσου αυτής με την προϋπόθεση βέβαια της εκπλήρωσης των απαιτούμενων τύπων της υποτέλειας υπακουής, πίστεως και τιμιότητας. Να ανακοινώσεις το γεγονός αυτό σ’ όλους τους ραγιάδες της Χερσονήσου και να επιδείξεις  την απαιτούμενη ικανότητα και εμπειρία αποφεύγοντας κάθε αντίθετη ενέργεια”.

Ο δε Μπαϊράμ πασάς μετά τη μάχη των Βασιλικών της Χαλκιδικής βρήκε την καταστροφή στην ομώνυμη μάχη των Βασιλικών της Φθιώτιδας στις 26 Αυγούστου 1821 από τον Γκούρα, τον Ανδρούτσο και τον Δυοβουνιώτη. Μετά την ολική καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του ούτε ξαναφάνηκε, ούτε ξανακούστηκε και κατ’ άλλους πέθανε εξ οργής και λύπης και κατ’ άλλους θανατώθηκε με διαταγή του Σουλτάνου και έτσι δεν έφθασε ποτέ στην Πελοπόννησο, που ήταν ο προορισμός του για να καταπνίξει την Εθνεργεσία του Ελληνισμού.

Οι ήρωες της Επανάστασης της Χαλκιδικής μίλησαν με την Ιστορία του Έθνους μας και όλοι εμείς έχουμε χρέος να μιλάμε γι’ αυτούς. Στις σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας η θυσία του Καπετάν Χάψα με τα παλληκάρια του στα Βασιλικά στις 10 Ιουνίου 1821 είναι παρόμοια με τη θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι και του Διάκου στην Αλαμάνα, ενώ η θυσία των αγωνιστών στις Πόρτες της Ποτίδαιας στις 13 Νοεμβρίου 1821 είναι όμοια με τη θυσία των 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, διότι όλοι αυτοί επέλεξαν να μην αποφύγουν το βέβαιο θάνατο και έτσι προτίμησαν την αρετή της θυσίας με δική τους απόφαση και όχι με εντολές των ανωτέρων τους.

Την ίδια εθελοθυσία έδειξε και ο οπλαρχηγός και αρχηγός της Επανάστασης ήρωας Εμμανουήλ Παπάς που, ακόμη και όταν έκλεινε τα μάτια του μέσα στο καΐκι, καθώς πήγαινε για να συνεχίσει τον αγώνα για την Ελευθερία στη Νότια Ελλάδα, πίστευε με αισιοδοξία ότι και αν έχασε τη μάχη στη Χαλκιδική, κέρδισε τον αγώνα του Έθνους για τη Λευτεριά.

Η ιστορία έγραψε στο δικό της βιβλίο τη Μεγάλη αυτή Επανάσταση της Χαλκιδικής. Οι Χαλκιδικιώτες ήταν οι πρώτοι που απορρόφησαν στη Μακεδονία το μένος των Οθωμανών, οι οποίοι όρμησαν για να καταπνίξουν την Εθνέγερση του Ελληνισμού, και μάλιστα κατορθώνοντας να λυγίσουν όσο μπορούσαν τις δυνάμεις των Τούρκων. Τα ποτάμια αίματος και οι ωκεανοί των δακρύων, που χύθηκαν στη Χαλκιδική, δεν πήγαν χαμένα. Πότισαν το δένδρο της λευτεριάς. Καθυστέρησαν έξι μήνες τα Τουρκικά στρατεύματα, που θα πήγαιναν να καταπνίξουν την Επανάσταση στη Νότια Ελλάδα και τα οποία δεν έφθασαν ποτέ εκεί.

Έτσι δόθηκε η δυνατότητα στους εκεί αγωνιζόμενους Έλληνες να εδραιώσουν την Επανάσταση και να ελευθερώσουν τελικά περίπου τη μισή Ελλάδα. Η ηρωική Χαλκιδική και οι άλλες περιοχές της Μακεδονίας, οι οποίες έστησαν τα δικά τους τρόπαια και υπέστησαν τα ολοκαυτώματα, βυθίστηκαν ξανά στη σκλαβιά για άλλα περίπου 100 χρόνια έως το 1912, που ήρθε η πολυπόθητη ελευθεριά.

Όλοι όμως εμείς οι Χαλκιδικιώτες έχουμε ένα μεγάλο παράπονο για τη μεγάλη παράλειψη της Επανάστασης της Χαλκιδικής από τα Σχολικά βιβλία, που τελικά κάνουν μία μόνον απλή αναφορά στο όνομα και μόνον του Εμμανουήλ Παπά και καμία απολύτως για τον Καπετάν Χάψα. Η ιστορία έχει ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς με τους αθάνατους ήρωες της Χαλκιδικής. Πολλοί γνωρίζουν και πρέπει να γνωρίζουν τη Μάχη των Βασιλικών της Φθιώτιδας, που έγινε στις 26 Αυγούστου 1821, αλλά δυστυχώς ελαχιστότατοι γνωρίζουν τη μεγάλη Μάχη των Βασιλικών της Χαλκιδικής στις 10 Ιουνίου 1821.

Εμείς όμως οι Χαλκιδικιώτες καθιερώσαμε τέσσερις επίσημες τοπικές γιορτές και γιορτάζουμε κάθε χρόνο:

α) Στις 17 Μαΐου την έναρξη της Επανάστασης της Χαλκιδικής στον Πολύγυρο.

β) Στις 10 Ιουνίου την ηρωική θυσία του Καπετάν Χάψα και των παλικαριών του στην Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας.

γ) Την Τρίτη ημέρα του Πάσχα τη σφαγή των 400 Ιερισσιωτών στο «Μαύρο Αλώνι».

δ) Στις 14 Νοεμβρίου το Χαλασμό-Ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας και επιπλέον

ανεγέρθησαν από τους οικείους Δήμους ή παλαιές Κοινότητες και ανάλογα περικαλλή μνημεία.

Ο δε Παγχαλκιδικός Σύλλογός μας, με έτος ιδρύσεως το 1903, έχει μάλιστα αναγείρει:

1) Μεγαλόπρεπο μνημείο με τον ανδριάντα του ήρωα Καπετάν Χάψα και αναπαράσταση της ιστορικής Μάχης των Βασιλικών στο χώρο της ομώνυμης μάχης και στο οστεοφυλάκιο, που κτίσθηκε εκεί δίπλα, εναποτέθηκαν τα οστά των ηρώων του 1821, τα οποία μέχρι το 1998 φυλάσσονταν στο οστεοφυλάκιο της Αγίας Αναστασίας,

2) Μία προτομή του ήρωα Καπετάν Χάψα στην ανατολική είσοδο της Θεσσαλονίκης και

3) Έχει εκδώσει ειδικό ιστορικό φυλλάδιο για την Επανάσταση της Χαλκιδικής, ενώ στο τριμηνιαίο του περιοδικό  ο  «Παγχαλκιδικός Λόγος» δημοσιεύει τακτικά άρθρα από έγκριτους επιστήμονες και ερευνητές για την Επανάσταση της Χαλκιδικής και ενισχύει τις ερευνητικές εργασίες ειδικών ιστορικών.

Τώρα όμως ήρθε η ώρα επιτακτικά πλέον για να συμπεριληφθεί η Επανάσταση της Χαλκιδικής του 1821 στα Σχολικά Βιβλία και να αποκατασταθεί η Ιστορική Αλήθεια, διότι όπως είχε πει το 1954 και ο τότε Υπουργός Εθνικής Αμύνης Παν. Κανελλόπουλος κατά τον εορτασμό στον Πολύγυρο Χαλκιδικής της Εκατονταετηρίδος της Δεύτερης Επανάστασης της Χαλκιδικής του έτους 1854 : “….Τα γεγονότα των Ηρώων της Χαλκιδικής του 1821 και του 1854 εις τους πολλούς είναι άγνωστα. Είναι ανάγκη όθεν όπως η διδασκόμενη εις τα Σχολεία ιστορία συμπληρωθή δια να γνωρίσει και ο Νότος την ιστορία του Βορρά…”

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλος Απ. , Εμμανουήλ Παπάς-η ιστορία και το αρχείο της οικογένειάς του, Θεσσαλονίκη 1981.

Βακαλόπουλος Απ. , Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, 1988.

    Βασδραβέλης Ι. , Οι Μακεδόνες κατά την Επανάσταση του 1821, εκδ. 3η Ε.Μ.Σ. 1967.

Ζέλλιου Ερ. , Παγχαλκιδικός Λόγος, Τεύχος 3, 2010.

Καραθανάσης Αθ. , Παγχαλκιδικός Λόγος, Τεύχος 38, 2019.

Καρτσιώτης Μιχ. , Παγχαλκιδικός Λόγος,  Τεύχος 47, 2021.

    Μακρογιάννης Τιμ. , Παγχαλκιδικός Λόγος, Τεύχος 47, 2021.

Παπαοικονόμου Ν. , Προσωπογραφία 1300 Αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, 2016.

Φιλήμων Ι. , Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.3. Αθήναι 1860.

Φιλήμων Ι. , Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.4. Αθήναι 1861.

 

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα