Tου Σταύρου Λυγερού
File Photo: US President Donald J. Trump (L) and Greek Prime Minister Alexis Tsipras (R) prepare to hold a joint press conference in the Rose Garden of the White House in Washington, DC, USA, 17 October 2017. Prior to the press conference, President Trump and Prime Minister Tsipras discussed economic and defense cooperation between the two countries. EPA, SHAWN THEW OCTOBER 28, 2017
Είναι παράδοση με ελάχιστες εξαιρέσεις, να προσκαλείται κάθε νέος Έλληνας πρωθυπουργός στην Ουάσιγκτον. Σκοπός αυτών των προσκλήσεων ήταν να επιβεβαιώνονται αφενός ο προσανατολισμός της χώρας μας στον Ατλαντισμό, αφετέρου οι ποικίλες δεσμεύσεις που κατά καιρούς έχουμε αναλάβει.
Ο σκοπός αυτών των προσκλήσεων, ωστόσο, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι δίνεται η δυνατότητα στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να θέσει στην υπερδύναμη –και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο– ζητήματα που άπτονται κρίσιμων εθνικών συμφερόντων.
Ταυτοχρόνως, βεβαίως, δίνεται και η ευκαιρία στους Έλληνες πρωθυπουργούς να “πουλήσουν” πολιτικά στο εσωτερικό τη συνάντηση και τις φωτογραφίες με τον Αμερικανό πρόεδρο. Η πρόσφατη επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ είχε όλα αυτά τα στοιχεία. Είχε, όμως, και μία άλλη διάσταση, η οποία υπαγορεύεται όχι από κάποιες κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας, αλλά από το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαφοροποιείται ο τρόπος που η Ουάσιγκτον βλέπει την Ελλάδα και την Τουρκία. Παραδοσιακά τις έβλεπε σαν πακέτο και γι’ αυτό φρόντισε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 να τις εντάξει ταυτοχρόνως στο ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία ήταν η χώρα πρώτης γραμμής, που συνόρευε με τη Σοβιετική Ένωση και επίσης εκτεινόταν στην καρδιά της Μέση Ανατολής. Η δε Ελλάδα μπορεί να συνόρευε στα Βαλκάνια με χώρες-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αλλά ουσιαστικά ήταν χώρα δεύτερης γραμμής. Ήταν ο κρίκος που συνέδεε την Τουρκία με τη Δύση. Η δε χρόνια ελληνοτουρκική διένεξη ήταν ένας μόνιμος πονοκέφαλος για τους Αμερικανούς, επειδή ακριβώς απειλούσε την ενότητα και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Το τουρκικό “οικόπεδο”
Όταν κατέρρευσε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος οι χώρες επαναξιολογήθηκαν από γεωπολιτικής απόψεως με βάση τα νέα δεδομένα. Η Τουρκία χαρακτηρίσθηκε και πάλι υψηλής γεωπολιτικής σημασίας “οικόπεδο”.
Πρώτον, λόγω της επαφής της με τα μέτωπα της Μέσης Ανατολής.
Δεύτερον, επειδή θα μπορούσε να διεισδύσει λόγω φυλετικής και θρησκευτικής συγγένειας στις νεοπαγείς (πρώην σοβιετικές) Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Τρίτον, επειδή θα μπορούσε να αποτελέσει υπόδειγμα φιλοδυτικού προσανατολισμού για τον μουσουλμανικό κόσμο. Η Ελλάδα επαναξιολογήθηκε ως σημαντική, αλλά πάντα ως χώρα δεύτερης γραμμής. Αφενός ως κρίκος στήριξης της Τουρκίας, αφετέρου ως χώρα που θα μπορούσε να αναλάβει ηγετικό ρόλο στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια.
Η εκλογική νίκη των νεοοθωμανών το 2002 όχι μόνο δεν άλλαξε την εκτεθείσα παραπάνω θεώρηση των Δυτικών, αλλά και την ενίσχυσε. Κρίθηκε ότι το ήπιο δυτικόφιλο πολιτικό Ισλάμ μπορούσε να διεκπεραιώσει πολύ πιο αποτελεσματικά τον ρόλο που είχε επιφυλάξει η Δύση στην Τουρκία.
Γι’ αυτό και τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι υποστήριξαν ποικιλοτρόπως τον Ερντογάν στον ακήρυχτο εσωτερικό πόλεμο με το βαθύ κεμαλικό κράτος. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν ο Ερντογάν εκδήλωσε την πρόθεσή του να αυτονομηθεί και να παίξει παιχνίδι για λογαριασμό του. Κυρίως να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο και να καταστεί σημείο αναφοράς για τους απανταχού μουσουλμάνους. Ήταν τότε που άνοιξε μέτωπο με το Ισραήλ και κατέστη δύσκολος σύμμαχος για τους Αμερικανούς και δύσκολος συνομιλητής για τους Ευρωπαίους. Η Δύση έκανε προσπάθειες, αλλά απέτυχε να γεφυρώσει το ρήγμα.
Η νεοοθωμανική Τουρκία είχε μπει σε άλλη τροχιά. Ως εξ αυτού, οι Αμερικανοί άρχισαν να πλαγιοκοπούν –κυρίως μέσω της Αδελφότητας του Γκιουλέν– τον ίδιο τον Ερντογάν, προκειμένου να τον επαναφέρουν στον “ίσιο δρόμο”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ρήγμα να βαθύνει και στην Άγκυρα να επικρατήσει μία ολοένα και μεγαλύτερη καχυποψία για τους πραγματικούς σκοπούς της Ουάσιγκτον.
Το ρήγμα γίνεται χάσμα
Εντωμεταξύ, η αρχική αμερικανοτουρκική σύμπλευση στο μέτωπο της Συρίας, που είχε ως στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, αποδομήθηκε.
Η δυναμική εισβολή του Ισλαμικού Κράτους στο προσκήνιο της Μέσης Ανατολής και τα βίντεο με τους τελετουργικούς αποκεφαλισμούς υποχρέωσαν τη Δύση να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Δεν μπορούσε πλέον να κάνει πως δεν βλέπει τον κίνδυνο του τζιχαντισμού μόνο και μόνο επειδή την βόλευε σε τακτικό επίπεδο. Δεν της το επέτρεπε, άλλωστε και η ισχυρή ρωσική παρουσία στη Συρία.
Η ενίσχυση των Κούρδων και στο βόρειο Ιράκ και στη βόρεια Συρία άρχισε να μετατρέπει σε πραγματικότητα τον εφιάλτη της Άγκυρας. Το παρακλάδι του PKK στη Συρία αναδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος και αξιόμαχος παράγοντας, υποχρεώνοντας και τους Ρώσους και τους Αμερικανούς να παίξουν μαζί του.
Το δε Ισραήλ είχε από νωρίς κάνει τη στρατηγική επιλογή του υπέρ της ίδρυσης κουρδικού κράτους. Συνειδητοποιώντας ότι η τουρκική παρέμβαση στη Συρία μετατρέπεται σε μπούμεραγκ, ο Ερντογάν επιχείρησε με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού να παρασύρει το ΝΑΤΟ σε μία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Όταν διαπίστωσε πως η προβοκάτσιά του δεν είχε αποτέλεσμα και πως οι Αμερικανοί πόνταραν ολοένα και περισσότερο στον κουρδικό παράγοντα, ο Τούρκος πρόεδρος έκανε στροφή 180 μοιρών και έπεσε στην αγκαλιά του Πούτιν.
Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα μετετράπη σε χάσμα. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 ήταν ουσιαστικά η χαριστική βολή στις παραδοσιακές αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως πίσω από τους πραξικοπηματίες ήταν η Ουάσιγκτον.
Όταν καταγγέlλει τον Γκιουλέν, στην πραγματικότητα δείχνει τη CIA. Οι συνεχείς τριβές και τα ουκ ολίγα επεισόδια που μεσολάβησαν από τότε έχουν καταστήσει το χάσμα αγεφύρωτο.
Το αμερικανικό “υπερωκεάνειο”
Οι ΗΠΑ έχουν βάλει στη μαύρη λίστα τον Ερντογάν, αλλά δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, την οποία θεωρούν πολύτιμο γεωπολιτικό κρίκο. Γι’ αυτό και μέχρι τώρα έχουν αποφύγει να ωθήσουν τα πράγματα σε ανοικτή ρήξη. Αυτό τον καιρό, μάλιστα, Ουάσιγκτον και Άγκυρα καταβάλλουν μία παρασκηνιακή προσπάθεια να διασώσουν κάπως τη σχέση τους, βρίσκοντας ένα modus vivendi.
Είναι πολύ αμφίβολο εάν θα τα καταφέρουν. Πέρα από τη διάχυτη αμοιβαία καχυποψία, οι Αμερικανοί δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τον κουρδικό παράγοντα στη Συρία, όπως θέτει ως όρο ο Ερντογάν. Μπορεί οι Αμερικανοί να μην θέλουν να χάσουν την Τουρκία, αλλά δεν μπορούν και να κάνουν πως δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν έχουν ακόμα διαβεί τον Ρουβίκωνα, αλλά από την εποχή του Ομπάμα έχουν αρχίσει να προσανατολίζονται σε εναλλακτικές λύσεις.
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, όμως, δεν αλλάζει γρήγορα. Μοιάζει με υπερωκεάνειο. Για να στρίψει πρέπει να κάνει ένα μεγάλο κύκλο. Κι αυτό, επειδή όλες τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν παγιωθεί αντιλήψεις στην αμερικανική γραφειοκρατία για τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας και έχουν οικοδομηθεί καριέρες πάνω σ’ αυτές τις αντιλήψεις. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός αδράνειας.
Το αμερικανικό κατεστημένο που καθορίζει την εξωτερική πολιτική, όμως, έχει ήδη προσανατολισθεί προς μία ριζική αναθεώρηση. Όπως προανέφερα, αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη αρχίσει να εξετάζει εναλλακτικές λύσεις. Είναι ακριβώς εδώ που κολλάει η Ελλάδα.
Η δια της διολισθήσεως απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση σπάει την παραδοσιακή αντίληψη που αντιλαμβάνεται την Ελλάδα και την Τουρκία σαν γεωπολιτικό πακέτο. Δημιουργεί ένα κενό, το οποίο πρέπει να καλυφθεί. Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανοίγεται ένα ιστορικής σημασίας παράθυρο ευκαιρίας για τον Ελληνισμό.
Μέχρι πρότινος, η Ουάσιγκτον αντιμετώπιζε την ελληνοτουρκική διένεξη σαν μία ενόχληση. Δεν έμπαινε στην ουσία της διένεξης και ούτε ήθελε να κρίνει με βάση το δίκαιο. Επειδή η Τουρκία είχε μεγαλύτερη γεωπολιτική αξία, έτεινε πάντα να ακολουθεί μία στάση ετεροβαρούς ισορροπίας. Το έχουμε βιώσει όλες τις προηγούμενες δεκαετίες.
Από χώρα δεύτερης σε χώρα πρώτης γραμμής
Όσοι οι Αμερικανοί θα πείθονται ότι το χάσμα με την Τουρκία του Ερντογάν είναι αγεφύρωτο τόσο θα επαναξιολογούν γεωπολιτικά την Ελλάδα. Από γεωπολιτικής απόψεως, η Ελλάδα τείνει να μετατραπεί από χώρα δεύτερης γραμμής σε χώρα πρώτης γραμμής, να πάρει τη θέση της Τουρκίας ως ακροτελεύτιος κρίκος της δυτικής στρατηγικής αλυσίδας.
Το γεωπολιτικό όριο του τείνει να μετατοπισθεί από τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας στο Αιγαίο. Δεν είμαστε ακόμα εκεί, αλλά τα γεγονότα ωθούν προς τα εκεί. Εάν συμβεί αυτό, τα προβλήματα της Ελλάδας θα γίνουν κατά μία έννοια και ως ένα βαθμό και προβλήματα της Δύσης.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα διευκολυνθεί η επίλυσή τους. Είναι αντίφαση να στηρίζονται σε μία Ελλάδα, η οποία είναι στο όριο της κατάρρευσης.
Σε αντίθεση με την ΕΕ, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθιμό εγκλωβισμένη στον οικονομισμό, οι ΗΠΑ, ως υπερδύναμη, έχουν σφαιρική προσέγγιση.
Γι’ αυτό και είναι αυτές που θα παίξουν τον αποφασιστικό ρόλο. Η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί και πρέπει να διευκολύνει την αλλαγή του τρόπου που οι Αμερικανοί βλέπουν την περιοχή μας. Δεν έχει νόημα να τους πείσει ότι η Τουρκία είναι αναξιόπιστη σύμμαχος.
Έχει νόημα να τους πείσει ότι μπορούν να επενδύσουν γεωπολιτικά στην Ελλάδα και ακριβέστερα στον άξονα Ελλάδα-Κύπρος. Να διαμορφώσει από κοινού “υποδοχές” που θα παντρεύουν τα δυτικά συμφέροντα με ελληνικά. Η αντικειμενική δυνατότητα υπάρχει.
Πρέπει, ωστόσο, να αναληφθούν πρωτοβουλίες για να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Οι τριγωνικές συνεργασίες Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος λειτουργούν άψογα και αναμένεται να συμπληρωθούν από την προσθήκη της Ιορδανίας. Οι –με τις ευλογίες της Δύσης– τριγωνικές αυτές συνεργασίες έχουν διαμορφώσει ένα πλέγμα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο που έχει αφήσει την Τουρκία εκτός. Το γεγονός, μάλιστα, πως υπάρχει και η ενεργειακή διάσταση προσθέτει σε αξία.
Πηγή: Η επίσκεψη Τσίπρα στο Λευκό Οίκο και το “τουρκικό οικόπεδο”: Οι Αμερικανοί εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους http://mignatiou.com/2017/10/i-episkepsi-tsipra-sto-lefko-iko-ke-to-tourkiko-ikopedo-i-amerikani-exipiretoun-ta-simferonta-tous/