Η εξωτερική πολιτική του Κουβέιτ αλλάζει

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Ο νέος Εμίρης του Κουβέιτ καλείται να συνεχίσει ή να αναθεωρήσει τις σχέσεις με τις μοναρχίες του Κόλπου και το Ισραήλ

Μπορεί η ανακοίνωση του σχεδίου Τραμπ για την επίλυση του Παλαιστινιακού να μην επέφερε καμία πρόοδο στις σχέσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Ωστόσο, οι αμερικανικής εμπνεύσεως συγκυρίες που διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την επίσημη τελετή ανακοίνωσης του ειρηνευτικού σχεδίου, στις 28 Ιανουαρίου 2020 στον Λευκό Οίκο, σε συνάρτηση με τα κοινά οικονομικά συμφέροντα και τον κοινό ιρανικό κίνδυνο, ενίσχυσαν τους δεσμούς, που αρκετά χρόνια πριν είχαν ήδη καλλιεργηθεί μεταξύ του Ισραήλ και των σουνιτικών φιλοδυτικών μοναρχιών του Κόλπου. Έτσι, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες μεσολάβησαν ώστε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν να εξομαλύνουν τις διπλωματικές σχέσεις τους με το Ισραήλ. Η σιωπηρή ικανοποίηση της Σαουδικής Αραβίας και του Ομάν δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν. Ούτε όμως και οι επικρίσεις του Κατάρ προκαλούν έκπληξη, λόγω των ειδικών σχέσεων που διατηρεί με το Ιράν, την Τουρκία και την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς.

Στα τέλη Μαρτίου 2020 άρχισαν να πληθαίνουν οι ενδείξεις, ότι το Ισραήλ και τα ΗΑΕ προτίθενται να επισημοποιήσουν τις επαφές τους, με αφορμή την προσπάθεια μιας από κοινού αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού σε περιφερειακό-μεσανατολικό επίπεδο. Οι πληροφορίες αυτές, σε συνάρτηση με τη μεταφορά ιατρικού υλικού και αναπνευστήρων από τα ΗΑΕ προς την Παλαιστινιακή Αρχή μέσω του διεθνούς αεροδρομίου του Τελ Αβίβ, εκτός του ότι προκάλεσαν επανειλημμένες εκνευρισμένες δηλώσεις του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, άρχισαν να απασχολούν έντονα και τον δημοσιογραφικό κόσμο σε παναραβικό επίπεδο. Σε εκείνη ακριβώς την συγκυρία, ο υφυπουργός Εξωτερικών του Κουβέιτ, Χάλεντ αλ-Τζαράλλα, έσπευσε να ξεκαθαρίσει σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 20 Μαρτίου 2020 στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της χώρας, ότι «το Κουβέιτ θα είναι η τελευταία χώρα που θα εξομαλύνει τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ».

Έκτοτε το Κουβέιτ φροντίζει με κάθε ευκαιρία να αποσείει κάθε υπόνοια που θα μπορούσε να δώσει λαβή για τυχόν αμφιβολίες με σημαντικότερη απόδειξη την ομιλία του πρωθυπουργού, Σεΐχη Σαμπάχ Χάλεντ Αλ-Χάμαντ Αλ-Σαμπάχ, στην φετινή 75η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στην οποίαν ανέφερε ότι «το Παλαιστινιακό πρόβλημα συνεχίζει να κατέχει μια κεντρική ιστορική θέση στον αραβικό και στον μουσουλμανικό κόσμο» και ότι «αποτελεί υψίστης σημασίας η ανάγκη συνέχισης των προσπαθειών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με σκοπό την ανεύρεση μιας δίκαιης ειρηνικής λύσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία, η οποία συνίσταται στην λήξη της ισραηλινής κατοχής, την σύσταση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα προ της 4ης Ιουνίου 1967 σύνορα, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ». Όσο για την δήλωση του Υφυπουργού Εξωτερικών, ότι «το Κουβέιτ θα είναι η τελευταία χώρα που θα εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Ισραήλ», τείνει να γίνει σύνθημα.

Το ότι τονίσθηκε η «κεντρική ιστορική θέση» που «συνεχίζει να κατέχει» το Παλαιστινιακό ζήτημα στην πολιτική ατζέντα της κουβεϊτιανής διπλωματίας, είναι αυτό ακριβώς που διαχωρίζει την σημερινή στάση του Κουβέιτ έναντι της απόφασης των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν. Η κουβεϊτιανή κοινή γνώμη κατακρίνει τις δύο αυτές χώρες επειδή αδιαφόρησαν για την επίλυση του Παλαιστινιακού προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους «μικρά» συμφέροντα.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΟΥΒΕΪΤ-ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ

Η παρούσα ξεκάθαρη φιλοπαλαιστινιακή στάση του Κουβέιτ θα θεωρείτο αδιανοήτη πριν από μερικές δεκαετίες. Το Κουβέιτ έχει το θλιβερό προνόμιο να αποτελεί τη μοναδική αραβική χώρα που κυριολεκτικά έπαψε να υπάρχει, ως αποτέλεσμα μιας στρατιωτικής εισβολής και κατοχής εκ μέρους ενός άλλου αραβικού κράτους, του Ιράκ υπό την ηγεσία του Σαντάμ Χουσεΐν. Στις 2 Αυγούστου 1990 τα ιρακινά στρατεύματα πραγμάτωσαν το ιρακινό ιστορικό αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο το Κουβέιτ έπρεπε να ανήκει στον ιρακινό εθνικό κορμό.

Σε εκείνην ακριβώς την συγκυρία, όταν το Κουβέιτ ουσιαστικά σβηνόταν από τον χάρτη, ο αρχηγός της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Γιάσερ Αραφάτ, χαιρέτισε την ιρακινή εισβολή και προσάρτηση «της ιρακινής επαρχίας που είχε μόλις απελευθερωθεί». Αιτία για αυτήν την στάση του Αραφάτ ήταν η φερόμενη δέσμευση του Σαντάμ Χουσεΐν να συζητήσει το ενδεχόμενο απόσυρσης του Ιράκ από το κατεχόμενο Κουβέιτ, εφόσον το Ισραήλ αποσυρθεί από την Δυτική Όχθη και την Λωρίδα της Γάζας. Με το τέλος του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου και την ανάκτηση της εδαφικής του ακεραιότητας στις 27 Φεβρουαρίου 1991 -χάρη στην πολυεθνική στρατιωτική επιχείρηση με επικεφαλής τις δυνάμεις των ΗΠΑ-, το Εμιράτο του Κουβέιτ κατέστη η πιο αντι-παλαιστινιακή χώρα του αραβικού κόσμου. Αιτία είχε σταθεί η στάση που υιοθέτησε ο Αραφάτ, όταν το Κουβέιτ βρισκόταν υπό ιρακινή κατοχή. Ακολούθησε κύμα μαζικών απελάσεων των 400.000 Παλαιστινίων που κατοικούσαν μόνιμα στο Κουβέιτ και κατά τα επόμενα χρόνια η κουβεϊτιανή κυβέρνηση αρνείτο την είσοδο και εγκατάσταση Παλαιστινίων στην χώρα, ανεξαρτήτως της υπηκοότητάς τους. Οι διατάξεις που χαρακτήριζαν ανεπιθύμητο κάθε Παλαιστίνιο που θα ήθελε να εγκατασταθεί στο Κουβέιτ καθ’ οιονδήποτε τρόπο ίσχυσαν μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2017. Παρότι ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2004 είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη στην κουβεϊτιανή πολιτική ηγεσία, οι τοπικές Αρχές δεν βιάζονταν να άρουν τους διοικητικούς περιορισμούς εις βάρος των Παλαιστινίων.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ασυνήθιστα τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στο Κουβέιτ και τους Παλαιστινίους, και δη κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα πώς αιτιολογείται η παρούσα φιλοπαλαιστινιακή στάση της κουβεϊτιανής ηγεσίας, την στιγμή που οι άλλες σουνιτικές φιλοδυτικές μοναρχίες του Κόλπου αλλάζουν άρδην την πολιτική τους έναντι του Ισραήλ και θέτουν σε δεύτερη μοίρα την έκβαση της παλαιστινιακής υπόθεσης. Και όμως, η φαινομενικά ανακόλουθη στάση της κουβεϊτιανής διπλωματίας δεν είναι αναιτιολόγητη.

Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΥΒΕΪΤ

Το τραύμα της ιρακινής εισβολής και κατοχής στις 2 Αυγούστου του 1990 δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ από την συλλογική μνήμη των Κουβεϊτιανών. Τώρα μπορεί να αποτελεί μια μακρινή δυσάρεστη ανάμνηση, ποτέ όμως δεν ξεπεράστηκε εντελώς ο φόβος ότι μπορεί κάτι ανάλογο να επαναληφθεί. Το Κουβέιτ έχει κοινά χερσαία σύνορα με το Ιράν, αλλά και μια ισχυρή σιιτική μειονότητα με περσική εθνοτική συνείδηση, η οποία, σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, αντιστοιχεί στο 30% ή 40% του γηγενούς πληθυσμού του. Παράλληλα, η εκάστοτε κουβεϊτιανή κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπ’ όψιν την επιρροή που θα μπορούσε να αποκτήσει ανά πάσα στιγμή ο συμπαγής σιιτικός πληθυσμός στις όμορες νότιες επαρχίες του Ιράκ –απ’ όπου τα ιρακινά στρατεύματα εισέβαλαν και κατέλαβαν μέσα σε διάστημα λίγων μόλις ωρών τη μικρή και ανοχύρωτη χώρα.

Έχοντας επίγνωση της στρατιωτικής του αδυναμίας και της θέσης του ανάμεσα σε κράτη ισχυρότερα από κάθε άποψη, το Κουβέιτ, από τον Φεβρουάριο του 1991 –οπότε και ανέκτησε την ύπαρξή του- μέχρι και σήμερα, υιοθετεί μια ενσυνείδητα ήπια πολιτική έναντι του Ιράν, του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας, φροντίζοντας πάντοτε να μην ξεφεύγει από τις κοινώς παραδεδεγμένες θέσεις που υιοθετεί το σύνολο του αραβικού κόσμου σε καίρια διεθνή και περιφερειακά ζητήματα. Η υιοθέτηση μιας καθαρά συντηρητικής πολιτικής, χωρίς εξάρσεις ή αμφιλεγόμενες διακυμάνσεις, αποτέλεσε και το πρώτιστο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής του Κουβέιτ, με κεντρικό της εκφραστή τον Σαμπάχ Αλ-Άχμαντ Αλ-Τζάμπερ Αλ-Σαμπάχ, ο οποίος, προτού ανακηρυχθεί Εμίρης το 2006, είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών της χώρας από το 1963 έως το 1991 και από το 1993 έως και το 2002. Καθ’ όλη την διάρκεια της μακράς πολιτικής καριέρας του, κατάφερε να αναδείξει το Κουβέιτ σε έναν παράγοντα εξισορροπητικό και ικανό να προσελκύει γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων φορείς και κράτη αντιτιθεμένων συμφερόντων.

Με διάθεση συναίνεσης, το Κουβέιτ κατάφερε να παραμείνει όσο το δυνατόν μακριά από τον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ του Ιράν και των υπολοίπων σουνιτικών φιλοδυτικών μοναρχιών. Παράλληλα, όσον αφορά στις καθαρά ενδοαραβικές υποθέσεις, δεν παρασύρθηκε στην ένταση που προκλήθηκε μεταξύ Κατάρ και Σαουδικής Αραβίας, ενώ αντιθέτως, αναδείχθηκε ικανός διαμεσολαβητής εξυπηρετώντας τις σκοπιμότητες των ΗΠΑ, καταφέρνοντας παράλληλα να μην προβληματίζει την ανήσυχη Τεχεράνη. Παράλληλα, το Κουβέιτ, όπως ακριβώς και το Ομάν, διατήρησε σαφείς αποστάσεις από τα όσα πολλά διαδραματίζονταν στον εμφύλιο της Συρίας. Τέλος, σε εσωτερικό επίπεδο, συμπεραίνεται εκ των υστέρων ότι το Κουβέιτ κατάφερε να περάσει με ελάχιστες συνέπειες την θύελλα της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, δίνοντας την δυνατότητα στην τοπική κοινωνία των πολιτών να εκφραστεί μέσα από πρωτοπόρες, για τα κουβεϊτιανά δεδομένα, κοινοβουλευτικές διαδικασίες –πάντοτε εντός των παραδοσιακών πλαισίων της τοπικής συντηρητικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οποτεδήποτε αντιλαμβανόταν ότι οι πολιτικές αντεγκλήσεις έτειναν να παρεκτραπούν, ο Οίκος Αλ-Σαμπάχ δεν δίσταζε να ασκήσει τις υπερεξουσίες που του παρείχε η –καθαρά μοναρχικής εμπνεύσεως- συνταγματική νομοθεσία.

Με δεδομένα όλα τα ως άνω στοιχεία, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει ότι το Κουβέιτ, επί βασιλείας του Εμίρη Σαμπάχ Αλ-Άχμεντ Αλ-Τζάμπερ Αλ-Σαμπάχ, θεώρησε ως ριψοκίνδυνες, αν όχι άκρως τυχοδιωκτικές τις πρόσφατες δραστικές αλλαγές που υιοθετεί ο ισχυρός άνδρας της Σαουδικής Αραβίας και διάδοχος του θρόνου, Μωχάμαντ Μπιν Σαλμάν, τόσο ως προς τις εκσυγχρονιστικές τάσεις στην σαουδαραβική κοινωνία, όσο στο πολεμικό σκηνικό που στήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Υεμένη ή στην διαρκή ένταση που καλλιεργείται στο τρίγωνο Ριάντ–Τεχεράνης-Ντόχας. Υπό το ίδιο συντηρητικό πρίσμα, το Κουβέιτ κρίνει απερίσκεπτη την απόφαση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να εμπλακούν στον συριακό ή στον λιβυκό εμφύλιο –ενώ παράλληλα, η τάση του Κατάρ να απομακρύνεται από τις κοινώς παραδεδεγμένες αξίες του σουνιτικού μοναρχικού περιβάλλοντος σίγουρα θεωρείται εξίσου προβληματική και επικίνδυνη. Από την άλλη, η ιδιάζουσα περίπτωση του Μπαχρέιν –το οποίο δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να αντιμετωπίσει χωρίς περιστροφές μια ομολογουμένως ατίθαση περσόφωνη σιιτική πληθυσμιακή πλειονότητα στο εσωτερικό του– αποτελεί για το Κουβέιτ ένα ξεκάθαρο παράδειγμα προς αποφυγήν. Θα ήταν καταστροφικό για το Κουβέιτ να βρεθεί σε μια εθνοτική δίνη, παρόμοια με εκείνην που αντιμετωπίζει το Μπαχρέιν από την σύστασή του μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, η παραδοσιακά ουδέτερη πολιτική που εφάρμοζε πιστά καθ’ όλη την διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής ο Σουλτάνος Καμπούς του Ομάν (ο οποίος απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου 2020) αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τον κουβεϊτιανό βασιλικό οίκο.

ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ

Σε ό,τι αφορά την πρόσφατη θεαματική μεταβολή της στάσης του σαουδαραβικού περιφερειακού παράγοντα έναντι του Ισραήλ, και με δεδομένη την κουβεϊτιανή συντηρητική θεώρηση της πραγματικότητας, εύκολα εξηγείται, κατόπιν των ανωτέρω, γιατί ο Οίκος Αλ-Σαμπάχ κρατά αποστάσεις ασφαλείας από την απόφαση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ –εξέλιξη που ενθαρρύνθηκε από την Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια θεαματική μεταστροφή σημειωνόταν μεταξύ των ετών 1991 και 2006 (δηλαδή, από την απελευθέρωση του Κουβέιτ και ενόσω οι σχέσεις με τους Παλαιστινίους δοκιμάζονταν) δεν θα ήταν καθόλου απίθανο το Κουβέιτ να σκεφτόταν σοβαρά να εξομαλύνει τις σχέσεις του με το Ισραήλ. Υπό την δεδομένη συγκυρία όμως, μια τέτοια κίνηση δεν φαίνεται εφικτή για τους ακόλουθους λόγους:

Τελευταία φορά που ο Εμίρης του Κουβέιτ συναντήθηκε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ήταν στις αρχές Σεπτεμβρίου 2018 στον Λευκό Οίκο. Δεν γνώριζε τότε ότι η υγεία του είχε ήδη κλονισθεί, κάτι που πληροφορήθηκε τον Αύγουστο του επομένου έτους, οπότε και άρχισε μια μακρά πορεία νοσηλείας, που τον έφερε τον Ιούλιο του 2020 νοσηλευόμενο ξανά στις ΗΠΑ, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Σεπτεμβρίου 2020. Η συγκεκριμένη ακολουθία των γεγονότων κατέστησε το Κουβέιτ ουσία ακυβέρνητο, ενόσω διαδραματίζονταν οι θεαματικές εξελίξεις του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου 2020, ενόσω η αμερικανική διπλωματία προωθούσε την επισημοποίηση των διμερών σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας ως προς το ποια ακριβώς θα έπρεπε να είναι η στάση που θα κρατήσει το Κουβέιτ ενόψει των δραστικών ανακατατάξεων, ο επικείμενος θάνατος του Εμίρη, ήταν αυτός που ουσιαστικά διέσωσε την εξαιρετικά προσεκτική συντηρητική εξωτερική πολιτική που εφαρμόζει η κουβεϊτιανή διπλωματία από το 1991 μέχρι σήμερα. Σε αντίθετη περίπτωση, και μάλιστα σε περίοδο αλλαγής σκυτάλης στην πολιτική ηγεσία, κάθε ριψοκίνδυνη ενέργεια θα ήταν πιθανό να προκαλέσει ανυπολόγιστες εντάσεις, τόσο στο εσωτερικό της κουβεϊτιανής κοινωνίας, όσο και ανάμεσα σε φερέλπιδες διαδόχους του θρόνου. Άλλωστε, ο απόηχος της εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ-ΗΑΕ είχε ήδη προκαλέσει σθεναρές επικρίσεις στην κουβεϊτιανή κοινή γνώμη, με χαρακτηριστικότερο γεγονός την κοινή δήλωση 38 από τους 50 βουλευτές του κοινοβουλίου, που απαιτούσαν από την κυβέρνηση του Κουβέιτ να διαβεβαιώσει δημοσίως ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε κανενός είδους ομαλοποίηση των διπλωματικών σχέσεων της χώρας με το Ισραήλ. Την ίδια περίοδο, 40 σωματεία και κοινωνικοί φορείς προχώρησαν σε ανάλογα διαβήματα, με σκοπό να αποτραπεί κάθε πιθανό βήμα προσέγγισης με τον «σιωνιστικό εχθρό», όπως συχνά αποκαλείται το Ισραήλ στα τοπικά ΜΜΕ. Τέλος, το βαθύ κράτος του Κουβέιτ πάντοτε λαμβάνει σοβαρά υπ’όψιν το δεδομένο ότι σημαντική μερίδα της τοπικής κοινωνίας πάντα θα παραμένει ευάλωτη στην ιρανική διεισδυτικότητα σε πολιτικό, εθνοτικό και θρησκευτικό επίπεδο.

ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΕΞΟΜΑΛΥΝΣΗΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΟΥΒΕΪΤ-ΙΣΡΑΗΛ

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2020, μια ακριβώς εβδομάδα προτού ο Εμίρης Σαμπάχ Αλ-Άχμεντ Αλ-Τζάμπερ Αλ-Σαμπάχ αποβιώσει, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες το Κουβέιτ να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν πολύ σύντομα. Οι δηλώσεις Τραμπ δημιούργησαν έντονες αντιδράσεις στα μέλη του κουβεϊτιανού κοινοβουλίου, τοπικών φορέων και σωματείων και στην κοινή γνώμη γενικότερα. Από την άλλη πλευρά, όμως, την ίδια χρονική περίοδο μεταδόθηκαν στα ισραηλινά ΜΜΕ συνεντεύξεις κουβεϊτιανών διανοουμένων, μελών της τοπικής ακαδημαϊκής κοινότητας, που υπεραμύνονταν του ενδεχομένου εξομάλυνσης των διπλωματικών σχέσεων της χώρας τους με το Ισραήλ, επικαλούμενοι την ανάγκη αντιμετώπισης του ιρανικού επεκτατισμού.

Τις τελευταίες ημέρες, συζητήθηκε αρκετά μια συνέντευξη που παραχώρησε σε κουβεϊτιανό τηλεοπτικό σταθμό ο πρώην υπουργός Πληροφοριών της χώρας, Σάμι Αλ-Νεσφ, ο οποίος τώρα δραστηριοποιείται στην αμερικανική δεξαμενή σκέψης Arab Council for Regional Integration. Ο Αλ-Νεσφ εμφανίζεται υπέρμαχος της εξομάλυνσης των σχέσεων Κουβέιτ-Ισραήλ, και θέλοντας να ενεργοποιήσει το θυμικό των τηλεθεατών, ανέτρεξε στο δυσάρεστο παρελθόν των σχέσεων του Κουβέιτ με την τότε παλαιστινιακή ηγεσία υπό τον Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος χαιρέτισε την κατάληψη της χώρας από το Ιράκ τον Αύγουστο του 1990.

Το βασικό ερώτημα που έθεσε στην συνέντευξή του ο Αλ-Νεσφ ήταν το εξής: Άραγε ποιες αποφάσεις πρόκειται να λάβει η ηγεσία της χώρας, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ζητήσουν από το Κουβέιτ να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν; Πώς θα αντισταθούν σε αυτό το αίτημα της αμερικανικής υπερδύναμης, χάρη στην οποία το Κουβέιτ ανέκτησε το 1991 την θέση του στον χάρτη; Ανεξαρτήτως της σκοπιμότητας της εκφοράς των συγκεκριμένων ερωτήσεων με αποδέκτη την ποικίλως ευαισθητοποιημένη κουβεϊτιανή κοινή γνώμη, η πραγματικότητα είναι καλό να μην κρύβεται.

Χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις για αυτά τα ερωτήματα στον Λευκό Οίκο, στις υπόλοιπες μοναρχίες του Κόλπου και στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο, αλλά κυρίως στην ίδια την κοινή γνώμη της χώρας του ο νέος Εμίρης του Κουβέιτ, Ναουάφ Αλ-Άχμαντ Αλ-Τζάμπερ Αλ-Σαμπάχ, που ανέλαβε καθήκοντα στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, διαδεχόμενος τον προκάτοχο και ετεροθαλή του αδελφό. Οι απαντήσεις δεν αποκλείεται να βρεθούν ενόσω θα ενισχύονται οι πιέσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το Κουβέιτ εκ μέρους των ισχυρότερων περιφερειακών παικτών –γεγονός που εκτιμάται ότι δεν θα αργήσει πολύ να συμβεί.

Ο πρώτος μήνας προσαρμογής του νέου κουβεϊτιανού ηγέτη συμπίπτει με τις τελευταίες εβδομάδες που μεσολαβούν μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 2020, ημέρα διεξαγωγής των αμερικανικών προεδρικών εκλογών –το αποτέλεσμα των οποίων αναμένεται να κρίνει πολλά.

photo:Ο νέος Εμίρης του Κουβέιτ, Nawaf al-Ahmad al-Sabah, κατά την ορκωμοσία του στο κοινοβούλιο, στην πόλη του Κουβέιτ, στις 30 Σεπτεμβρίου 2020. Kuwait News Agency/Handout via REUTERS

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

http://www.foreignaffairs.gr/articles/72934/gabriil-xaritos/i-eksoteriki-politiki-toy-koybeit-allazei?page=show

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα