Μια ανάγνωση του κλασικού ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη, που τόσο τραγουδήθηκε από τον κόσμο
Φωτίζοντας ορισμένα στοιχεία του χαρακτήρα του Ελπήνορα της «Κίχλης», στη Δοκιμή «Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», ο Σεφέρης γράφει: «Θα γινόμουν ίσως πιο σαφής, αν ο αναγνώστης είχε υπόψη του σημεία της προηγούμενης εργασίας μου, όπου ο Ελπήνορας εμφανίζεται είτε σαν ατομικός είτε σαν ομαδικός χαρακτήρας. Οσο μπορώ να θυμηθώ τώρα, θ’ άρχιζα από τη Στροφή. Οι “ανίδεοι και χορτάτοι” που φάγανε τα γελάδια του Ηλιου, είναι Ελπήνορες· το ίδιο θα έλεγα για τους υπομονετικούς της “Αρνησης”».
Τι λένε λοιπόν οι «υπομονετικοί» της «Αρνησης»; Στην πρώτη στροφή περιγράφουν μια μικρή ατυχία της ωραίας εκδρομής τους («μα το νερό γλυφό»), στη δεύτερη επαίρονται για τη συμφιλίωσή τους με τη φύση που σβήνει το ασήμαντο έργο τους («ωραία που φύσηξεν ο μπάτης/και σβήστηκε η γραφή»). Με τα δύο αυτά παραδείγματα του τρόπου που αντιμετωπίζουν σήμερα τα πράγματα, στην τρίτη στροφή συνοψίζουν και εξηγούν ότι έχουν ξεπεράσει πια τον αφελή ενθουσιασμό της νεότητας γιατί έχουν ωριμάσει («κι αλλάξαμε ζωή»). Αυτά λεν, επιχειρώντας να πλασάρουν τη μοιρολατρία τους, την παραίτηση από κάθε προσπάθεια και φιλοδοξία, ως σωφροσύνη και ωριμότητα. Και τι λέει ο ποιητής γι’ αυτούς; Ας θυμηθούμε πρώτα ότι ο τίτλος κάθε ποιήματος δεν εκφέρεται από τον άνθρωπο ή τους ανθρώπους που μιλούν σ’ αυτό, δεν περιλαμβάνεται στα λόγια τους, αλλά τίθεται από τον ποιητή, είτε για να τους ονομάσει, είτε ως σύνοψη ή σχόλιο στα λόγια τους, που αποτελούν το ποίημα. Τον τίτλο/σχόλιο, που χρησιμοποιεί συχνά και ο Σεφέρης, εδώ τον χρησιμοποιεί για να στηλιτεύσει την ιδεολογικοποίηση της ηττοπάθειας των ανθρώπων που μιλούν στο ποίημα και την πρόθεσή τους να πλασάρουν την παραίτησή τους από τη ζωή ως σωφροσύνη· στάση, που ο ποιητής χαρακτηρίζει ως άρνηση, άρνηση δηλαδή της ζωής.
Οταν, ύστερα από πολλά χρόνια, το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη, θα περίμενε κανείς ότι το τραγούδι θα είχε ειρωνικό χαρακτήρα, ότι οι τραγουδιστές θα κορόιδευαν τους «υπομονετικούς» ή τους παραιτημένους της ζωής. Και αυτό θα περίμενε κανείς να συμβαίνει κατεξοχήν σε στιγμές που οι άνθρωποι που αγαπούσαν και τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι είχαν λόγους να πιστεύουν ότι η ανάληψη δράσης ή η αντίσταση στον τρόπο ζωής που τους είχε επιβληθεί ήταν απαραίτητη, ή τουλάχιστον επιθυμητή. Μιλώ βέβαια για τα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών, που είχε απαγορεύσει το τραγούδι, συμβάλλοντας έτσι στη δημοφιλία του. Αντί όμως για τον αναμενόμενο ειρωνικό τόνο, ο κόσμος το τραγουδούσε στις ταβέρνες με φουσκωμένο από τη συγκίνηση στήθος, θεωρώντας ότι το τραγούδι λέει κάτι ηρωικό ή αντιστασιακό. Με τον ίδιο τρόπο εξάλλου, την ίδια εποχή, τραγουδούσε και τους «μοιραίους» του Βάρναλη, μελοποιημένους κι αυτούς από τον Θεοδωράκη ως εμβατήριο, και επίσης φυσικά απαγορευμένους από τη χούντα, ενώ κι εδώ πρόκειται βέβαια για τα λόγια απολύτως παραιτημένων και άβουλων ανθρώπων.
* Ο κ. Δημήτρης Κελαϊδίτης είναι δοκιμιογράφος – μεταφραστής.
“Καθημερινή”
Ευγνώμονες,
γι’ αυτή τήν, ορθή,
ανάγνωση,
αγαπητέ κ. Δημήτρη Κελαϊδίτη!
ΑΡΝΗΣΗ,
λοιπόν: