Σύμφωνα με το νέο ψηφιακό εγχειρίδιο κανόνων της ΕΕ, οι διαδικτυακές πλατφόρμες πρέπει να επιτρέπουν στους ελεγκτές να εξετάζουν σε βάθος και να βαθμολογούν τους αλγορίθμους τους. Αλλά πολλά είναι τα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από μια τέτοια δραστηριότητα.
Ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) θα εισαγάγει ένα ειδικό καθεστώς για τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες από τον Αύγουστο. Αυτές οι συστημικές πλατφόρμες θα πρέπει να αναλύουν πιθανούς κοινωνικούς κινδύνους, όπως η διάδοση παραπληροφόρησης, και να υποβάλλουν μέτρα για τον περιορισμό των κινδύνων.
Αυτά τα μέτρα ανάλυσης και μετριασμού των κινδύνων θα υπόκεινται σε ανεξάρτητους ελέγχους που θα αξιολογούν την καταλληλότητά τους για τη συμμόρφωση με την DSA. Συνεπώς, αυτή η διαδικασία ελέγχου θα είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο οι πλατφόρμες ερμηνεύουν και προσαρμόζονται στους νέους κανόνες της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε σχέδιο της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης για τον καθορισμό της μεθοδολογίας για τους εν λόγω ανεξάρτητους ελέγχους. Ωστόσο, η ανατροφοδότηση από ελεγκτικές εταιρείες, εταιρείες τεχνολογίας και την κοινωνία των πολιτών υποδεικνύει διάφορα κρίσιμα σημεία για αυτό το ανεξερεύνητο έδαφος.
Ελεγκτές
Οι ελεγκτικές εταιρείες έχουν επισημάνει σταθερά την έλλειψη βιομηχανικών προτύπων βάσει των οποίων θα ελεγχθούν οι αλγόριθμοι στα σχόλιά τους και ζήτησαν από την Επιτροπή πρόσθετη καθοδήγηση σχετικά με το «εύλογο επίπεδο διασφάλισης» για τη συμμόρφωση με τις διάφορες υποχρεώσεις της DSA.
«Το επιστημονικό πλαίσιο δεν υπάρχει. Δεν έχουμε τις απαντήσεις για το τι στοχεύει να επιτύχει αυτός ο νόμος. Πώς ορίζετε έναν συστημικό κίνδυνο; Πώς τον μετράτε;», δήλωσε στη EURACTIV η Adriana Iamnitchi, καθηγήτρια υπολογιστικών κοινωνικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ.
Ο συμβουλευτικός κολοσσός PwC έγραψε στην απάντησή του ότι «το να καταστήσουμε τον ελεγκτή κριτή για το τι συνιστά συμμόρφωση [και τι οχι] θα οδηγήσει πιθανότατα σε μεταβλητότητα και ενδεχομένως να δημιουργήσει διαφωνίες μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών ως προς το ποιος έχει θέσει τον πήχη στο σωστό επίπεδο και αν οι διάφορες οντότητες αντιμετωπίζονται δίκαια».
Πλατφόρμες
Η ασυνέπεια και η έλλειψη συγκρισιμότητας είναι κάπως αναμενόμενες, δεδομένων των διαφορετικών τύπων πλατφορμών που θα υπόκεινται στους ελέγχους, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έως τις μηχανές αναζήτησης.
Οι εταιρείες τεχνολογίας θεωρούν ότι η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη είναι υπερβολικά κανονιστική, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των περιπτώσεων χρήσης και δεν δεσμεύει τους ελεγκτές να είναι αναλογικοί στις αξιολογήσεις τους.
«Το μειονέκτημα της επιβολής ενός (υπερβολικά) κανονιστικού προτύπου είναι ότι περιορίζει την επιλογή των ελεγκτών και δίνει κίνητρο στους ελεγκτές να ακολουθούν αυστηρά το γράμμα του νόμου και όχι το πνεύμα του», αναφέρεται στην εισήγηση της Wikimedia.
Ένα σημείο στο οποίο φαίνεται να συμφωνούν οι ελεγκτές και οι πλατφόρμες είναι ότι θα πρέπει να προβλεφθεί κάποια ευελιξία για το πρώτο έτος, δεδομένης της πολυπλοκότητας της DSA και της καινοτομίας αυτής της ρύθμισης.
Ωστόσο, ένα πιο θεμελιώδες επιχείρημα των ψηφιακών φορέων είναι ότι ο κλάδος των ελεγκτών ενδέχεται να μην έχει την τεχνογνωσία για να αξιολογήσει τις εσωτερικές λειτουργίες των πλατφορμών.
«Αυτό μας δείχνει το παράδοξο στο οποίο βρισκόμαστε. Πολλές αδιαφανείς εταιρείες δεδομένων έχουν οδηγήσει σε πολυπλοκότητες που είναι πέρα από την εμβέλεια ακόμη και των ανθρώπων που η δουλειά τους είναι να τις μελετούν, δηλαδή των ακαδημαϊκών», δήλωσε στη EURACTIV η Catalina Goanta, αναπληρώτρια καθηγήτρια δικαίου και τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.
Κοινωνία των πολιτών
Στο επίκεντρο της ανατροφοδότησης των εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών βρίσκεται το ερώτημα: Ποιος θα ελέγχει τους ελεγκτές;
Σε μια κοινή απάντηση, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί Algorithm Watch και AI Forensic επεσήμαναν ότι οι ελεγκτικές εταιρείες ενδέχεται να έχουν κίνητρο να είναι επιεικείς στις αξιολογήσεις τους για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν συμβάσεις.
Αυτός ο κίνδυνος «διαφθοράς του ελέγχου» επιδεινώνεται σε ένα πλαίσιο χωρίς αντικειμενικά πρότυπα. Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες-ελεγκτές θα έχουν άπλετη διακριτική ευχέρεια να διαγράψουν τις πληροφορίες των εκθέσεων ως εμπιστευτικές, αποτρέποντας τη δημοσίευσή τους.
Για τα μέλη της κοινωνίας των πολιτών, ο καλύτερος τρόπος για να κρατηθούν οι ελεγκτές και οι πλατφόρμες υπό έλεγχο είναι να επιτραπεί σε ελεγχόμενους ερευνητές η πρόσβαση στην πλήρη έκδοση των εκθέσεων ελέγχου. Σύμφωνα με την DSA, οι ελεγμένοι ερευνητές επιτρέπεται να ζητούν δεδομένα από τις πλατφόρμες, αλλά ο ρόλος τους στον ελεγκτικό μηχανισμό είναι διαδικαστικά ακόμη στον αέρα.
Γενικότερα, φαίνεται να υπάρχει σκεπτικισμός από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών ως προς το κατά πόσον οι μεγάλες ελεγκτικές εταιρείες είναι σε θέση να αξιολογήσουν συστημικούς κινδύνους, όπως το τι μπορεί να συνεπάγονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τις δημοκρατικές διαδικασίες. Και υπάρχουν ήδη φορείς που προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό.
Ένας από αυτούς είναι ο Algorithm Audit, μια ΜΚΟ που έχει ως αποστολή να αξιολογεί ηθικά τα κριτήρια για τους αλγοριθμικούς ελέγχους, υποδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Η μεθοδολογία της ονομάζεται «algoprudence», ένα μείγμα αλγορίθμου και νομολογίας.
«Θα υπάρξει μια συλλογική διαδικασία εκμάθησης που θα διαρκέσει τρία έως πέντε χρόνια», δήλωσε ο συνιδρυτής του Algorithm Audit, Jurriaan Parie, προσθέτοντας ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή και το νέο της κέντρο για την αλγοριθμική διαφάνεια θα συνεργαστούν με τους ελεγκτές για τη θέσπιση βέλτιστων πρακτικών.
«Πρόκειται για μια διαδικασία. Αρχικά δεν θα είναι τέλεια, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Το ερώτημα είναι ποιος θα δίνει προσοχή σε αυτό», κατέληξε ο καθηγητής Iamnitchi.