Η ΓΟΗΤΕΊΑ ΤΟΥ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ: η επικαιρότητα της ακροδεξιάς.

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

RICHARD WOLIN*

ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”

Το 2003 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο ενός αμερικανού ιστορικού και διανοούμενου, του Ρίτσαρντ Βόλιν, “Η γοητεία του ανορθολισμού”. Στο βιβλίο αυτό ο Βόλιν αναζητά τις πνευματικές ρίζες της σύγχρονης ακροδεξιάς. Και για να τις βρει, ασχολείται με ιερά τέρατα της φιλοσοφίας. Απο τον Νίτσε, τον Μπατάιγ και τον Χάιντέγκερ ως τον Ντεριντά και τον Φουκώ. Λίγο πριν τον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών μίλησα με έναν φίλο στις Βρυξέλλες που έχει ζήσει και γνωρίζει καλά τη Γαλλία. Μου είπε πως ο κόσμος έχει αποενοχοποιήσει τον φασισμό. Λες σε κάποιον πως η Λεπέν είναι φασίστρια και σου απαντάει “και τι έγινε. Μπορεί να τα κάνει καλύτερα”.

Κάτι τρέχει στο σάπιο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Φαίνεται να αναβιώνει μια αντιδημοκρατική τάση που κυριαρχούσε τη δεκαετία του ’30. Φαίνεται να επιβεβαιώνεται το ρητό: les extremes se touchent ή, αλλιώς, τα άκρα συναντιόνται. Φαίνεται να έχουμε έκλειψη της πολιτικής και αμφισβήτηση της δημοκρατίας, έστω όπως την βιώσαμε τα τελευταία αρκετά χρόνια.

Υπάρχει, πράγματι, μια επιστροφή του ολοκληρωτικού φαινομένου; Και αν ναι, γιατί. Τι θα μπορούσε να σημαίνει η επιστροφή αυτή για τον σύγχρονο άνθρωπο; Οι νέες γενιές που δεν βίωσαν τις συνέπειες του ολοκληρωτισμού δεν λαμβάνουν υπόψη τι θα τις συμβεί ή, και η ολοκληρωτική αντίληψη έγινε αποδεκτή επειδή έχει φθαρεί η δημοκρατία;

Αυτά και μερικά άλλα ερωτήματα μας οδήγησαν στη σκέψη να ασχοληθούμε και με εκπομπές και με κείμενα στο ξαναδιάβασμα της σκέψης ορισμένων απο τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου και του 20ου αιώνα γιατί θα μας φανούν χρήσιμοι.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο πρόλογος στο βιβλίο του Βόλιν, γραμμένο απο τον ίδιο. Νομίζω θέτει τους βασικούς προβληματισμούς.

Παντελής Σαββίδης

Richard Wolin

Το βιβλίο αυτό διερευνά παλιά, αμαρτωλά μυστικά. Επανεξετάζει την προβληματική σχέση της διανόησης με τη δεξιά πολιτική της δεκαετίας του ’30 και αναλύει τις συνέπειες της σχέσης αυτής για τη σύγχρονη πολιτική ζωή.

Θα ήταν βολικό να δεχτούμε, όπως υποστήριξαν μερικοί, ότι ο φασισμός ήταν ένα αντιδιανοητικό φαινόμενο που προσέλκυσε μόνο εγκληματίες και αχρείους. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν ισχύει.

Πολλοί πρωτοπόροι διανοούμενοι της Ευρώπης ασπάστηκαν το πολιτικό όραμα του φασισμού.

Αλλωστε, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το κραχ του ’29 η αξιοπιστία της δημοκρατίας είχε διαβρωθεί σε ανεπανάληπτο βαθμό. Ένας πρόχειρος κατάλογος των φίλων του φασισμού στο χώρο της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας -με ονόματα όπως αυτά του

Ερνστ Γιούνγκερ, του Gottfried Benn, του Μάρτιν Χάιντεγκερ, του Καρλ Σμιτ, του Robert Brasillach, του Pierre Drieu La Rochelle, του Λουί- Φερντινάν Σελίν, του Πωλ ντε Μαν, του Έζρα Πάουντ, του Giovanni Gentile, του Φίλιππο Μαρινέττι, του Gabriele d’ Annunzio, του Γ. Μπ. Γέητς, του Wyndham Lewis-

δεν θα αποκάλυπτε παρά την κορυφή μόνο ενός τεράστιου παγόβουνου. Σήμερα μάλιστα, που οι μαρξιστικές ερμηνείες με βάση τις οικονομικές αιτίες του φασισμού έχουν πλέον απαξιωθεί, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να επανεξετάσουμε με τη δέουσα προσοχή τις πνευματικές ρίζες της ακροδεξιάς πολιτικής.

Η ιστορική διαπλοκή της διανόησης και της άκρας δεξιάς έχει επηρεάσει τον σύγχρονο πολιτικό λόγο με πολλούς τρόπους. Τη δεκαετία του ’90 διάφορα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη, όπως το Αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας του Γιοργκ Χάιντερ και το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, σημείωσαν πρωτοφανείς επιτυχίες στις εκλογές. Διάφορα άλλα πολιτικά κόμματα με παρόμοιο εθνοκεντρικό, εθνικιστικό προφίλ αύξησαν θεαματικά τα ποσοστά τους στη Σκανδιναβία, το Βέλγιο και σε ορισμένα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν πρόσφατα κερδίσει την ανεξαρτησία τους. Όπως ήταν φυσικό, οι πολιτικοί σχολιαστές άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως όντως συμβαίνει το αδιανόητο και τα φαντάσματα του φασισμού επιστρέφουν στη ζωή.

Στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ο μεταμοντερνισμός άντλησε έμπνευση από τις διδασκαλίες του Φρήντριχ Νίτσε, του Μάρτιν Χάιντεγκερ, του Μωρίς Μπλανσό και του Πωλ ντε Μαν – όλοι εκ των οποίων ήταν πρόδρομοι του φασισμού ή συμμετείχαν στο παροιμιώδες «ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό». Έτσι άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα η δυσοίωνη προοπτική μιας περίεργης αναβίωσης της αντιδημοκρατικής τάσης που κυριαρχούσε τη δεκαετία του ’30 – αυτή τη φορά, όμως, υπό την αιγίδα της πανεπιστημιακής αριστεράς. Αυτές οι προκλητικές και ανησυχητικές συνάφειες μοιάζουν να επιβεβαιώνουν ένα παλιό πολιτικό ρητό: les extremes se touchent ή, αλλιώς, τα άκρα συναντιόνται.

Σήμερα «φαίνεται ότι η θύελλα του μεταμοντερνισμού έχει κοπάσει για τα καλά. Έξω από το μικρόκοσμο της σύγχρονης πανεπιστημιακής κοινότητας, το πρόγραμμα του μετα- μοντερνισμού που «αποχαιρετούσε» τον ορθό λόγο δεν μπόρεσε να ριζώσει, και οι τολμηρές του διακηρύξεις για το τέλος των «μετααφηγησεων» της ανθρώπινης χειραφέτησης δεν έγιναν ευρέως αποδεκτές. Επιπλέον, οι Ανατολικοευρωπαίοι αντιφρονούντες, που με τα γραπτά και τη δράση τους ενέπνευσαν τις «επαναστάσεις του 1989», υιοθέτησαν τη ρητορική των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στον αγώνα τους για την ανατροπή του ολοκληρωτισμού. Στην περίπτωση αυτή αναβίωσε λοιπόν ένας πολιτικός προσανατολισμός που εμφορούνταν από τις αξίες του δυτικού ανθρωπισμού, τις οποίες η πολιτισμική αριστερά έχει κατηγορήσει ως όργανο της αμερικανικής ηγεμονίας, κι έφερε σημαντικά αποτελέσματα.

Στη δεκαετία του ’80 και του ’90, η πανεπιστημιακή αριστερά επιχείρησε να αντικαταστήσει το λόγο της δημοκρατικής νομιμότητας με την αντιοικουμενική έννοια της «πολιτικής της ταυτότητας».* Αλλά η προσέγγιση αυτή ήταν γεμάτη αντιφάσεις και προβλήματα. Η πολιτική της ταυτότητας -η αντιπολιτική της πολιτισμικής αυτοεπιβεβαίωσης– μπορεί να έμοιαζε εύλογη και ελκυστική σε πολιτικά καθεστώτα όπου είχαν κατοχυρωθεί και εδραιωθεί τα βασικά συνταγματικά και νομικά δικαιώματα. Οι ρυθμίσεις αυτές εξασφαλίζουν έναν πολιτικό χώρο -έναν «μαγικό τοίχο»,· θα λέγαμε, που προστατεύει από κυβερνητικές παρεμβάσεις- στον οποίο τα άτομα μπορούν να διερευνούν τις ποικίλες διαστάσεις της πολιτισμικής τους ταυτότητας χωρίς να απειλούν την ταυτότητα άλλων ατόμων ή ομάδων. Σε χώρες όμως που δεν παρέχουν παρόμοιες εγγυήσεις -ο νους μας πάει στις περιπτώσεις της Βοσνίας, της Ρουάντας και της Αλγερίας- η πολιτική της ταυτότητας προξένησε ανείπωτες τραγωδίες. Οι εμπειρίες αυτές επιβεβαιώνουν έναν από τους βασικούς κανόνες της πολιτικής νεωτερικότητας:

οι τυπικές εγγυήσεις της διαδικαστικής δημοκρατίας παραμένουν αναγκαία προϋπόθεση για το σεβασμό των αξιών της ανοχής και της αμοιβαίας αναγνώρισης. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε το ιδίωμα της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, οι εμπειρίες αυτές επιβεβαιώνουν την προτεραιότητα του «ορθού» έναντι του «αγαθού».

Έτσι, εκ των υστέρων, η θέση του μεταμοντερνισμού, που διατυπώθηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο στο έργο του Μισέλ Φουκώ, ότι η θεσμοθέτηση του «λόγου» και της «προόδου» δεν οδηγεί στη χειραφέτηση αλλά στην ενίσχυση της κυριαρχίας, ηχεί κυνική και αβάσιμη από εμπειρική άποψη. Το «τρίτο κύμα» του εκδημοκρατισμού που σάρωσε στη δεκαετία του ’80 και του ’90 την Ανατολική Ευρώπη, τη Νότια Αμερική και (πιο διατακτικά) την Ασία απέδειξε ότι η κληρονομιά του δημοκρατικού ανθρωπισμού διατηρεί σημαντικά αποθέματα ισχύος. Αντιθέτως, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις που εξέτασα από τη δεκαετία του ’30, η ιδεολογική εχθρότητα προς τις δημοκρατικές αξίες μπορεί να φέρει κα-ταστροφικά πολιτικά αποτελέσματα.

Μία από τις μεγαλύτερες ειρωνείες της σημερινής εποχής είναι ότι ο μεταμοντερνισμός παρήκμασε ταχύτερα και ευρύτερα στη σύγχρονη Γαλλία, τη θεωρούμενη φιλοσοφική του γενέτειρα. Στη δεκαετία του ’70 και του ’80, οι αξίες του ανθρωπισμού θεωρήθηκαν το αποτελεσματικότερο μέσο προστασίας από τις ακρότητες της «επαναστατικότητας», οι κα-ταστροφικές συνέπειες της οποίας -στην Ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ και στην Καμπότζη του (σπουδαγμένου στο Παρίσι) Πολ Ποτ- ήταν πλέον αδιαμφισβήτητες. Οι Γάλλοι διανοούμενοι δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο χαλαρός μεταμοντέρνος σχετικισμός δεν διέθετε τους ηθικούς και εννοιολογικούς πόρους που θα τους επέτρεπαν να αντιταχθούν στα εγκλήματα και τις αδικίες της τυραννίας στον υπόλοιπο κόσμο αλλά και στη Γαλλία. Έτσι τονώθηκε ξανά η πίστη στα ανθρώπινα δικαιώματα ως έναν αξεπέραστο πολιτικό ορίζοντα της εποχής μας.

Η σημερινή απογοήτευση από τον μεταμοντερνισμό οφείλεται εν πολλοίς στις σύγχρονες πολιτικές συνθήκες.

Η επιστροφή του ανθρωπισμού σηματοδοτεί το τέλος του μεταμοντερνισμού.

0 ολοκληρωτισμός ήταν η καθοριστική πολιτική εμπειρία του 20ού αιώνα. Μετά από αυτόν εδραιώθηκε μια νέα κατηγορική προσταγή: όχι άλλα Άουσβιτς, όχι άλλα γκου- λάγκ.

Σήμερα ξέρουμε ότι ένα απόλυτο χάσμα χωρίζει τα δημοκρατικά και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Παρά τις εγνωσμένες αδυναμίες τους, οι δημοκρατικές πολιτείες έχουν την ικανότητα να αλλάζουν πολιτικά εκ των ένδον, κάτι το οποίο είναι αδύνατο στις ολοκληρωτικές κοινωνίες.

0 λόγος του μεταμοντερνισμού που διακηρύσσει τις αξίες του πολιτισμικού σχετικισμού και αντιμετωπίζει, στην καλύτερη περίπτωση, με αμφιθυμία τους δημοκρατικούς κανόνες δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις ηθικές και πολιτικές ανάγκες της εποχής μας.

Καρλ Σμίτ

Παρότι η παρούσα μελέτη διερευνά το πλέγμα των σχέσεων που συνδέουν τον φασισμό με ορισμένους διανοούμενους -πολλοί εκ των οποίων κατέχουν περίοπτη θέση στο πάνθεο του μεταμοντερνισμού-, στόχος μου δεν είναι η δημιουργία ενόχων «εκ συγγένειας».

Ενώ ιστορικά ο φασισμός εναγκαλίστηκε τις αξίες του ισχυρού κράτους, η μεταμο-ντέρνα πολιτική σκέψη κλίνει, αντιθέτως, προς έναν φιλοσοφικό αναρχισμό. Κατά κανόνα, αντιμετωπίζει όλους τους πολιτικούς θεσμούς -και τους δημοκρατικούς- με έμφυτη καχυποψία. Από πρακτική άποψη, η στάση αυτή σημαίνει την

εγκατάλειψη της πολιτικής πραγματικότητας και τη στροφή σε γενικόλογες, ακαδημαϊκές συζητήσεις περί «του πολιτικού».

Η κριτική που ασκώ στον μεταμοντερνισμό έχει διαφορετικό σκοπό. Η άποψή μου είναι ότι σε κάποιο βαθμό η εχθρότητα του μεταμοντερνισμού προς τον «ορθό λόγο» και την «αλήθεια» είναι πνευματικά αδόκιμη και έχει παραλυτικές συνέπειες για την πολιτική. Συχνά η δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζει τη λογική και την επιχειρηματολογία γίνεται τόσο ακραία ώστε στερεί τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς από οποιοδήποτε έρεισμα και δυνατότητα προσανατολισμού – τους αφήνει ηθικά και πολιτικά ανυπεράσπιστους. ‘Οταν, σύμφωνα με την πρακτική της νεονιτσεϊκής «ερμηνευτικής της υποψίας», ο ορθός λόγος και η δημοκρατία γίνονται αντικείμενα αμφισβήτησης και αντιμετωπίζονται με καχυποψία,

το αποτέλεσμα είναι μια πολιτική αδυναμία, ένας κίνδυνος παραίτησης από κάθε δυνατότητα θετικής δράσης στην κοινωνία.

0 σκοτεινός θεωρητικός λόγος του μεταμοντερνισμού -τον οποίο μόνον οι μυημένοι και οι οπαδοί του μπορούν να κατανοήσουν- κινδυνεύει να υποκαταστήσει την ίδια την πολιτική πράξη και να γίνει αυτοσκοπός.

Φρίντριχ Νίτσε

Με τον τρόπο αυτό, η μεταμοντέρνα αριστερά κινδυνεύει να στερήσει τη δημοκρατία από πολύτιμους κανονιστικούς πόρους, σε μια καθοριστική ιστορική συγκυρία. Σε καιρούς κρίσης -όπως είναι η περίοδος που διανύουμε, με τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, στον οποίο διακυβεύονται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες μας- είναι επιτακτική ανάγκη να διαφυλάξουμε ένα «δημοκρατικό μίνιμουμ».

Η μεταμοντέρνα πολιτική σκέψη βιάζεται να απορρίψει τη δημοκρατική παράδοση όταν υποβαθμίζει τη σημασία της συναίνεσης και της σύναψης συμμαχιών και προκρίνει την αγωνιστική πολιτική.

Κληρονομεί έτσι ένα από τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά του «αριστερισμού», την κυνική υπόθεση ότι οι δημοκρατικοί κανόνες είναι ένα προπέτασμα καπνού που συγκαλύπτει εδραιωμένα συμφέροντα.

Είναι βέβαιο ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να εξυπηρετούν, και πράγματι εξυπηρετούν, τέτοιους σκοπούς, δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν ένα βασικό ηθικό αντίβαρο, που βοηθά στην αποκάλυψη και την αμφισβήτηση των κυρίαρχων συμφερόντων.

Οι σημαντικές πολιτικές επιτυχίες που έχουν καταγράψει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες διάφορες κοινωνικές ομάδες που ήταν μέχρι πρότινος στο περιθώριο (οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι εθνικές μειονότητες) καθιστούν σαφές ότι εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί μια λογική πολιτικής ενσωμάτωσης. Καταδεικνύουν ότι οι δημοκρατικές αρχές και οι θεσμοί εξακολουθούν να παρέχουν τη δυνατότητα προώθησης προοδευτικών πολιτικών αλλαγών. ‘Οταν απαρνούμαστε αυτές τις δυνατότητες, απαρνούμαστε την ίδια την προοδευτική πολιτική.



ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ

Είναι αναγκαίο να κάνουμε εδώ μια βασική ορολογική διευκρίνιση για την έννοια του «μεταμοντερνισμού», η καταχρηστική χρήση της οποίας στη βιβλιογραφία δημιουργεί ανα-πόφευκτα διάφορες παρανοήσεις.

Οι συζητήσεις γύρω από τον μεταμοντερνισμό πήγασαν από τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην αρχιτεκτονική και στις καλές τέχνες μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι συζητήσεις αυτές υποστηρίζουν ότι οι έννοιες-κλειδιά του αισθητικού μοντερνισμού -ο φορμαλισμός, ο ερμητισμός, το βάθος, ο καλλιτέχνης ως «ιδιοφυία»– έχουν πλέον εξαντληθεί. Ο μεταμοντερνιομός πρόβαλε ένα νέο, εξωστρεφές, πραγματιστικό και λαϊκό πνεύμα στις τέχνες, ένα πνεύμα που αντανακλάται στην ποπ εικονογραφία του Άντυ Γουώρχολ και στην εκ νέου ανακάλυψη της λαϊκής αμερικανικής αρχιτεκτονικής από τον αρχιτέκτονα Robert Venturi («Learning from Las Vegas»).

Στις εικαστικές τέχνες, ο μεταμοντερνισμός σήμανε τη μετάβαση από το εξεζητημένο ύφος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στη «νέα αμεσότητα» της καλλιτεχνικής σκηνής της δεκαετίας του ’60: ποπ αρτ, εννοιολογική τέχνη, επιτελεστική τέχνη [performance art], χάπενιγκ.

Στην αρχιτεκτονική, απέρριψε το «διεθνές στυλ», χαρακτηριστικό παράδειγμα του οποίου είναι η πνιγηρή ομοιομορφία των «κουτιών από γυαλί και ατσάλι» (ο λειτουργισμός του Μπάουχαους), και υιοθέτησε την πρακτική ενός συχνά τυχαίου και ad hoc δανεισμού από παλιότερες, παραδοσιακές προσεγγίσεις.

Στη λογοτεχνία, οι διάφορες μεταμοντέρνες τάσεις έπαιξαν με τη δελεαστική ιδέα της «μετααφήγησης», δηλαδή της λογοτεχνικής γραφής η οποία διερευνά ή θέτει σε αμφισβήτηση τον ίδιο το λόγο της ύπαρξής της.

Αργότερα, υπό την επιρροή του «μεταδομισμού» ή της γαλλικής «θεωρίας», ο μεταμοντερνιομός προέβη σε μια ευρύτερη επίθεση κατά των επιστημολογικών και ιστοριογραφικών αρχών της νεωτερικότητας: της αντικειμενικής αλήθειας και της ιστορικής προόδου.

Περί το 1980 οι θεωρίες του μεταμοντερνισμού (στις τέχνες) και του μεταδομισμού (στη φιλοσοφία) συγχωνεύθηκαν τελικώς στο ακαδημαϊκό- πνευματικό φαντασιακό της Βόρειας Αμερικής.

Στις σελίδες που ακολουθούν πραγματεύομαι τον μεταμοντερνισμό με την τελευταία σημασία, που συνεπάγεται την απόρριψη των πνευματικών και πολιτισμικών προκείμενων της νεωτερικότητας στο όνομα της «θέλησης για δύναμη» (Νίτσε), της «κυριαρχίας» (Μπατάιγ), μιας «άλλης απαρχής» (Χάιντεγκερ), της «διαφωράς» (Ντερριντά) ή της «διαφορετικής οικονομίας των σωμάτων και των ηδονών» (Φουκώ).

Νέα Υόρχη, Απρίλιος 2003

Richard Wolin (γεννημένος το 1952) είναι ένας Αμερικανός διανοούμενος ιστορικός που γράφει για την ευρωπαϊκή φιλοσοφία του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ και την ομάδα στοχαστών που είναι συλλογικά γνωστή ως Σχολή της Φρανκφούρτης.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα