Η Τουρκία δεν διαθέτει συστήματα αεράμυνας που να τα ελέγχει επιχειρησιακά, ανεξάρτητα και αυτόνομα, και όποτε απαιτηθήκαν για επιχειρησιακούς λόγους (και στους δύο πολέμους του Κόλπου αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία), χρησιμοποιήθηκαν οι συστοιχίες Patriot του ΝΑΤΟ που σταθμεύουν στο τουρκικό έδαφος. Η επιθυμία της Τουρκίας να αποκτήσει και να λειτουργήσει ανεξάρτητα αντιαεροπορικά συστήματα έχει γίνει ισχυρότερη κατά την τελευταία δεκαετία, και η συμφωνία με τη Ρωσία, είναι άλλο ένα βήμα προς την υλοποίηση του στόχου αυτού.
Όσοι έχουν εμπλοκή με το ΝΑΤΟ γνωρίζουν, ότι οι Τούρκοι αξιωματούχοι επανειλημμένα έθεταν θέματα ελέγχου εναερίου χώρου διότι, κατά την άποψή τους, καθυστερημένα τοποθετήθηκαν οι συστοιχίες Patriot στο τουρκικό έδαφος. Επίσης, σε κάθε ευκαιρία υποστήριζαν, ότι οι περιορισμοί που αφορούσαν τη λειτουργία του συστήματος αποτελούσε μείζον πρόβλημα για την Τουρκία. Επιπλέον, η απόφαση για την απόκτηση των νέων αντιαεροπορικών συστημάτων από τη Ρωσία αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη επιθυμία της Άγκυρας να προωθήσει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, να αναπτύξει έναν μηχανισμό ασφαλείας που θα είναι πιο σημαντικός από ό, τι έχει σήμερα στη διάθεσή της και που θα βασίζεται σε προηγμένες ανεξάρτητες δυνατότητες παραγωγής. Ένα σημείο άξιο προσοχής είναι ότι, ούτε η Ρωσία ούτε η Τουρκία, έχουν παράσχει στοιχεία σχετικά με την ανταλλαγή τεχνογνωσίας στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής.
Από τη πλευρά της Ρωσία, πέρα από το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον της στην αξιοποίηση των ευκαιριών για την προώθηση των εξαγωγών όπλων της κερδίζει τις εντυπώσεις, καθώς ένα μέλος του ΝΑΤΟ εμπιστεύεται συστήματα αεράμυνας Ρωσικής τεχνολογίας. Το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η δημιουργία ρήγματος στις τάξεις του ΝΑΤΟ, προκειμένου να το αποσταθεροποιήσει, με συγκεκριμένο στόχο την επιδείνωση του χάσματος μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ. Πράγματι, το μέτρο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας τυπικός ρωσικός ελιγμός, γνωστός από το παρελθόν, εκμεταλλευόμενοι την προμήθεια όπλων, ως μοχλό για την προώθηση των στόχων του διεθνούς θεάτρου. Η τάση αυτή είναι επίσης σαφής στο πλαίσιο των ρωσικών προσπαθειών και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, όπως εκφράστηκε πρόσφατα στο σχέδιο για την πώληση συστημάτων S-400 και στη Σαουδική Αραβία.
Μετά από αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις και απειλές για την ασφάλεια της, όχι μόνο όσες προέρχονται από ανατολικά με τη κούρσα αγοράς και εκσυγχρονισμού οπλικών συστημάτων, αλλά και από το νότο στη Μεσόγειο θάλασσα. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ έχουν κατά καιρούς καταλήξει σε σχετικές αποφάσεις στον τομέα αυτό, όμως μπορούν και πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, ιδιαίτερα μετά την αναξιόπιστη συμπεριφορά των Τούρκων, μετά τα αποτυχημένο πραξικόπημα, όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την οικονομική σταθεροποίηση, την οικοδόμηση αμυντικών ισορροπιών, τη θαλάσσια ασφάλεια, και τον έλεγχο των συνόρων. Ιδιαίτερα στο τελευταίο θα πρέπει να αναπτυχθεί ένας στρατηγικός διάλογος εντός του ΝΑΤΟ, καθώς και με τους εταίρους της ΕΕ σχετικά με την κρίση που πλήττει την ασφάλεια στην ευρωμεσογειακή περιοχή.
Οι απειλές στον χώρο του Νότου έχουν άμεσο και αρνητικό αντίκτυπο στην ευρωατλαντική ασφάλεια για τους παρακάτω λόγους:
- οργανωμένες επιθέσεις από ισλαμικά τρομοκρατικά δίκτυα σκοτώνουν αμάχους ανυποψίαστους πολίτες στην Ευρώπη,
- μαζικές ροές παράνομων μεταναστών από τις εμπόλεμες χώρες θέτουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε ανασφάλεια, σε κοινωνικές αναδιαρθρώσεις και πολιτικές συγκρούσεις,
- μια διαρκή οικονομική ύφεση και ζημιές στο εμπόριο από την αστάθεια στις χώρες εισόδου της Ευρώπης.
Όλες αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία, ενώ αγωνιζόμαστε να ανακάμψουμε από την κρίση. Καμία από αυτές τις απειλές έχουν αποκλειστικά στρατιωτικά γνωρίσματα. Αλλά, όλες τους έχουν τη στρατιωτική και πολιτική διάσταση, που είναι απολύτως αλληλένδετες.
Ως πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία, το ΝΑΤΟ μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση αυτών των απειλών για χάρη της Ευρω-Ατλαντικής ασφάλειας.
Βέβαια αναγνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι η Τουρκία για τους Αμερικανούς και στην ερώτηση αν μπορεί να επωφεληθεί η Ελλάδα από την περαιτέρω επιδείνωση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης τους η απάντηση είναι πολύπλοκη. Για να διασφαλιστεί, ότι η τρέχουσα κρίση μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους γεωπολιτικούς αντιπάλους της Τουρκίας, είναι προϋπόθεση ότι τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας θα διαταραχθούν.
Πιστεύω ότι οι δύο χώρες θα επιδείξουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις ανησυχίες του άλλου. Η Τουρκία επιθυμεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να δείξουν μια πιο διαφοροποιημένη εκτίμηση των ανησυχιών για την ασφάλεια της, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν η Τουρκία να δείξει μια αυστηρή δέσμευση για τη διακυβέρνηση του κράτους δικαίου.
Δυστυχώς για την Ελλάδα, φαίνεται, η επίμονη απουσία ενός οράματος εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών και στρατηγικής για την κατάσταση στο Ιράκ και τη Συρία εγείρει ανησυχίες, καθώς αμφότερες οι πλευρές εξακολουθούν να χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Άλλωστε από την τελευταία επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού διαπιστώσαμε ότι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών “επιθυμεί στα λόγια” να διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.
Μετά απ’ όλα αυτά διαφαίνεται ότι θα έχουμε έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις απ’ όλες τις πλευρές στο εγγύς μέλλον, έτσι αποφασίστηκε και η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα, οπότε στα εθνικά θέματα σήμερα χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε εθνική συνοχή και σύνεση.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαιλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ.
liberal.gr