Η αισθητική της βίας. Θεωρία καταστροφής.

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”

Στην παραλία Θεσσαλονίκης τοποθετήθηκε, προφανώς από το Δήμο. ένα stand με χάρτη που έδειχνε και περιέγραφε τα βουνά που φαίνονται απέναντι. Όλυμπος, Πιέρια κλπ. Για έναν επισκέπτη που έχει ακούσει για τον Όλυμπο αλλά δεν τον επισκέφθηκε ήταν μια μεγάλη διευκόλυνση. Έβλεπε, από απόσταση έστω, το “βουνό των Θεών”.

Λίγες ημέρες μετά την τοποθέτησή του ο χάρτης καταστράφηκε. Το παράδοξο είναι πως δεν ήταν μια τυφλή καταστροφή. Δεν καταστράφηκε, δηλαδή, από κάποιο στιγμιαίο θυμό. Από τότε που βανδαλίστηκε μια φορά και δεν επιτελεί το ρόλο για τον οποίο τοποθετήθηκε, δεν ξαναέγινε καμιά άλλη καταστροφική παρέμβαση. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι ο υπαίτιος της πράξης ήθελε να ακυρώσει τον σκοπό για τον οποίο τοποθετήθηκε ο χάρτης. Και αυτό του έδωσε μια ικανοποίηση. Γιατί; Μήπως την απάντηση διευκολύνει το παρακάτω κείμενο του Ζώρζ Μπατάιγ;

Ο Ζώρζ Μπατάιγ υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα διανοουμένου ως προς την οπτική που έβλεπε τα πράγματα. Αναμφίβολα υπήρξε ένας σημαντικός φιλόσοφος.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Βόλιν “Η γοητεία του ανορθολογισμού” που επιγράφεται “η αισθητική της βίας”. Το δεύτερο μέρος του τίτλου είναι επιλογή των “Ανιχνεύσεων”, όπως και οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν το κείμενο.

Υπάρχει μια ηδονή πίσω από την καταστροφή. Κ αι αυτήν θέλουμε να αναδείξουμε με το κείμενο αυτό του Ζώρζ Μπατάιγ. 

Τις αντιλήψεις του Σπένγκλερ και του Μπατάιγ για τον πολιτισμό συνδέει μια αισθητική της βίας, που αποτελεί χα­ρακτηριστικό γνώρισμα της λεγόμενης «γενιάς του μετώ­που». Σε ένα κείμενο-κλειδί του βιβλίου του Η παρακμή της Δύσης, ο Σπένγκλερ, περιγράφοντας το «βιόκοσμο» του αί­ματος και του ενστίκτου τον οποίο απώθησε το φαουστικό πνεύμα της νεωτερικότητας, παρατηρεί: «Ο πόλεμος είναι η πρωτογενής πολιτική όλων των έμβιων όντων, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο αγώνας και η ζωή κατά βάθος είναι ένα και το αυτό και, όταν παραλύει η βούληση για αγώνα, σβήνει και το είναι». Για τον Γιούνγκερ, αντίστοιχα, «Ο πό­λεμος είναι μια μέθη πέρα από κάθε περιορισμό. Είναι μια φρενίτιδα χωρίς όρια και αναστολές, που μπορεί να συγκρι- θεί μόνο με τις δυνάμεις της φύσης». 0 Μπατάιγ (αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομά του στα γαλλικά σημαίνει «μάχη») πιστεύει κι αυτός ότι «Μάχη ίσον ζωή. Η αξία του ανθρώπου εξαρτάται από την επιθετική του δύναμη. Ένας ζωντανός άνθρωπος θεωρεί το θάνατο ως την ολοκλήρωση της ζωής· δεν τον βλέπει σαν κακοτυχία… ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΕ­ΜΟΣ». Όπως επισήμανε ο Martin Jay σε ένα πολύ γνωστό άρθρο του για τον Μπατάιγ, «Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, [ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος] φαίνεται ότι ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία [στον Μπατάιγ]. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλά από τα θέματα-εμμονές του Μπατάιγ μπορεί κανείς να δια­κρίνει μια συμπάθεια για τις εμπειρίες της εξαθλίωσης, της αρρώστιας, της βίας και της συλλογικότητας που χαρακτή­ριζαν τη ζωή στα χαρακώματα».

Στην κοσμοαντίληψη του Μπατάιγ και των Γερμανών νέ­ων συντηρητικών, ο πόλεμος παίζει έναν αναγκαίο, θετικό ρόλο. Καταργεί την principium individuationis, την αρχή της υποκειμενικότητας, στην οποία βασίζεται η ομοιογενής τάξη της αστικής κοινωνίας – ένας κόσμος ανομίας και κατακερ­ματισμού. Σύμφωνα με τον Μπατάιγ, «η γενική κίνηρη της ζωής πραγματοποιείται ανεξάρτητα από τα αιτήματα του κάθε ατόμου». Εξαίρει έτσι την ανιδιοτελή φύση της στρα­τιωτικής μάχης ως ένα είδος αισθητικού αυτοσκοπού: «Η δό­ξα. .. εκφράζει μια κίνηση παράφορης φρενίτιδας, δαπάνης ενέργειας χωρίς μέτρο, την οποία απαιτεί ο πυρετός της μά­χης. Η μάχη είναι ένδοξη γιατί κάθε στιγμή και πάντοτε είναι πέρα από υπλοογισμούς». Για παρόμοιους λόγους ο Μπα­τάιγ εξυμνεί τις προνεωτερικές «κοινωνίες πολεμιστών όπου οργίαζε η ωμή, ανεξάρτητη από υπολογισμούς βία και οι φανταχτερές μορφές μάχης». Υπ’αυτές τις συνθήκες, ο πόλε­μος δεν καθοριζόταν από τους χυδαίους σκοπούς των οικο­νομικών επιχειρήσεων και του κέρδους -όπως συμβαίνει στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό- αλλά ήταν ένας ένδοξος αυτο­σκοπός.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν υποστήριξε ότι η αισθητικιστική εξύμνηση της «βίας για τη βία» ή του «πολέμου για τον πόλεμο» ήταν η ουσία του φα­σισμού. Όπως παρατηρεί σ’ ένα πολύ γνωστό απόσπασμα:

«FIAT ARS – PEREAT MUNDUS» (Να γίνει τέχνη κι ας χαθεί ο κόσμος όλος), λέει ο φασισμός και περιμένει, όπως διακη­ρύσσει ο Μαρινέττι, πως ο πόλεμος θα ικανοποιήσει καλλι­τεχνικά τον καινούργιο τρόπο αισθητηριακής αντίληψης που δημιούργησε η τεχνική… Η ανθρωπότητα, που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την κάνει να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητική απόλαυση πρώτου μεγέθους. Έτσι έχουν τα πράγματα με την αισθητικοποίηση της πολιτικής, που καλλιεργεί ο φασισμός.

Στη σκέψη του Μπατάιγ, ο πόλεμος λειτουργεί ως ο προάγ- γελος ενός πολιτισμικού μετασχηματισμού με τον οποίο η πρωτοκαθεδρία της υποκειμενικότητας θα αντικατασταθεί από τις αξίες-ταμπού μιας «εκστατικής» κοινότητας: μιας κοινότητας που δεν θα καθορίζεται πλέον από τις εξισωτικές προκαταλήψεις μιας κουλτούρας του ματιού -από τους κα­νόνες της διαφάνειας, της ομοιότητας, της ισοδυναμίας- αλ­λά, αντίθετα, από τις αξίες του αυτοτραυματισμού, της δια­φοράς και της περατότητας. Τα πολιτικά γραπτά του Μωρίς Μπλανσό, του Jean-Luc Nancy και του Ζακ Ντερριντά συνε­χίζουν, στην πραγματικότητα, αυτό το μπαταϊγικό πρό­γραμμα ανάπτυξης μιας εκστατικής κοινότητας.

Στο Καταραμένο απόθεμα-και άλλα γραπτά, ο Μπατάιγ αντιδιαστέλλει τη δική του ανθρωπολογική θεωρία για τη «γενική οικονομία» προς την «περιορισμένη οικονομία» του σύγχρονου καπιταλισμού, μια εργαλειακή προσέγγιση που αδιαφορεί για ποιοτικές παραμέτρους ή σκοπούς. (Από την άποψη αυτή, μια από τις βασικές επιρροές του Μπατάιγ φαίνεται ότι ήταν η σημαντική διάκριση που κάνει ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Οικονομία και κοινωνία ανάμεσα στην «αξιακά προσανατολισμένη» [wertrationales] και στην «εργαλειακή» [zweckrationales] δράση.) Συγκλίνοντας με την προσέγγιση των Γερμανών θεωρητικών της εποχής του, ο Μπατάιγ ασπάστηκε ένα είδος βιταλισμού – υποστηρίζει το « πλεόνασμα της ζωής» ή το « πλεόνασμα της ζωντανής ύλης στο σύνολό της» ενάντια στις ορθολογικές μεθόδους υπολο­γισμού, που διακρίνουν τον καπιταλισμό. Στα “γραπτά κεί­μενά του τη δεκαετία του ’30 και του ’40 επιδίωξε να συν­δυάσει τη φιλοσοφία της ζωής (Lebensphilosophie) με έναν «ανθρωπολογικό ρομαντισμό», προβάλλοντας τις νοσταλγικές ολιστικές επιθυμίες της σύγχρονης κοινωνίας σε προνεωτερικές μορφές ζωής και προσδίδοντας έτσι σε αυτές μια ου­τοπική κανονιστική διάσταση.

0 Μπατάιγ επομένως, απορρίπτοντας τη σύγχρονη κοινωνία ως μια πεζή σφαίρα «απο- μάγευσης», προκρίνει τις προνεωτερικές κοινότητες ως ιστο­ρικά πρότυπα «επαναμάγευσης».

Η θεωρία του Μπατάιγ για την εκστατική κοινότητα συν­δέεται άρρηκτα με τη θεωρία του για τη «σπατάλη» και τη «δαπάνη» (expense). Εμπνεόμενος από το περίφημο έργο του Μαρσέλ Μως Το δώρο (1925), ο Μπατάιγ πρόβαλε ως κύ­ριο χαρακτηριστικό των προνεωτερικών κοινωνιών την ικανό­τητά τους για «μη παραγωγική δαπάνη» ή «σπατάλη». Όπως εξηγεί ο Μως, στις μη δυτικές κοινωνίες η ανταλλαγή δεν ήταν απλώς μια χυδαία οικονομική συναλλαγή. Συνιστούσε μάλλον ένα «καθολικό κοινωνικό φαινόμενο»: μια πράξη ανταλλαγής, εκτός από οικονομική, ήταν ταυτόχρονα θρησκευτική, αισθητική και κοινωνική πράξη. Περιγράφοντας τη φύση της δωρεάς και του πότλατς στις φυλετικές κοινω­νίες που μελέτησε, ο Μως υποστηρίζει ότι: «Στις προγενέ­στερες αυτές κοινωνίες… όλα τα φαινόμενα που συνιστούν την καθαυτή κοινωνική πραγματικότητα είναι στενά συνυφασμένα μεταξύ τους. Σ’ αυτά τα “ ολικά ” κοινωνικά φαινόμε­να. .. εκφράζονται ταυτόχρονα και μονομιάς κάθε είδους θε­σμοί: θρησκευτικοί, νομικοί, ηθικοί και οικονομικοί».

Όπως κι άλλοι κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι, ο Μπατάιγ εξέφρασε το φόβο ότι ο εξοβελισμός από τη σύγχρονη ζωή των τελετουργικών κοινωνικών πρακτικών που συνέδε­αν την κοινότητα είχε οδηγήσει σε αύξηση της κοινωνικής αστάθειας. Κατά την άποψή του, μόνο μια αναβίωση αυτών των πρακτικών και των τελετουργιών, που είχαν χαθεί από καιρό- πρακτικών και τελετουργιών τις οποίες είχαν αναθε­ματίσει οι θεωρητικοί της κοινωνικής εξέλιξης ως «πρωτόγο­νες»-, θα μπορούσε να αποκαταστήσει την κοινωνική αλλη­λεγγύη και να αποτρέψει σοβαρές κρίσεις κοινωνικής ανι­σορροπίας.

Στο κείμενό του «Η έννοια της δαπάνης» (1933) ο Μπατάιγ τονίζει ότι «ο πόλεμος» είναι μία μόνο πηγή πολιτισμικής υπέρβασης από τις πολλές που υπάρχουν. Αλλες δυνατές πη­γές είναι «η πολυτέλεια, το πένθος… οι λατρευτικές τελετές, η ανέγερση πολυδάπανων μνημείων, τα παιχνίδια, τα θεάμα­τα, οι τέχνες, η διεστραμμένη σεξουαλική δραστηρότητα (που παρεκκλίνει από τον γενετήσιο στόχο)». Κατά την άποψη του Μπατάιγ, τα φαινόμενα αυτά αντιπροσώπευαν κοινωνικές «δραστηριότητες που, στις πρωτόγονες συνθήκες τουλάχι­στον, δεν είχαν άλλο σκοπό από τις ίδιες». Διαφέρουν τελεί­ως από την ανταλλαγή εμπορευμάτων, τον κυρίαρχο αξιακό προσανατολισμό των ομοιογενών κοινωνιών, που ευτελίζει κάθε κοινωνική δράση μετατρέποντάς τη σε μέσο για την επί­τευξη ενός σκοπού – της συσσώρευσης πλούτου.

Ενίοτε η νοσταλγία του Μπατάιγ για την κοινότητα και η εξύμνηση της «υπέρβασης» -των πράξεων υπέρβασης που διαταράσσουν το status quo- τον οδηγούσαν στην υιοθέτηση αντιφατικών αξιών.

Γιατί οι τελετουργίες των προνεωτερικών κοινωνιών απέβλεπαν στην εξασφάλιση της σταθερότη­τας, της παράδοσης και της διατήρησης των κοινωνικών «κανόνων» – και κυρίως του κανόνα που διέκρινε το ιερό από το εγκόσμιο και το ανίερο. Αλλά ο Μπατάιγ, ο αυτοανακηρυχθείς απόστολος της «υπερβολής» και το μαύρο πρό­βατο της αβάν-γκαρντ του 20ού αιώνα, διακήρυσσε ταυτό­χρονα την αρχή της βεβήλωσης για τη βεβήλωση- ένα «ήθος», ή μάλλον «αντι-ήθος» που επιδίωκε με μανία το σπάσιμο των ταμπού, την παραβίαση των κανόνων και την υπέρβαση των ορίων.

0 προσανατολισμός αυτός διακρίνεται σαφώς στα θεωρητικά γραπτά του, αλλά εκδηλώνεται ακόμη εντο­νότερα στα σαδικά μυθιστορήματα που έγραψε τη δεκαετία του ’20 και του ’30, την Ιστορία του ματιού και το Bleu du del. Και τα δύο έργα αποτελούν μια εξερεύνηση (όπως λέει ο Μπατάιγ στο κείμενό του «Η έννοια της δαπάνης») της «διεστραμμένης σεξουαλικής δραστηριότητας, που παρεκ­κλίνει από τον γενετήσιο στόχο». Κάθε σελίδα σχεδόν παρα­βιάζει ένα και περισσότερα ταμπού. Η μόνη σεξουαλική στάση που δεν διερευνάται είναι η «αποστολική» [με τον άν­δρα πάνω στη γυναίκα].

Αν επανεξετάσει κανείς τη θρησκεία της υπέρβασης που κήρυσσε ο Μπατάιγ, θα συναντήσει σημαντικά ηθικά κενά.

Στον απόηχο της μελέτης του Tony Judt, Past Imperfect: French Intellectuals, 1944-1956, νιώθει κανείς ότι ορισμένες διαστά­σεις της σκέψης του Μπατάιγ αντανακλούν ένα γενικότερο, μονιμότερο «κενό στην καρδιά της δημόσιας ηθικής στη Γαλ­λία» – «την έντονη απουσία οποιοσδήποτε ενδιαφέροντος για το δημόσιο ήθος ή την πολιτική ηθική». Στη Γαλλία της δεκαετίας του ’30, αυτό το ηθικό κενό προσέλαβε διαστάσεις κρίσης όταν τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος διαδόθηκε ένα αντιδημοκρατικό πνεύμα που προανήγγελλε την «περίεργη ήττα» του έθνους το 1940. Σε αυτό το πλαίσιο επίσης αναδεικνύεται και ο κα­θοριστικός ρόλος του Μπατάιγ ως προδρόμου του μεταδομισμού. Γιατί, όπως ο Χάιντεγκερ, που εγκατέλειψε την «ηθι­κή» και στράφηκε προς τη «Θεμελιώδη Οντολογία», έτσι και ο μεταδομισμός αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά του να αρθρώσει μια ηθική αντίληψη. Έτσι, ακο­λουθώντας την εικονοκλαστική παράδοση που θεμελίωσαν ο Μπατάιγ και ο Νίτσε, ο Φουκώ εξίσωσε αργότερα τους «κα­νόνες» με την «κανονικοποίηση», την παραγωγή πειθήνιων μυαλών και «υπάκουων σωμάτων». Οι κανόνες, για τον Φουκώ, αποτελούν απλά γρανάζια στο μηχανισμό του πει­θαρχικού καθεστώτος της σύγχρονης κοινωνίας. Ως αποτέ­λεσμα, στην κριτική διάγνωσή του για την εποχή μας, η διά­σταση της «αρχής» εξαφανίζεται και γίνεται νερό στο μύλο της νεωτερικότητας ως «κοινωνίας του εγκλεισμού». Όπως ο Μπατάιγ και ο Νίτσε, έτσι και ο Φουκώ προσπάθησε να αντιστρέψει την παραδοσιακή ηθική.

Εισακούοντας τα κελεύσματα του Νίτσε στη Γενεαλογία της ηθικής, προανήγ­γειλε μια «μεταξίωση των αξιών». Οι κανόνες εξακολουθούν να έχουν κάποια αξία στο βαθμό μόνο που χρησιμεύουν ως αντικείμενα «παράβασης» ή «αυθυπέρβασης».

Τα τελευταία χρόνια, οι θεωρητικοί του μεταδομιστικού στρατοπέδου έχουν ξεκινήσει μια προσπάθεια να στοχαστούν τη δυνατότητα σύστασης μιας κοινότητας που θα ήταν απρό­σβλητη από τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού. Όπως θα περίμενε κανείς, οι σκέψεις του Μπατάιγ για το ιερό, τη θυσία και την υπέρβαση αποτελούν ένα αναγκαίο σημείο αναφοράς. Ακολουθώντας το δρόμο που έδειξε ο Μπατάιγ, αυτή η «ανεί­πωτη» (Μπλανσό) ή «ανέφικτη» (J· L- Nancy) κοινότητα θα στηριζόταν στις αξίες της «ετερογένειας» και της «διαφοράς» και όχι της «ολότητας». Η κοινότητα αυτή δεν θα εμφορείται από τις αξίες της κοινωνικής διαφάνειας αλλά από τα αντισυμβατικά ήθη της υπέρβασης. 0 Bemard-Henri L0vi έχει δί­κιο όταν μας προειδοποιεί για τις αντιηθικές συνέπειες αυτού του νέου, ρητά αντιφιλελεύθερου «κοινστιστικού» πνεύματος.

Οργανικισμός. Νατουραλισμός. Απόρριψη των καθολικών αξιών. Απλή και καθαρή άρνηση των αξιών… Σε αυτή τη βάση, σε αυτό το βουβό θεμέλιο, ξεδιπλώνουν ένα πέπλο τρόμου, που είναι πιο σκοτεινό και ταυτόχρονα πολύ πιο κραυγαλέο… θα έχω πετύχει το σκοπό μου μόνο όταν θα έχω καταφέρει να πείσω ότι ο φασισμός δεν είναι κατά πρώτο λόγο βαρβαρότητα· ότι δεν είναι ουσιωδώς και καταρχήν η Αποκάλυψη· ότι δεν σημαίνει πάντα και κατ’ανάγκην θύελλες φωτιάς και αίματος. Αντίθετα, αποτελεί κατά πρώτο λόγο μια μορφή κοινωνίας, ένα πρότυπο κοινότητας, έναν τρόπο σκέψης και οργάνωσης του κοινωνικού δεσμού·

Το «εκστατικό» μοντέλο κοινότητας του Μπατάιγ, ο τρόπος «σκέψης και οργάνωσης του κοινωνικού δεσμού» που επι­διώκει να προωθήσει, αξίζει να υποβληθεί σε κριτική μελέτη ως πρότυπο που αναγορεύει την αισθητική της υπέρβασης σε κανόνα της κοινωνικής δράσης. Η εκστατική κοινότητα του Μπατάιγ είναι επίσης μια αισθητική κοινότητα: μια κοι­νότητα στην οποία η προτιμώμενη μορφή κοινωνικής πρα­κτικής είναι ένας τρόπος δράσης που δεν αποφέρει «κανένα όφελος»· ένας τρόπος δράσης που, θυμίζοντας το δόγμα της τέχνης για την τέχνη, αποτελεί αυτοσκοπό.

Σε μερικά σημεία η εξύμνηση της υπέρβασης για χάρη της υπέρβασης από τον Μπατάιγ ηχεί τελείως αφελής κι απλοϊκή. Αντί να προσφέρει ένα εννοιολογικό πλαίσιο που θα επέτρε­πε να διακρίνουμε ανάμεσα σε εποικοδομητικές και οπισθοδρομικές μορφές υπέρβασης, προκρίνει ένα ήθος που επιδιώ­κει απλώς να σοκάρει, να διαταράξει και να διαλύσει. 0 Μπατάιγ θέλει να θεμελιώσει τη μεταμοντέρνα ηθική στην πρακτική μιας πολιτιστικής πρωτοπορίας (του Aciphale και του Κολεγίου της Κοινωνιολογίας) που είχε στραφεί προς προκαπιταλιστικές μορφές ζωής, οι οποίες είχαν απαξιωθεί από τη νεωτερικότητα. Ωστόσο, η ίδια η ιδέα μιας εννοιολογικής επεξεργασίας ιδανικών του Μπατάιγ όπως η «παρα­βίαση», η «ετερογένεια» και η «δαπάνη» θα ήταν ξένη προς το ίδιο τους το πνεύμα. Στη σκέψη του, όποιος στηρίζεται σε διαδικασίες νομιμοποίησης βάσει αρχών ή σε ορθολογικές εξηγήσεις ενδίδει στη λογική και ρητορική της «παραγωγικής κατανάλωσης» – τις αξίες μιας κοινωνίας που βασίζεται στον εργαλειακό λόγο και την ανταλλαγή εμπορευμάτων.

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα