Του ΠΟΛΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Τους βλέπεις παντού. Στους δρόμους. Στα πεζοδρόμια. Στις στροφές. Στις στάσεις των λεωφορείων. Έξω απ’ τις εκκλησίες. Στα τρένα. Στις καφετερίες. Στα παγκάκια. Στα πάρκα. Μέσα κι έξω απ’ το Μετρό. Έξω απ’ το σπίτι σου. Στα φανάρια. Χειμώνα-καλοκαίρι. Τους βλέπεις. Είναι Έλληνες. Είναι μετανάστες. Είναι νόμιμοι. Είναι παράνομοι. Μικροί και μεγάλοι. Είναι ο γείτονάς σου. Είναι ο συγγενής σου. Είναι ο άνθρωπος που καταστράφηκε με τούτη την οικονομική κρίση. Είσαι εσύ. Είμαι εγώ… Άλλοι ζητάνε ένα κομμάτι ψωμί για να μην πεθάνουν απ’ την πείνα. Άλλοι ζητάνε ένα ευρώ για να αγοράσουν ναρκωτικά. Άλλοι ζητάνε ένα ευρώ για να το δώσουν στο αφεντικό τους που παραμονεύει στη γωνία, γιατί αλλιώς δεν θα τους δώσει να φάνε το βράδυ. Είναι κάποιες κοπέλες που γίνονται έρμαια των νταβατζήδων για να μην τις σκοτώσουν, αν μέχρι το βράδυ δεν φέρουν εκατό ευρώ… Είναι το μικρό παιδάκι, που άντε να ‘ναι -το πολύ- 4 ετών, που χάνεται μέσα στα βαγόνια του τρένου με ένα μικρό ακορντεόν… Υπάρχουν κι άλλοι που δεν ζητάνε. Υπάρχουν κάποιοι που πεινάνε αλλά δεν ζητάνε. Αυτοί που ντρέπονται να ζητήσουν. Αυτοί που απλώς ανακατεύουν τα σκουπίδια. Ειδικά τα βράδια, μόλις οι ένοικοι των διαμερισμάτων της μεγάλης κι απρόσωπης Αθήνας τοποθετήσουν τις σακούλες με τα σκουπίδια στα πεζοδρόμια… Τότε που κάποιοι άλλοι αμολιούνται στους δρόμους να προλάβουν ένα μισοφαγωμένο φρούτο, ένα αφάγωτο σάντουιτς, μια σάπια ντομάτα. Ό,τι περίσσεψε, ό,τι πέταξε κάποιος άγνωστος στα σκουπίδια… Η Ελλάδα του 2017. Η Ελλάδα του Πολιτισμού. Η Ελλάδα των δέκα εκατομμυρίων. Η Ελλάδα του Σεφέρη. Του Αισχύλου. Του Γκάτσου. Του Χατζιδάκι. Η Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Ελλάδα των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων της Διασποράς. Η Ελλάδα του Μίκη Θεοδωράκη. Η Ελλάδα, η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία… Ώρες-ώρες απορώ πώς δεν απέκτησε φωνή ο Παρθενώνας. Απορώ πώς καταφέρνει να έχει το στόμα του κλειστό, την ώρα που παρακολουθεί από την Ακρόπολη τις τραγωδίες των σύγχρονων Ελλήνων… Πώς δεν ούρλιαξε ακόμα να ακούσει η ανθρωπότητα… Είναι πικρό να περπατάς στους δρόμους της Αθήνας, σήμερα. Είναι θλιβερό να προσπερνάς ανθρώπους που μονίμως σε κοιτάζουν με το χέρι απλωμένο. Που μονίμως η λέξη “σε παρακαλώ” βρίσκεται στα χείλη τους. Που μονίμως μια αγωνία είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Είναι δύσκολο να συνηθίσει κανείς τη νέα πραγματικότητα. Δεν συνηθίζεται. Η εικόνα αυτή μπορεί να γίνει ένα έργο τέχνης από κάποιον ταλαντούχο ζωγράφο. Αλλά όχι, δεν συνηθίζεται στην πράξη. Είναι ένα γεγονός που εξελίσσεται σαν η πιο βαθιά ρυτίδα του Ελληνισμού, που δεν θα σβήσει ποτέ… Αυτή η ρυτίδα έγινε βαθύ ποτάμι όταν χθες το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει, ένας ογδοντάχρονος Έλληνας με γκρίζο καλοσιδερωμένο παντελόνι και καθαρό λευκό πουκάμισο, πλησίασε στο τραπέζι μας την ώρα που απολαμβάναμε ανέμελοι τον καφέ μας σε μια συνοικιακή καφετερία. Τον είδαμε από μακριά να κατηφορίζει με βήμα γοργό, με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα, να διασχίζει τα άδεια τραπέζια, να πλησιάζει, και με χαμηλή φωνή να μας λέει: «Σας παρακαλώ, η σύνταξή μου είναι τόσο μικρή, που δεν μου περισσεύουν χρήματα να φάω. Ούτε καν για το ενοίκιό μου. Σας ζητώ συγγνώμη που αναγκάζομαι να ζητήσω τη βοήθειά σας». Και καθώς ένας από τη συντοφιά μας του έδωσε ένα κέρμα, ο ηλικιωμένος κύριος έσφιξε τη μικρή βοήθεια στη χούφτα του, μας ψιθύρισε ένα “ευχαριστώ”, κι έφυγε βιαστικά, με το κεφάλι χαμηλωμένο ακόμα πιο πολύ και χάθηκε… Εκείνη την ώρα, δεν ένιωσα τίποτα άλλο παρά μιαν απέραντη ντροπή για την κοινωνία. Μια μεγάλη, μια τεράστια ντροπή…
photo: Άστεγη στην Πλατεία Συντάγματος. Φωτογραφία Πόλυς Κυριάκου
Σιγά το πράμα.
Πρώτη προτεραιότητα είναι η ταυτότητα φύλου.