Ενάντια σε φρούρια και τείχη, 1821 – Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, του Γιώργου Μαργαρίτη

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Του Γιώργου Σιακαντάρη

Μάχες για ελευθερία και αναδιανομή των πόρων

Ο διακεκριμένος ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται σε δυο μεγάλες ιστορικές καμπές της ελληνικής ιστορίας: Στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-1949 και τις συνέπειές του για τους ηττημένους, και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στο νέο του βιβλίο μελετά και περιγράφει τις προϋποθέσεις για το ξέσπασμα του πολέμου της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, το ρόλο της Φιλικής Εταιρείας, το πρώτο έτος της Επανάστασης και μόνο στην Πελοπόννησο και κυρίως την προσπάθεια κατάληψης των φρουρίων και των τειχών (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου) στα οποία είχαν κλειστεί οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί-Τούρκοι που κατοικούσαν στον Μοριά. Ακούω τον καλοπροαίρετο αλλά συνάμα και προβληματισμένο αναγνώστη να ρωτά: μα τι μας χρειάζεται άλλη μια ιστορική αφήγηση για αυτή την περίοδο;

Η περιφρονημένη στις μέρες μας ταξική ανάλυση των παραγόντων που συνθέτουν κάθε ιστορικό γεγονός επανέρχεται στο βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη, απαλλαγμένη όμως από τα ψιμύθια της εξιδανίκευσης των φτωχών τάξεων και στρωμάτων που συμμετείχαν στον αγώνα για την Ανεξαρτησία.

Η απάντηση είναι: Γιατί η αφήγηση του Μαρταρίτη έχει προστιθέμενη αξία όσον αφορά την περιγραφή του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου και κυρίως της ταξικής σύνθεσης των ομάδων που πρωτοστάτησαν στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Και όταν μιλάμε για πλαίσιο και σύνθεση των κοινωνικών και ταξικών στρωμάτων, εξυπακούεται το πέταγμα στο καλάθι των αχρήστων της ιδέας για μια αταξική εξέγερση στην οποία οι Έλληνες σύσσωμοι, με κοινές αγωνίες και συμφέροντα και κοινή πίστη ξεσηκώθηκαν για «του Χριστού την πίστη την αγία και την ελευθερία». Όχι ότι δεν υπήρξε και αυτό, αλλά ο τρόπος που διεξαγόταν ο πόλεμος δείχνει πως άλλα κίνητρα καθοδηγούσαν τη συμμετοχή πολλών εκ των συμμετεχόντων σε αυτόν. Φαίνεται εδώ για άλλη μια φορά η Πανουργία της Ιστορίας. Η περιφρονημένη στις μέρες μας ταξική ανάλυση των παραγόντων που συνθέτουν κάθε ιστορικό γεγονός επανέρχεται στο βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη, απαλλαγμένη όμως από τα ψιμύθια της εξιδανίκευσης των φτωχών τάξεων και στρωμάτων που συμμετείχαν στον αγώνα για την Ανεξαρτησία. Η αξία αυτού του έργου δεν έγκειται στο ότι μελετά τον ρόλο των φτωχών στρωμάτων στην Επανάσταση. Και πολλοί άλλοι το έχουν κάνει αυτό. Αφορά το ότι ο ρόλος των φτωχών εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο συμμαχιών και συγκρούσεων με τους προεστούς, τους καπετάνιους, τους ιεράρχες αλλά και με τα μεσαία στρώματα της διασποράς, τα οποία ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία.

Ο οθωμανικός κόσμος από το 1520 έως το 1821

Ως πρώτο βήμα σ’ αυτή τη μελέτη επιλέγεται η ανάλυση του οθωμανικού κόσμου, των σχέσεων ιδιοκτησίας που υπήρχαν σ’ αυτόν, των τρόπων φορολογίας, των ένοπλων σωμάτων, αλλά και της θρησκευτικής πίστης που αντανακλούσε μια αίσθηση κοινότητας στους υπόδουλους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο ελληνισμός αποτελούσε σημαντική συνιστώσα του οθωμανικού συστήματος κοινωνικών σχέσεων. Το Πατριαρχείο, το Φανάρι, οι Ρωμιοί Οσποδάροι της Βλαχίας και της Μολδαβίας κρατούσαν τα κλειδιά της πνευματικής και της εμπορικής επικοινωνίας με τη Δύση. Ο ελληνισμός στηριζόταν σε μια εκκλησιαστική ιεραρχία με διοικητικές ευθύνες και αρμοδιότητες, ενώ σ’ αυτόν κεντρική θέση κατείχαν οι Φαναριώτες και οι οσποδάροι. Να προσθέσουμε σ’ αυτούς, τους εφοπλιστές των νησιών και τους εμπόρους, αλλά και τους κλέφτες και αρματολούς. Όλοι αυτοί στον έναν ή τον άλλο βαθμό, και ανάλογα με τα συμφέροντα της Πύλης, ήταν σεβαστοί και πολύτιμοι για την εξουσία.

Από τα Φώτα μέχρι την Επανάσταση χρειαζόταν το πάθος του Θούριου και η θυσία του Ρήγα και η «Αδελφική Διδασκαλία» του Κοραή για να σηκωθεί το γάντι κατά της σκοταδιστικής αντεπίθεσης.

Μα δεν υπήρχαν απλοί φτωχοί άνθρωποι; Στην ιστορία του Μαργαρίτη όχι μόνο υπήρχαν, αλλά και οι ελίτ που περιγράφονται φρόντιζαν, αν και συνάμα τους περιφρονούσαν και τους φοβούνταν, να τους προσελκύσουν στον Αγώνα. Μέχρι όμως να ξεσπάσει αυτός, αυτοί βίωναν μια διπλή σκλαβιά: Αυτοί ήταν ραγιάδες-άπιστοι αφενός και φτωχοί και αδύναμοι αφετέρου. Ταυτοχρόνως, δεν ήταν υποταγμένοι μόνο στους Οθωμανούς κυρίαρχους αλλά και στους Έλληνες άρχοντες και αφέντες. Οι τελευταίοι ήταν οι φορείς του ελληνικού Διαφωτισμού, αλλά αυτός δεν αφορούσε τους φτωχούς ούτε και τον ήξεραν. «Η γνώση, η παιδεία, η ιδεολογία, όπου ξεχώριζαν από τη δεισιδαιμονία, αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο των αρχόντων στρωμάτων» (σ. 41). Οι φωτισμένοι ηγεμόνες και οι άνθρωποι του Διαφωτισμού στην ελληνική τους εκδοχή ξεπήδησαν από την τάξη της ιεραρχίας, το Φανάρι και τους οσποδάρους. Βεβαίως όλοι αυτοί τον «μάζεψαν» τον Διαφωτισμό τους και μαζεύτηκαν και οι ίδιοι, όταν διέκριναν πως αυτός μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωσή τους. Ο συγγραφέας συνοπτικά περιγράφει τη ζωή και τις απόψεις Ελλήνων διαφωτιστών όπως οι Ιώσηπος Μοισιόδακας, Δημήτριος Καταρτζής, Κοσμάς Αιτωλός, Ρήγας Βελεστινλής και Αδαμάντιος Κοραής. Κυρίως όμως αναδεικνύει την αγνώστου συγγραφέα «Ελληνική Νομαρχία», την οποία χαρακτηρίζει και μικρό ευαγγέλιο της Επανάστασης. Από τα Φώτα μέχρι την Επανάσταση χρειαζόταν το πάθος του Θούριου και η θυσία του Ρήγα και η «Αδελφική Διδασκαλία» του Κοραή για να σηκωθεί το γάντι κατά της σκοταδιστικής αντεπίθεσης. Μέχρι τότε ο Διαφωτισμός των φτωχών ήταν οι μοναχικές προφητείες και οι δεισιδαιμονίες που προέβλεπαν την απελευθέρωση του Γένους.

Eugène Ferdinand Victor Delacroix

Θα περίμενε κανείς πως μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο την πρώτη κίνηση θα την έκαναν οι ισχυροί. Την έκαναν όμως τρία άσημα φαινομενικά πρόσωπα: Ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλοφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος. Τρεις εκπρόσωποι των μεσαίων εμπόρων και όχι της αριστοκρατίας. Αυτοί, πιθανόν στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, ίδρυσαν την Φιλική Εταιρεία. Η ιδρυτική της πράξη έγινε σε μια περίοδο που η Παλινόρθωση είχε κυριαρχήσει παντού και ο επαναστατικός κύκλος είχε καταλαγιάσει. Οι ηγεμόνες της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας με την Ιερή Συμμαχία τους και τη «Θεία Πρόνοια» είχαν αναλάβει τη βασική ευθύνη για τη διατήρηση της τάξης του κόσμου, μιας τάξης βασιλέων και αυτοκρατόρων. Αυτός ο κόσμος της Παλινόρθωσης θεωρούσε πηγή των δεινών τον Διαφωτισμό και κυνηγούσε τους εκπροσώπους του. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Φιλική Εταιρεία είχε από την πρώτη στιγμή δυο προβλήματα να αντιμετωπίσει: Το ένα ήταν ή έλλειψη χρημάτων και το άλλο η απουσία εντός της μιας προσωπικότητας της αριστοκρατίας που θα της εξασφάλιζε χρηματοδότηση αλλά και θα συμβόλιζε την υποστήριξη των ισχυρών της γης στο αίτημα για απελευθέρωση.

Οι Φιλικοί απευθύνθηκαν αρχικά στον Καποδίστρια και όταν αυτός αρνήθηκε στράφηκαν στον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, μέλος της τσαρικής Αυλής.

Τελικά, αποδείχθηκε, πολύ αργότερα, πως αυτή η απουσία κόστισε στην Επανάσταση αλλά συνάμα και την ωφέλησε, αφού της έδωσε λαϊκό χαρακτήρα. Προς το παρόν η απουσία ενός ισχυρού στις τάξεις της Φιλικής Εταιρείας που θα διασκέδαζε τις εντυπώσεις για αδυναμία των Φιλικών να φέρουν σε πέρας το έργο τους, την καθήλωνε ως κίνηση των μεσαίων στρωμάτων. Έπρεπε να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Η μια λύση ήταν η επίκληση της Αόρατης Αρχής, η ύπαρξη ενός ισχυρού όπως ο Τσάρος δηλαδή και το ξανθό γένος που δήθεν βρίσκονταν πίσω από την Εταιρεία. Οι Φιλικοί παρουσιάζονταν έτσι ως εντολοδόχοι του κανενός. Χρειάζονταν όμως και μια υπαρκτή προσωπικότητα. Οι Φιλικοί απευθύνθηκαν αρχικά στον Καποδίστρια και όταν αυτός αρνήθηκε στράφηκαν στον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, μέλος της τσαρικής Αυλής. Μόνο όμως όταν η Φιλική Εταιρεία άπλωσε πλοκάμια στον Μοριά το 1818-1819 απέκτησε μια σχετική μαζικότητα.

Οι Φιλικοί είχαν δυο σχέδια για την Απελευθέρωση. Το πρώτον ονομαζόταν «Γενικόν Σχέδιον». Προέβλεπε συμμαχίες με άλλους Βαλκάνιους και τον Αλή Πασά, την μέσω Κύπρου και Αιγύπτου χρηματοδότησή τους και την εκτός τόπου και χρόνου πυρπόληση του οθωμανικού στόλου. Το δεύτερο ήταν το λεγόμενον «Μερικόν περί Κωνσταντινουπόλεως Σχέδιον» και στόχευε μέσω της πυρπόλησης της Πόλης και του ναύσταθμου να φτάσει έως τη δολοφονία του Σουλτάνου. Πέραν της ανεδαφικότητάς των δυο Σχεδίων, κυρίως αυτό της Κωνσταντινούπολης, κανένα δεν είχε επαναστατικό χαρακτήρα. Σ’ αυτά δεν προβλεπόταν ρόλος για τους διπλά σκλάβους φτωχούς Έλληνες. Θα ήταν αδιανόητο για τον Υψηλάντη να καλέσει «τους φτωχούς και τους ακτήμονες σε επανάσταση κατά των τυράννων και όσων δυνάστευαν τη μίζερη ζωή τους» (σ. 103). Καθόλου τυχαία η παταγώδης αποτυχία του πρίγκιπα. Η αδυναμία του να προσεγγίσει τους λαούς της Μολδαβίας και της Βλαχίας αλλά και τους φτωχούς Έλληνες τον οδήγησε στην ήττα στο Δραγατσάνι, όπου, παρά τα «επικολυρικά» που γράφηκαν γι’ αυτή τη μάχη και τον Ιερό Λόχο, η ήττα προήλθε από ένα μικρό τουρκικό αναγνωριστικό απόσπασμα και όχι από κάποιο μεγάλο τουρκικό στράτευμα.

Καθόλου τυχαία η παταγώδης αποτυχία του πρίγκιπα. Η αδυναμία του να προσεγγίσει τους λαούς της Μολδαβίας και της Βλαχίας αλλά και τους φτωχούς Έλληνες τον οδήγησε στην ήττα στο Δραγατσάνι…

Ο Υψηλάντης, υποκαθιστώντας την κυριαρχία του Σουλτάνου με τη δική του αριστοκρατική κυριαρχία, με το κύρος του να είναι ετερόφωτο από τη ρωσική Αυλή, δεν μπορούσε να μετατραπεί σε Έλληνα Μπολιβάρ. Η Φιλική Εταιρεία τελείωσε στο Δραγατσάνι στις 19 Ιουνίου του 1821 και ενώ η Επανάσταση είχε ξεσπάσει στον Μοριά. Ήταν μια επανάσταση Ελλήνων αλλά δεν επρόκειτο γι’ ένα γιακωβίνικο εγχείρημα. Μη γιακωβίνικος, άλλωστε, ήταν και ο χαρακτήρας της εξέγερσης στην Πελοπόννησο.

Η Επανάσταση στον Μοριά

Ο ιστορικός πριν περιγράψει τα γεγονότα του 1821 επιχειρεί με επιτυχία να εντάξει την εξέγερση στο ευρύτερο πλαίσιο των εξελίξεων στην Πελοπόννησο μετά τη φυγή των Ενετών το 1715. Μια περιοχή που αμέσως μετά την ενετική κυριαρχία κατοικείτο μόνο από χριστιανούς, πενήντα χρόνια μετά σε πληθυσμό τριακοσίων σαράντα χιλιάδων περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες ήταν χριστιανοί και περίπου τριάντα χιλιάδες μουσουλμάνοι-Τούρκοι και Αλβανοί. Μέχρι το 1820 οι μουσουλμάνοι έφτασαν τις σαράντα χιλιάδες, αλλά ο αριθμός των χριστιανών είχε μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Η οθωμανική διοίκηση ήταν η κυρίαρχη πολιτικά και οι ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων ήταν σαφώς μεγαλύτερες αλλά οι χριστιανοί άρχοντες, προύχοντες, προεστοί διεύθυναν την παραγωγή και το εμπόριο και ως εκ τούτου είχαν αποκτήσει και μακρά εμπειρία στην άσκηση εξουσίας. Αυτοί διέθεταν και προσωπικές φρουρές, ένοπλα σώματα. Η οθωμανική εξουσία στηριζόταν στις απειλές και τον φόβο, αλλά και στους αμοιβαίους συμβιβασμούς. Η Πελοπόννησος είχε έτσι τη δυνατότητα να προσφέρει στην επανάσταση ένα πρόπλασμα, ένα προσχέδιο κράτους. Η αποστολή του πανίσχυρου και πολύ ικανού Χουρσίτ Πασά στα Γιάννενα για να καθυποτάξει τον Αλή Πασά, άφησε την περιοχή στα χέρια άπειρων αγάδων, όπως ο Μεχμέτ Σαλάχ. Οι πρώτες εξελίξεις στη Μολδαβοβλαχία, αλλά κυρίως οι φήμες για εξέγερση των χριστιανών Ελλήνων, έσπειραν το φόβο στους μουσουλμάνους. Αυτοί προέκριναν να κρατήσουν ομήρους τους αρχιερείς και τους προκρίτους. Τα γεγονότα όμως τους πρόλαβαν, ή πιο σωστά αυτή η «πρόσκληση» των ισχυρών στην Τρίπολη επιτάχυνε το ξέσπασμα της Επανάστασης.

Ηρωισμός υπήρχε στο πρώτο πλάνο, αλλά στη σκιά του βρισκόταν η αρπαγή των λάφυρων, κυρίως από τους φτωχούς. Η στρατιωτική εκπαίδευση των οποίων ήταν πολύ δύσκολη έως αδύνατη.

Στις 22 Μαρτίου 1821 επαναστάτησε η Μάνη υπό τον άρχοντα Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και στις 23 κατελήφθη η Καλαμάτα. Οι Τούρκοι όμως κράτησαν τα φρούρια των Πατρών, Καρύταινας, Μεθώνης, Κορώνης, αλλά και των Κορίνθου-Ακροκορίνθου, Μονεμβασιάς και Νεοκάστρου, τα οποία όμως κατελήφθησαν μέσα στο 1821. Η Επανάσταση είχε επικρατήσει στην ύπαιθρο, αλλά η διοίκηση ήταν συγκεντρωμένη στις πόλεις και τα φρούρια. Το ελληνικό στρατόπεδο είχε χωριστεί στα στρατεύματα των πολέμαρχων και των προεστών, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και των Μανιατών του, και σ’ αυτό του αδελφού του Υψηλάντη, του Δημητρίου. Ο Δημήτριος έφτασε στην Πελοπόννησο στις 27 Ιουνίου, οκτώ μέρες μετά τη συντριβή του αδελφού του στο Δραγατσάνι και την καθαίρεσή του από τον Τσάρο. Ο Δημήτριος όμως εξακολουθούσε να εμφανίζεται ως ο εκπρόσωπος που είχε ακόμη την εύνοια του Τσάρου και της Θείας Πρόνοιας. Αν και δεν ήθελε να μοιραστεί την αρχηγία του στρατού, συμβιβάστηκε με τους προεστούς και την Πελοποννησιακή Γερουσία στον πολυαρχικό χαρακτήρα του στρατεύματος. Αυτός που συνέβαλε σ’ αυτόν τον συμβιβασμό ήταν ο Κολοκοτρώνης.

Στην εξίσωση να προσθέσουμε και την έλευση ενός τρίτου πόλου στην Ελλάδα. Ήταν 20 Ιουλίου όταν έφτασε στον Μοριά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Η κατάσταση στο στράτευμα παρέμενε ίδια. Οι στρατιώτες ζούσαν από τα λάφυρα και όχι από τους μισθούς, και όποτε έληγε μια πολιορκία, οι περισσότεροι, αφού έπαιρναν ό,τι προλάβαιναν να πάρουν, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ηρωισμός υπήρχε στο πρώτο πλάνο, αλλά στη σκιά του βρισκόταν η αρπαγή των λάφυρων, κυρίως από τους φτωχούς. Η στρατιωτική εκπαίδευση των οποίων ήταν πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Παρά την κατάληψη της Μονεμβασίας, όπου τηρήθηκε η συμφωνία για τη σωτηρία των παραδομένων, στην κατάληψη του Νεοκάστρου υπήρξε σφαγή, σαν αυτή που είχε υπάρξει στην αρχή στην Καλαμάτα και στα Καλάβρυτα. Τα λάφυρα φαίνονταν μεγαλύτερο κίνητρο από την απελευθέρωση.

enantia se frouria k teixh

Οι προύχοντες δεν είχαν τον μηχανισμό να οργανώνουν τον πόλεμο και ταυτόχρονα να θέσουν τις βάσεις για μια νέα κοινωνία και κράτος. Η κατάσταση μετά τους πρώτους μήνες έδειχνε πως οι Τούρκοι ήταν αδύνατον να ηττηθούν, αλλά ήταν αδύνατον και να νικήσουν. Οι Έλληνες χρειάζονταν τη στράτευση των αγροτών-χωρικών. Αυτοί δε με τη σειρά τους έβλεπαν τις καταιγιστικές εξελίξεις ως επιβεβαίωση των προφητειών και των χρησμών για την απελευθέρωση του Γένους. Για να ξεπεράσουν όμως τον φόβο τους ήθελαν εκπαίδευση, κίνητρα και να συνηθίσουν να σκοτώνουν αυτούς με τους οποίους ζούσαν μαζί μέχρι τότε. Το θεωρητικό υπόβαθρο της εξέγερσης ήταν θρησκευτικό, στα όρια του μυστικισμού, το πρακτικό όμως αφορούσε το τι κράτος προσδοκούσε ο καθένας από τα διαφορετικά στρατόπεδα μετά την απελευθέρωση. Γι’ αυτό και οι προεστοί παρέμεναν πάντοτε καχύποπτοι έναντι των φτωχών και των οπλαρχηγών τους, οι φτωχοί έναντι των προεστών και των οπλαρχηγών τους και στη μέση τα μεσαία στρώματα, αμφίθυμα όπως πάντα. Τα τελευταία είχαν πολλά να κερδίσουν από την Ανεξαρτησία, φοβόντουσαν όμως και την αναταραχή.

Δεν θα σταθώ εκτενώς στις λεπτομέρειες της πολιορκίας της Τρίπολης. Πολλά απ’ όλα αυτά είναι γνωστά. Ακόμη και η σφαγή που ακολούθησε, δεν είναι πλέον μυστικό στην ελληνική ιστοριογραφία, όσο και να επιδιώκει να την κρύβει ο ελληνικός εθνικισμός. Όπως άλλωστε κρύβεται από όλους τους εθνικισμούς κάθε «μελανή εθνική κηλίδα». Θα σταθώ όμως στα κατά τον συγγραφέα αίτιά της. Κάποιοι εξηγούν αυτά τα αίτια με το μίσος των υπόδουλων κατά των Οθωμανών Τούρκων και των Αλβανών πολεμιστών τους. Δεν ήταν αυτό όμως το ισχυρότερο κίνητρο. Η κλίμακα της σφαγής, οι στόχοι της, δεν μπορούν να μετρηθούν μόνο με το μίσος. Τι ήταν; «Επρόκειτο για μια πράξη αντίθεσης, ακύρωσης του σχεδίου που προωθούσαν οι επιφανείς, οι άρχοντες, οι επικεφαλής του ελληνικού επαναστατικού στρατοπέδου. Αυτοί ήθελαν το βίος της πόλης και των πολιορκημένων να μεταβιβαστεί είτε σ’ αυτούς προσωπικά είτε σε μια διοίκηση, έναν κρατικό μηχανισμό τον οποίο θα νέμονταν και θα έλεγχαν οι ίδιοι. Οι υπόλοιποι έμεναν έξω από τον λογαριασμό» (σ. 303).

Η Επανάσταση, πέρα από εθνικοθρησκευτική, πέρα από εθνικολαϊκή ήταν και μια μάχη για αναδιανομή των πόρων. Όπως είναι και κάθε κοινωνική μάχη, γι’ όλους όσοι δεν υποκύπτουν στη «σαγήνη» της απαξίωσης της μαρξικής μεθοδολογίας. Ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 ήταν μεν υπόθεση μισθοφόρων, οι καπετάνιοι όμως ήταν ανακλητοί και πολιτικά πρόσωπα και οι σχέσεις τους με τους πολεμιστές τους ήταν πελατειακές. Όλοι τους δρούσαν σαν «ελεύθεροι επαγγελματίες στο πλαίσιο μιας οικονομίας της πολιορκίας φρουρίων και κάστρων». Αυτή η πελατειακή σχέση καπετάνιων, πολιτικών, προεστών και στρατιωτών ήταν «που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το υπόστρωμα του πολιτικού συστήματος που θα γεννούσε η ανεξαρτησία της χώρας» (σ. 270).

Στην ιστορία του Γιώργου Μαργαρίτη η απειλή για την Επανάσταση δεν προερχόταν από τις κοινοτοπίες περί της διχόνοιας ως αρχέγονης πληγής του ελληνισμού και άλλες παρόμοιες πομφόλυγες, αλλά από τις ταξικές διαφορές και τους φόβους που αυτές γεννούσαν.

Στην ιστορία του Γιώργου Μαργαρίτη η απειλή για την Επανάσταση δεν προερχόταν από τις κοινοτοπίες περί της διχόνοιας ως αρχέγονης πληγής του ελληνισμού και άλλες παρόμοιες πομφόλυγες, αλλά από τις ταξικές διαφορές και τους φόβους που αυτές γεννούσαν. Ο Μαργαρίτης, όμως, από την άλλη, επειδή χρησιμοποιεί ορθά τον Μαρξ, αποφεύγει το σφάλμα του ταξικού αναγωγισμού. Δείχνει πως συγκρούονταν αλλά και διαπλέκονταν τα ταξικά συμφέροντα τόσο μέσα στο στρατόπεδο των Οθωμανών όσο και των χριστιανών Ελλήνων, όσο και μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων. Δείχνει τις συναλλαγές που γίνονταν μεταξύ των έγκλειστων Τούρκων και των πολιορκητών Ελλήνων. Ζωές έναντι λαφύρων και περιουσιών.

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω μια τόσο επιστημονικά τεκμηριωμένη αλλά και πολιτικά διαυγή ιστορία της Επανάστασης. Αν προσπαθούσα να «ανακαλύψω» κάποια στοιχεία που θα στήριζαν κάποια κριτική του έργου όσον αφορά την εξιδανίκευση των φτωχών, δεν θα τα έβρισκα ούτε αυτά. Ίσως ένα μειονέκτημα είναι η μη εκτεταμένη χρήση του έργου πιο σύγχρονων συγγραφέων για την Επανάσταση. Αλλά αυτό ίσως δεν είναι πάντα μειονέκτημα. Εξαρτάται πως γίνεται αυτή η χρήση. Χωρίς φυσικά να υποστηρίζω πως δεν υπάρχουν και σύγχρονες ιστοριογραφίες πολύ καλές, αυτή εδώ έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα. Θέτει εκ νέου επί τάπητος το θέμα μιας ιστορίας των φτωχών χωρίς εξιδανικεύσεις, αλλά ούτε και με αφορισμούς των ισχυρών. Μια ιστορία της «διαπλοκής» των σχέσεων αρχόντων, οπλαρχηγών και φτωχών αγροτών, ισχυρών και αδύναμων με στόχο την απελευθέρωση αλλά και την αναδιανομή κατά το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης στην Πελοπόννησο.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Για το βιβλίο του ιστορικού Γιώργου Μαργαρίτη «Ενάντια σε φρούρια και τείχη, 1821 – Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση» (εκδ. Διόπτρα). Στις εικόνες, πίνακες του Εζέν Ντελακρουά.


Απόσπασμα από το βιβλίο

«Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι η θρησκευτικότητα με την αποκαλυπτική της απελευθερωτική λειτουργία ήταν ο παρονομαστής της επιτυχίας. Ανάμεσα στους σημαντικούς που βρίσκονταν επικεφαλής της εκστρατείας, ο Κολοκοτρώνης ήταν αυτός που είχε τη φήμη ρήτορα και που ο λόγος του -πολιτικός λόγος στην ουσία όχι θρησκευτικός- λεγόταν ότι μπορούσε να συναρπάσει τα πλήθη. Όταν απευθυνόταν στους συγκεντρωμένους, χρησιμοποιούσε την προσφώνηση «Έλληνες». Δεν επρόκειτο για μια άγνωστη λέξη για πολλούς, υποθέτουμε ότι όλοι κατανοούσαν τι ήθελε να πει. Είναι αμφίβολο όμως εάν η προσφώνηση αυτή δημιουργούσε την αίσθηση κοινότητας συμφερόντων, της ομάδας, της συλλογικής πολιτικής οντότητας» (σ. 200-201).

https://bookpress.gr/kritikes/istoria/13259-1821?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα