Για είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η σοβιετική πλέον Ρωσία, θα αντιμετωπίζει την Ελλάδα και τους Έλληνες μάλλον εχθρικά, επιμένοντας, στο Μακεδονικό, υπέρ των Βουλγάρων και τη συμμαχία με τα σλαβικά έθνη, ενώ σταδιακώς θα καταπέσουν οι συμμαχικοί δεσμοί της με τους Τούρκους, οι οποίοι θα στραφούν εκ νέου προς τη Δύση και τη Γερμανία.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Έλληνες θα βρεθούν σύμμαχοι με την ΕΣΣΔ, αλλά και με τους Δυτικούς ταυτόχρονα, ενώ η ενίσχυση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής θα αναθερμάνει και πάλι τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων. Η Ρωσία θα ξαναμπεί στην ελληνική πολιτική ζωή, μιας και ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού και κατά τεκμήριο το πλέον δραστήριο, εκείνο της ενισχυμένης ελληνικής Αριστεράς, θα μεταβάλει τη Ρωσία, στη σοβιετική της εκδοχή, όχι μόνο σε πολιτισμικό αλλά και σε πολιτειακό πρότυπό του.

Στη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, οι Έλληνες θα χωρίζονται σε φιλορώσους και φιλοαμερικανούς, σε πρωτοφανή κλίμακα. Εξάλλου, η θετική στάση της σοβιετικής Ρωσίας απέναντι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων, καθώς όχι απλώς στρεφόταν εναντίον δυτικής χώρας (Βρετανίας), αλλά και υπονόμευε τη συνοχή του ΝΑΤΟ, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων.

Όμως, οι Ρώσοι δεν θα συνταχθούν ποτέ με το αίτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και θα στηρίξουν όλες εκείνες τις δυνάμεις που στην Κύπρο και την Ελλάδα θα προκρίνουν την πολιτική μιας “ανεξάρτητης Κύπρου”. Πολιτική που όχι μόνο ακολουθεί το ΑΚΕΛ στην Κύπρο και σταδιακώς η ΕΔΑ στην Ελλάδα μετά το 1965, αλλά και βρίσκεται πίσω από τη στήριξη στις ανεξαρτησιακές τάσεις του Μακαρίου, όπως και στη σιωπηρή συναίνεση της Σοβιετικής Ένωσης στη τουρκική εισβολή, καθώς το νησί απειλούνταν με “ΝΑΤΟποίηση” σε περίπτωση ένωσης με την Ελλάδα. Βεβαίως, η αντίθεση της Μόσχας με την Άγκυρα ήταν προφανής, μια και η Τουρκία, όχι μόνο είχε εισέλθει στο ΝΑΤΟ, αλλά αποτελούσε και την κατεξοχήν βάση των αμερικανικών πυραύλων και των πυρηνικών όπλων που στρέφονταν εναντίον της.

Στη μεταπολιτευτική περίοδο

Στη μεταπολίτευση, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η Ρωσία, τόσο στη σοβιετική περίοδό της, όσο και μετά από αυτήν, για ένα μεγάλο διάστημα είναι αντίπαλος της Τουρκίας. Στο Κυπριακό η ρωσική πολιτική υποστηρίζει σταθερά τη διατήρηση μιας ανεξάρτητης Κύπρου, όπως έχει φανεί από τη στάση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, γεγονός που θα ενισχύει τα φιλορωσικά αισθήματα των Ελλήνων στην Κύπρο και την Ελλάδα. Παράλληλα, θα διατηρεί και σταθερή αντίθεση με τους Τούρκους, εξαιτίας της ανάπτυξης του ισλαμισμού στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία γενικότερα, περιοχή η οποία διατηρεί στενές σχέσεις με την Τουρκία.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η Τουρκία απομακρύνεται σταδιακώς από την ταύτιση με τις αμερικανικές και ισραηλινές επιδιώξεις και μέσω του ισλαμισμού παρεμβαίνει πλέον όλο και ενεργητικότερα στα ζητήματα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η ρωσική πολιτική όχι μόνο προωθεί την ανάπτυξη των εμπορικών και ευρύτερα οικονομικών σχέσεών της με την Τουρκία, αλλά κάνει τα πάντα για να την αποσπάσει από τη Δύση. Ει δυνατόν να προκαλέσει μία μείζονα κρίση στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μετά την ουκρανική περιπέτεια.

Το ζήτημα της Ουκρανίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τη ρωσική πολιτική. Η προσπάθεια της Δύσης και κατεξοχήν των Αμερικανών να αποκόψουν την Ουκρανία από τη Ρωσία (το Κίεβο θεωρείται η αρχική κοιτίδα των Ρώσων), στοχεύει σε μία γεωπολιτική ανατροπή, της οποίας δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τις διαστάσεις. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν την αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη, για να διατηρούν τον έλεγχο της Ευρώπης. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν το ζήτημα της Ουκρανίας, με αυξανόμενη ένταση επί προεδρίας Μπάιντεν. Εάν το επιτύχουν θα πρόκειται για μεγάλης κλίμακας πολιτική ανατροπή.

Η μετασοβιετική Ρωσία

Η Ρωσία, κατά τη μετά Γκορμπατσόφ περίοδο, στρεφόταν σε μία πολιτική ενσωμάτωσης στους υπό δυτικό έλεγχο διεθνείς οργανισμούς και προς μια τουλάχιστον οικονομικής διάστασης συμμαχία με την Ευρώπη και κατεξοχήν τη Γερμανία. Προσπαθούσε έτσι να συμπράξει σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, όπου αυτή θα λειτουργούσε ως η πηγή ενέργειας και πρώτων υλών για ολόκληρη την ήπειρο και έτσι θα έδινε τη δυνατότητα για μια αυτόνομη ευρωπαϊκή πολιτική έναντι των ΗΠΑ.

Η Αμερική, από τη πλευρά της, προσπάθησε να κάνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να αποκόψει τη Ρωσία από την Ευρώπη. Προς αυτή την κατεύθυνση έκανε τα αδύνατα δυνατά για να ενσωματωθούν οι χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και προπαντός να αποκόψει την Ουκρανία (από τη Μόσχα), που αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας.

Γνωρίζουμε ότι έκτοτε επιδεινώθηκαν δραματικά οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Εξεδιώχθη από τους G-8 και επιστρέψαμε σε ένα είδος νέου Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος επί προεδρίας Τραμπ διατηρείτο σε ένα επίπεδο, αλλά επί προεδρία Μπάιντεν προσλαμβάνει εκρηκτικό χαρακτήρα. Απέναντι σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, η Ρωσία αναπροσαρμόζει συνολικά τη στρατηγική της.

Επιστρέφει στη Μέση Ανατολή, όπως συνέβη με την εμπλοκή της στον πόλεμο της Συρίας και στρέφει συνολικά την πολιτική της προς την Ανατολή. Ενισχύει τη σχέση της με την Κίνα, παρ’ ότι γνωρίζει τον υπαρκτό κίνδυνο δορυφοροποίησής της από αυτήν σε βάθος χρόνου. Ταυτόχρονα, εγκαινιάζει και δύο νέες συμμαχίες, με το Ιράν και την Τουρκία του Ερντογάν. Δηλαδή, η ρωσική εξωτερική πολιτική “ανατολικοποιείται”.

Φανατικοί αντιρώσοι και άκριτοι φιλορώσοι

Επρόκειτο για μια εξέλιξη απολύτως αρνητική για την Ελλάδα, διότι τείνει να την περιορίσει σε μία πολιτική στραμμένη αποκλειστικά προς τη Δύση (και προς το Ισραήλ), ενώ βαθαίνει το χάσμα με τη Ρωσία και δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να γίνει πολύ πιο επιθετική, έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα της από τον βορρά. Επαναλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο, επί τα χείρω, αυτό που είχε συμβεί στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821.

Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργούν και μία σειρά από άλλοι παράγοντες, όπως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με τον Βαρθολομαίο να παίζει το παιχνίδι των Αμερικανών συγκρουόμενος με το Πατριαρχείο της Μόσχας και αποδυναμώνοντας έτσι την πολιτισμική παράμετρο του δεσμού των Ελλήνων με τους Ρώσους. Για να μη μιλήσουμε για τις αρνητικές συνέπειες που έχει η ρωσική πολιτική για τους Κούρδους που παραμένουν ο σταθερός αντιτουρκικός παράγοντας στην περιοχή, αποτελώντας μόνιμο αγκάθι για την Τουρκία.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, το πολιτικό σύστημα και ένα μεγάλο μέρος των ελίτ της Ελλάδας προωθεί μια άκριτη πολιτική απόλυτης ταύτισης με τη Δύση, προσδοκώντας ότι αυτή θα μας προστατεύσει από την Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, εξίσου άκριτα, ένα “ρωσόφιλο” τμήμα επιμένει σε μία πολιτική ταύτισης με τον Πούτιν, αγνοώντας τις πραγματικότητες που προαναφέραμε. Πολλοί μάλιστα, στη γνωστή λογική του ραγιαδισμού, φτάνουν να υποτιμούν τον κίνδυνο της Τουρκίας, επειδή αυτή έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν!

Και οι δύο αυτές οπτικές είναι βαθύτατα λανθασμένες διότι, από τη μια πλευρά υποτιμούν την πολιτισμική και γεωπολιτική πραγματικότητα της χώρας, που δεν της επιτρέπει την απόλυτη ταύτιση με τη Δύση και τους Αμερικανούς. Η Ελλάδα ναι μεν “ανήκει στη Δύση” από την άποψη της ένταξής της στους οργανισμούς της, αλλά δεν είναι τυπική “δυτική χώρα” από την άποψη της γεωπολιτικής και του πολιτισμού.

Είναι μία χώρα των συνόρων, και σαν τέτοια είναι υποχρεωμένη

Συνέχεια στο slpress.gr