του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Αυτή την εβδομάδα, ο Ινδός πρωθυπουργός Narendra Modi πρόκειται να επισκεφθεί την Ουάσιγκτον, για διήμερες συνομιλίες με τον Πρόεδρο Donald Trump. Αν και αυτή η συνάντηση κορυφής θα είναι αναμφίβολα γεμάτη από ανακοινώσεις για εμπορικές συμφωνίες και αμυντική συνεργασία, είναι σημαντικό να μην χάσουμε την ευκαιρία του Οικονομικού Διάδρομου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης («India-Middle East-Europe Economic Corridor» IMEC). Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα προοπτική για το εξελισσόμενο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο. Ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC) αντιπροσωπεύει ένα στρατηγικό αντίβαρο στην Πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας, δίνοντας έμφαση στους διαφοροποιημένους εμπορικούς δρόμους, στις ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού και στην ισχυρότερη οικονομική συνδεσιμότητα μεταξύ Ινδο-Ειρηνικού και Ατλαντικού, μέσω της Μεσογείου.
Η εμπλοκή των ΗΑΕ, της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ -που συνδέονται μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ- υποδηλώνει μια νέα εποχή οικονομικής και διπλωματικής συνεργασίας. Ο ρόλος των Ελληνικών λιμένων ως πύλης προς τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό πυρήνα είναι σημαντικός, ενισχύοντας ενδεχομένως τη δέσμευση της ΕΕ στο ινδο-μεσογειακό εμπόριο. Ο IMEC θα μπορούσε να αλλάξει τη δυναμική της περιφερειακής ισχύος, προσφέροντας μια εναλλακτική λύση στην επιρροή της Τουρκίας, ενώ παράλληλα θα ενθαρρύνει τη βαθύτερη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.
Ωστόσο η πολιτική αστάθεια, τα εμπόδια στις υποδομές και τα ανταγωνιστικά παγκόσμια συμφέροντα, θέτουν σημαντικές προκλήσεις για την επιτυχία του IMEC. Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις (π.χ. η κατάσταση Ισραήλ-Γάζας, εντάσεις με το Ιράν, αστάθεια στο Ιράκ και τη Συρία) θα μπορούσαν να διαταράξουν τους εμπορικούς δρόμους. Ο διάδρομος εξαρτάται από τη μακροπρόθεσμη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών παραγόντων (Ινδία, ΕΕ, Ισραήλ, κράτη του Κόλπου), οπότε οι αλλαγές ηγεσίας και η μετατόπιση των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τις δεσμεύσεις. Ενώ ο διάδρομος IMEC στοχεύει να αντισταθμίσει την Πρωτοβουλία Belt and Road (BRI) της Κίνας, το Πεκίνο μπορεί να χρησιμοποιήσει οικονομική μόχλευση (διπλωματία χρέους, εμπορικές συμφωνίες) για να παρασύρει τις συμμετέχουσες χώρες μακριά από τον IMEC. Τέλος πρέπει να αντιμετωπιστεί και η Τουρκική μόχλευση (Ελληνοτουρκικές διαφορές, επίλυση Κυπριακού) ώστε να προωθήσει τη λύση διαδρόμου μέσω Ιράκ-Τουρκίας.
Παρά αυτές τις προκλήσεις, ο IMEC έχει ισχυρή δυναμική λόγω της ηγεσίας των ΗΠΑ και της Ινδίας, των οικονομικών φιλοδοξιών των κρατών του Κόλπου της προσπάθειας για σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και της ώθησης της Ευρώπης για διαφοροποίηση του εμπορίου. Η επιτυχία θα εξαρτηθεί από τη διαρκή διπλωματική δέσμευση, τις ευέλικτες εμπορικές συμφωνίες και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υποδομές και ασφάλεια. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή πολιτική ευθυγράμμιση που θα παίξει το ρόλο ενός πραγματικού κινητήρα που οδηγεί στη μακροπρόθεσμη επιτυχία, της αποτελεσματικότητας και της καινοτομίας.
Μια ελεύθερη και ανοιχτή Μεσόγειος είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση μιας διεθνούς τάξης που τηρεί τους κανόνες. Μετά τις επανειλημμένες εισβολές της Ρωσίας στην Ουκρανία και την αυξημένη τουρκική πολεμική απέναντι στον Ελληνισμό (Ελλάδα-Κύπρο), τη Συρία και το Ισραήλ, η σταθερότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία σήμερα. Η αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο θα είχε σοβαρές άμεσες επιπτώσεις για το Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου («East Mediterranean Gas Forum-EMGF») και στο γεωπολιτικό σύμπλοκο Ινδο-Μεσογείου όπου κυριαρχεί ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης IMEC και θα βλάψει ουσιαστικά την παγκόσμια οικονομία. Ενώ είναι πρωτοβουλίες περιφερειακής υποδομής που φαίνεται να δείχνουν προς την αξία του άξονα Αιγαίου-Μεσογείου ως προστιθέμενη αυξάνοντας το γεωστρατηγικό ρόλο του Ελληνισμού.
Η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται όλο και περισσότερο μια αμφισβητούμενη περιοχή κυρίως εξ αιτίας της αναθεωρητικής Τουρκίας, με αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις που τροφοδοτούνται από εδαφικές διαμάχες, εξερεύνηση ενέργειας και εξωτερικές επιρροές που αμφισβητούν την κυριαρχία των περιφερειακών κρατών. Μεταξύ των πιο πιεστικών ανησυχιών είναι η επεκτατική ατζέντα της Τουρκίας, η οποία απειλεί την κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς και την ευρύτερη σταθερότητα της περιοχής. Η διασφάλιση μιας ελεύθερης και ανοιχτής Ανατολικής Μεσογείου απαιτεί μια διττή στρατηγική προσπάθεια:
Πρώτον, θα πρέπει να οικοδομηθεί μια αυτάρκης θεσμική αρχιτεκτονική που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα στρατιωτικής και οικονομικής ασφάλειας του Ελληνισμού και των μελών της συμμαχίας στην περιοχή.
Δεύτερον, η Αθήνα πρέπει να βαθμονομήσει τα συμφέροντα και τις δεσμεύσεις της ευρύτερης περιοχής για τη διατήρηση της περιφερειακής ασφάλειας. Αυτό απαιτεί ξεκάθαρη ηγεσία του Ελληνισμού, οικοδόμηση συμμαχιών και κατανομή των βαρών.
Η σημασία της Συλλογικής Ασφάλειας
Η ασφάλεια της περιοχής θα ενισχυόταν ουσιαστικά από μια συλλογική διευθέτηση ασφάλειας μεταξύ των περιφερειακών εθνών και όχι μια μοναχική εξάρτηση σε μονομερείς εγγυήσεις ασφάλειας, όπως το ΝΑΤΟ. Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα και η ανθεκτικότητα της Συμμαχίας στην περιοχή ενισχύονται σημαντικά από μια αρχιτεκτονική συλλογικής ασφάλειας και την κατανομή των βαρών μεταξύ των συμμάχων. Ήδη υπάρχει διαφωνία εντός του ΝΑΤΟ καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, επικρίνουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους για μεγαλύτερη συνεισφορά στη συλλογική ασφάλεια του Βορείου Ατλαντικού συμφώνου, ενώ παράλληλα προσφέρουν μια σειρά από εγγυήσεις ασφάλειας και στην Ανατολική Μεσόγειο -ενώ το φερόμενο ως πρωταρχικό θέατρο ενδιαφέροντός τους πλέον είναι ο Ινδο-ειρηνικός.
Ο Ελληνισμός υπήρξε πρώιμος και σταθερός υπέρμαχος ενός πλαισίου συλλογικής ασφάλειας. Είναι καιρός να συγκεντρωθεί μια αδιαμφισβήτητη αμυντική συμμαχία που μπορεί να αποτρέψει τους τουρκικούς ηγεμονικούς σχεδιασμούς σε ολόκληρη την περιοχή. Ένας συνασπισμός που θα βασίζεται σε κοινά συμφέροντα. Η πρόταση μιας ελεύθερης και ανοιχτής Ανατολικής Μεσογείου θα πρέπει να είναι ύψιστης προτεραιότητας για τα κράτη της Μεσογείου. Επίσης μπορεί να αποτελεί μια ανάλογη και έγκαιρη απάντηση στην αυξανόμενη πολιτικοστρατιωτική εταιρική σχέση «χωρίς όρια» μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, με τη Ρωσία και το Ιράν να περιλαμβάνονται. Οι κύριες αρχές μπορεί να περιλαμβάνουν μια ρητά αμυντική (όχι επιθετική) στάση που υποστηρίζεται από υποχρεώσεις συλλογικής ασφάλειας. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει μια κλιμακωτή προσέγγιση αποτροπής για την αντιμετώπιση υβριδικών επιθέσεων ή επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων για την ασφάλεια των υποδομών ζωτικής σημασίας.
Συμπεράσματα
Η συλλογική διευθέτηση ασφάλειας θα σηματοδοτούσε ένα ιστορικό βήμα για την εδραίωση της ασφάλειας και της ευημερίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σφυρηλατώντας μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ, η περιοχή μπορεί να αντισταθεί στις εξωτερικές πιέσεις, να υποστηρίξει την κυριαρχία και να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για τις μελλοντικές γενιές.
Τώρα είναι η ώρα να δράσουμε αποφασιστικά και να θέσουμε τα θεσμικά θεμέλια για μια ελεύθερη και ανοιχτή Ανατολική Μεσόγειο.
Έχουμε μια ιστορική ευκαιρία να κατοχυρώσουμε μια ελεύθερη και ανοιχτή Μεσόγειο σε μια συλλογική στρατιωτική, ενεργειακή και οικονομική αρχιτεκτονική που υπερβαίνει τους πολιτικούς κύκλους και διαφυλάσσει την ειρήνη και την ευημερία στην πιο σημαντική γωνιά του κόσμου.
Ο Ελληνισμός πρέπει να αρθρώσει το όραμα μιας ελεύθερης και ανοιχτής Ανατολικής Μεσογείου, και να ντύσει με “χάλυβα” μια ελεύθερη και ανοιχτή Μεσόγειο μέσα από ένα διαρκές θεσμικό πλαίσιο που θα έκανε την περιοχή σπουδαία για τα επόμενα χρόνια.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.