Εθνική ταυτότητα και πατριωτισμός: ταυτόσημες ή συγκλίνουσες έννοιες στον Αραβικό Κόσμο;

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Της Δρ Άννα Κωνσταντινίδου

Ιστορικός- Διεθνολόγος[1]

Θα ήταν λάθος να δούμε κάτω από ενιαίο πλαίσιο όλα  τα μουσουλμανικά μορφώματα της Μέσης Ανατολής, μια και αφενός οι Ιρανοί, οι οποίοι αποτελούν μία ισχυρή εθνική ομάδα που διαμορφώνει πολιτικές στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή, δεν είναι αραβικής καταγωγής, αλλά περσικής, αφετέρου οι Τούρκοι δημιούργησαν σε διαφορετικά ερείσματα την εθνική ταυτότητα από τον αντίστοιχο τρόπο των αραβικών λαών.

Αρχικά, είναι αναγκαίο να γίνει η εξής παραδοχή που είναι και το εφαλτήριο για το σχολιασμό που θα ακολουθήσει. Οι αραβικοί πληθυσμοί, καθώς και οι Πέρσες, διαμόρφωναν κατά καιρούς μία υπολανθάνουσα ταυτότητα κι αυτό διότι, επειδή στο μεγαλύτερο μέρος της Πολιτικής Ιστορίας τους τελούσαν υπό καθεστώς διοίκησης ξένης δύναμης, επηρεάστηκαν από έναν πολιτισμό που απείχε από την πολιτισμική παράδοση των ίδιων με συνέπεια να δομήσουν ένα κατεστημένο που δεν έβρισκε ερείσματα στους λαούς τους. Οι ίδιοι οι αποικιοκράτες, τεχνηέντως, εφάρμοζαν μία παρελκυστική πολιτική απέναντι στους τοπικούς ηγέτες του προτεκτοράτου/ αποικίας που διοικούσαν, προκειμένου να υπάρχει αναβρασμός και διχαστικές τάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες  που κατοικούσαν τη χώρα.

Αυτή η διπολική πολιτική των Δυτικών φάνηκε πολύ καθαρά στις Ιρανικές Επαναστάσεις των δεκαετιών 1950 και 1970, οι οποίοι «έπαιζαν διπλό παιχνίδι» άλλοτε πριμοδοτώντας τους ακραίους ισλαμιστές κι άλλοτε την πολιτική του Σάχη. Επίσης, ενδεικτικά παραδείγματα, των επιδιώξεων των Δυτικών να «πυρπολούν» το ενωτικό πνεύμα μεταξύ των εθνικών ομάδων των μεσανατολικών κρατών, αποτελούν το Αιγυπτιακό Ζήτημα (1923-1950) και οι θρησκευτικές δογματικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ηγεσίας και λαού μίας χώρας (λόγου χάρη το Ιράκ και η Συρία). Με τον τρόπο αυτόν, οι Ευρωπαίοι, επικουρώντας τις διχαστικές τάσεις μεταξύ ενός ενιαίου εθνικού συνόλου, ανενόχλητοι νέμονταν –αλλά και συνεχίζουν να νέμονται- τα πλούσια αποθέματα σε υδρογονάνθρακες των κρατών αυτών της Μέσης Ανατολής.

Για όλα τα ζητήματα κοινωνικής διάστασης υπάρχει μία γενεσιουργός αιτία. Αναλύοντας το συμπεριφορικό τρόπο αντίδρασης ενός συνόλου που διαβιεί σε μία χώρα, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, ότι όλα ξεκινούν από το πολιτισμικό υπόβαθρο αυτής της ομάδας, το οποίο περικλείει και την έννοια της εθνικής καταγωγής. Οι Άραβες στην πλειονότητά τους ήταν νομαδικές φυλές που μετακινούνταν από τόπο σε τόπο. Σχημάτισαν, ως εκ τούτου, το εθιμικό τους γίγνεσθαι στη βάση, κυρίως, επίκτητων χαρακτηριστικών, προερχόμενα από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο διαβιούσαν και στην προσέγγισή τους με άλλες εθνοτοπικές ομάδες. Αργότερα χρονικά, η θρησκεία γι’ αυτούς ήταν το έναυσμα να θεμελιώσουν τον κοινωνισμό τους σε αντίστοιχα γνωρίσματα με αυτά που έβλεπαν ότι ενυπήρχαν σε άλλους λαούς, δημιουργώντας –κατ’ ουσίαν τότε- την προσδιοριστική ταυτότητα τής κοινωνικής ιδιομορφίας τους. Ίσως για το λόγο αυτό, οι αραβικοί πληθυσμοί ήταν πιο επιρρεπείς σε σχέση με άλλα εθνικά/ φυλετικά μορφώματα στην υιοθέτηση γνωρισμάτων, αρχών και ιδεολογιών που ήταν ξένα προς αυτούς, γιατί άλλωστε τα περισσότερα χαρακτηριστικά του πολιτισμικού κοινωνισμού/ υποβάθρου τους, τα είχαν υιοθετήσει από άλλους πολιτισμούς. Έτσι, μπορούμε να πούμε, ότι ο αραβικός πολιτισμός είναι ένας ετερόφωτος πολιτισμός (από εκεί και πέρα, είναι διαμορφωμένοι οι τοπικοί πολιτισμοί, που ουσιαστικά δημιουργούν τις ξεχωριστές «συμπεριφορές» των αραβικών μορφωμάτων).

Η πλειονότητα των χωρών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής δεν είχε δημιουργήσει μία αυθύπαρκτη κοινωνική και πολιτική πορεία μέσα στο χρόνο, καθώς ήταν υποτελής είτε σε ομόθρησκους είτε σε ετεροεθνείς πληθυσμούς. Ενδεχομένως, τα μόνα κράτη που βίωσαν σε μεγαλύτερο βαθμό τον εθνικό ιδιομορφισμό τους ήταν η Σαουδική Αραβία και οι περιοχές των Εμιράτων, όπου κείτονται τα Ιερά Προσκυνήματα του Ισλαμισμού. Όλες οι υπόλοιπες οντότητες δημιούργησαν μία επίπλαστη ταυτότητα, διότι αφενός αυτή είχε επιβληθεί στα μορφώματα αυτά από τους ξένους ηγήτορές τους (όπως ήταν οι Μαμελούκοι στην Αίγυπτο) αφετέρου οι ηγεσίες των χωρών αυτών θεώρησαν, ότι ακολουθώντας εξελιγμένα και «δοκιμασμένα» πρότυπα, θα αναδιαμόρφωναν και θα εξέλισσαν το κατεστημένο τους. Λόγω της ανάγκης των κρατών αυτών να αποδείξουν την ετερομορφία τους, προσπάθησαν –ιδίως στα χρόνια της αποαποικιοποίησης- να διαμορφώσουν μία πατριωτική ταυτότητα με υπολανθάνοντα –ωστόσο- χαρακτηριστικά. Και αναφέρομαι σε πατριωτική κι όχι εθνική, γιατί οι δύο αυτές έννοιες στον αραβικό κόσμο δεν έχουν ταυτόσημη σημασία. Η έννοια του πατριωτισμού στην  Μέση Ανατολή προσομοιάζει με τη διάσταση της φυλής και λιγότερο εντρυφεί σε μονοπάτια ακραιφνώς εθνικά.

Για να κατανοήσει ο αναγνώστης αυτήν τη διαφοροποίηση που υπάρχει μεταξύ πατριωτικού και εθνικού αισθήματος στις χώρες αυτές, είναι αρχικά επιβεβλημένο να δώσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα που είναι σε όλους μας γνωστά. Γιατί, εμείς οι Έλληνες, όπως λχ και οι Γάλλοι, συνταυτίζουμε τους κοινωνιολογικούς όρους εθνικός και πατριωτικός; Όπως γνωρίζουμε όλοι, η Ελλάδα αποτελεί ανάδελφο κράτος. Η μακραίωνη ιστορική της πορεία απέδειξε στο ρου των αιώνων, ότι είχε διαμορφωθεί στο κατεστημένο της μία συγκεκριμένη πολιτισμική ταυτότητα με ιδιομορφίες κουλτούρας, ανόμοιες προς τις ήδη διαμορφωμένες των κρατικών κοινοτήτων τού τότε γνωστού κόσμου. Αν και κάθε ελληνική γεωγραφική περιοχή είχε αναπτύξει τον τοπικισμό της, η γλώσσα, η πολυθεϊστική θρησκεία κι αργότερα ο χριστιανισμός, οι πολιτιστικές γιορτές και οι κοινές πολεμικές προσπάθειες –Περσικοί Πόλεμοι, εκστρατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου, Επανάσταση 1821- αναδεικνύουν το συλλογικό πνεύμα που έχει αφετηρία την ίδια εθνική καταγωγή.

Η συγκρότηση της Ελλάδας σε πολιτειακό σχηματισμό βασίστηκε, λοιπόν, στην ιδιαίτερη πολιτισμική της υπόσταση με χαρακτηριστικά αναγεννώμενα σε μια ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή. Η εθνογένεση της Ελλάδας επιβάλλεται να θεωρηθεί ως επιτελεστική κοινωνική λειτουργία βασιζόμενη και εδραιωμένη στο μακραίωνο πολιτισμικό παρελθόν της χώρας. Η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας επιβάλλεται να βασίζεται στη συνοχή και τη συγκέντρωση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που συνδέονται με την ψυχο- κοινωνική θέση και διάθεση των πληθυσμών να αποδεχτούν τη συγκεκριμένη συνένωση. Η φορμαλιστική τοποθέτηση εννοιών που συντρέχουν σε επίπεδο μικρών ομάδων μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο αποδεικνύει, ότι ο άνθρωπος βιώνοντας αυτήν την κοινωνιολογική αλλαγή οφείλει να βρίσκεται σε εκείνο το συνειδησιακό επίπεδο, ώστε να δέχεται ψυχολογικά αβίαστα τη συλλογική συνοχή του Κράτους του. Αν το νέο εθνικό μόρφωμα καλύπτεται από φαντασιακά και μόνο χαρακτηριστικά -κι επομένως επίπλαστα (λχ ταξική συνείδηση)- είναι αμφίβολη η αποδοχή των χαρακτηριστικών αυτών από τους πολίτες του.

Η καλλιέργεια και η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας προσδιορίστηκε σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα με συμβολισμό και προσανατολισμό κοινωνικής διάστασης, δηλαδή η αυτοαντίληψη του Έλληνα για την εθνική ιδιοτυπία του βασίστηκε στον εθιμικό και ηθικό- πνευματικό πολιτισμό. Γι’ αυτό και οι έννοιες έθνος και πατριωτισμός συμπίπτουν στη συνείδηση των Νεοελλήνων. Αντίθετα, οι λαοί της Μέσης Ανατολής καλλιέργησαν την έννοια της ταυτότητας στη βάση –ως επί το πλείστον- του φυλετικού τους υπόβαθρου (και ακόμα και αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια κυρίως της αποικιοκρατίας), υποσκελίζοντας τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά μιας πολιτειακής κοινότητας. Αυτό φαίνεται, καθώς το   συναντούμε ιδιαίτερα την εποχή των Μεγάλων Επαναστάσεων για την αποαποικιοποίηση της Μέσης Ανατολής. Ο τρόπος που αναδείχτηκε το πατριωτικό τους συναίσθημα, βρίσκοντας συνειδησιακό εφαλτήριο την φυλετική καταγωγή τους, είχε διαφανεί με τα χαρακτηριστικά από τα οποία αναδείχθηκαν αξιακές ιδεολογίες και αρχές μέσα στις κοινωνίες αυτές. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν ο Παναραβισμός και τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες της Μέσης Ανατολής, των οποίων η δράση εδράζεται περισσότερο σε πατριωτικά κριτήρια (απεμπλοκή των Αράβων από την αποικιοκρατία) παρά σε ταξικά χαρακτηριστικά. Και γιατί οι κοινωνίες αυτές δημιούργησαν την εθνοτική/ φυλετική ταυτότητά τους (άλλο εθνοτική και άλλο εθνική ταυτότητα) μόλις στα χρόνια της αποικιοκρατίας; Γιατί στο Ισλάμ (και εννοώ στο Κοράνι), όπως γράφτηκε και παραπάνω δεν υπάρχει η διάσταση τού έθνους ή της φυλής.

Το παράδοξο είναι, ότι ενώ το Ισλάμ είναι μία θρησκεία που περιχαράσσεται σε χαρακτηριστικά πολιτικής- κοινωνικής διάστασης, που την είχε ιδρύσει ένας Άραβας, και ως εκ τούτου, φυσικό θα ήταν, το αραβικό φύλο να έχει την πρωτοκαθεδρία, μνημονευόμενο στο Κοράνι, αντίθετα, παρατηρείται ότι ο Μουσουλμανισμός ενώ το περιεχόμενό του έχει επηρεαστεί από τις δομές οργάνωσης μίας Πολιτείας, ωστόσο αποσιωπά και δεν κάνει λόγο για το συστατικό στοιχείο ενός κράτους, και ειδικότερα για το έθνος που το κατοικεί. Γιατί, λοιπόν, η έννοια του έθνους ή της φυλής δεν έχει βασική θέση στο Ισλάμ;

  1. Ο Μωάμεθ ήθελε να δημιουργήσει ένα κίνημα και προκειμένου να δελεάσει την ομάδα στην οποία διαβίωνε, προσέδωσε σε αυτό θεολογικά χαρακτηριστικά,
  2. Επειδή το Ισλάμ είναι θρησκεία, φυσικό επακόλουθο είναι, να γίνονται αποδεκτά άτομα οποιαδήποτε καταγωγής,
  3. Οι πληθυσμοί της συγκεκριμένης εποχής –και κυρίως οι νομάδες- διαβίωναν σε μεγάλες αυτοκρατορίες (την Ελληνική διαδέχτηκε η Ρωμαϊκή και τη Ρωμαϊκή η Βυζαντινή) με συνέπεια να είναι δυσδιάκριτα τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, καθώς διοικητικά ανήκε σε ένα μεγάλο κοινωνικό ιστό,
  4. Ο προσδιορισμός Έλληνας, Ρωμαίος, Άραβας σχετιζόταν με τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι μιας περιοχής,
  5. Στις αυτοκρατορίες (ρωμαϊκά και ύστερα χρόνια) δεν υπήρχε η έννοια του έθνους ή της φυλής, αλλά του πολίτη,
  6. Ο δεσμός που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους κατοίκους μιας γεωγραφικής περιοχής έφερε περισσότερο ταξικά χαρακτηριστικά και καθόλου εθνικά,
  7. Η έννοια του έθνους έχει νεολογική διάσταση, καθώς είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης των κοινωνιών και των οικονομικών μοντέλων. Επίσης, (αν και δεν αφορά την εποχή σύστασης του Ισλάμ) όσον αφορά τη φυλή, αυτή δεν ταυτίζεται απαραίτητα με ένα και μόνο έθνος. Λόγου χάρη, η ινδοευρωπαϊκή φυλή, η σλαβική φυλή, η αραβική φυλή, τα γερμανικά φύλα κοκ,
  8. Μετά την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Χριστιανισμός ταυτίστηκε με το ελληνικό πνεύμα και τις ανώτερες κοινωνικά ομάδες που διαβίωναν στο ανατολικό τμήμα, με συνέπεια το Ισλάμ να «κάνει άνοιγμα» στα χαμηλά –ως επί το πλείστον- οικονομικά στρώματα, οποιαδήποτε γλωσσικής «καταγωγής»,
  9. Η παγίωση και μετάδοση της νέας θρησκείας βασιζόταν στον στρατιωτικό επεκτατισμό.

Παρατηρώντας όλα αυτά τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σήμερα σε Ανατολή και Δύση, η Διεθνής Κοινότητα πρέπει να κατανοήσει αυτό, ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζει ένα κράτος (και αναφέρομαι σε παραδοσιακές κοινωνίες, όπως είναι αυτές των ανατολικών λαών) το εσωτερικό και το εξωτερικό του περιβάλλον σχετίζεται με το πολιτισμικό του υπόβαθρο. Οι μουσουλμανικοί λαοί –και κυρίως οι Άραβες- δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως ενιαία οντότητα, γιατί δόμησαν τον εθνισμό τους σε χαρακτηριστικά που δεν είχαν σχέση με την εθνοτική/ φυλετική καταγωγή τους, αλλά σε ένα σύμπλεγμα κοινωνικών- πολιτειακών διαστάσεων γνωρισμάτων, όπως είναι το θρήσκευμα, και για το λόγο αυτό υπάρχουν διαφοροποιήσεις ενιαίας αντίληψης ως προς την ταυτότηα, ακόμα και σε κρατικά μορφώματα ίδιας φυλετικής ομάδας, καθώς σε αυτήν εντρυφεί σε πολλές περιπτώσεις και η διάσταση του δόγματος ή του θρησκευτικού τάγματος. Έτσι, οι έννοιες της εθνικής ταυτότητας, της φυλετικής ή η διάσταση του πατριωτισμού αφενός δεν ερμηνεύονται στη βάση των αρχών δυτισμού για το έθνος- κράτος αφετέρου η σημασία τους εξαρτάται από ένα σύμπλεγμα παραγόντων, τους οποίους κάθε αραβικό κράτος «επεξηγεί» στη βάση τοπικών, πολιτιστικών αρχών. Και για το λόγο αυτό, ο Παναραβισμός δεν μπόρεσε ως ιδεολογία να συνενώνει ως σήμερα τον Αραβικό Κόσμο.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Νικόλαος Ιντζεσίλογλου, Περί Ελληνικής Ταυτότητας- Εθνική Ταυτότητα και Ελληνισμός στην εποχή της Νεωτερικότητας, ΑΠΘ, 2004

Ιωάννης Μάζης, Γεωγραφία του Ισλαμιστικού Κινήματος στη Μέση Ανατολή, Αθήνα: Παπαζήσης, 2012

Δόμνα Μιχαήλ, Έθνος, Εθνικισμός και Εθνική Συνείδηση- μία ανθρωπολογική προσέγγιση, Αθήνα: Λεβιάθαν, 1997

Ηλίας Νικολακάκης, Βασικά θρησκευτικά καθήκοντα και σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα στο Ισλάμ, Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1997

[1] Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, εξωτερική συνεργάτιδα ως διδάσκουσα στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου και μέλος και ερευνήτρια στο Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.)

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα