“Θα κάνουμε ότι είναι απαραίτητο, για όσο είναι απαραίτητο”! Η φράση του Καγκελαρίου Σολτς σχετικά με την αντιμετώπιση της ανόδου των τιμών ενέργειας και του ενδεχόμενου διακοπών στην ενεργειακή τροφοδοσία αποκαλύπτει τη στάση της Γερμανίας στη σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας στο φόντο του Ουκρανικού πολέμου. Η Γερμανία ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των ΗΠΑ για μακροχρόνια αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Δύο σκέλη ξεχωρίζουν στην ενεργειακή πολιτική του Βερολίνου. Πρώτον, η κρατικοποίηση των ζημιών και η προστασία των κερδών του Γερμανικού κεφαλαίου. Πρόσφατο παράδειγμα η εταιρεία φυσικού αερίου (φα) Uniper. Δεύτερον, η μεταφορά του κόστους των ζημιών στην κοινωνία. Ήδη υλοποιούνται/εξετάζονται μέτρα, όπως ρεύμα και ζεστό νερό με δελτίο/πλαφόν, μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης στις δημοτικές/κρατικές υπηρεσίες/δομές, ενεργειακά «χαράτσια» κτλ. Συνεπώς η γεωπολιτική επιλογή του Γερμανικού κράτους, συνδυαζόμενη με μία ταξική ενεργειακή πολιτική, αποδεικνύεται υψηλού οικονομικού και κοινωνικού κόστους κίνηση.

Παραδοσιακά η Γερμανία εξαρτάται ενεργειακά από τα Ρωσικά ορυκτά καύσιμα (ο/κ). Το 2021 τα ο/κ αποτέλεσαν το 75,6% της Πρωτογενούς Ενεργειακής της Τροφοδοσίας (TPES) -Πετρέλαιο 33%, φα 25,8%, άνθρακας 16,8%, ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία αφορούσαν την τροφοδοσία αργού πετρελαίου κατά 35%, φα κατά 55% και άνθρακα κατά 45%. Έτσι η σχεδιαζόμενη διακοπή των εισαγωγών από τη Ρωσία  -για τον άνθρακα τον Αύγουστο, για το πετρέλαιο το Δεκέμβριο, για το φα το μέσο του 2024, είναι πολύ δύσκολο να αναπληρωθεί έγκαιρα από άλλους προμηθευτές ή με άλλες μορφές ενέργειας, πόσο μάλλον νωρίτερα από τις προβλεπόμενες ημερομηνίες.

Παράλληλα η Ρωσία μπορεί να επηρεάζει ως ένα βαθμό προς όφελος της τις τιμές των ο/κ. Ο όγκος εξαγωγών της επιτρέπει κάτι τέτοιο, καθώς μπορεί να αυξομειώνει τις ποσότητες που εξάγει. Το 2021 ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φα (23,6%), ο δεύτερος αργού πετρελαίου (12,8%) και ο τρίτος άνθρακα (17,9%). Μάλιστα αυτή η δυνατότητα μεγαλώνει στα πλαίσια συνεννοήσεων με άλλες χώρες παραγωγούς. Ο OPEC+ στον οποίο ηγείται μαζί με τη Σαουδική Αραβία ελέγχει το 55% της αγοράς πετρελαίου. Συνεπώς η Μόσχα μπορεί και ανεβάζει για τη Γερμανία το κόστος αναπλήρωσης των Ρωσικών ο/κ απ’ άλλους προμηθευτές.  

Επίσης σήμερα οι τιμές των ο/κ είναι ούτως ή άλλως υψηλές. Σε αυτό το αποτέλεσμα συμβάλλει η ανάκαμψη της ζήτησης μετά την οικονομική κρίση του 2020, σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά. Η τελευταία οφείλεται στην αναιμική και ασταθή διεθνή καπιταλιστική ανάπτυξη και στην “πράσινη μετάβαση”, παράγοντες που μεγαλώνουν την επισφάλεια και τις προοπτικές κέρδους από τις απαιτούμενες για την αύξηση της παραγωγής νέες επενδύσεις στον κάδο των ο/κ. Πρόσθετα την κατάσταση επιβαρύνουν κερδοσκοπικά και γεωπολιτικά παιχνίδια. Έτσι μεγάλοι παραγωγοί εστιάζουν στην εμβάθυνση της συνεργασίας τους με την ευέλικτη “κλιματικά” Ρωσία και την εκμετάλλευση των υψηλών τιμών. Δεν αυξάνουν την παραγωγή, παρότι υπάρχει το δέλεαρ του κανιβαλισμού των μεριδίων που χάνει η Μόσχα στις Δυτικές αγορές. Συνακόλουθα η αναπλήρωση των Ρωσικών ο/κ καθίσταται έτσι και αλλιώς πολύ ακριβή υπόθεση για τη Γερμανία. 

Επιπλέον το Βερολίνο στερείται διαμετακομιστικής ισχύος. Με το Nord Stream 2 γινόταν  κόμβος μεταφοράς Ρωσικού φα στην ΕΕ. Αντί αυτού καθίσταται εισαγωγέας LNG, εξαρτώμενος από τρίτους διακομιστές, καθώς δε διαθέτει υποδομές άμεσης υποδοχής του. Έτσι «παγώνει» για την ώρα η γεωστρατηγική του αναβάθμιση βάσει του φα.

Τα παραπάνω αφορούν μόνο την ενεργειακή διάσταση της Γερμανικής γεωπολιτικής επιλογής. Δεν εξετάζονται το επισιτιστικό ζήτημα, ο πληθωρισμός, κα. Ακόμη και έτσι όμως αυτή προβάλλει ως αυτοκαταστροφική. Συνακόλουθα ερμηνεύεται συχνά ως απόδειξη μη άσκησης από το Γερμανικό κράτος ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. 

Παρά την ανισομετρία στη σχέση ΗΠΑ-Γερμανίας, αυτή η προσέγγιση αγνοεί την ουσία του θέματος, τις ανάγκες της Γερμανικής κεφαλαιοκρατίας μετά τη Γερμανική επανένωση. Μεταξύ 1992-2021 η Γερμανική οικονομία μεγεθύνεται αξιοσημείωτα (+36,7% το πραγματικό ΑΕΠ), συνοδευόμενη από υψηλή ενεργειακή κατανάλωση (σταθερά και με διαφορά η μεγαλύτερη στην ΕΕ), αύξηση του εργατικού δυναμικού (+10,4%), διεύρυνση των εξαγωγών επενδύσεων (+626,1% σε σύγχρονα $) και εμπορευμάτων/υπηρεσιών (+267,6% σε σταθερό τοπικό νόμισμα), εντυπωσιακή βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου (+2.285,6% σε σύγχρονα $), ενώ ο πληθυσμός μένει στάσιμος (+3,1%) και αυξάνουν οι μετανάστες (μεταξύ 1990-2015 +102,2%). Συνακόλουθα γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη του Γερμανικού κεφαλαίου για νέες αγορές, φτηνή ενέργεια και απαραίτητο εργατικό δυναμικό. Οι Γερμανικές κυβερνήσεις ευθυγραμμίζονται με αυτή, σπεύδοντας να διεκδικήσουν τη θωράκιση και επέκταση των σφαιρών επιρροής του Γερμανικού κράτους. 

Μία Γερμανία ηγέτιδα στην ΕΕ υπηρετεί αυτό το στόχο. Πρώτον γιατί της αυξάνει την Ευρωπαϊκή επιρροή εις βάρος του Λονδίνου, του Παρισιού και της Ρώμης. Δεύτερον γιατί της πολλαπλασιάζει την πλανητική επιρροή, καθώς η διπλωματική και νομική ισχύς της ΕΕ και η αθροιστική ισχύς και επιρροή των μελών της τίθενται στην υπηρεσία της. Έτσι της επιτρέπεται η μερική εξισορρόπηση της Κίνας και της Ρωσίας στα πεδία που αυτή ιεραρχεί, αλλά και ορισμένη αυτονόμηση της πολιτικής της από τις ΗΠΑ. Σε αυτό το φόντο ανέκυψε ως πολιτική της Γερμανίας η διεκδίκηση της «Γερμανικής Ευρώπης».

Ωστόσο η τελευταία συνεπάγεται την κυριαρχία της στην Αν. Ευρώπη. Η περιοχή μεταξύ Πολωνίας, Βαλκανίων, Καυκάσου και Ουραλίων μπορεί να προσφέρει στη Γερμανία εργατικό δυναμικό, αγορές και πρώτες ύλες (με την προέκταση της στη Σιβηρία), ενώ είναι γέφυρα με την Ασία. Παράλληλα αποτελεί ευνοϊκό της πεδίο, αφενός λόγω του Γερμανικού πολιτισμικού αποτυπώματος στο δυτικό της τμήμα, αφετέρου εξαιτίας της τυχοδιωκτικής ταύτισης μέρους της Βαλτικής, Λευκορωσικής και Ουκρανικής ελίτ με οτιδήποτε μη Σλαβικό. Όλα αυτά, ενώ Γαλλία και Ιταλία της φράζουν το δρόμο στη δυτική και νότια Ευρώπη και την ανταγωνίζονται στα Βαλκάνια ταυτόχρονα με τη Ρωσία, η οποία ηγείται στην ανατολή της ανταγωνιστικής Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΕ). Με αυτά τα δεδομένα το Βερολίνο διατηρεί και ο εκσυγχρονίζει διαρκώς την ανατολική του πολιτική (Ostpolitik).

Διαχρονικά, κύριο εμπόδιο στην κυριαρχία της Γερμανίας στην Αν. Ευρώπη είναι η Ρωσία. Συνεπώς σε όλη τη μεταψυχροπολεμική εποχή το Βερολίνο επιτίθονταν στην επιρροή της, συμπράττοντας με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους εταίρους του. Παράλληλα όμως επεδίωκε ένα συμβιβασμό Δύσης-Ρωσίας, αναγνωρίζοντας ότι το μέγεθος της ισχύος και των πόρων της τελευταίας δε μπορούν να αγνοηθούν και ότι το ίδιο θα επωμιστεί μεγάλο κόστος σε περίπτωση διάρρηξης των σχέσεων τους. Συνολικά η πολιτική του ωθούσε προς ένα γερμανορωσικό μοίρασμα του μετασοβιετικού χώρου, τον εγκλωβισμό εκεί της επιρροής της Ρωσίας και την ενεργειακή συνεργασία μαζί της.

Συνακόλουθα από κοινού με τους συμμάχους προώθησε το ΝΑΤΟ και την ΕΕ στην περιοχή, μία αποτελεσματική και χαμηλού κόστους επιλογή. Η Γερμανία αύξησε την επιρροή της βασιζόμενη κυρίως στην οικονομική της ισχύ και τη στρατιωτική και πολιτική-διπλωματική ισχύ τρίτων (ΗΠΑ, ΗΒ, Γαλλία). Ωστόσο ήταν προσεκτική σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ στο μετασοβιετικό χώρο, ενώ συνέπραξε με τη Μόσχα για την κατασκευή των αγωγών Nord Stream 1 & 2. Ριψοκινδυνεύοντας, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το status quo μεταξύ 2014-21 βρισκόταν κοντά στις επιθυμίες του Βερολίνου -Η Ρωσία «έξω» από την Ευρώπη αλλά σε συνεργασία με αυτή, εξού και η στήριξη στις συμφωνίες του Μίνσκ. 

Ωστόσο ο ρωσοαμερικανικός ανταγωνισμός επιδρά περισσότερο στην Αν. Ευρώπη απ’ ότι τα Γερμανικά σχέδια. Το Βερολίνο κυρίως απαντά στα γεγονότα και λιγότερο τα  διαμορφώνει. Αυτό εκτυλίσσεται και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Γερμανική Ostpolitik θα τροποποιηθεί βάσει των νέων δεδομένων που προκύπτουν.

Καταρχάς η Γερμανική επιρροή στην Αν. Ευρώπη υπονομεύεται αν εγκολπωθεί η Ουκρανία στη Ρωσική σφαίρα επιρροής, ενώ ευνοείται αν φθαρεί η Ρωσία. Και στις δύο περιπτώσεις οι αλλαγές στην ισορροπία ισχύος Γερμανίας-Ρωσίας και ΕΕ-ΕΟΕ θα είναι δραματικές. Αν η Ρωσία «πάρει» το κρίσιμο μέρος της Ουκρανίας ανοίγει το δρόμο για την εξισορρόπηση της Γερμανικής επιρροής και δυτικότερα, όπου ήδη δρούνε φυγόκεντρες δυνάμεις προς το Βερολίνο -Ουγγαρία, Αυστρία κα. Αντίθετα αν το κρίσιμο μέρος της Ουκρανίας εδραιωθεί στην Ευρωατλαντική σφαίρα διευκολύνεται η διείσδυση του Βερολίνου ίσως και μέχρι τις Ρωσικές πρώτες ύλες. Σε αυτό το φόντο η Γερμανία στοιχίζεται πίσω από την Ουάσιγκτον στο πλευρό του Κιέβου.

Σήμερα όμως το Βερολίνο είναι ανέτοιμο για μία βαθύτερη σύγκρουση με τη Μόσχα. Έτσι αποστασιοποιήθηκε από το Λιθουανικό αποκλεισμό του Καλλίνινγκραντ και επέβαλε την επιστροφή από τον Καναδά της τουρμπίνας συντήρησης του Nord Stream 1. Ωστόσο ετοιμάζεται για παν ενδεχόμενο. Αυτό μαρτυρά το στρατιωτικό προγράμμα 100 δις € και το σχέδιο απεξάρτησης από τη Ρωσική ενέργεια που υλοποιεί. Συνολικά επιζητά χρόνο, ώστε αν κλιμακωθεί η κρίση Δύσης-Ρωσίας να αποκομίσει τα μέγιστα.

Συνοψίζοντας, υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των συμφερόντων που εκφράζει το Γερμανικό κράτος και της πολιτικής της Γερμανικής κυβέρνησης. Το Βερολίνο σταθμίζει τα γεγονότα και δρα αναλόγως, βάσει των στόχων του. Όταν χρειάζεται κάνει τροποποιήσεις. Για την ώρα η τρικομματική κυβέρνηση δείχνει σταθερή. Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει. Σε κάθε περίπτωση η Γερμανική κεφαλαιοκρατία θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα της.

PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

https://www.militaire.gr/einai-i-germania-protektorato-ton-ipa/