του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου στις 14-16 Φεβρουαρίου 2025, δεν έγινε απλώς μια ακόμη συγκέντρωση διπλωματών και υπευθύνων χάραξης πολιτικής αλλά ήταν μια στιγμή υπολογισμού για το μέλλον της διατλαντικής συμμαχίας. Η γεωπολιτική μετάβαση στο πολύ-πολικό σύστημα, σε συνδυασμό με την άνοδο της κυριαρχίας στις ΗΠΑ και των εθνικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη, θέτει το ΝΑΤΟ σε μια άνευ προηγουμένου πίεση. Για την Ευρώπη, το μήνυμα από την Ουάσιγκτον είναι ξεκάθαρο: οι μέρες των αδιαμφισβήτητων αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας έχουν τελειώσει.
Πλέον είναι ηλίου φαεινότερο ότι χρειαζόμαστε μια ισχυρή και επείγουσα αντιμετώπιση της μεταβαλλόμενης δυναμικής στα θέματα ασφάλειας. Η Διάσκεψη υπογράμμισε σίγουρα τα βαθύτερα ρήγματα εντός του ΝΑΤΟ και της ευρύτερης δυτικής συμμαχίας. Η στροφή προς μια πιο συναλλακτική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τον αγώνα της Ευρώπης να επιτύχει στρατηγική αυτονομία, αναγκάζει χώρες όπως η Ελλάδα να επανεξετάσουν τη στάση ασφαλείας τους.
Στην Ελλάδα πρέπει πλέον να γίνει κατανοητό ώστε να ακολουθήσει μια διττή στρατηγική με ενίσχυση των διμερών αμυντικών εταιρικών σχέσεων, ενώ παράλληλα να υποστηρίζει ένα πιο ισχυρό πλαίσιο ασφάλειας σε ολόκληρη την ΕΕ. Δεδομένης της μεταβαλλόμενης θέσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και της αβεβαιότητας που περιβάλλει τις προσπάθειες συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης, το να βασιζόμαστε σε μια ενιαία προσέγγιση θα ήταν επικίνδυνο.
Η ολοένα πιο δυναμική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας περιπλέκει το τοπίο της περιφερειακής ασφάλειας.
Η Τουρκία κτίζει ένοπλες δυνάμεις και κυρίως ένα στόλο στη Θάλασσα του Αιγαίου σε μια προφανή προσπάθεια να διεκδικήσει μεγαλύτερο έλεγχο στην περιοχή. Είμαστε μάρτυρες όπου σε καθημερινή βάση το φύλλο συκής ακόμη και μιας ασήμαντης αεροναυτικής άσκησης κρύβει καλά την επιχειρησιακή προειδοποίηση. Με αυτά τα λόγια μπορούμε να περιγράψουμε το συνεχές βουητό της Τουρκίας στο Αιγαίο με παραβιάσεις, αδιάκοπους ψευδείς αποκλεισμούς βασικών υδάτινων οδών και περιοχών με παράνομες NAFTEX, και με φαινομενικά ατελείωτες ασκήσεις πυραυλικών συστημάτων. Όλα έχουν σκοπό να κάνουν ένα πράγμα: να ομαλοποιήσουν την εχθρική παρουσία της Τουρκίας και να φθείρουν την νομιμότητα.
Αλλά η Τουρκία έχει κάνει περισσότερα από το να λύνει το ζωνάρι της στις ακτές του Αιγαίου. Για δεκαετίες, οι Τούρκοι έχουν απλώσει την επιρροή τους σε κάθε σημείο του Αιγαίου. Παίζει μια πράξη εξισορρόπησης μεταξύ του ΝΑΤΟ, της Ρωσίας και των δικών της περιφερειακών φιλοδοξιών. Εάν το ΝΑΤΟ αποδυναμωθεί, η Τουρκία μπορεί να πιέσει για μεγαλύτερη επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, αμφισβητώντας την ελληνική κυριαρχία.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να βασίζεται αποκλειστικά στους συμμάχους και ετέρους. Με ενίσχυση των διμερών συμμαχιών ενώ παράλληλα να εργάζεται προς μια πιο συνεκτική ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική εκτιμάται ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να περάσουμε σε αυτήν την αβέβαιη εποχή. Ταυτόχρονα, με αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας διατηρώντας παράλληλα ανοιχτούς τους διπλωματικούς διαύλους είναι το κλειδί για τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας.
Η “τριάδα της αποτροπής” είναι αναμφισβήτητα ζωτική για την επιχειρησιακή σχεδίαση.
Στην εποχή της αποτροπής, μια τριμερή στρατιωτική δομή που θα επιτρέπει τη διαφοροποίηση των όπλων, είναι απαραίτητη. Αποτελούμενη από 1) στρατηγικά βομβαρδιστικά ικανά να αναπτύξουν έξυπνες βόμβες και πυραύλους, 2) χερσαίους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους και 3) βαλλιστικούς πυραύλους φρεγάτας και υποβρύχιας εκτόξευσης, η τριάδα αυτή δίνει στην Ελλάδα μυριάδες επιλογές για να αποτρέψει την ανάπτυξη μιας αξιόπιστης δύναμης στον εχθρό. Αυτό το αποτέλεσμα είναι υψίστης σημασίας για την αποτροπή, καθώς διασφαλίζει ότι ο Ελληνισμός έχει πάντα «ικανότητα δεύτερου χτυπήματος» να εξολοθρεύσει έναν εχθρό που προσπαθεί να το εξολοθρεύσει πρώτο.
Η εξάρτηση της Ελλάδας στο σκέλος της τριάδας της αποτροπής καθοδηγείται τόσο από στρατηγικές όσο και από γεωπολιτικές επιταγές καθώς η γεωγραφική πραγματικότητα και η αμυντική στάση της Ελλάδας τονίζουν ιδιαίτερα τη θαλάσσια συνιστώσα.
Βρισκόμαστε σε μια ασταθή περιοχή, που συνορεύει με έθνη με περίπλοκες ιστορικές σχέσεις, όπως η Τουρκία, και αντιμετωπίζουμε προκλήσεις ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεδομένης της εκτεταμένης ακτογραμμής και των πολυάριθμων νησιών, μια ναυτοκεντρική στρατηγική αποτροπής εξασφαλίζει ευελιξία και επιβίωση σε περίπτωση σύγκρουσης.
Συμπεράσματα
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι πρόθυμες να εμπλακούν, αλλά μόνο με όρους που μεγιστοποιούν το δικό τους στρατηγικό πλεονέκτημα. Για την Ελλάδα που βασιζόταν εδώ και πολύ καιρό στο ΝΑΤΟ ως δεδομένο και δεδομένη, αυτό είναι ένα κάλεσμα αφύπνισης. Είτε ενισχύουμε δραματικά τις αμυντικές μας ικανότητες και επαναπροσδιορίζουμε τις προτεραιότητες ασφαλείας, είτε κινδυνεύουμε να μείνουμε στρατηγικά παρασυρόμενοι.
Για τις ΗΠΑ, το ερώτημα είναι αν η κυριαρχική προσέγγιση θα παράγει μια πιο βιώσιμη και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική ή αν θα επιταχύνει την κατάρρευση της τάξης ασφαλείας που διέπει τον Βόρειο Ατλαντικό για περισσότερες από επτά δεκαετίες. Εάν εξακολουθήσουμε να υποθέτουμε ότι το ΝΑΤΟ θα λειτουργήσει όπως στις προηγούμενες κρίσεις, κάνουμε έναν ιστορικό λάθος υπολογισμό. Η παλιά τάξη ασφαλείας καταρρέει και τι την αντικαθιστά παραμένει αβέβαιο. Το αν αυτό που ακολουθεί είναι μια εποχή μεγαλύτερης στρατηγικής αυτονομίας ή γεωπολιτικού κατακερματισμού, μένει να φανεί -αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: η μεταπολεμική τάξη ασφαλείας δεν θα επιστρέψει.
Για την Ελλάδα, το σκέλος της τριάδας της αποτροπής δεν είναι απλώς ζωτικής σημασίας -είναι αναμφισβήτητα ο μόνος εφικτός δρόμος για τη διατήρηση ενός αξιόπιστου αποτρεπτικού μέσου. Η κινητικότητα, η δυνατότητα επιβίωσης και η στρατηγική εμβέλεια των υποβρυχίων και των ναυτικών μέσων επιτρέπουν στην Ελλάδα να προβάλλει ισχύ, να διασφαλίζει την ικανότητα δεύτερου χτυπήματος και να προστατεύει την εθνική ασφάλεια σε ένα ολοένα και πιο αμφισβητούμενο θαλάσσιο περιβάλλον.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι μέλος και ερευνητής του Institute for National and International Security, του Strategy International και του Research Institute for European and American Studies.