του Λευτέρη Τσουλφίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Η αύξηση των δασμών στις ΗΠΑ οδηγεί σε αύξηση των τιμών και των επιτοκίων. Αν αυτό συμβεί αποκλειστικά στις ΗΠΑ, θα προκαλέσει σημαντική πτώση στο χρηματιστήριο, γεγονός που μπορεί να αναγκάσει τον Πρόεδρο Τραμπ να αναθεωρήσει την πολιτική του. Ένα παρόμοιο σενάριο εκτυλίχθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2018, όταν η τότε κυβέρνηση Τραμπ επιχείρησε να αυξήσει τα επιτόκια μέσω μιας στρατηγικής γνωστής ως “tapering”—μιας σταδιακής αύξησης των επιτοκίων. Ο στόχος ήταν να “καθαρίσει” η αγορά από τις επιχειρήσεις-ζόμπι, δηλαδή επιχειρήσεις που εξαρτώνται από τον δανεισμό για να επιβιώσουν αλλά δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Η εξάλειψη αυτών των αδύναμων επιχειρήσεων θα άφηνε χώρο στις εναπομένουσες υγιείς επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και να οδηγήσουν την οικονομία στην έξοδο από τη μακροχρόνια ύφεση και την ανάπτυξη.
Στη σημερινή φάση της οικονομίας φαίνεται να υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση. Η μακροχρόνια ύφεση που ξεκίνησε το 2007 συνεχίζεται και, όπως στη Μεγάλη Ύφεση του Μεσοπολέμου, οι πολιτικές αυταρχικότητας, αυτάρκειας και προστατευτισμού γίνονται επίσημες πολιτικές κρατών (όχι αναγκαστικά όλων). Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε τις δεκαετίες 1920 και 1930 διαδοχικά σε Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα και αλλού. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το 1930 σημειώθηκε τετραπλασιασμός (!) των δασμών αρχικά στα αγροτικά και εν συνεχεία επεκτάθηκε και σε βιομηχανικά προϊόντα.
Η διαφορά που εντοπίζουμε στις σημερινές οικονομίες δεν έγκειται μόνο στην ενίσχυση του προστατευτισμού και της αυτάρκειας ως μέσων κρατικής πολιτικής, αλλά και στο γεγονός ότι οι ίδιες οι εγχώριες επιχειρήσεις επιδιώκουν πλέον να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες. Αυτή η τάση ξεκίνησε με την πανδημία και εντάθηκε λόγω των πολέμων στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη, καθώς και του γενικότερα εύθραυστου διεθνούς κλίματος. Όλα αυτά, τόσο ξεχωριστά όσο και σε συνδυασμό, έχουν αλλάξει ριζικά τα δεδομένα του διεθνούς εμπορίου και των συναλλαγών (μετά το 2007 έχουμε την από-παγκοσμιοποίηση, καθώς στα πρόσφατα χρόνια έχει μειωθεί αισθητά ο όγκος του διεθνούς εμπορίου).
Συνεπώς, η πολιτική του Τραμπ δεν προέκυψε ξαφνικά, αλλά φαίνεται ότι έχει βάθος και υποστηρίζεται από τις μεγάλες οικονομικές αλλαγές τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και διεθνώς. Το ζήτημα είναι αν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής από τους υποστηρικτές της. Να υπενθυμίσω ότι στην προηγούμενη θητεία του, ο Τραμπ κάθε άλλο παρά κατόρθωσε να υλοποιήσει τους μεγαλόπνοους στόχους που είχε θέσει—όπως η εξαγγελία ανέγερσης τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, με το κόστος να βαραίνει, κατά δήλωσή του, την κυβέρνηση του Μεξικού, η κατάργηση του προγράμματος υγείας γνωστού ως Obamacare, η πολιτική επιβολής δασμών στην Κίνα, καθώς και η αντικατάσταση της NAFTA, η οποία στην ουσία μετονομάστηκε σε CUSMA, χωρίς θεμελιώδεις αλλαγές, μεταξύ άλλων. Θεωρώ ότι ο μεγαλύτερος παράγοντας ανησυχίας είναι η πορεία του χρηματιστηρίου, καθώς, όπως έχω επιχειρηματολογήσει και στο παρελθόν, ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 (αποπληθωρισμένος) έχει απομακρυνθεί σημαντικά από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή από τα (αποπληθωρισμένα ) κέρδη, όπως δείχνεται στο Σχήμα που ακολουθεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο S&P 500 είναι ήδη απομακρυσμένος αρκετά από τα θεμελιώδη της οικονομίας, όπως τα πραγματικά επιχειρηματικά κέρδη, μεταξύ άλλων. Ο S&P 500 (αποπληθωρισμένος) από το 2009 έως το 2024 αυξήθηκε κατά 390%, ενώ την ίδια περίοδο τα (αποπληθωρισμένα) επιχειρηματικά κέρδη αυξήθηκαν μόνο κατά 156%. Αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε, σχεδόν, με βεβαιότητα ότι πρόκειται για μια κερδοσκοπική φούσκα. Σημειώνεται ότι η φούσκα αυτή δεν τροφοδοτείται αποκλειστικά από επενδυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως συνέβη το 1929, αλλά από επενδυτές παγκοσμίως.
Συνεπώς, οι δασμοί που ο Τραμπ έχει ήδη επιβάλει ή απειλεί να επιβάλει αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών στις ΗΠΑ. Η αύξηση αυτή, με τη σειρά της, θα οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια, καθιστώντας τα ασφαλή ομόλογα ελκυστικότερα για τους επενδυτές. Το αποτέλεσμα θα είναι η μείωση του δανεισμού και η πτώση της ζήτησης για μετοχές, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Παράλληλα, οι λεγόμενες «επιχειρήσεις-ζόμπι» θα πληγούν ακόμη περισσότερο, γεγονός που θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις της οικονομίας.
Το αν τελικά θα επιβληθούν οι προτεινόμενοι δασμοί θα εξαρτηθεί από την πορεία του χρηματιστηριακού δείκτη. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ενισχύθηκε από την υποστήριξη χρηματιστηριακών παραγόντων και επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, γνωστών ως «Magnificent 7», δηλαδή των εταιρειών Apple, Microsoft, Nvidia, Google, Amazon, Meta και Tesla. Ήδη έχει ανακοινώσει επενδύσεις ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως σε υποδομές (Stargate Project) που συνδέονται με την τεχνητή νοημοσύνη. Η κρατική παρέμβαση και επένδυση θεωρείται αναγκαία, καθώς, σύμφωνα με τον Έλον Μασκ, ο ιδιωτικός τομέας δεν διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για τέτοιου μεγέθους επενδύσεις σε υποδομές. Αυτό, άλλωστε, ισχύει διαχρονικά για καινοτομίες μεγάλης κλίμακας, όπως αυτές των ημερών μας. Η άνοδος του χρηματιστηριακού δείκτη ενισχύει τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, επανεπενδύουν τα κέρδη τους, δημιουργώντας έναν αυτοτροφοδοτούμενο και αμοιβαία υποστηρικτικό κύκλο ανάπτυξης. Ωστόσο, η επιβολή δασμών φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως απειλή προς ενδεχόμενους ανταγωνιστές παρά ως ουσιαστικό εργαλείο οικονομικής πολιτικής. Άλλωστε, μια αύξηση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την επακόλουθη πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχεία αναπροσαρμογή της στρατηγικής.
Καθηγητής Λευτέρης Τσουλφίδης
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑ.ΜΑΚ.