του Φώτη Καγγελάρη
Η ισότητα μπορεί να είναι δικαίωμα αλλά καμιά δύναμη στη γη δεν θα την κάνει γεγονός
- H. de Balzac
Όποιος έχει τα όπλα έχει και το ψωμί
- L. A. Blanqui
Έχω την εντύπωση ότι η σημαντική αξία του Hegel της «Λογικής» και της «Φαινομενολογίας του Πνεύματος» δεν είναι μόνο ότι ανέδειξε την πορεία του Πνεύματος μέσω των αντιθέσεων και της κατάφασης, της άρνησης της άρνησης.
Εκείνο που είναι σημαντικό, επίσης, είναι ότι κατέδειξε την διαπάλη και την πλήρη αλληλεξάρτηση των δύο πόλων της υπαρξιακής δυάδας Κυρίαρχο-Κυριαρχούμενο.
Στον αγώνα αυτό κανείς δεν υπερτερεί, είναι ίσοι μέσα στην αγωνία και μέσα στον αγώνα για να μην υπερτερεί κανείς. Η αγωνία του κυριαρχούμενου είναι να μην γίνει κυρίαρχος, εάν ο κυρίαρχος δεν μπορεί να γίνει κυριαρχούμενος. Προκύπτει μια υπαρξιακή απειλή εάν η δυάδα δεν διατηρήσει την ισότητα.
Δεν μάχονται για ανωτερότητα, αλλά, πως να μην χάσει τον έλεγχο ο ένας εκ των δύο κι επιθυμήσει την ανωτερότητα, δηλαδή τη διαστροφή που θα οδηγήσει στο Τίποτα. Γι’ αυτό, όπως έλεγε ο Henri de Gand, μερικούς αιώνες νωρίτερα του Hegel, στις σχέσεις κυρίου και δούλου είναι αληθές ότι ο δούλος προηγείται του αφέντη κρατώντας τον δαυλό που του φωτίζει τον δρόμο. Εξάλλου η Butler όσον αφορά την «Ψυχική ζωή της εξουσίας» μας λέει ότι η καθυπόταξη του υποκειμένου στον Άλλο είναι καθοριστική για την συγκρότηση του ίδιου του υποκειμένου. Δηλαδή, είναι μέσω της καθυπόταξης που ανάγεται σε υποκείμενο του εαυτού και του Άλλου. Ο Άλλος, με Α κεφαλαίο, διεκδικεί επίσης θέση υποκειμένου από την οποία θέση συγκροτεί την υποκειμενικότητα εαυτού και του Άλλου ως υποκειμένου. Ο Lacan προχωρώντας παραπέρα λέει ότι ο πιστωτής όχι μόνο δεν μάχεται τον οφειλέτη του του οποίου έχει μονίμως την έγνοια, αλλά οφείλει και να τον προστατεύει από την απώλεια γιατί ο πιστωτής είναι χρεωμένος στην οφειλή προς αυτόν. Δηλαδή ο Κύριος για να μπορεί να παραμένει Κύριος οφείλει να χρωστά την κυριότητα στον οφειλέτη του. (Ecrits La Grande Dette de Rabelais, 1966). Ή, για να το πω διαφορετικά, τι θα ήταν η Αντιγόνη χωρίς τον νόμο του Κρέοντα αφού είναι η Αντιγόνη που με την πράξη της εγγυάται την εξουσία του Κρέοντα; Ο Κρέων φρουρεί το νεκρό σώμα όχι για να μην πάει κάποιος και παραβεί την ακηδία αλλά για να πάει κάποιος. Ειδάλλως, προς τι η φρουρά; Με όρους εξουσίας θα λέγαμε ότι ο κυρίαρχος κυριαρχείται από την κυριαρχία του, δεν μπορεί παρά να αλλοτριώσει την ζωή του άλλου, αλλοτριωμένος ο ίδιος από την αλλοτρίωση που παράγει, την αλλοτρίωση του άλλου.
Είναι, λοιπόν αυτή η ισότητα που κάνει τον Διάβολο να παρακαλεί να παραμείνει Διάβολος: τι να την κάνει τη θέση του Θεού αφού από την θέση του ο Διάβολος αποκτά οντότητα της οποίας το αποτέλεσμα είναι η διεκδίκηση όχι του να μην χάσει την θέση του αλλά του να μην χάσει ο Θεός τα προνόμιά του. Κανείς δεν μπορεί να είναι Θεός χωρίς ένα Διάβολο ο οποίος διεκδικεί την παραμονή στη θέση που βρίσκεται, την δική του θέση και όχι εκείνη του Θεού. Ο Διάβολος δεν διεκδικεί τη θέση του Θεού, διεκδικεί τη δική του τη θέση κάνοντας τον Θεό να διεκδικεί τη θέση του ως Θεό. Η ισότητα προκύπτει από αυτό τούτο το γεγονός ότι καθένας διεκδικεί τη δική του θέση και όχι τη θέση του άλλου. Η διεκδίκηση της θέσης του Θεού θα γινόταν εάν ο Διάβολος έπαυε να διεκδικεί τη δική του θέση, όχι διεκδικώντας τη θέση του Θεού, αλλά διεκδικώντας το οντικό τίποτα, το οποίο, επίσης, θα επέφερε το οντικό τίποτα του Θεού.
Είναι ο κλέφτης λέει ο Genet που κάνει τον δικαστή να είναι δικαστής. Είναι ο δικαστής που παρακαλεί τον κλέφτη να παραμείνει κλέφτης. Και είναι ο κλέφτης που παρακαλεί τον δικαστή να παραμείνει κλέφτης με το να παραμείνει ο δικαστής στο αξίωμα του, για να μπορέσει αυτό να επιφέρει μια οντική ισότητα.
Είναι ο άντρας που παρακαλεί την γυναίκα να είναι γυναίκα, να είναι γυναίκα για να του δίνει τον φαλλό που μόνο μία γυναίκα μπορεί να του δώσει.
Ποιος ερωτευμένος δεν παρακαλεί τον άλλον να είναι ο καθρέφτης της ιδανικής εικόνας του εαυτού του;
Ποιος σαδιστής δεν παρακαλεί τον μαζοχιστή να του δώσει το μαστίγιο;
Ποιος σατράπης δεν παρακαλεί τον σκλάβο να παραμείνει σκλάβος;
Μια ισότητα διατρέχει τον κόσμο ως ισορροπία. Μια ισότητα της οποίας η ταλάντωση δημιουργεί ρόλους. Ρόλους για να μην χαθεί η ισότητα μέσα στη διεκδίκηση μιας ανωτερότητας. Σε προστατεύω σημαίνει καταδέξου να είσαι εύθραυστος για να υπάρχω ως μέγας προστάτης, με την δύναμη που μου παραχωρείς εσύ ο εύθραυστος που προστατεύεις την προστασία που σου παρέχω.
Και τώρα φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Θέλει ο Προλετάριος, (με ότι και να σημαίνει προλετάριος στη σύγχρονη εποχή, ίσως ένα κενό σημαίνον θα έλεγε ο Laclau, όπως ακριβώς το σημαίνον «λαός») να παραμείνει Προλετάριος για να διατηρηθεί η ισορροπία του κόσμου;
Όχι. Ο Προλετάριος θέλει να διεκδικήσει τη θέση του κυρίαρχου. Για να επιφέρει μια κοινωνική ισότητα σαν κι αυτή που ευαγγελίστηκε η Γαλλική Επανάσταση με το γνωστό σύνθημα, σαν και αυτή που γράφτηκε στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, σαν κι αυτή που γράφεται σε κάθε Σύνταγμα.
Η κοινωνία του Marx και Lenin ευαγγελίζεται μια κοινωνία ισότητας, αυτή που το αστικό σύμπαν δεν στάθηκε ικανό να πραγματοποιήσει.
Ο Προλετάριος αναλαμβάνει να επιφέρει την ισότητα αρνούμενος την ύπαρξή του. Παύει να είναι Προλετάριος, καταργώντας ταυτόχρονα την ύπαρξη του κυρίου. Ο Προλετάριος ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς ταλάντωση.
Αυτό, βέβαια, δεν είναι κάτι νέο. Εκτός της Γαλλικής Επανάστασης και του Συντάγματος των ΗΠΑ που προανέφερα, η πολιτική φιλοσοφία του Bacon, του Locke, του Thomas Aquinas έως τα κοινόβια των χίπις την δεκαετία του ’60 ή τις θρησκευτικές ομάδες τύπου Manson, το ζητούμενο είναι η ισότητα. Η ισότητα κάποιες φορές διασφαλίζεται μέσω ενός ηγέτη ο οποίος εγγυάται την ισότητα για όλα τα μέλη με τον τρόπο που κατέδειξε ο Le bon και ο Freud στα δοκίμιά τους για την Ομαδική Ψυχολογία αλλά και ο Χριστός με την τελετή του «Νιπτήρος».
Θα ήθελα να σταθώ στο σημείο αυτό και να πω ότι ισότητα είναι επίσης εκείνη η παρακινδυνευμένη κατάσταση που επικαλείται ο Λαϊκισμός, όχι για την προσδοκία μιας ισότητας, αλλά για την κάθετη υπακοή σ’ ένα ηγέτη, έναντι του οποίου όλοι είναι ίσοι, γιατί εκφράζει το «ιδεώδες του εγώ». Οι σωτήρες επιδιώκουν πάντα να επαναφέρουν τον «αποκλεισμένο» από την εξουσία λαό στην πολιτική σκηνή, σ’ ένα κλειστό σύστημα ομάδας, όπου όλοι θα είναι ίσοι ως προς το πάθος τους και την λατρεία τους προς τον ηγέτη ο οποίος, βέβαια, τους αγαπά όλους ίσα. Έτσι ο λαός είναι μεταξύ τους «αδέλφια», «σύντροφοι», «πατριώτες», «ομοαίματοι», «συμπολίτες», ίσοι μπροστά στο μεγάλο αόριστο ιδανικό που ενσαρκώνει ο ηγέτης ως «ιδεώδες του εγώ» ενώ παράλληλα και απαραίτητα υπάρχει ο διαχωρισμός του «εμείς» και «αυτοί», οι εχθροί.
Πρόκειται για την επιβολή ισότητας μεταξύ των μελών της ομάδας, έναντι μιας ανισότητας, εκείνης του ηγέτη, η οποία επιβάλλεται ως ανισότητα για να διατηρηθεί η ισορροπία της ισότητας των μελών. Η ανισότητα επιβάλλει ισότητα μέσω του αντιθέτου της.
Σε τέτοιου τύπου επιχειρήματα βασίζονται εξάλλου θεωρίες περί δουλείας (ο Αριστοτέλης διατύπωσε σαφώς ότι οι άνθρωποι γεννιούνται άνισοι άρα και δούλοι), φυλετικής ανωτερότητας, πολιτισμικής υπεροχής. Ήταν το κύριο επιχείρημα της αποικιοκρατίας και της δουλοκρατίας αλλά και της βάσης της σχέσης με τον έτερο Άλλο, καλλιτέχνη, τρελό, ομοφυλόφιλο, παραβατικό κλπ. αγνοώντας ο δόλιος αποικιοκράτης ότι υπάρχει επειδή υπάρχει αυτός που θέλει να αφανίσει.
Γι’ αυτό και ο Hobbes αναγνωρίζοντας την ισότητα ως προς το αγαθό της ζωής και για να διατηρήσει παράλληλα την ανισότητα εντός μιας κοινωνίας όπου «ο ένας για τον άλλο είναι λύκος» εφευρίσκει την ειρήνη της οποίας την τήρηση αναθέτει σε μια αυθεντία μέσω του νόμου.
Ο Προλετάριος, για να επανέλθουμε, για να διεκδικήσει την κυριαρχία θα πρέπει ν’ αλλάξει υπαρκτική δομή, να γίνει άλλος, εκείνος που πολεμούσε, ένας προλετάριος δικτάτορας στη θέση του αστού δικτάτορα. Αυτή η απέκδυση της υπαρκτικής διάστασης του προλετάριου σημαίνει την χωρίς αντίθεση κόσμο. Ο έτερος που συγκροτεί και συγκρατεί τον κόσμο, την φύση του Ηράκλειτου, που συγκροτεί την γλώσσα του Jacobson, που συγκροτεί τους λεβιστρωσικούς νόμους της συγγένειας, που συγκροτεί τον φροϋδικό κόσμο των αντιθέτων του ανθρώπου, αυτός ο κόσμος ο συγκροτημένος ως ταυτότητα από τον καθρέφτη της ετερότητας, ο κόσμος της αλλότητας, ο κόσμος των ονείρων μας παύει να υπάρχει. Ή μήπως παύει να υπάρχει ολόκληρος ο κόσμος;
Θα προκύψει, άραγε ένας κόσμος και ποιος; Μπορεί άραγε να υπάρξει το «κάτι» εάν δεν υπάρχει κάτι άλλο το οποίο θα σχετικοποιήσει και θα σχετικοποιηθεί στη συνέχεια;
Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό ν’ αναρωτηθούμε αν κόσμος από τότε που υπάρχει εξελίχθηκε μέσα σε μια αργή εξέλιξη κατάκτησης ισότητας. Σαν ο κόσμος να γνωρίζει ότι η πλήρης ισότητα θα σήμαινε την εξαφάνιση του και γι’ αυτό η ισότητα κερδιζόταν, παραχωρείτο με φειδώ σαν προσπάθεια καθυστέρησης μιας νομοτέλειας, εκείνης της αφάνισης. Με φειδώ σημαίνει κατ’ οικονομία και όπως κατ’ οικονομία Θεού σημαίνει ο νόμος του οίκου του Θεού για να διατηρείται ο οίκος εν ισορροπία έτσι και στην περίπτωση της ισότητας υπάρχει μια κατ’ οικονομία, ένας νόμος εντός του οίκου του ανθρώπου που ρυθμίζει, που προσπαθεί να διαιωνίσει τον οίκο μέσω της μετά φειδούς παροχής ισότητας.
Ο Russell έλεγε, ακριβώς, ότι δεν υπάρχει αλήθεια που να μην εμπεριέχει το αντίθετο της, η αλήθεια για να είναι αλήθεια οφείλει να εμπεριέχει το ψεύδος, δηλαδή μια άλλη αλήθεια. Και ο Laclau γράφει ότι ακόμα και σε μια ανταγωνιστική σχέση που αντιπαραθέτει «εμάς» σε «κείνους», οι δύο αντίπαλοι πόλοι άλλο δεν κάνουν παρά να αλληλεπιβεβαιώνονται, ο εχθρός το μόνο που κάνει είναι να μας ορίζει ως την άρνηση του. Θα το παρομοιάζαμε με το κοινοβουλευτικό παιγνίδι εξουσίας: μια κυβέρνηση έχει όφελος να έχει μια ισχυρή αντιπολίτευση γιατί έτσι εδραιώνεται καλύτερα. Και μια αντιπολίτευση έχει όφελος από μια ισχυρή κυβέρνηση γιατί έτσι μπορεί να αντλεί την πολιτική επιχειρηματολογία της, δηλαδή την διεκδίκηση της εξουσίας. O La Boetie είχε φτάσει στο σημείο να μιλά για συναίνεση στην υποδούλωση προερχόμενη από θετικά συναισθήματα. Δηλαδή, μια συναίνεση στην εξαγορά της επιθυμίας, όπως είχαμε υποστηρίξει σ’ ένα προηγούμενο κείμενο, (Δημοκρατικός Φασισμός: η συναίνεση στην εξαγορά της επιθυμίας) συναντώντας έτσι τον Gramsi και την θεωρία του για την ηγεμονία.
Η ίδια η ετυμολογία της λέξης ισότητα έχει την αρχική σημασία του χωρισμού σε δύο ίσα τμήματα η δε ρίζα του ίσον αντλεί από την σημασία του δύο το οποίο συνοδευόμενο από το επίθεμα two σημαίνει ήμισυ. Δηλαδή, ισότητα ίσον δύο ίσα τμήματα τα οποία διατηρούν την οντική επάρκεια του όλου. Δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα εάν δεν υπάρχουν δύο μέρη κατ’ αντιπαράθεση.
Εάν χρησιμοποιούσαμε όρους μαθηματικών θα λέγαμε ότι, η ισότητα δεν αποτελεί ταυτότητα, Α=Β, αλλά εξίσωση, δηλαδή κατάσταση προς απόδειξη.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι η ισότητα είναι η ηθική του δούλου, όπως έλεγε ο Nietzsche, και κατά συνέπεια ένα όχι στα ίσα δικαιώματα, στην υγεία, στον πολιτισμό, στις ευκαιρίες, στη μάθηση, στη ζωή, στον λόγο, στον κόσμο.
Μα, μήπως, ακριβώς η διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων προκύπτει από μια κοινωνία που είναι ζωντανή και πάλλεται επειδή είναι σε ανισότητα; Η ίδια η κοινωνία της ανισότητας δεν δίνει ή τουλάχιστον διεκδικεί την δυνατότητα της ισότητας;
Αλλά η ισότητα δεν θα ήταν κάτι ενάντια στη φύση του ανθρώπου, την οποία φύση του μέσω της ισότητας θα πολεμούσε, εκείνη την φύση που κατέδειξε ο Hegel ως προκύπτουσα από αντιθέσεις; Σαν μέσω της εξάλειψης των αντιθέσεων υπέρ της ισότητας ο άνθρωπος να οφείλει ν’ αρνηθεί την ανθρωπινότητα του που είναι οι αντιθέσεις, υπέρ μιας ανθρωπινότητας της ισότητας που ισούται με υπέρβαση της φύσης του.
Εδώ, θα μπορούσε να τεθεί και το ερώτημα: η τρέλα σ’ ένα κόσμο μη αντιθέσεων, τι θ’ απογίνει; Ή μάλλον, τι θ’ απογίνει ο κόσμος χωρίς την τρέλα; Θα είναι όλοι τρελοί ή όλοι λογικοί; Αν θεωρήσουμε βέβαια ότι η τρέλα είναι η εγγύηση της ανθρώπινης συνθήκης ως «φυσιολογικότητας», μέσω της αντίστασης στην ένδοση της γοητείας της τρέλας, η οποία αντίσταση συγκροτεί το σημαίνον.
Κι αλήθεια, θα υπήρχε ο κόσμος αν δεν υπήρχε η διαμάχη «πράγματος» σημαίνοντος ή «πράγματος» – μορφής» μια αιώνια διαμάχη που αποδίδει την μορφή του κόσμου ως αποσπώμενη από την λάβα του «πράγματος»;
Τι θα σήμαινε για παράδειγμα η σχέση Διαφωτισμού- Ιεράς Εξέτασης, ή η σχέση Ρομαντισμού- Ορθού Λόγου; Θα υπήρχαν άραγε οι τέχνες αφού η ύπαρξη τους δεν είναι παρά η εκτός του συντακτικού παράθεση αντιθέσεων; Και η σκοτεινή φύση του ανθρώπου, εκείνη που μας φανέρωσε ο Goya, ο Gericault, η Aloise, ο Beuys, τι θ’ απογίνουν;
Μήπως αυτό κάνει τους ερωτευμένους να επινοούν εξαρχής ρόλους, τους οποίους κατέδειξε εξαιρετικά ο Richter, κυριαρχίας και υποταγής, προστασίας και ευθραυστότητας που αφορούν το ζεύγος στο σύνολο του ή σε επί μέρους πλευρές του ζεύγους; Και έναντι των οποίων μπορούν με ασφάλεια να διαμαρτύρονται με την βεβαιότητα ότι η ανισότητα παραμένει.
Μήπως εξάλλου ο διαφωτιστής Kant δεν ισχυριζόταν ότι η γυναίκα είναι κατώτερη του άνδρα; Ή όπως έλεγε ο Orwell όλα τα ζώα είναι ίσα αλλά μερικά είναι πιο ίσα από τ’ άλλα. Και μήπως εξάλλου ο Αστικός Κώδικας δεν μιλάει για ισότητα χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να πει ότι τα δικαιώματα δεν είναι ίδια για τον άντρα και την γυναίκα , για το παιδί και τον ενήλικα, δηλαδή η ισότητα είναι διαφορετική, είναι ισότητα στους κόλπους μιας ανισότητας.
Κατά τα άλλα μπορούμε όλοι να είμαστε ίσοι, να φοράμε την ίδια μάρκα παπούτσια, ν’ ακούμε την ίδια μουσική, να χρησιμοποιούμε τις ίδιες φράσεις. ‘Η όπως έλεγε ο Α. France το μεγαλείο της ισότητας απέναντι στο νόμο απαγορεύει και σε πλούσιους και σε φτωχούς να ζητιανεύουν, να είναι άστεγοι κλπ. Και ο Kant επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Χριστού «βασιλεύς ή στρατιώτης…πλούσιος ή πτωχός…» ( Ιωάννης Ε΄ 24-30), έλεγε η μόνη ισότητα πάνω στη γη είναι ο θάνατος, θεωρώντας στην «κατηγορική προσταγή» τον άλλο ως σκοπό και όχι ως μέσον.
Ωστόσο, θα έλεγα ναι στο αίτημα της ισότητας, σ’ ένα κόσμο όπου όλοι θα είναι ίσοι. Αναγνωρίζοντας όμως ότι για να συμβεί αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι ένας κόσμος ανισότητας. Ή μήπως ένας κόσμος ανύπαρκτος;
Τελικά, μήπως, η ανθρωπότητα προτιμά το «Κύριε» από το « Σύντροφε»; παρότι το σωστό είναι το «Σύντροφε» αλλά για να συντροφεύει την ανισότητα; Ή μήπως το «Κύριε σύντροφε»;
Η ίδια η ιστορία προχωράει ως πρόοδος βάσει της ανισότητας. Ο ίδιος ο πολιτισμός είναι μια πάλη για ισότητα ή ανωτερότητα ως προς την φύση αλλά και την ίδια τη φύση του ανθρώπου, αλλά και από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η ανισότητα δίνει την δυνατότητα της διεκδίκησης της ισότητας με κίνδυνο την κατάρρευση όχι ενός συγκεκριμένου κόσμου αλλά του Κόσμου. Πράγμα αδύνατον. Γι’ αυτό και το τέλος της ιστορίας που οραματίστηκε ο Foukouyama ή το τέλος της τέχνης που οραματίστηκε ο Marx, ο Hegel, ο Beaudrillard ή ο Debord δεν είναι παρά ουτοπικές φαντασιώσεις ισοδύναμα ενός καλού ή κακού κόσμου που θα έχει πάψει, όμως, να υπάρχει ως κόσμος.
Ωστόσο, θα λέγαμε ότι ναι, υπάρχει ισότητα μια αδιόρατη στιγμή, την στιγμή της μετάβασης, όταν οι δύο πόλοι έχουν χάσει την οντική τους διάσταση πριν ακριβώς την μετάλλαξη τους στο αντίθετο από αυτό που ήταν έως τώρα. Μα, αυτή η στιγμή που σιγούν οι αντιθέσεις δεν είναι παρά μια στιγμιαία απώλεια της οντικότητας, τόση που να μην διαταραχθεί η δομή του κόσμου, για να επανέλθει εν συνεχεία ως ανισότητα την επόμενη στιγμή.
Έτσι ο Προλετάριος θα πάψει μια στιγμή να είναι Προλετάριος χωρίς ακόμα να είναι Κύριος, δηλαδή πριν ακόμα εφαρμόσει την δικτατορία του προλεταριάτου στη θέση της αστικής δικτατορίας.
Μετά η κατάσταση θα πάρει την ροή της ως αντίθεση, σαν επί της αντίθεσης να μην έχει αλλάξει κάτι παρά μόνον όσον αφορά τους ρόλους και τα ονόματα.
Εξάλλου, ο Προλετάριος οραματίζεται μια κοινωνία ισότητας, εκείνη δηλαδή που οραματίστηκε η γαλλική επανάσταση και την οποία ο Προλετάριος αναλαμβάνει τώρα να διεκπεραιώσει, αφού έχει καταστεί κυρίαρχος, αφού είναι ανώτερος του αστού, αφού είναι Κύριος των μέσων παραγωγής. Και αν τελικά η αταξική κοινωνία, η κοινωνία της ισότητας, έπεται της δικτατορίας του προλεταριάτου ποιος θα μας εγγυηθεί ότι θα πάψει να υπάρχει αυτή η δικτατορία, αυτή η κοινωνία της ανισότητας, αφού διαρκώς κατά τον Προλετάριο θα υπάρχουν αντεπαναστατικά στοιχεία σαν εκείνα που κρυφά υπονόμευαν και φανερώθηκαν μεμιάς μόλις έτεινε ο υπαρκτός σοσιαλισμός να παραχωρήσει τη θέση του στην αταξική κοινωνία.
Στοιχεία τα οποία δομικά θα στοιχειώνουν την υπαρξιακή δυάδα προλετάριου- αστού και τα οποία ο Προλετάριος παρότι θα θέλει να απαλλαγεί από αυτά για να επέλθει η πολυπόθητη ισότητα θα είναι αδύνατον, γιατί αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο αυτό θα σημαίνει κατάρρευση του σύμπαντος. Λέτε να είχε άδικο ο Freud όταν έλεγε «αναρωτιέμαι τι θα κάνουν οι σοβιετικοί την βία τους όταν θα έχουν εξαλείψει και τον τελευταίο αστό»;
Βέβαια, θα αντιτείνει κάποιος ότι, μέσα στην ισότητα μπορεί να υπάρξει η αναγνώριση της διαφορετικότητας ως ισοδύναμου μιας ανισότητας η οποία θα συγκροτεί την αντίθεση και άρα την οντική διάσταση της κοινωνίας και του κόσμου. Αυτό θα ήθελα, πραγματικά, να το δω.
Προς το παρόν φαίνεται ότι η ισορροπία του κόσμου εξαρτάται από μια ανισότητα που είναι ισότητα. Προς το παρόν και εν μέσω κορωνοιού διαβάζω για τις Ουτοπικές κοινωνίες.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θα υπάρξει ισότητα αλλά ποιος θα είναι ο Κύριος, του υβρίδιου, Κύριος της ισότητας ;
Η Ουτοπία ανήκει στον φαντασιακό κόσμο των δυτικών κοινωνιών συνυφασμένη με το κεντρικό νόημα του «ηθικού ιδεώδους», του «ιδανικού». Θεμελιωμένη στον ατομικισμό, η δυτική θεωρεί άπιαστες, απραγματοποίητες τις συνθήκες Φιλότητας/Αγάπης της ελληνικής Πολιτικής.
Επίσης το φαντασιακό της «ισότητας-αδελφότητας» ανήκει σε νοήματα νατουραλισμού και στωικισμού, τα οποία σχετίζονται με την «ηθική του δούλου». Εδώ, θεωρείται άπιαστη η ελευθερία, ενώ η ισότητα μπροστά στον Ηγέτη μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε άνευ οντικής «ουσίας» ψηφίδες ενός μωσαϊκού, όπου μόνο το σύνολο μετράει ως όν.
Στο ελληνικό φαντασιακό σύμπαν δεν υπάρχουν τέτοιου είδους νοήματα γιατί η Πολιτική Κοινωνία είναι «τέλεια» κοινωνία κατά τον τρόπο οντολογικού Γίγνεσθαι. Η κοινωνία αυτή με τον τρόπο των αρετών ολοκληρώνει το ψυχικό γίγνεσθαι του ανθρώπου, δημιουργεί ένα πραγματικό «καλοκάγαθο» όν.
Άλα της ζαντικά το Ibiza:
«…τα λόγια του Χριστού «βασιλεύς ή στρατιώτης…πλούσιος ή πτωχός…»
( Ιωάννης Ε΄ 24-30)…»