ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΈΧΟΥΝ ΜΟΡΦΗ

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Συνέντευξη του κ. Φώτη Καγγελάρη στην Άννα Σκαρλάτου για την έντυπη έκδοση της  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ.

Παράθεση του πλήρους κειμένου της συνέντευξης.

Μέσα σ’ αυτή την δυστοπική εποχή του κορωνοϊού κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Παπαζήση τρία εξαιρετικά βιβλία του Φώτη Καγγελάρη, Διδάκτορα Ψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού και συγγραφέα: ο «Τρόπος του λέγειν-η μορφή των πραγμάτων στην τέχνη και τον βίο, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική» το οποίο θεωρούμε και το πιο σημαντικό για τη σκέψη του συγγραφέα και δύο μελέτες για την φωτογραφία με μια φιλοσοφική και ψυχολογική προσέγγιση.

Σταθήκαμε στο «Τρόπος του λέγειν».

-Το βιβλίο σας «Τρόπος του λέγειν» αναφέρεται στο πράγμα. Τί είναι  το πράγμα; Πως διαρθρώνονται οι τέσσερις ενότητες στο βιβλίο; Πως συνδέετε την Αρχιτεκτονική;

-Κατ’ αρχήν να πούμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα γιατί τα πράγματα έχουν μορφή. Γιατί, δεν αρκεί ν’ αναρωτηθούμε σαν τον Leibniz «γιατί υπάρχει Κάτι (ο Κόσμος) και όχι το Τίποτα;» αλλά γιατί αυτό το Κάτι έχει μορφή.

Θα έλεγα, λοιπόν, τα πράγματα έχουν μορφή γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχαν. Τα πράγματα υπάρχουν μέσω της μορφής τους. Το περιεχόμενο ενός πράγματος δεν είναι παρά η εκδίπλωση και ανάδυση της μορφής του. Η ουσία ενός πράγματος- αν υπάρχει κάτι τέτοιο, για να μην γελάει και ο Nietzsche μαζί μας- είναι η μορφή του χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε.

Ας φανταστούμε τα πράγματα για μια στιγμή χωρίς μορφή, ουσιαστικά χωρίς όριο. Θα ήταν μια απέραντη απροσδιόριστη σούπα. Είτε αυτό αφορά το σύμπαν και τον αστρικό κόσμο είτε τον ψυχισμό του ανθρώπου είτε τον λόγο.

BORGUNDSTAVE, ΝΟΡΒΗΓΙΑ, 1180

Ο άνθρωπος είναι υποκείμενο του λόγου, του σημαίνοντος, επειδή ακριβώς η διάχυτη κατάσταση των ενορμήσεων που ενοικεί εντός του, οριοθετείται-μορφοποιείται, αν και στον ψυχισμό όπως και στο σύμπαν εξακολουθεί να λανθάνει το πράγμα, το άμορφο, το καταστροφικό, η τρέλα, το άρρητο, το ανείκαστο το οποίο ωστόσο, εν μορφή αποδίδει τον κόσμο, τα νοήματα εντός των οποίων κινούμαστε. Γι’ αυτό και ο Lacan έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο υποκείμενο του σημαίνοντος αλλά επίσης υποκείμενο του πραγμα-τικού.

Από την στιγμή όμως  που το πράγμα περάσει στη λέξη, στην εικόνα, παύει να είναι το πράγμα που ήταν. Είναι ένα πράγμα ακινητοποιημένο πια έως θανάτου, παρότι ενδεχομένως να αναπνέει επί αιώνες όπως ένα έργο ζωγραφικής ή ένας ναός του οποίου αισθανόμαστε την ανάσα όταν βρεθούμε κοντά του. Μια λέξη θα είναι για πάντα μια λέξη ή μια εικόνα και το πράγμα πια θα είναι η λέξη ή η εικόνα που το αποδίδει ενώ ταυτόχρονα η λέξη ή η εικόνα είναι η φυλακή του. Έτσι η γλώσσα του J. Koons θα παραμείνει για πάντα ακινητοποιημένη επί του σώματος της ερωμένης του (Glass Dildo, 1991) όπως αιώνια πετρωμένη θα παραμένει η γλώσσα του garcoil  (δαίμονα) στην Παναγία των Παρισίων: ότι είχαν να εκφράσουν το εξέφρασαν παρότι εξακολουθούν να το εκφράζουν ακόμα.

Η μορφή είναι η ακινητοποίηση του πράγματος. Είναι ο θάνατος της απροσδιόριστης κατάστασης του σύμπαντος και του ψυχισμού παρότι την ίδια στιγμή εκκινεί η ζωή του σύμπαντος και του ψυχισμού εν μορφή. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, λοιπόν, ανιχνεύεται το πράγμα ως υπογλώσσιο.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου μελετά τον Ενδιάμεσο Χώρο που καταλαμβάνει το πράγμα στην πορεία του για την αποκρυστάλλωση της μορφής του.

Αναλύονται τρία παραδείγματα: το πρώτο, αυτό της τέχνης του Non Finito όπου το πράγμα παγώνει κατά την διάρκεια της ανάδυσης του προς την τελική του μορφή.

Το  δεύτερο παράδειγμα αφορά το Ιερό του ναού ως ο Ενδιάμεσος Χώρος μεταξύ αόρατου- πράγματος και ορατού-μορφής.

Ναός Αγίου Ιωάννη, Νήσος Καϊρίρου, Παπούα Νέα Γουινέα

Το τρίτο παράδειγμα αφορά τον Κήπο ως Ενδιάμεσο Χώρο φύσης και πολιτισμού ταυτόχρονα, παράδειγμα στο οποίο θα σταθούμε ιδιαίτερα σε αυτό το κείμενο.

Βέβαια, και στις τρεις περιπτώσεις η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της κυριαρχίας της μορφής και μέσω αυτής είναι που μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του πράγματος. Ιδιαίτερα όμως στον κήπο, στο κρίσιμο ερώτημα υποταγή του πράγματος-φύση στη μορφή-πολιτισμό (περιπτώσεις F.L. Wright/Tadao Ando) ή το αντίστροφο,  παρατηρούμε ότι ο κήπος όσο και να θέλει να είναι σ’ επαφή με το  πράγμα, τη φύση, όπως συμβαίνει με τον δήθεν ανυπότακτο φιλελεύθερο αγγλικό κήπο (Ha-Has) ή τον κήπο Ζεν, το φυσικό στοιχείο είναι καθυποταγμένο στον πολιτισμό, στη μορφή που λαμβάνει η φύση από το χέρι του ανθρώπου, με απόλυτη έκφραση υποταγής τον μπαρόκ γαλλικό κήπο.

Υπάρχει, με όρους ψυχολογίας, υπεροχή του συνειδητού παρότι είναι το ίδιο το ασυνείδητο που υπαγορεύει την καθυπόταξή του από το συνειδητό ως τον μόνο τρόπο εμφάνισης του ασυνειδήτου.

Ένας κήπος οφείλει να προσδοκά την ουτοπία, το άυλο, την πλήρη απελευθέρωση της επιθυμίας ως συνώνυμου της φύσης, γεγονός, ωστόσο, αδύνατον και αδιανόητο.

Ο Adorno το έχει εκφράσει λέγοντας ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί το ουτοπικό πρόταγμα της τέχνης (ο κήπος ως αρχιτεκτονική τοπίου είναι τέχνη, βλέπε και απόψεις Bacon, Kant, Hegel, Thoreau…), το έργο τείνει να είναι άυλο, δηλαδή μόνο πνεύμα. Το έργο κινείται μέσα στην αρνητικότητα της ύλης του. Παρόμοια, ο Kandinsky, ο Malevich και άλλοι διατείνονταν ότι το αντικείμενο βλάπτει σοβαρά την τέχνη. Αλλά, και στην αρχιτεκτονική συναντάμε την ανάλογη θέση του Gaudy, του Hudertwasser, του εξαιρετικού κηποτέχνη και θεωρητικού Kent για την ευθεία γραμμή: η φύση απεχθάνεται την ευθεία. Θα μπορούσαμε, εξίσου εδώ, να βρούμε τη θέση του Foucault για την ετεροτοπία: ο κήπος δεν ανήκει πουθενά, σαν το πλοίο κινείται στον ενδιάμεσο χώρο.

World Mask Formatios 2, Ναταλία Σταματοπούλου.

Μ’ αυτήν την έννοια, ωστόσο, ο κήπος δεν είναι μια κίνηση προς την ουτοπία του μέλλοντος, αλλά προς την ουτοπία του παρελθόντος, προς το άρρητο, το απόλυτο, μια επιστροφή στην άυλη επιθυμία που είναι η έλλειψη πραγματικότητας, η μητρική αγκαλιά στην οποία καταφεύγει ο άνθρωπος για να αποφύγει την αντάρα του πολιτισμού παρότι όπως είπαμε ο κήπος είναι οπωσδήποτε κι αυτός μέρος του πολιτισμού, χρωστά την ύπαρξη του στον πολιτισμό. Σ’ αυτή την αγκαλιά προσφεύγει ο άνθρωπος για περισυλλογή, ξελαχάνιασμα, ένα φιλί σε κάποιο παγκάκι: εκτός/εντός του πολιτισμού χωρίς το δέος μιας πλήρους παλινδρόμησης παρότι παλινδρομεί σ’ αυτή την καταπράσινη  μητρική αγκαλιά, την πάντα χλωρή.

Στο δεύτερο μέρος, λοιπόν, του βιβλίου ανιχνεύεται το πράγμα ως ροή εν μορφή.

Το τρίτο μέρος του βιβλίου βασιζόμενο στην περίπτωση της τέχνης αλλά και του βίου ασχολείται με το τι είναι η μορφή, αντλώντας από τον καντιανό καθαρό λόγο, την έννοια του λακανικού «συνθώματος» και την Τοπολογία.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η μορφή είναι το είναι των πραγμάτων είτε πρόκειται για μια πέτρα  είτε για ένα ναό είτε για ένα κείμενο.

Βέβαια, η μορφή του κάθε πράγματος είναι διαφορετική, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο τρόπος του  είναι του κάθε πράγματος είναι διαφορετικός.

Το τρίτο μέρος, λοιπόν, του βιβλίου ανιχνεύει το πράγμα ως σκλάβο της μορφής ή την μορφή ως δεσμοφύλακα του πράγματος.

KOSUTH J. ONE AND THREE CHAIRS 1965

Μα, μήπως και το κύριο πρόβλημα της αρχιτεκτονικής σχετίζεται με την σχέση πράγματος/μορφής; Τι θέλει η αρχιτεκτονική; Να γίνει πνεύμα. Όπως, π.χ. ένας ναός ή ένας τάφος. Αλλά, για να γίνει πνεύμα θα πρέπει να υπερβεί αυτό που είναι. Και, τι είναι; Ύλη, γη, νερό, οικοδομικά υλικά, τα οποία στον συντακτικό άξονα θα πρέπει να πάψουν να είναι αυτά που είναι: θα πρέπει να μεταμορφωθούν σε πνεύμα για να εκφράσουν αυτό που θέλουν να πουν. Αλλά, αν γίνουν πνεύμα, τότε δεν απομακρύνονται από την φύση της αρχιτεκτονικής που είναι να παραμένει ριζωμένη και ακίνητη στη γη για να είναι αρχιτεκτονική;

Το τέταρτο μέρος του βιβλίου διαπραγματεύεται ακριβώς αυτό, τη σχέση της αρχιτεκτονικής ως μορφής του πράγματος με το ίδιο το πράγμα, το πράγμα ως δυνατότητα της αρχιτεκτονικής, μια σχέση που αναδεικνύει ιδιαίτερα την διαλεκτική πράγματος-μορφής. Τι είναι το είναι ενός ναού και γενικότερα, τι θέλει η αρχιτεκτονική; Ποιο πρόβλημα καλείται να επιλύσει η μορφή στην αρχιτεκτονική ούτως ώστε να είναι αυτό που θέλει να είναι, δηλαδή αρχιτεκτονική; Γιατί, πριν την επίλυση του προβλήματος που εκθέσαμε παραπάνω, θέλει να είναι αλλά δεν μπορεί να είναι ακόμα αρχιτεκτονική. Προς τούτο εξάλλου καταφεύγει στις άλλες τέχνες, δανείζεται στοιχεία από την γλυπτική, την ζωγραφική, τη μουσική, το χορό, από τέχνες που δεν εφάπτονται σταθερά επί της γης και οι οποίες εκφράζουν εναργέστερα την πορεία του πνεύματος προς την αυτοπραγμάτωση του.

Το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής είναι, λοιπόν, ότι για να είναι το είναι της πρέπει να αναιρέσει από το είναι της την ύλη της. Πρέπει η ύλη της να μεταμορφωθεί σε μη-ύλη, σε πνεύμα, σε αϋλότητα, στο απόλυτο, στην ουτοπία, το πράγμα πρέπει ν’ αρνηθεί τη φύση του για να λάβει μορφή, να συναντήσει την αρνητικότητα του, θα έλεγε ο Adorno. Και πράγματι, το αναιρεί από τη στιγμή που εισέρχεται στο νόημα, από τη στιγμή που είναι νόημα. Από τη στιγμή που αρνείται το βάρος της και την ακινησία της.

Ιδού, λοιπόν, η αντίφαση: να είναι γερά ριζωμένη στη γη (αν και στη σύγχρονη εποχή ο Clement τείνει να αναιρέσει την προσφυγή στη γη μέσω της κατασκευής ιπτάμενων κήπων), τα υλικά της να είναι γήινα, φθαρτά και πεπερασμένα ενώ η ίδια η αρχιτεκτονική καλείται μέσω αυτών των υλικών στην υπέρβασή τους, ούτως ώστε να υπερβεί το βάρος και την ακινησία της, να γίνει πνεύμα. Με απλά λόγια, πρέπει η ύλη  να συμβάλει στην αϋλότητα της, το τούβλο να μεταμορφωθεί σε πνεύμα, η λάσπη σε λέξη του άυλου κειμένου Θεός.

ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, MONTE TAMARO ΕΛΒΕΤΙΑ, BOTTA M 1992

Είναι αυτό εξάλλου που έκανε τον Hegel να τοποθετεί την αρχιτεκτονική στην τελευταία βαθμίδα των τεχνών ως για πάντα ριζωμένη στη γη, ως μη δυνάμενη να ακολουθήσει την πορεία του πνεύματος στην αυτοπραγμάτωσή του. Αλλά, είναι αυτό επίσης που έκανε τον Tadao Ando να λέει ότι το κτίσμα οφείλει να είναι ένας διαλογισμός του Ζεν και τον A. Isozaki ότι η αρχιτεκτονική είναι αόρατη.

Στην αρχιτεκτονική όπως και στις άλλες τέχνες άλλοτε υπερτερεί το πράγμα, δηλαδή η αρχαϊκή έκφραση του πράγματος και άλλοτε η επικάλυψη του πράγματος με τη μορφή-νόημα.

Η αρχιτεκτονική έτσι αποβαίνει ένας τρόπος έκφρασης, ένας «Τρόπος του λέγειν» αφού και το πράγμα για να μπορέσει να εκφραστεί, παρότι εκτός του λόγου, οφείλει να βρεθεί μέσα στον λόγο, σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσαμε ν’ αναρωτηθούμε αν το πράγμα είναι ή λέγεται. Έτσι, το πράγμα παρότι διαφεύγει του ορισμού του (κάθε φορά που πάμε να ορίσουμε το πράγμα βρισκόμαστε μπροστά σε μια λέξη ή εικόνα ή στο κενό) παράγει τον ορισμό, το νόημα, τον κόσμο, το σημαίνον εν μορφή. Όταν ο άνθρωπος κουράστηκε από την καθυπόταξη του πράγματος, δηλαδή τον πολιτισμό, τους κανόνες, την σύμβαση, θέλησε να επιτρέψει στο πράγμα να έχει χώρο. Το επαναστατικό κίνημα του Ρομαντισμού τον 19ο αιώνα οφειλόταν ακριβώς σε αυτό: «Όχι άλλη αλήθεια. Περισσότερη μαγεία».

Η τέχνη, ιδιαίτερα του 20ου αιώνα είναι η τέχνη αποκάλυψης του πράγματος το οποίο για λόγους θρησκευτικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς παρέμενε καλυμμένο. Η τέχνη έλεγε: «αν θέλεις να δεις κάτι, δες εμένα», γι’ αυτό και ο Foucault αποκαλούσε την τέχνη θεραπαινίδα του συστήματος. Το πράγμα, βέβαια, εδώ δεν είναι παρά η δαιμονική φύση της επιθυμίας, της καταστροφικής, της απαγορευμένης επιθυμίας η οποία είναι εκτός ορίων, χρόνου, συνθηκών ζωής και θανάτου.

Είναι τότε που ο άνθρωπος έδωσε χώρο στο πράγμα, στις τέχνες και βέβαια, στην αρχιτεκτονική μέσω της εισόδου της φύσης γιατί η φύση χωρίς όριο και μορφή είναι το πράγμα. Είναι χαρακτηριστικό επ’ αυτού να δούμε τους κήπους ως μέρος της αρχιτεκτονικής των σύγχρονων ψυχιατρείων: το ψυχιατρείο, χώρος κατ’ εξοχήν του πράγματος αλλά και της καθυπόταξης του προβλέπει κατά την κατασκευή του- ως μορφή και δίνει άπλετο χώρο στον κήπο ως αποστειρωμένο αντίδωρο στον  ευνουχισμό της άγριας επιθυμίας, της φύσης του ανθρώπου, της τρέλας (πχ ψυχιατρεία Nuuk Γροιλανδίας, Vejle Δανίας, Friedrichshafen Ελβετίας… ).

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ, MONTENA ROSSI A. 1971

Αν το λέγαμε διαφορετικά, ο πολιτισμός μέσα στη ναρκισσιστική του βεβαιότητα επιτρέπει μια παλινδρόμηση προς το σημείο εκκίνησης του, δηλαδή το πράγμα και που στην αρχιτεκτονική ταυτίζεται με την φύση και τα υλικά της. Πάντοτε, όμως, η παλινδρόμηση αυτή είναι ελεγχόμενη υπέρ του πολιτισμού, υπέρ του cogito.

Έτσι, ο F. L. Wright ενώ φαινομενικά βάζει τον πολιτισμό, την οικία Fallingwater (1935) να συζεί αρμονικά με τον ποταμό, το πράγμα, δεν πρόκειται για αρμονία πολιτισμού-φύσης αλλά για καθυπόταξη του ποταμού στα σχέδια της αρχιτεκτονικής, στα σχέδια του ανθρώπου. Αυτό που θαυμάζουμε είναι η  δύναμη του πολιτισμού να καθυποτάσσει τη φύση και όχι την δήθεν αρμονία που υπάρχει μεταξύ τους.

Πρόκειται για ταπείνωση της φύσης και ανάδειξη της υπεροχής του ανθρώπου όχι ως μέρος της φύσης ο ίδιος αλλά ως μέρος του πολιτισμού: ένα συντριβάνι είναι η ταπείνωση του νερού που υποχρεώνεται να κάνει ακροβατικά σαν γυμνασμένο ζώο για να αναδύεται έτσι η καθυπόταξη του και η υπεροχή του πολιτισμού. Ο F. L. Wright φυλάκιζε το νερό του ποταμού με τον ίδιο τρόπο που οι μεσαιωνικοί αρχιτέκτονες φυλάκιζαν τον ήλιο και οι βιτροποιοί το φως. Σε αντίθεση με τον Tadao Ando ο οποίος ευρισκόμενος υπό την στέγη μιας άλλης φιλοσοφίας καθυπότασσε κατά το δυνατόν την κατασκευή στη φύση.

Μέσα στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, στον ίδιο προβληματισμό αναπτύσσεται και το ερώτημα του γιατί ο άνθρωπος κατοικεί πάντα τον τόπο του Άλλου αλλά και γιατί η οικεία του Θεού όπως και η οικεία του νεκρού παραμένουν κενές.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε μήπως αυτό που συμβαίνει στην αρχιτεκτονική, στις τέχνες, στον κήπο αλλά και στη φύση, στο σύμπαν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εξωτερίκευση του διχασμού του υποκειμένου σε υποκείμενο του λόγου και σε υποκείμενο του πράγματος. Δηλαδή, μια προβολή του κόσμου του ανθρώπου στον κόσμο. Αλλά, επίσης θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν ο διχασμός της φύσης αφενός σε ανεξέλεγκτο πράγμα και αφετέρου σε παγιωμένη μορφή αφορά εξίσου τον ψυχισμό του ανθρώπου ούτως ώστε να υπάρχει ως το διχασμένο υποκείμενο που είπαμε πριν. Με άλλα λόγια, είναι η φύση μέσα στον διχασμό της που κατοικεί τον άνθρωπο και τον διχάζει ούτως ώστε τα έργα του να φέρουν αυτό το αποτύπωμα ή το αντίθετο, ο άνθρωπος μεταφέρει τον διχασμό του στα δημιουργήματά του, τέχνες, φιλοσοφία, θρησκεία θεωρώντας ανάλογα τις φυσικές δυνάμεις.

Εδώ σταματά το βιβλίο αλλά δεν τελειώνει. Γιατί αν ανοίξουμε την αμέσως επόμενη πόρτα μας υποδέχονται με τα βιβλία τους o Spinoza, ο Berkeley, ο Hegel, ο Hume, ο Kant, ο Fichte, ο Schelling, ο La Mettrie, o Schopenhauer, ο Husserl, η  Via Negativa με  τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, ο Śruti, ο Abu Bakr Ibn Tufail, ο Al Ghazali, ο Lao Tse, ο Zuang Zhou, ο Eckhart, ο Angelus Silecius, ο Swetenborg, ο Böhme, ο de Bovelles, ο Ισαάκ ο Σύρος, ο Abulafia, ο ben Zoma, ο Thomas Aquinas, ο Παρμενίδης, ο Πλωτίνος, ο Πλάτων, οι Παραμυθάδες των Νήσων Τρόμπριαντ, οι Αφηγητές Bantu, ο Βαλεντιανός, ο πρώτος, ίσως, που μίλησε για τον βυθό και την ιλύ. Με άρχοντες επί της υποδοχής τον Ηράκλειτο και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.

Πάντως, όπως και να έχει συναντούν τον τίτλο του παρόντος βιβλίου: πρόκειται για έναν «Τρόπο του λέγειν».

 

 

 

 

 

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα