του Γιάννη Μαγκριώτη, πρώην Υφυπουργού
Ο Άδωνις Γεωργιάδης λέει συνήθως αυτά που σκέφτεται ο Πρωθυπουργός και αρέσουν στους οπαδούς του κόμματος, αλλά δεν τα λέει ο ίδιος δημόσια, για επικοινωνιακούς λόγους. Για την υποψηφιότητα του κ. Τασούλα είπε πολύ απλά: Το ΠΑΣΟΚ και ο Σύριζα θεωρούν ότι, μόνο ένα δικό τους στέλεχος μπορεί να είναι συναινετικό για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ δεν μπορεί να είναι συναινετικό ένα στέλεχος της ΝΔ.
Το ουσιαστικό όμως ερώτημα δεν είναι αυτό, αλλά το εξής και δεν το έθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης: Γιατί η ΝΔ, του 28%, των τελευταίων εκλογών, να έχει όλους τους θεσμούς της εξουσίας; Έχει την κυβέρνηση, έχει την δικαστική ηγεσία, αφού το υπουργικό συμβούλιο τους επέλεξε, όρισε όλες τις ανεξάρτητες αρχές, θα έχει και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;
Η απάντηση, που πολύ πιθανόν θα έδιναν τα στελέχη της ΝΔ, θα ήταν: Επειδή το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών και το νέο Σύνταγμα μας το επιτρέπει, απάντηση που όσο είναι αληθινή, άλλο τόσο είναι αλαζονική και τους εκθέτει.
Τον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο τον ψήφισε μόνη της η ΝΔ, την τροποποίηση του Συντάγματος την ψήφισαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλήθεια γιατί;
Μέχρι σήμερα το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα ψήφιζε Πρόεδρο του αντίπαλου κόμματος, γιατί ήθελε να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές ή ήθελε να συγκρατήσει ψηφοφόρους του αντίπαλου κόμματος.
Το ΠΑΣΟΚ το 1995 ήθελε να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές, όπως και η Πολιτική Άνοιξη και επέλεξαν ένα συντηρικο πολιτικό, τον Κωστή Στεφανόπουλο.
Οι, Κώστας Καραμανλής, Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελαν να συγκρατήσουν ψήφους του αντίπαλου κόμματος ή την ανοχή τους, γιαυτό πρότειναν Πρόεδρο του αντίπαλου κόμματος ή του πολιτικού χώρου του αντίπαλου κόμματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά την τροποποίηση του Συντάγματος του 1986 και την αφαίρεση των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων του , πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να μην είναι πετυχημένος Πρόεδρος.
Τελικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως ο εκάστοτε Πρωθυπουργός σε κάθε εκλογή Προέδρου, έκανε την επιλογή που συνέφερε αυτόν προσωπικά και το κόμμα του.
Αφού ο Κώστας Καραμανλής τον διευκόλυνε και δεν ήθελε να γίνει, όπως δήλωσε, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάτι που θα μπορούσε να το πετύχει σε αυτή την συγκυρία, όπως και το 2015, και δεν βρέθηκαν 10 βουλευτές της ΝΔ να τον πείσουν, όπως εκείνοι που τον έπεισαν να διεκδικήσει την ηγεσία της ΝΔ, τότε τα χέρια του Πρωθυπουργού ήταν λυμένα.
Ο Πρωθυπουργός πλέον είχε δύο επιλογές, με βάση το δικό του συμφέρον και το συμφέρον της ΝΔ.
Σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα του Πρωθυπουργού και της ΝΔ είναι η μετακίνηση δεξιότερα των ψηφοφόρων, κάτι που συμβαίνει σε όλες τις Δυτικές Δημοκρατίες.
Αυτό μπορούσε να το λύσει με έναν Υποψήφιο κομματικό, με καθολική κομματική αποδοχή και δεξιό προφίλ. Το βιογραφικό του Κώστα Τασούλα, κάλυπτε και τα δύο κριτήρια.
Η άλλη επιλογή δεν ήταν η σημερινή Πρόεδρος, η οποία στηρίζοντας, πέραν των αρμοδιοτήτων της τον Πρωθυπουργό, στις δύσκολες επιλογές του, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, έγινε το πρόσωπο για να εκφραστεί η εσωκομματική αντιπολίτευση στο Πρωθυπουργό και ταυτόχρονα δημιούργησε επιφυλάξεις στην αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα την χαμηλή δημοτικότητά της.
Η άλλη επιλογή ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος θα μπορούσε να ψηφιστεί με ευρύτερη πλειοψηφία και να ενισχύσει το κεντρώο προφίλ του Πρωθυπουργού.
Όμως, τα κέρδη του Πρωθυπουργού και της ΝΔ θα ήταν μικρότερα, γιατί μπορεί να τον ψήφιζαν, έστω και χωρίς ενθουσιασμό, όλοι οι βουλευτές της ΝΔ και οι διαγραμμένοι της, όμως δεν θα σταματούσε η διαρροή σε δεξιότερα κόμματα της ΝΔ, ενώ το τακτικό εκλογικό όφελος από το κέντρο και την κεντροαριστερά θα ήταν μικρότερο.
Μια παράμετρος που μπορούσε να γύρει υπερ της επιλογής του Βαγγέλη Βενιζέλου ήταν η κυβερνητική συνεργασία του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής με την ΝΔ, μετά τις εθνικές εκλογές.
Αυτή την επιλογή την “έκαψε”, με δήλωσή του ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης, με απόλυτο τρόπο, την Δευτέρα 13/1/25, το πρωί, μετά το διήμερο που προηγήθηκε, όπου μεγάλο μέρος ΜΜΕ την εμφάνιζε ως την επικρατέστερη.
Στον πόλεμο τακτικής των κομμάτων ο Πρωθυπουργός κέρδισε γιατί είχε δύο εναλλακτικές επιλογές και το Σύνταγμα μαζί του, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης έδειξαν ότι δεν είχαν καμία.
Ουσιαστικά παγιδεύτηκαν από την δήλωση του Πρωθυπουργού, λίγο μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές: Είναι ασέβεια προς το πρόσωπο της προέδρου της Δημοκρατίας η συζήτηση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η δήλωση αυτή περιείχε ασέβεια για το πρόσωπο της Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και σαφές μήνυμα ότι δεν θα την προτείνει.
Τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, αντί να του θέσουν δημόσια και με επιμονή, για να τον εκθέσουν πολιτικά, το ερώτημα: Γιατί άλλαξε θέση και δεν στηρίζει μια νέα προεδρία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, την οποία εύρισκε πολύ καλή πριν τις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά και στο διάγγελμα της υποψιότητας Κώστα Τασούλα, αποδέχτηκαν την θέση του περί ασέβειας και ακόμη χειρότερο ότι, αυτός έχει το δικαίωμα να πει, όποτε το αποφασίσει, το όνομα του νέου ή της νέας Προέδρου.
Έτσι, στο τέλος ο Πρωθυπουργός θα περάσει με επιτυχία την πρότασή του, και τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης έμειναν να μαλώνουν για τις δικές τους κομματικές υποψιότητες, που μπορεί να έχουν καλύτερο ακαδημαϊκό και πολιτικό βιογραφικό από του Κώστα Τασούλα, αλλά ο κ. Τασούλας θα είναι ο επόμενος πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός και η ΝΔ θα είναι δημοσκοπικά κερδισμένοι.
Ο Ανδρουλάκης έχει τακτική και συνεπώς ξέρει πολύ καλά τί κάνει. Ήταν σχεδόν απόλυτα σίγουρος ότι ο Μητσοτάκης δεν πρόκειται να προτείνει Βενιζέλο, διότι αν το έκανε αυτό, θα αναβάθμιζε εμμέσως την θέση του ΠΑΣΟΚ, εφόσον Βενιζέλος και ΠΑΣΟΚ είναι έννοιες ταυτόσημες. Αν από την άλλη πρότεινε τον Βενιζέλο ο Ανδρουλάκης, ο Μητσοτάκης και η ΝΔ θα ήταν υποχρεωμένοι να τον ψηφίσουν, καθώς πρόκειται για πολιτικό κεφάλαιο περισσότερο, παρά για κομματικό παράγοντα. Με τον Βενιζέλο στο τραπέζι, όποιος κι αν τον πρότεινε, θα υπήρχε ένα “πολιτικό γεγονός”. Ψηφίζοντάς τον, ο Μητσοτάκης θα φαινόταν άρχοντας ως προς την συμπεριφορά και θα κέρδιζε πόντους. Μην προτείνοντας πρώτος κάποιο ηχηρό όνομα, Ο Ανδρουλάκης άφησε τον Μητσοτάκη να εκτεθεί ανεπανόρθωτα, εκ του γεγονότος ότι ο ίδιος είχε ζητήσει να μην γίνεται συζήτηση για την προεδρική εκλογή. Συνεπώς, ο Μητσοτάκης είναι σήμερα όμηρος της δικής του στρατηγικής. Ήθελε να προτείνει πρώτος. Τον άφησαν να εκτεθεί πρώτος. Πιέστηκε να κινηθεί δεξιότερα. Τον άφησαν να πάει όσο πιο δεξιά μπορούσε. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην κερδίζει προς ώρας, αλλά σίγουρα η ΝΔ χάνει τον στόχο της κεντρώας ή έστω κεντροδεξιάς παράταξης και άρα μπαίνει σε μια δίνη κρίσης ταυτότητας. Οι κρίσεις αυτές παίρνουν χρόνο και ο κ. Μαγκριώτης βιάζεται να πάει πολλά χρόνια μπροστά, όταν η κρίση θα έχει ολοκληρωθεί και ίσως τότε η ΝΔ να δει εκ νέου μια μικρή ή μεγαλύτερη ανάκαμψη (αν υπάρχει μέχρι τότε). Πρόσφατο ανάλογο παράδειγμα υπάρχει και είναι ακόμα σε εξέλιξη.
Από το 1986 που κυριαρχεί τυπικά και ουσιαστικά ο εκλεγμένος και με δεδηλωμένη πλειοψηφία στην Βουλή πρωθυπουργός ,-πράγμα που γνωρίζουν πολύ καλά από τότε όλοι στο ΠΑΣΟΚ και τις λοιπές ”Δημοκρατικές” Δυνάμεις που ψήφισαν την εθνοκτόνο τροποποίηση του Συντάγματος του 1975 και που άρχισαν να αλληλοσυγκαλούνται δημοσίως , για να ξανακυβερνήσουν -δεν στέκουν οι ”λογικές τους” σε κάθε λογικό Έλληνα ότι ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θα τους ρωτούσε για την πρότασή του για Πρόεδρο της Δημοκρατίας , ο οποίος πάντοτε εκλέγεται εκείνος που προτείνει ο εκάστοτε πρωθυπουργός .
Να θυμίσουμε ότι δεν ψήφισαν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 1975 τον αείμνηστο και μοναδικό φιλόσοφο Κων/νο Τσάτσο και το 1980 και 1990 τον αείμνηστο και αξεπέραστο μεταπολεμικώς πρωθυπουργό Κων/νο Καραμανλή. ΑΛΛΑ και
δεν θεωρούνται νήπια στην στρατηγική και τακτική πολιτική οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του Σύριζα, οι οποίες με τα ποσοστά , που έχουν καιρό τώρα απαιτούσαν να δεχθεί τις προτάσεις τους για το πρόσωπο του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας , όταν μάλιστα από το 2019 προβλέπει το Σύνταγμα εκλογή του με την δεδηλωμένη(151)-και με κατώτερη -πλειοψηφία ;;;.
ΚΑΙ ΑΥΤΗ Η ΜΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΟΤΙ ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟΊ ΣΠΑΕΙ ΚΑΘΕ ΛΟΓΙΚΗ .
Αλλά αυτοί είναι οι αριστεροί .