Δεν είναι κρυφό ότι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, εκφράζεται, άμεσα ή έμμεσα, μία έντονη τάση νοσταλγίας για την εποχή που επικεφαλής της ισραηλινής κυβέρνησης ήταν ο Βενιαμίν Νετανιάχου. Με την είδηση της διάλυσης της κυβέρνησης Μπένετ-Λαπίντ, αυτή η νοσταλγία για τον Νετανιάχου εκφράσθηκε αυθόρμητα στα ελληνικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που συνοδευόταν από την προσμονή να βρεθεί ξανά στην ηγεσία της χώρας.
Αυτή η νοσταλγία δεν είναι παράλογη. Δεν είναι, όμως, απόλυτα αιτιολογημένη.
Ο Νετανιάχου άφησε καλό όνομα στην Ελλάδα. Επί των ημερών του, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης, βρήκαν στο πρόσωπό του έναν καλό συνομιλητή. Η ελληνική κοινή γνώμη, μαθαίνοντας στις δηλώσεις-απαντήσεις του Νετανιάχου προς τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, άκουγε όσα πιθανώς θα ήθελε να ειπωθούν από ελληνικά επίσημα χείλη. Επί των ημερών του, η εικόνα του Ισραήλ στην Ελλάδα βελτιώθηκε θεαματικά, έως του σημείου να εκφράζεται ανοικτά η άποψη ότι θα έπρεπε να υιοθετηθεί το ισραηλινό μοντέλο προκειμένου να διορθωθούν τα καθ’ημάς κακώς κείμενα.
Από την άλλη, η θητεία της κυβέρνησης συνασπισμού υπό τους Μπένετ και Λαπίντ, θα ήταν άδικο να χαρακτηριστεί ως «ανθελληνική». Η γραμμή που ακολούθησε σε ζητήματα καίρια που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο, ουσιαστικά δεν άλλαξε. Κατά τον πρώτο (και τελευταίο) χρόνο ζωής της, η τριμερής στρατιωτική συνεργασία ενισχύθηκε. Οι μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας στην Αμμόχωστο καταδικάσθηκαν από τον ΥΠΕΞ Γιαΐρ Λαπίντ. Το Ισραήλ επανέλαβε ότι συμμερίζεται τον τρόπο με τον οποίον Αθήνα και Λευκωσία ερμηνεύουν το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Το κλίμα που επικρατεί στον τομέα της ενεργειακής συνεργασίας παρέμεινε αμετάβλητο. Το ισραηλινό τουριστικό ρεύμα δεν μειώθηκε. Και όμως, το δίπτυχο νοσταλγίας/προσμονής υπέρ του Νετανιάχου αποτελεί μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Αποτελεί κοινό μυστικό: Ελλάδα και Κύπρος προβληματίζονται από την αναθέρμανση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων. Και αυτό συνέβη επί των ημερών του διδύμου Μπένετ και Λαπίντ.
Ωστόσο, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι, καθ’ όσον χρόνο ο Νετανιάχου διετέλεσε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ουδέποτε επέκρινε την ισραηλινή κυβέρνηση για τους χειρισμούς της ως προς την Άγκυρα. Για να είμαστε ακριβέστεροι, ο Νετανιάχου δεν επέκρινε καμία κίνηση επ’ ουδενός ζητήματος εξωτερικής πολιτικής. Η κριτική του επικεντρώθηκε σε εσωτερικά ζητήματα και μόνο.
Επί θητείας Νετανιάχου, το μείζον ζήτημα προς διακανονισμό ήταν ο τρόπος αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου – ένα δεδομένο που άλλαξε δραστικά τα κριτήρια των κέντρων λήψεως αποφάσεων σε Ιερουσαλήμ, Αθήνα, Λευκωσία, Κάιρο και Άγκυρα. Στην δεκαετία αυτή το Ισραήλ, σε αντίθεση με τους γείτονές του, κατάφερε να εξορύξει και να εξάγει το φυσικό του αέριο, υπογράφοντας πρόσφατα συμφωνία εξαγωγής προς την ΕΕ, η οποία εναγωνίως θέλει να μειώσει τις επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης.
Τώρα, το Ισραήλ είναι επικεντρωμένο στην επόμενη μέρα μίας ενδεχόμενης άδοξης λήξης των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ο ιδιότυπος πόλεμος χαρακωμάτων και μυστηριωδών δολοφονιών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν γίνεται τυχαία. Η επικείμενη περιοδεία Μπάιντεν στοχεύει στη συσπείρωση των φιλοδυτικών παικτών της περιοχής κατά του ιρανικού κινδύνου – και μοιραίως, η τουρκική συνδρομή, έμμεση ή μη, κρίνεται απαραίτητη. Υπ’αυτήν τη συγκυρία, κάθε ισραηλινός πρωθυπουργός θα είναι υποχρεωμένος να συμπλεύσει με αυτήν την ατζέντα, συμπεριλαμβανομένου και του Βενιαμίν Νετανιάχου, εφόσον επανεκλεγεί πρωθυπουργός.
*Ο δρ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο ισραηλινό Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν.
ΤΑ ΝΕΑ 22/6/2022